“Δαίμονες απ' το απώτερο διάστημα”

“Δαίμονες απ' το απώτερο διάστημα”

“Όταν το ουράνιο βασίλειο κατέβηκε στη γη, αναπτύχθηκε στο Εριντού (σημερινό Αμπού Σαχρέιν)”

Σουμερική πεποίθηση συμπεριλαμβανομένη στους πρώτους καταλόγους των Σουμερίων βασιλέων

Ένας φυσιολογικός τρόπος δημιουργίας βελτιωμένων ανθρώπων και ζώων είναι αναμφίβολα το σεξ. Το σεξ εξασφαλίζει την ανάμειξη του γενετικού υλικού του αρσενικού και του θηλυκού κι έτσι ευνοεί την επιβίωση, τη διαφοροποίηση των οργανισμών και τη δημιουργία νέων, βελτιωμένων, καλύτερα προσαρμοσμένων συνδυασμών γονιδίων, που φέρουν οι απόγονοι. Όλα αυτά, όμως, ίσως μια μέρα υποκατασταθούν από την τεχνολογία. Οι καλύτεροι συνδυασμοί γονιδίων θα δημιουργούνται μέσα σε εργαστήρια! Επομένως ο άνθρωπος τουλάχιστον ενδέχεται να εγκαταλείψει για λίγο καιρό το σεξ. Μόνο για λίγο καιρό όμως. Σύντομα θα επιστρέψει σε αυτό. Κι αυτό, γιατί μπορεί όλες οι εξηγήσεις γύρω από το σεξ να φαίνονται επαρκείς, αλλά η αλήθεια είναι ότι κανένα έμβιο ον δεν κάνει σεξ, έχοντας στο μυαλό του τη βελτίωση του είδους. Ο άνθρωπος κάνει σεξ για λόγους, που δεν κατανοεί πλήρως. Το ακριβώς αντίθετο συνέβηκε με τους Ανουνάκι, τους κατοίκους του πλανήτη Νιμπίρου, οι οποίοι μέσω γενετικών μεταλλάξεων, συνέβαλαν στην απότομη εξέλιξη των ανθρώπων από τον πρωτάνθρωπο στον homo sapiens. Αυτό το έκαναν, βέβαια, γιατί χρειάζονταν δούλους να τους υπηρετούν πιστά και αδιαμαρτύρητα, προκειμένου να εξορύσσουν το χρυσό που ήταν απαραίτητος για την επιβίωση του πλανήτη τους.

Προσωπικά έχω την άποψη ότι, εκείνα τα πράγματα που αξίζουν τη μεγαλύτερη κατανόηση εκ μέρους όλων μας είναι η ανάγκη για σεξ, η αδυναμία του ανθρώπου ν’ ανιχνεύσει τη ψυχή του και η αδυναμία του ανθρώπινου μυαλού να συσχετίσει τις γνώσεις του. Αναμφίβολα ζούμε σ’ ένα μακάριο κόσμο άγνοιας, που βρίσκεται στη μέση των σκοτεινών και ομιχλωδών ωκεανών της αιωνιότητας και δε νοείται εύλογο να ταξιδέψουμε μακριά από αυτόν. Μέχρι σήμερα, οι επιστήμες, που η καθεμιά χαράζει και ακολουθεί το δικό της δρόμο, μας έχουν βλάψει σχετικά λίγο. Κάποια μέρα όμως οι σκόρπιες γνώσεις θα ενωθούν και αν δεν προσέξουμε, τότε θα μας αποκαλυφθεί τόσο τρομερή η πραγματικότητα και η θέση που κατέχουμε σε αυτήν, που ή θα τρελαθούμε από την αποκάλυψη και την υπέρμετρη ανάπτυξη ή θα επιστρέψουμε, απορρίπτοντας αυτό το επικίνδυνο, ατίθασο και θανατηφόρο φως της προόδου και της επιστημονικής και τεχνολογικής εξέλιξης, στον εφησυχασμό, την άγνοια και την ασφάλεια ενός νέου μεσαίωνα.

Η Έλενα Μπλαβάτσκυ και οι Θεοσοφιστές κάτι είχαν υποψιαστεί από το τρομερό μεγαλείο του κοσμικού κύκλου. Μέσα σε αυτόν τον κύκλο ο κόσμος μας και το γένος των ανθρώπων δεν είναι παρά ασήμαντα περιστατικά. Έχουν αναφερθεί σε παράξενες, αλλόμορφες υπάρξεις που επέζησαν με τέτοιον τρόπο, που σίγουρα θα πάγωνε το αίμα των ανθρώπων, αν δεν ήταν διανθισμένος με γλυκανάλατη αισιοδοξία. Δεν ήταν όμως μόνον αυτοί, που έριξαν μία και μοναδική ματιά στις απαγορευμένες εποχές, που απολιθώνομαι μόνο που τις σκέφτομαι και τρελαίνομαι, όταν αντιμετωπίζω τις τρομακτικές απειλές τους στα ταραγμένα όνειρά μου. Αυτή η ματιά, όπως όλες οι τρομερές ματιές στην αλήθεια, προκλήθηκε από τον τυχαίο συσχετισμό διαφορετικών στοιχείων. Στη δικιά μου περίπτωση ήταν αρκετό ένα παλιό απόκομμα από τις σελίδες για την αρχαιολογία, στην οποία κάνει συχνά αφιερώματα η εφημερίδα των Αθηνών “ΤΟ ΠΛΑΝΗΤΙΚΟ ΒΗΜΑ”, καθώς και οι σημειώσεις ενός νεκρού πια καθηγητή. Ελπίζω ότι κανένας άλλος δε θα πετύχει το συσχετισμό αυτών των γεγονότων. Και είμαι σίγουρος ότι, ποτέ όσο θα ζω, δε θα προσθέσω με τη θέλησή μου έναν κρίκο σε αυτήν την τόσο αποκρουστική και δαιμονική αλυσίδα. Επίσης νομίζω πως και ο καθηγητής ήθελε να διατηρήσει τη σιωπή του σχετικά με το μέρος της ιστορίας που γνώριζε και ότι θα είχε καταστρέψει τις σημειώσεις του, αν δεν τον έπαιρνε ξαφνικά ο αιώνιος ύπνος.

Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, επίτιμος καθηγητής των Ανατολικών Γλωσσών στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, ήταν ευρύτερα γνωστός ως αυθεντία στις αρχαίες επιγραφές. Το ντόπιο ελληνικό ενδιαφέρον γι’ αυτόν ήταν πιο έντονο εξαιτίας των περίεργων συνθηκών του θανάτου του. Ο καθηγητής σκοτώθηκε, επιστρέφοντας στην Ουρανούπολη με το καραβάκι του Αγίου Όρους. Όπως κατάθεσαν οι μάρτυρες, έπεσε ξαφνικά στη θάλασσα μετά το σπρώξιμο ενός ναύτη. Οι γιατροί δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν βαρύ, θανατηφόρο χτύπημα. Έκαναν συμβούλιο και συμπέραναν ότι, κάποια αρρυθμία της καρδιάς στάθηκε η αιτία του θανάτου, εξαιτίας της ξαφνικής και γρήγορης πτώσης στο παγωμένο νερό από έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. Τότε δεν έβλεπα το λόγο να διαφωνήσω με αυτήν τη διάγνωση, αλλά τώρα πια αναρωτιέμαι και όχι μόνο...

Ο καθηγητής Γιώργος Αγγελόπουλος υπήρξε θείος μου, αδελφός της μητέρας μου, και πέθανε χήρος και άτεκνος, οπότε εγώ ως κληρονόμος κι εκτελεστής της διαθήκης έπρεπε να εξετάσω όλα τα χαρτιά του με προσοχή. Για το λόγο αυτό, μάζεψα όλα τα βιβλία του, τις σημειώσεις και τους φακέλους του, τα πακετάρισα και τα πήρα στο σπίτι μου, στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλο τμήμα απ’ το υλικό που ανακάλυψα, εκδόθηκε αργότερα απ’ την Ελληνοαμερικανική Αρχαιολογική Εταιρεία. Υπήρχε όμως κι ένα πακέτο, το οποίο κράτησα αυστηρά για εμένα και μόνο, γιατί μου φαινόταν άκρως αινιγματικό και δεν επιθυμούσα να το δουν άλλα μάτια. Εξάλλου τι θα μπορούσε να καταλάβει κανείς απ’ το περίεργο πήλινο ανάγλυφο και τις διάφορες άσχετες σημειώσεις και τ’ αποκόμματα που βρήκα; Μήπως στα τελευταία του χρόνια ο θείος μου έπεσε θύμα κάποιου μεγάλου απατεώνα ή και σπείρας ακόμη; Αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αναζητήσω τον παράξενο κι εκκεντρικό γλύπτη, που ήταν υπεύθυνος για την ολοφάνερη διαταραχή του μυαλού ενός σοφού ανθρώπου και ίσως και για τον ίδιο το θάνατό του. Το ανάγλυφο ήταν μια τετράγωνη πλάκα με πάχος πέντε εκατοστών και εμβαδόν 25 τετραγωνικών εκατοστών. Η κατασκευή του φαινόταν σίγουρα σύγχρονη. Τα σχέδιά του όμως, σε ατμόσφαιρα κι εκτέλεση, κάθε άλλο παρά σύγχρονα ήταν. Ίσως οι ιδιομορφίες του φουτουρισμού και του κυβισμού να είναι άφθονες και ακραίες, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν ν’ αναπαραστήσουν αυτήν την απόκρυφη, υποβλητική κι επιβλητική αρμονία που ενυπάρχει στις προϊστορικές γραφές. Το βέβαιο είναι ότι, τα περισσότερα από αυτά τα σχέδια ήταν ιερογλυφικά, ενώ τα υπόλοιπα έμοιαζαν να είναι κάποια άγνωστη γραφή. Όσον αφορά, μάλιστα, αυτήν τη γραφή, δεν μπόρεσα να την προσδιορίσω ή ακόμη και να μαντέψω με ποια έμοιαζε. Κι αυτό, παρόλο που ήμουν βαθύς γνώστης των ερευνών και των διάφορων συλλογών του θείου μου.

Ανάμεσα στα ιερογλυφικά υπήρχε μια μορφή, αν και η σουρεαλιστική εκτέλεσή της δεν επέτρεπε να σχηματίσει κάποιος ξεκάθαρη ιδέα για το τι μπορεί να ήταν. Έμοιαζε με κάποιο άγνωστο τέρας ή με κάτι σαν σύμβολο που παρίστανε κάποιο τέρας. Τη μορφή αυτού του τέρατος μόνο μια εντελώς αρρωστημένη φαντασία θα μπορούσε να συλλάβει και ας διέθετε σχηματικά κάποια ομοιότητα με το γνωστό μυθολογικό δράκο. Αν έλεγα με την πλούσια φαντασία μου ότι, έβλεπα τις εικόνες ενός δράκου και μιας ιπτάμενης εφιαλτικής οντότητας, δε θ’ απομακρυνόμουν απ’ το πνεύμα του έργου. Ένα τιτάνιο κεφάλι δράκου πρόβαλε επάνω από ένα τεράστιο, φολιδωτό, ανθρωπόμορφο σώμα με γιγάντια φτερά. Εκείνο όμως που το έκανε απίστευτα τρομακτικό, ήταν το γενικό περίγραμμα ολόκληρου του πλάσματος. Στο φόντο, πίσω απ’ αυτήν τη μορφή, υπήρχε ένας ναός με πανύψηλους κίονες.

Ό,τι έμαθα γι’ αυτό το αποτρόπαιο έργο και τον ανθρωπόμορφο δράκο που είχε ως θέμα του προερχόταν από ένα γέρο ερημίτη, που ανακάλυψα μετά από αναζήτηση πληροφοριών που κράτησαν δύο χρόνια σε κάποια παράγκα στη ζούγκλα της Βορειοανατολικής Ινδίας. Ο ερημίτης αυτός λεγόταν Ραμνιαδά Αντιτίγια και θυμόταν διάφορα αποσπάσματα ενός φριχτού μύθου, που μπροστά του ωχριούν οι θεωρίες της Έλενας Μπλαβάτσκυ και των Θεοσοφιστών. Υπήρχαν, λοιπόν, παρωχημένες και λησμονημένες από τη μνήμη της ανθρωπότητας εποχές, που κυβερνούσαν τη γη αλλόμορφα πλάσματα, δρακόμορφοι δαίμονες. Είχαν χτίσει τεράστιες πόλεις στην Ατλαντίδα, στη Λεμουρία, στη Μου, στην Κεντρική και Νότια Αμερική, στην Αφρική, στην Ωκεανία, στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και στην Ασία, όπου ένας απ’ τους αθάνατους Κινέζους του είχε πει κάποτε ότι, υπολείμματα τέτοιων μεγαλουπόλεων μπορούσαν να βρεθούν ακόμη με τη μορφή κυκλώπειων ογκόλιθων στα νησιά του Ειρηνικού. Όλοι αυτοί οι δαίμονες, που ήταν γεμάτοι σοφία, πέθαναν ατέλειωτους αιώνες πριν απ’ τον ερχομό του ανθρώπου. Υπήρχαν όμως τέχνες, που μπορούσαν να τους κάνουν να ξαναζωντανέψουν, όταν τ’ αστέρια ξαναβρεθούν στη σωστή τους θέση μέσα στον αέναο κύκλο της αιωνιότητας. Πραγματικά είχαν έρθει από τ’ αστέρια, συγκεκριμένα από τον πλανήτη Νιμπίρου, και είχαν φέρει μαζί τους τις μυστικές τέχνες τους και τις βιογενετικές γνώσεις τους.

Αυτές οι υπάρξεις, συνέχισε ο Ραμνιαδά, δεν ήταν πλασμένες εντελώς από σάρκα και οστά. Μπορούσαν να πάρουν μορφή, αλλά αυτή δεν ήταν φτιαγμένη από ύλη. Όταν τ’ αστέρια βρίσκονταν στη σωστή τους θέση, μπορούσαν να ταξιδέψουν από κόσμο σε κόσμο. Όταν όμως τ’ αστέρια βρίσκονταν σε λαθεμένη θέση, δεν μπορούσαν να ζήσουν. Παρόλο όμως που δεν είχαν πια ζωή, δε σημαίνει ότι είχαν πεθάνει κιόλας. Κείτονταν μέσα στα υπόγεια των πέτρινων κτιρίων και των ναών, που είναι διάσπαρτοι σε όλον τον κόσμο. Έτσι τους διατηρεί ακόμη η δύναμη του Μεγάλου Άνου, περιμένοντας την ένδοξη ανάστασή τους, όταν τ’ αστέρια και η Γη θα βρίσκονται γι’ άλλη μια φορά στην κανονική τους θέση. Ο συνδυασμός της μαγείας και της επιστήμης που τους διατηρεί, τους εμποδίζει ακόμη και να κινηθούν. Το μόνο που μπορούν να κάνουν, είναι να παραμένουν ξαπλωμένοι στο σκοτάδι των κρυογονικών μηχανών τους και να ονειρεύονται, όπως έκαναν και στις πανάρχαιες εποχές, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι άνθρωποι και οι δρακόμορφοι σοφοί επικοινώνησαν μαζί τους, στέλνοντας τους τον εκπρόσωπό τους. Αυτή η επικοινωνία πραγματοποιήθηκε μέσω των ονείρων που έστελναν οι αλλόμορφοι δαίμονες στο πρώιμο γένος των ανθρώπων, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν τη γλώσσα των εξωγήινων πλασμάτων.

Τότε, μου μουρμούρισε ψιθυριστά ο Ραμνιαδά, οι Πρώτοι Άνθρωποι δημιούργησαν την Αδελφότητα του Μεγαλόπρεπου Άνου, διατηρώντας τη λατρεία του και κάνοντας τελετές, σύμφωνα με τις υποδείξεις των αλλόκοσμων αποίκων της αρχέγονης Γης, σε γιγάντιους ναούς με πανύψηλους κίονες και αιματοβαμμένους βωμούς. Η Αδελφότητα δε θα πέθαινε ποτέ, μέχρις ότου τ’ αστέρια θα ξαναβρίσκονταν στην κανονική τους θέση. Τότε οι μεγάλοι μύστες της Αδελφότητας του Μεγάλου Άνου θα σηκώσουν το θεό Άνου από τον τάφο του κι αυτός θ’ αναστήσει τους υπηκόους του και θα ξαναπάρει τη θέση που του αρμόζει ως κυρίαρχου της Γης και του Σύμπαντος. Αυτό θα είναι το πλήρωμα του χρόνου, αλλά κανείς δε γνωρίζει πότε ακριβώς θα έρθει. Τότε η ανθρωπότητα θα έχει γίνει σαν τους αλλόμορφους αγγέλους, σοφή κι ελεύθερη από το Καλό και το Κακό. Δεν θα τους δεσμεύουν απαρχαιωμένοι νόμοι και ανώφελες ηθικές. Οι απελευθερωμένοι άνθρωποι θα ουρλιάζουν, θα σκοτώνουν, θα ασυδοτούν, θα οργιάζουν και θα καταστρέφουν τη Γη σ’ ένα ολοκαύτωμα άγριας έκστασης και αποχαλίνωσης στο όνομα του Μεγαλόπρεπου Άνου. Ο πλανήτης θα καταντήσει ένα τιτάνιο κρεματόριο αφόρητου πόνου, φρίκης και θανάτου. Στο μεταξύ η Αδελφότητα, με τις κατάλληλες τελετουργίες, πρέπει να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη των πανάρχαιων ημερών και την προφητεία για το ξύπνημα του Μεγάλου Παλαιού, του Άνου.

Οι αλλόκοσμοι κυρίαρχοι των παρωχημένων εποχών της Γης, οι γλοιώδεις άποικοι των πλανητών θα ξυπνήσουν για να κυριαρχήσουν και πάλι σε αυτά που τους ανήκουν. Τ’ άστρα θα ξαναβρεθούν στη θέση που τους αρμόζει και ύστερα από αμέτρητα χρόνια ο Μεγάλος Άνου θα είναι ξανά ελεύθερος. Προς το παρόν ζει μέσα στην κούφια Γη, που τον κρύβει από τα τρομαγμένα μάτια της ανθρωπότητας από τότε που ο ήλιος ήταν ακόμη νέος. Το ιερατείο και οι πιστοί του όμως επάνω στην επιφάνεια της Γης συνεχίζουν πάντα να χορεύουν εκστατικά, να στριγγλίζουν και να σκοτώνουν γύρω από βωμούς σ’ ερημικές περιοχές. Ποιος δε ξέρει όμως ποιο θα είναι το τέλος; Ό,τι αναδύθηκε κάποτε, μπορεί να βυθιστεί και ότι βυθίστηκε κάποτε μπορεί ν’ αναδυθεί και πάλι. Η δρακόμορφη φρικαλεότητα περιμένει και ονειρεύεται μέσα στα έγκατα της γης. Η παρακμή απλώνεται επάνω απ’ τις ετοιμόρροπες μεγαλουπόλεις των ανθρώπων, τις ρημαγμένες απ’ το χωλό και ανήθικο πολιτισμό της τεχνολογίας, του πληροφορικού εφιάλτη, της προδομένης γνώσης και της παραγκωνισμένης ψυχικής δύναμης.

Αυτήν την τελευταία χρειαζόμουν τώρα, που με αγωνία ψηλαφούσα για να βρω το πόμολο της πύλης του ναού, μπροστά στον οποίο με οδήγησε ο Ραμνιαδά και αμέσως μετά με παράτησε μόνο μου. Ανοίγοντας τελικά τη βαριά πύλη, άφησα το φως του ήλιου πίσω μου και βούτηξα σ’ ένα γλοιώδες μισοσκόταδο. Μέσα στο χώρο του ναού απλωνόταν προκλητικά η απαίσια μυρωδιά από κάποιο τεράστιο κτήνος.

Έτσι πριν ακόμη με δει το τερατώδες ον, γνώριζα τη φύση του αντιπάλου μου, επειδή το προαύλιο του ναού δεν ήταν καλά ή συχνά καθαρισμένο απ’ τους φοβερούς ιερείς του. Η πράσινη μούχλα που κυριαρχούσε παντού, ο αέρας που ήταν βαρύς απ’ την οσμή των περιττωμάτων του θεϊκού δράκου μ’ έκαναν ν’ ανατριχιάσω μέχρι το κόκαλο. Τότε το τέρας ξεκουλουριάστηκε απ’ το βάθος του ναού και άρχισε να με πλησιάζει, βαδίζοντας αργά ανάμεσα απ’ τις πανύψηλες κολόνες. Ήταν το πιο υπέροχο δείγμα του είδους του, είκοσι μέτρα ή και περισσότερο ψηλό, καλυμμένο σε όλο του το ανθρωπόμορφο σώμα με αγκαθωτές φολίδες. Ήταν τόσο φοβερό ώστε δεν μπορούσε να το παρατηρεί κανείς για πολύ ώρα, διατηρώντας ταυτόχρονα τα λογικά του. Τα δόντια του ήταν σπαθιά έτοιμα για έναν άκρως σκληρό και αιματηρό πόλεμο. Από μέσα απ’ την καρδιά του μεγαλόπρεπου αυτού δράκου ερχόταν ένας παλμός σαν χτύπημα κάποιου τεράστιου γκογκ και λιγότερο συχνά ένα υπόκωφο βογκητό από κάποια πρωτόγονη ψυχή, κακοποιημένη εδώ και αμέτρητους αιώνες απ’ το μίσος και το φθόνο του ανίερου κατόχου της. Όταν άρχισε να προχωρά προς το μέρος μου, το ακατανόμαστο αυτό πλάσμα έβγαζε ήχους λες και τεράστιοι κορμοί δέντρων σύρονταν από μιαν υπερβολικά μεγάλη μηχανή, δεμένοι με αλυσίδες, επάνω στο επίπεδο πάτωμα.

Το αποτρόπαιο αυτό πλάσμα είχε κλεισμένα σφιχτά επάνω στο φολιδωτό κορμί του δύο δυνατά φτερά, ενώ επάνω στο φλεγόμενο, ογκώδες κεφάλι του έκαιγαν δυο μεγάλοι πυρσοί, τα μάτια του. Μαύρα πλοκάμια το περιέβαλαν σαν επιμήκη άκρα και όλες οι φολίδες στο ανθρωπόμορφο κορμί του ήταν από στιλπνό ατσάλι. Εγώ ήμουν τελείως άοπλος.

Υπήρχε, λοιπόν, μόνο ένα πράγμα να κάνω. Η υποχώρηση ήταν η μόνη μου διέξοδος σωτηρίας. Τότε ο δράκος κοντοστάθηκε, λες και δεν ήθελε να με διώξει απ’ το ναό παρά μόνο να με τρομάξει με τη θεϊκή θωριά του. Ξαφνικά άκουσα μια μεταλλική φωνή, που έβγαινε μέσα απ’ τα σωθικά του, να μου λέει:

-Κοίτα! Κοίτα, φτωχέ άνθρωπε! Αυτό το κορμί, που βλέπεις έτσι πανικόβλητος, είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός μου. Μ’ έφερες πίσω στο πραγματικό μου σώμα, αυτό το οποίο γέννησα πριν τη δημιουργία των αιώνων και απ’ το οποίο γεννήθηκα, πριν καν το ίδιο το Σύμπαν αποκτήσει οποιαδήποτε μορφή. Είμαι ο Μεγάλος Άνου, ο Καταβροχθιστής των Κόσμων, ο Ακοίμητος Τυφώνας, ο Γνωστικός Γιαλνταμπαώθ. Κινούμαι κάτω απ’ όλες τις θάλασσες και όλες τις στεριές των κατοικημένων πλανητών του Σύμπαντος, αρχέγονος και πανίσχυρος, έτοιμος ν’ αναδυθώ και να τις καταστρέψω. Εγώ ο ίδιος είμαι ο σπουδαιότερος θησαυρός μου, δίπλα στον οποίο κανένα ιερό βιβλίο δε θα σε βοηθήσει περισσότερο από όσο ένα ράφι με πολύτιμα βιβλία και το οποιοδήποτε όπλο δεν είναι παρά μια σακοράφα για εμένα. Κοίτα! Σε κάθε απύθμενο μέρος της γης και των εξωπλανητών θα βρεις εμένα! Εγώ είμαι ο μεγαλόπρεπος, ο ανυπέρβλητος θεός Άνου που περιμένω μαζί με τα παιδιά μου, τους θεϊκούς Ανουνάκι να ξανάρθουμε στη ζωή, καθώς ο πλανήτης μας Νιμπίρου πλησιάζει ολοένα περισσότερο στην υδρόγειο. Απώτερος σκοπός όλων μας η πλήρης καθυπόταξη των ανθρώπων και η υποδούλωσή τους.

Ύστερα ο μεγάλος δρακόμορφος θεός περιπλανήθηκε γύρω από μερικούς θεόρατους κίονες και τελικά έμεινε ακίνητος και κοιμήθηκε. Εγώ ένιωσα ξαλαφρωμένος, έστω και προσωρινά, και βαδίζοντας στ’ ακροδάχτυλα για να μη το ξυπνήσω, τρύπωσα σ’ ένα διάδρομο του πανάρχαιου ναού, ο οποίος ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες, που απεικόνιζαν τη μοχθηρία παράξενων, αλλόκοσμων όντων.