Διαβάσαμε | Witchpunk - Ανάθεμα, βιβλίο 1ο -

Διαβάσαμε | Witchpunk - Ανάθεμα, βιβλίο 1ο -

Στη γη της Κρέστα, η μαγεία ευδοκιμεί μα είναι απαγορευμένη. Τάγματα κυνηγών μαγισσών σπέρνουν φωτιά και θερίζουν θάνατο, μα όσο κοντά κι αν φτάνουν στην εξάλειψή τους, οι μάγισσες δεν πέφτουν ποτέ ολοκληρωτικά.

Στρατεύματα από την ήπειρο της Σκάρου περνούν στην Κρέστα πάνω από την άγρια θάλασσα που τις χωρίζει. Με τη βοήθεια των μηχανικών τους κατασκευών καταλαμβάνουν γρήγορα τα ανατολικά σύνορα, ανοίγοντας πληγές στη γη και αρπάζοντας το πολύτιμο για εκείνους κάρβουνο.

Τρεις γυναίκες ξεδιπλώνουν γεγονότα, ιστορίες και θρύλους. Η Μάργκο επιβιώνει τον τελευταίο χρόνο στην πρώτη αποικία των μηχανουργών, τη Σκόλνταρ. Έχοντας προχωρήσει στην προσθήκη ενός μηχανικού άκρου, ψάχνει να βρει τη θέση της ανάμεσα σε μέταλλο, ατμό και θάνατο. Η Σέιτζ, μια μάγισσα της Κρέστα, παλεύει να φέρει την ισορροπία στη γη της, σε μια χρονική περίοδο είκοσι ετών. Η ιστορία της εναλλάσσεται ανάμεσα σε ένα κυνήγι μαγισσών και στην κατάβαση των μηχανουργών. Τέλος, η Άστριντ, μια κυνηγός μαγισσών που είχε χάσει τη ζωή της τριάντα χρόνια πριν, περπατάει ξανά στην Κρέστα. Αναστημένη και καταραμένη, διασχίζει τη γη ώστε να φέρει εις πέρας μια αποστολή με αντάλλαγμα τις πληροφορίες που χρειάζεται για να αναπαυθεί.

Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω παράδοξα αυτό το κείμενο, παραθέτοντας μια πιο προσωπική άποψη. Τα τελευταία χρόνια πέρασαν αρκετά βιβλία νεαρών δημιουργών από τα χέρια μου. Βιβλία όπως η Εποχή του Κυνηγιού της Έρσης Λάβαρη (link), το πρώτο βιβλίο της Χρύσας Αναστασίου, η Κοιλάδα του Πράσινου Κρυστάλλου (link), οι Θεοί του Καταραμένου Δέντρου του Κοσμά Χατζηιωαννίδη (link), ο Θησαυρός της Δαμασκού (link) της Δανάης Ιμπραχήμ, για να αναφέρω ορισμένα. Μιλάμε για μυθιστορήματα φαντασίας γραμμένα από νεαρούς δημιουργούς που φιλοτεχνήθηκαν πριν αυτοί ξεπεράσουν το 25ο έτος της ηλικίας τους. Ομολογώ πως στις περισσότερες των περιπτώσεων εξεπλάγην τόσο από τις ικανότητες τους, όσο και από τις διαφαινόμενες δυνατότητες που ήταν ηλίου φαεινότερο –τουλάχιστον στα δικά μου μάτια– πως επρόκειτο να αναπτύξουν καθώς η ενασχόληση με τη συγγραφή θα γινόταν βαθύτερη. Η έκπληξή μου έγκειτο στο γεγονός πως εγώ στη δική τους ηλικία δεν είχα αναπτύξει τέτοιες δεξιότητες, και πως -για να είμαστε ειλικρινείς-, δεν είχα καν την ελπίδα να πλησιάσω στο επίπεδό τους, δίχως μια πραγματικά πολύχρονη κι επίπονη τριβή με το αντικείμενο. Κρατώντας, λοιπόν, το καινούργιο βιβλίο της Χρύσας Αναστασίου, το Witchpunk, κι έχοντας διαβάσει πια και την τελευταία σελίδα, μπορώ να δηλώσω πραγματικά περήφανος. Είμαι περήφανος για τη νεαρή μας δημιουργό, που περίτρανα, και με τον πλέον εμφατικό τρόπο έδωσε τη δική της απάντηση για το αν αξίζει να διαβάσει κανείς ελληνικό φανταστικό ή όχι.

Και για να δηλώσω ακόμα πιο ξεκάθαρα τι ακριβώς σκέφτομαι, παραμένοντας στο προσωπικό πλαίσιο που προανέφερα, θα αναφερθώ πλαγίως σε ένα απόσπασμα που συναντά κανείς στο δικό μου βιβλίο, την Εποχή των Θρύλων:


“Δεν πρέπει να κρίνουμε εκ πρώτης όψης και επιδερμικά τους νέους. Οφείλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί. Από εμάς κρίνεται η πορεία της ζωής που θα χαράξει ένας νέος άνθρωπος. Από εμάς κρίνεται ο τρόπος με τον οποίο θα χτιστεί το αύριο. Είτε θα καταβαραθρώσουμε το μέλλον που ξεδιπλώνεται μπροστά μας είτε θα το βοηθήσουμε να αναπτυχθεί και να μεγαλουργήσει. Κάποια πράγματα στη ζωή θέλουν απλά τον χρόνο τους. Θέλουν διαρκή φροντίδα και λεπτούς χειρισμούς προκειμένου να αναδειχτούν. Υπάρχει και η αργή εξέλιξη στη ζωή και καμία φορά αυτή είναι πιο δυνατή από την εκρηκτική, συναρπαστική εντύπωση που μπορεί να μας αφήσει ένα πηγαίο, αυθόρμητο ταλέντο που δύσκολα συγκρατείται στα στενά όρια της ανθρώπινης δυναμικής. Ένα κρυφό, μεθοδικό, δυνατό ταλέντο μπορεί να πνιγεί από την αβεβαιότητα και τη δριμύτητα της σκληρής αρχής. Να πνιγεί και να χαθεί, μάταια, μια για πάντα. Όμως, αν επιβιώσει, αν αποκτήσει γερά θεμέλια, αν ριζώσει και κερδίσει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση, είναι ικανό μέσα από τη σκληρή και μεθοδική δουλειά να ατσαλωθεί και να πετύχει το ακατόρθωτο: να τους ξεπεράσει όλους· και να γιγαντωθεί, να αγγίξει μεγαλεία που άλλοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να φτάσουν”.

Αυτές είναι πάνω κάτω οι σκέψεις που έχω κάνει για τη Χρύσα Αναστασίου. Και νιώθω δικαιωμένος που αντιμετώπισα με αυτόν τον τρόπο το έργο της.

Το Witchpunk είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα. Ένα βιβλίο φαντασίας υψηλών προδιαγραφών.

Ορμώμενη από το πρώτο επιτυχημένο συγγραφικό της βήμα, κι έχοντας αποκτήσει γερά θεμέλια (εμπειρία, νέες δεξιότητες αλλά και εμπλουτισμένα αναγνώσματα), και με τις μηχανές της φαντασίας της σε φουλ ισχύ, μας προσφέρει την αρχή ενός έργου που μόνο μια δημιουργός στα καλύτερά της μπορεί να προσφέρει: ένα βιβλίο ικανό να σαγηνέψει κάθε αναγνώστη που θα του δώσει μια αληθινή ευκαιρία.

Ασχέτως αναγνωστικών προτιμήσεων, βιβλία σαν κι αυτό τιμούν τον χώρο μας και την εμπιστοσύνη του κοινού. Εξαιρετική γραφή, εξαίσια κοσμοπλασία, χαρακτήρες ολοζώντανοι που δεν σου αφήνουν άλλη επιλογή παρά να δεθείς μαζί τους, πλοκή όμορφα δομημένη και μια διήγηση που σε αιχμαλωτίζει από την πρώτη στιγμή.

Στο Witchpunk συνάντησα έναν δυναμικό τρόπο γραφής, με έξυπνα σχήματα λόγου και προσοχή στη λεπτομέρεια. Δεν είμαι οπαδός των κειμένων που βαδίζουν σε ασφαλή μονοπάτια. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ό,τι ακριβώς αναζητώ εγώ στα κείμενα: φαντασία αχαλίνωτη (μα όχι ανεξέλεγκτη), τόλμη, φρεσκάδα, τσαγανό και μεθοδικότητα.

Η ιστορία του βιβλίου διαδραματίζεται σ’ έναν κόσμο σκοτεινό και άγριο, δομημένο με αξιέπαινη φροντίδα. Έναν κόσμο που έχει ρημάξει ο πόλεμος. Οι μηχανουργοί εισβάλουν στη γη της Κρέστα και το αποτέλεσμα είναι να επέλθει ο όλεθρος. Θύσανοι αναθυμιάσεων κηλιδώνουν τον ουρανό, μαύρα λάβαρα καπνού και θύελλες φωτιάς συγκρούονται με το μέταλλο για να ραπίσουν έναν τόπο όπου κάποτε η μαγεία ανάσαινε ελεύθερη. Η σφοδρή αντιπαλότητα μεταξύ τεχνολογίας και υπερφυσικού αποτυπώνουν στον λογοτεχνικό καμβά ένα δημιούργημα που εξιτάρει τη φαντασία. Οι εισβολείς λυμαίνονται το πολύτιμο κάρβουνο και οι μάγισσες -που γνωρίζουν τον διωγμό και την περιφρόνηση- ορθώνουν τείχη αντίστασης.

Γύρω από τη δίνη των εξελίξεων αυτών, ακολουθούμε τις παράλληλες ζωές τριών ηρωίδων που ανήκουν σε ολότελα διαφορετικές παρατάξεις. Βλέπουμε την οπτική της Μάργκο και μαθαίνουμε πολλά πράγματα για τους μηχανουργούς, ταυτόχρονα παρακολουθούμε τη ζωή της μάγισσας Σέιτζ (έρωτας) κατά τη διάρκεια μιας περιόδου είκοσι ετών και τέλος γινόμαστε μάρτυρες των γεγονότων που ανακινεί η αποστολή της Άστριντ, η οποία άνηκε κάποτε στα τάγματα των κυνηγών μαγισσών. Οι ηρωίδες ήταν και οι τρεις υπέροχες. Η ιστορία δόθηκε μέσα από τα μάτια τους, με τέτοια ενάργεια και λεπτότητα στον χειρισμό των ιδιοσυγκρασιών τους, που πραγματικά με έκανε να νιώσω βαθύτατα ικανοποιημένος. Εξαιρετική ήταν και η απόδοση των συναισθημάτων τους, αλλά ακόμα πιο σπουδαίος ήταν ο νυγμός των αισθημάτων που δεν ειπώθηκαν ποτέ… που υπέβοσκαν πίσω από τις συμπεριφορές των ηρωίδων (μιλώ για το arc της Σέιτζ). Μια συγκεκριμένη σκηνή με συγκίνησε πολύ και χάρηκα ιδιαίτερα για το πώς κατόρθωσε η Χρύσα να την αποτυπώσει στο κείμενο.

Αυτό όμως για το οποίο πραγματικά βγάζω το καπέλο στη νεαρή μας δημιουργό, είναι το γεγονός πως η πλοκή ξεδιπλώνεται με εντυπωσιακή συνέπεια, δίχως βιασύνες και υπερβολές, αποκαλύπτοντας ένα στήσιμο που δουλεύτηκε πολύ. Εδώ να αναφέρω και το μοναδικό αρνητικό του βιβλίου, το οποίο είναι πως –κλασικά όπως σε κάθε πρώτο βιβλίο μιας σειράς– απαιτείται ο αναγνώστης να διαθέτει υπομονή στις πρώτες σελίδες μέχρι να επέλθει η οικειότητα με τον κόσμο που μας συστήνει η συγγραφέας. Όλοι οι λάτρεις του φανταστικού γνωρίζουν πως το σωστό world building απαιτεί χώρο μέχρις ότου να ξεδιπλωθεί η πλοκή. Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως το βιβλίο από τη μέση και μετά παίρνει φωτιά, καθώς το σκηνικό έχει στηθεί και οι χαρακτήρες αναλαμβάνουν τα ηνία, οπότε νομίζω πως περαιτέρω ανάλυση πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι περιττή.

Ολοκληρώνοντας, νιώθω ότι δεν θέλω να πω πολλά παραπάνω σχετικά με την εμπειρία που αποκόμισα διαβάζοντας το Witchpunk. Το βιβλίο είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα φαντασίας, που έρχεται με ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο, συνοδευόμενο από τρία καλαίσθητα εικαστικά και μια ποιοτικότατη εκτύπωση που δύσκολα θα απογοητεύσει ακόμα και τον πλέον απαιτητικό αναγνώστη. Είναι ένα καλοδουλεμένο συγγραφικό έργο από μια νεαρή δημιουργό που φρόντισε να παραδώσει μια σοβαρότατη πρόταση ανάγνωσης στο αναγνωστικό κοινό. Οπότε, φθάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: Θα καταβαραθρώσουμε το μέλλον που ξεδιπλώνεται μπροστά μας ή θα το βοηθήσουμε να αναπτυχθεί και να μεγαλουργήσει; Την απάντηση την αφήνω σε εσάς.