Διήγημα | "Βιολογία"

Διήγημα | "Βιολογία"

«Το τωρινό όνομά μου είναι Αρμίνιον!»

Το πλήθος ζητωκραύγασε. Ποτήρια με σαμπάνια τσουγκρίζονταν, άνθρωποι πειράζονταν μεταξύ τους. Κάτι ήταν πολύ παράξενο σ’ αυτό το πλήθος, που σώπαινε ξαφνικά κι έδινε την προσοχή του στον άνθρωπο που στεκόταν ολόφωτος στο κέντρο της αίθουσας.

«Τα ονόματά μου από εδώ και πέρα θα είναι Άρμι και Νίον!»

Καινούριες ζητωκραυγές. Τον έβλεπε τον άνθρωπο να λάμπει όλο και περισσότερο, μέχρι που άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα. Τον τρομοκρατούσε το θέαμα. Τι συνέβαινε σ’ αυτόν τον άνθρωπο και γιατί όλοι ήταν τόσο αδιάφοροι στις τρομακτικές αλλαγές που του συνέβαιναν;

Ένας τύπος έτρεξε και πήρε το ποτήρι με τη σαμπάνια απ’ το χέρι του, πριν εκείνο πέσει κάτω και σπάσει. Ο άνθρωπος που λεγόταν Αρμίνιον έπεσε κάτω σπαρταρώντας, ενώ αιμορραγούσε από παντού. Οι άνθρωποι γύρω χειροκροτούσαν αδιάκοπα. Το σώμα του Αρμίνιον διαλυόταν σε πολλά κομμάτια, με σάρκα κι αίμα παντού. Απέστρεψε το βλέμμα του αηδιασμένος, αλλά ήταν ο μόνος. Οι υπόλοιποι έβλεπαν με απίστευτο ενδιαφέρον και χαμόγελα. Πού βρίσκομαι;

Όταν ξανακοίταξε, οι απαίσιοι θόρυβοι είχαν σταματήσει. Μπροστά του υπήρχαν δύο άνθρωποι που έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, αλλά εξίσου έμοιαζαν με τον Αρμίνιον. Μόνο που ήταν μισοί στο ύψος. Ένας καλοντυμένος κύριος βρέθηκε μπροστά τους.

«Καλώς ήλθατε, Άρμι και Νίον. Η μνήμη σας επανέρχεται σταδιακά, μέχρι να ξαναφτάσει στο επίπεδο του αξιοθαύμαστου επιστήμονα Αρμίνιον. Τώρα διαλέξτε τους συνοδούς σας!»

Ο άνθρωπος που λεγόταν Άρμι κοίταξε το πλήθος και διάλεξε ένα ψηλόλιγνο άτομο. Άντρας ήταν ή γυναίκα; Τότε κατάλαβε ότι αυτό ήταν το περίεργο. Ο Αρμίνιον, ο Άρμι, ο Νίον και όλοι οι υπόλοιποι ήταν όλοι τους διαφορετικοί απ’ τους ανθρώπους που ήξερε. Δεν είχαν καθόλου χαρακτηριστικά φύλου.

Το ψηλόλιγνο άτομο στάθηκε δίπλα στον Άρμι. Δεν τον αγκάλιασε, μόνο του έσφιξε το χέρι. Παράξενο. Κανείς δεν αγκαλιαζόταν με κανέναν. Ο Νίον έψαχνε με το βλέμμα στο πλήθος, μέχρι που το βλέμμα του έπεσε πάνω του. «Εσύ!»

Ένιωσε χέρια να τον σπρώχνουν απαλά και να χειροκροτούν. Περπατώντας μηχανικά, έφτασε δίπλα στον Νίον, που του χαμογέλασε πλατιά και του έσφιξε το χέρι. «Θα περάσουμε τέλεια μαζί! Έλα, ας πιούμε!»

Η ομήγυρη σκόρπισε στην αίθουσα κι επιδόθηκε στον χορό και το τραγούδι. Άλλοι έπιναν κι έτρωγαν σε χαρούμενα πηγαδάκια. Μόνο ο ίδιος ένιωθε παρείσακτος, αλλά ο Νίον συνεχώς του χαμογελούσε και τον προέτρεπε να μιλήσουν.

«Είμαι κορυφαίος επιστήμονας! Ρώτα με ό,τι θες! Θα με βοηθήσεις να θυμηθώ!»

«Εεεε… Νίον, ξέρεις… Νιώθω κάπως περίεργα. Τι συμβαίνει εδώ; Και γιατί δεν υπάρχουν άντρες και γυναίκες;»

«Τι είναι αυτά που λες; Δεν τα ξέρω! Άντ… ρες; Αλλά ίσως είναι η έλλειψη μνήμης από την Τελετή της Διχοτόμησης! Μην ανησυχείς όμως, μέσα στις είκοσι τέσσερις ώρες που θα με συνοδεύεις όλα θα τα βρούμε!»

«Γιατί να σε συνοδεύω;»

«Α, έτσι είναι το έθιμο! Τα διχοτομημένα νέα μέλη της κοινωνίας διαλέγουν τον πρώτο φίλο τους, που τους συνοδεύει την πρώτη τους μέρα».

«Διχοτόμηση; Κάτι μου λέει αυτή η λέξη!»

«Ε, φυσικά! Έτσι αναπαραγόμαστε. Μα πού ζεις εσύ; Αλήθεια, δε μου είπες το όνομά σου!»

Δε θυμόταν. Δε θυμόταν τίποτα. Μόνο η λέξη "διχοτόμηση" του φαινόταν γνωστή, για κάποιο λόγο. Τι του συνέβαινε;

Αποφάσισε ν’ αλλάξει θέμα συζήτησης. «Όλοι μοιάζουν τόσο ξέγνοιαστοι! Όταν έπεσε κάτω ο Αρμίνιον, νόμιζα ότι θα πεθάνει!»

«Να πεθάνει;» ρώτησε τρομαγμένος ο Νίον. «Τι είναι αυτά τα άσχημα λόγια που λες τώρα;»

Προσπάθησε να τον ηρεμήσει. «Σιγά, πώς κάνεις έτσι; Όλοι μας πεθαίνουμε!»

«Μα όχι, καλό μου παιδί! Τι λες τώρα; Μόνο οι πολύ άτυχοι πεθαίνουν! Η διχοτόμηση είναι ο δρόμος μας, όχι ο θάνατος!»

Κάθισε να σκεφτεί τα νέα δεδομένα. Όλο αυτό με τη διχοτόμηση ήταν πολύ τρομακτικό κι έδειχνε τόσο επώδυνο! Δεν ένιωθε καλά, καθόλου καλά. Ο Νίον το πρόσεξε.

«Λάμπεις! Ω, θα διχοτομηθείς; Τι καλά! Δε μας προειδοποίησες!»

Ήθελε να φωνάξει, να του πει ότι φοβόταν, δεν ήθελε να διχοτομηθεί. Αλλά τίποτα δεν τάραζε τον χαμογελαστό συνοδό του, που του μιλούσε και δεν ακουγόταν. Κάτι τον τράνταζε, τον ταρακουνούσε και τον πονούσε.

Πετάχτηκε πάνω. Ήταν μέσα στα σκοτάδια, αλλά ήταν και κάποιος άλλος εκεί. Τινάχτηκε πίσω.

«Ρε παιδί μου, πώς αποκοιμήθηκες; Και τι είναι αυτά τα σκοτάδια;»

«Μαμά;»

Εκείνη άνοιγε ήδη τα παντζούρια και το φως τρυπούσε πρόστυχα τη γλυκιά σκοτεινιά του δωματίου. Στο μυαλό του είχε ακόμα σκόρπιες εικόνες απ’ το όνειρο.

«Μη, ρε μάνα! Άσε με να κοιμηθώ!»

«Έχεις διάβασμα, το ξέχασες; Ποιος θα διαβάσει για τη βιολογία που γράφεις αύριο; Δέκα ώρες πάλευα χτες να σου μάθω για τη διχοτόμηση!»

Αναστέναξε και κοίταξε έξω. «Α ρε μάνα, τι με ξύπνησες για την κωλοβιολογία; Μήπως τελικά θα ήμασταν καλύτερα με τη διχοτόμηση;»