“Οι πινελιές της φρίκης”

“Οι πινελιές της φρίκης”

«Μπορείς να τρέξεις και να ξεφύγεις απ’ όλους εκτός από τον εαυτό σου»

-Stefan Zweig-
         
Η Τζένη πηγαινοέρχεται αλαφροπατώντας στο διαμέρισμά της. Παρόλο που είναι ψηλή, περπατάει αθόρυβα σαν γάτα. Τα πέλματά της είναι μεγάλα και κατάλευκα, με άνισα δαχτυλάκια. Μερικές φορές παίρνει μαζί της το ντοσιέ με τα σκίτσα της, που και που έναν πίνακα, κοιτώντας τον με έκσταση και τρόμο. Εργάζεται σ’ έναν εκδοτικό οίκο, που εκδίδει δύο απ’ τα σπουδαιότερα περιοδικά ολογραφικών κόμικς –οι ζωγραφιές είναι στερεογράμματα, που με την εξέλιξη της τεχνολογίας σου δίνουν την ζωντανή εντύπωση πως ζεις μέσα στους κόσμους που περιγράφουν. Ζει κι εργάζεται στα βόρεια προάστια της Θεσσαλονίκης, σε μια περιοχή από ενισχυμένο μπετόν και καλοσυντηρημένα ρείθρα. Τ’ απογεύματα ποζάρει σε μια φωτογραφική μηχανή μέσα σ’ ένα κακόγουστο αυτοσχέδιο στούντιο με τα μέλη της στρεβλωμένα και ορθάνοιχτα για να μπορούν να καταγράψουν τα πάντα οι φακοί, να χωθούν σε κάθε εσοχή και σχισμάδα. Γνώση χωρίς εμβάθυνση και κατανόηση.

“Θέλεις να δεις;” με ρωτάει και πετάει ένα περιοδικό απ’ την άλλη άκρη του δωματίου. Το περιοδικό της Τζένης, ένα φανταχτερό, πολύχρωμο κατασκεύασμα σαν χριστουγεννιάτικο χαρτί περιτυλίγματος. Ο τίτλος του PIN ME. Το άνοιξα και φυλλομέτρησα τις χυδαίες και συνάμα αισθησιακές φωτογραφίες του. Όπως το περίμενα, η Τζένη ήταν εκεί φορώντας μια εκθαμβωτική τυρκουάζ περούκα, πόζαρε σε μια σειρά αφύσικων στάσεων επάνω στο κρεβάτι ενός δωματίου, που παρέπεμπε σε φθηνό ξενοδοχείο. Η Τζένη ήταν εκεί με τα ψηλά, πανέμορφα πόδια της ανοιχτά, τη σάρκα της σαν γυαλιστερή πληγή. Η Τζένη ήταν εκεί να επιδεικνύει πτυχές και κατωφέρειες και λεπτές, πρόσχαρες χαράδρες. Η Τζένη ήταν εκεί να παρουσιάζεται σαν -Ελεάννα, ο γλυκός βελούδινος καρπός απ’ την πρωτεύουσα των Βαλκανίων-, αλλά αναγνωρίσιμη παρόλα αυτά. Πέρα από κάθε αμφιβολία.

Ένα γύρισμα σελίδας κι έφθασα στη μεσαία δισέλιδη αφίσα, με την Τζένη στραμμένη προς το φακό με τα οπίσθιά της σε πρώτο πλάνο, το κεφάλι της γυρισμένο πίσω για να με βλέπει καλύτερα και το δείκτη του δεξιού χεριού της λάγνα χωμένο ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη της.

Στο μεταξύ εκείνη παρακολουθούσε τις αντιδράσεις μου.

“Τι λες;” με ρώτησε. “Πληρώνω το νοίκι;”

“Μα εσύ δεν πληρώνεις νοίκι”, απάντησα.

Κι εκείνη γελώντας, μ’ έσφιξε στην αγκαλιά της.

Η Τζένη ζωγραφίζει. Με παρακολουθεί καθώς ζωγραφίζει. Με παρακολουθεί με τα μισόκλειστα, κατακτητικά μάτια του καλλιτέχνη. Με παρακολουθεί καθώς ζωγραφίζει κι εγώ την παρακολουθώ να επιδίδεται σε απλές κινήσεις της καθημερινής της ζωής· όταν κάθεται γυμνή σε μια καρέκλα, με τα γόνατά της μαζεμένα κοντά στο σώμα της και ζωγραφίζει επάνω σ’ ένα μεγάλο τετράδιο ζωγραφικής· όταν τρέχει στην κουζίνα γιατί την καλεί ο φούρνος μικροκυμάτων, ειδοποιώντας την ότι το φαγητό ζεστάθηκε· όταν μουλιάζει στην μπανιέρα με τα στήθη της να επιπλέουν σαν αυγά ποσέ στον αφρό, την ήβη της σαν φύκια στην άμπωτη, μαύρη και μυστηριακή εστία χιλιάδων μυστικών κι εμένα να διακατέχομαι από μιαν άκρατη επιθυμία να μεταμορφωθώ στο σφουγγάρι με το οποίο τρίβει απαλά το υπέροχο, θεϊκό κορμί της. Η Τζένη είναι μια έγχρωμη φιγούρα· μαλλιά κατάμαυρα, μάτια σκούρα μπλε, χείλια βαμμένα βυσσινί –και το γυμνό ροδαλό του δέρματός της. Την παρακολουθώ και, παρακολουθώντας την, την κατακτώ.

“Δεν ήσουν πάντα καθηγητής”, μου είπε μια μέρα. Η φράση της είχε τον τόνο διαπίστωσης, γιατί ήξερε πως είχε δίκιο. “Ήσουν κάτι άλλο”.

“Ήμουν δημοσιογράφος”, της είπα. “Όχι ότι τώρα δεν είμαι!”

“Το ήξερα. Ήσουν και κάτι άλλο. Δημοσιογράφος... Χμμ... Μήπως και συγγραφέας;”

“Ακριβώς, κι εξακολουθώ να είμαι”.

Κάθε Κυριακή, πιο ευσυνείδητα και από νεαρή χωριατοπούλα προσκολλημένη στην παράδοση, η Τζένη πηγαίνει στην εκκλησία. Στο επόμενο τετράγωνο απ’ το σπίτι της και ακριβώς δίπλα στο ναό, τον αφιερωμένο στον Παγκόσμιο Θεό, υπάρχει ένας τεράστιος χριστιανικός ναός βυζαντινού ρυθμού. Μπαίνει αθόρυβα στην εκκλησία, γλιστράει σ’ ένα απ’ τα στασίδια στο βάθος και παρακολουθεί τη λειτουργία λες και καταγράφει τα πάντα στη μνήμη της με τον ίδιο τρόπο που κάποιος παίζει ένα παιχνίδι συναναστροφών· τους εξαϋλωμένους αγίους, το περίτεχνο ιερό, το “πανθ’ορά” μάτι του Χριστού στο εσωτερικό μέρος του τρούλου, τον ηλικιωμένο ιερέα με τις αποφασιστικές λόγω εμπειρίας κινήσεις, τις λιγοστές γηραιές κυρίες, τις δύο νεαρές φίλες που εμφανίζονται περιστασιακά με τη σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό τους –τα πάντα καταγράφονται στη μνήμη της.

Την προηγούμενη Κυριακή, επιστρέφοντας απ’ την εκκλησία, ζωγράφισε τη σκηνή σαν ένα αμάλγαμα από διάφορα στοιχεία: ο θόλος του ναού, τα σκυμμένα κεφάλια, οι αγιογραφίες, ο ιερέας ντυμένος με τα άμφιά του και με τα μπράτσα του αποκαλυμμένα για το μυστήριο της βάπτισης. Το κοριτσάκι στην κολυμβήθρα παράξενα ήρεμο και μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο, που χαράκωνε το βελούδινο προσωπάκι με τα τεράστια σκοτεινά κι αινιγματικά μάτια, ενώ τα κατάμαυρα, φιδίσια μαλλιά σκέπαζαν τρομακτικά ένα παιδικό κεφάλι Μέδουσας.

Δυο μέρες μετά ζωγράφισε έναν πίνακα, όπου εμφανίζεται ο ιερέας της ενορίας της, η οποία όπως και όλοι οι άλλοι χριστιανικοί ναοί, τα τεμένη, οι παγόδες ανήκει στην Παγκόσμια Ένωση Θρησκευτικών Κτισμάτων, να αιωρείται με τα χέρια απλωμένα επάνω από έναν εσταυρωμένο τριγυρισμένο από απαίσια, τερατόμορφα όντα, ο οποίος έχει το δικό μου πρόσωπο. Τριγύρω μου φωτιές της κόλασης προμηνύουν ένα ολοκαύτωμα, στο οποίο θυσιάστηκε η θεία φύση των ανθρώπων.

Και τότε, εντελώς απρόσμενα, η Τζένη με ρώτησε:

“Φοβάσαι;”

“Ναι, φοβάμαι αρκετά θα έλεγα”.

“Εγώ δεν έκλεισα μάτι δυο μέρες και δυο νύχτες. Έπαθα κάτι σαν σοκ. Μετά συνήθισα στον τρόμο!”

“Δεν κατάλαβα, τι εννοείς;”

“Έχεις δίκιο ν’ απορείς. Κοίταξε, λοιπόν, θα σου εξηγήσω. Αυτές οι φοβερές ζωγραφιές που βλέπεις, εδώ μπροστά σου δημιουργήθηκαν από μια ανώτερη, σκοτεινή δύναμη. Ποτέ στη ζωή μου δεν ζωγράφισα τέτοια μακάβρια και τρομακτικά θέματα. Καλά καλά δε ξέρω τι συμβολίζουν κι εκτός αυτών τα ζωγραφίζω, όταν κοντεύει ο ύπνος να με πάρει. Η συνείδησή μου, δηλαδή, βρίσκεται στο πιο αμβλύ της σημείο. Και πάλι νιώθω κάτι απροσδιόριστο να με ωθεί να πιάσω τα πινέλα και τα χρώματά μου και να ζωγραφίσω. Και όσο για τα ίδια τα θέματα, αυτά βγαίνουν μόνα τους ή μάλλον σπρωγμένα από αυτήν την αόριστη και μιαρή δύναμη. Δεν είναι καθόλου έργα της δικής μου φαντασίας”.

“Περίπου σε καταλαβαίνω”, της απάντησα. “Πριν μερικά χρόνια με άγγιξε μια τέτοια σκοτεινή δύναμη αλλά είχα πιεί πολύ για να καταλάβω τι ακριβώς μου συνέβη”.

Στο κρεβάτι εκείνη τη νύχτα η Τζένη γλίστρησε πιο κοντά μου και τράβηξε το χέρι μου ανάμεσα στους αλαβάστρινους μηρούς της. Μου ψιθύρισε γλυκά να μη φοβάμαι και η ζεστασιά της ήβης της, το άγγιγμα της απόκρυφης σάρκας της, του ίδιου του κομματιού που εκθέτει ανενδοίαστα στο φακό και ωστόσο παραμένει αποκλειστικά δικό της, του πιο ευαίσθητου σημείου του κορμιού της, του δροσερού θηλυκού καρπού της, μου έδωσε κάποιου είδους παρηγοριά. Λατρεύω τη μυρωδιά της. Είναι μια ζεστή, γλυκερή μυρωδιά, η μυρωδιά πρώιμου σταχιού και βρεγμένου γρασιδιού κάτω απ’ την αλμύρα του ιδρώτα. Η σάρκα της Τζένης είναι πρώτης ποιότητας και γεμάτη χυμούς...