«Ο σκαντζόχοιρος και τα μπιζέλια» συναντά μύθους, τραγούδια και παραμύθια της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Ένα από τα στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού, που αγάπησα από πολύ νωρίς, είναι η ικανότητα που έχει στο να μας παρασέρνει σε άλλους κόσμους. Αυτή η αίσθηση πως ταξιδεύεις κάπου αλλού, σ’ ένα σύμπαν με τις δικές του έγνοιες και προβλήματα (που μπορεί να είναι παρόμοια με τα δικά μας, ή και εντελώς πρωτόγνωρα). Αυτό, που όσοι έχουν ασχοληθεί με το είδος, έχουν ακούσει να αποκαλείται ως “escapism”. Φυσικά, ετούτη είναι μονάχα μία από τις ιδιότητες της φανταστικής λογοτεχνίας, αν και, ίσως, να είναι η πρώτη που έρχεται στο νου των περισσοτέρων αναγνωστών.
Το ερώτημα που με βασάνιζε για αρκετό καιρό, όμως, είναι το «πώς;». Πώς καταφέρνει μια ιστορία φαντασίας να με αρπάζει από το χέρι και να με παρασέρνει στον κόσμο της; Με ποιο τρόπο με πείθει, πως όσα συμβαίνουν στον εκάστοτε έκδηλα φανταστικό κόσμο είναι ρεαλιστικά; Από πού πηγάζει η δύναμή της;
Πολλά τα ερωτήματα και οι απαντήσεις που κατάφερα ν’ αγγίξω είναι όλες τους πολυδιάστατες κι αρκετά πολύπλοκες. Οι περισσότερες, ωστόσο, γυρνούν γύρω από την ικανότητα του κάθε δημιουργού, στο να πλάθει τον κόσμο του. Κι αυτή την ικανότητα είναι που έχω βάλει στο μάτι και προσπαθώ να συνδέσω με πράγματα απτά, να την βάλω σε καλούπι και να της δώσω κανόνες. Κι εκεί που νιώθω πως φτάνω κάπου, ακολουθούν κι άλλα ερωτηματικά, με το «πώς» να με τυραννά, πλέον, υπό άλλο πρίσμα.
Πώς δημιουργούμε έναν αληθοφανή κόσμο; Πως καταφέρνουμε να κάνουμε τον αναγνώστη να δεχτεί, ως γεγονότα, τα περιστατικά που περιγράφουμε;
Άλλη μια φορά φθάνω σε τέλμα. Και πάλι οι (σωστές;) απαντήσεις είναι πολλές και μπερδεμένες. Αντί το τοπίο να ξεκαθαρίζει, σκοτεινιάζει ακόμη περισσότερο. Αποφασίζω, λοιπόν, ν’ αφήσω στην άκρη για λίγο την έρευνα και να στραφώ στον ίδιο μου τον εαυτό. Ας απαντήσω πρώτα υποκειμενικά κάποια από τα ερωτήματα και μετά, ίσως, καταφέρω να φτάσω και σε κάποια γενίκευση.
Στοχάζομαι, λοιπόν, και συνομιλώ με τον εαυτό μου. Ποια ήταν, άραγε, τα ξεχωριστά στοιχεία, που με έπειθαν και με έκαναν να δένομαι με τον κάθε κόσμο; Χμμ… Τώρα, μάλιστα! Τώρα μου είναι πολύ πιο εύκολο να ρίξω φως στο τούνελ. Πολύ πιο εύκολο να συνδέσω τα στοιχεία που διαχρονικά λάτρεψα και στην τελική, γιατί όχι, να τα αντιγράψω.
Καταλαβαίνω, πως οι κόσμοι που κατά καιρούς αγάπησα, είχανε την τάση ν’ αφήνουν λεπτομέρειες της ιστορίας τους στο παρασκήνιο, δίχως να πασχίζουν για να με κάνουν να ενδιαφερθώ γι’ αυτές. Λεπτομέρειες που ήταν εκεί, αλλά χρειαζότανε συχνά λίγο παραπάνω προσπάθεια από τον αναγνώστη για να τις δει. Λεπτομέρειες, ίσως, και άσχετες με την υπόθεση του κάθε έργου, που δίνανε, όμως, χρώμα και άρωμα στο λοιπό δημιούργημα.
Παρατηρώ, πως συχνά γίνονται αναφορές σε στοιχεία που είναι γνωστά για τους πρωταγωνιστές των ιστοριών, στοιχεία που κι εγώ λαχταρούσα να μάθω περισσότερα, αλλά ο εκάστοτε συγγραφέας μου τα κρατούσε εντέχνως σε σχετική αφάνεια. Ή, μάλλον, για να το διατυπώσω καλύτερα, μου έδινε ακριβώς την ποσότητα που χρειαζόμουν, ώστε να συνεχίσω να εντρυφώ ασταμάτητα στην εξερεύνηση του κόσμου του.
Τέλεια. Εφόσον έλυσα, ως ένα βαθμό, αυτό το μυστήριο, φθάνει και η ώρα να εξετάσω ξανά το «πώς;». Πώς το κάνανε αυτό οι ιστορίες που με μάγευαν όταν ήμουν μικρός; Αν ανακαλύψω κι αυτή την απάντηση, νομίζω πως θα είμαι αρκετά ικανοποιημένος. Ψέματα, θα είμαι κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Θα είμαι χαρούμενος.
Στρέφομαι, λοιπόν, ξανά σε ορισμένες από τα αγαπημένες μου σειρές φαντασίας κι αναζητώ ομοιότητες. Ομοιότητες όχι και τόσο εμφανείς, αλλά από εκείνες που καταφέρνουν να ξεγλιστρούν από το μάτι. Ψάχνω, ξεφυλλίζω, ανακαλώ... Και να! Μια απάντηση ξεπροβάλει επιτέλους μπροστά μου! Μύθοι, τραγούδια και παραμύθια των αγαπημένων μου κόσμων, με έχουνε κάνει να τα πιστεύω και να τα αγαπώ ως πραγματικά. Ως κομμάτι του δικού μας κόσμου. Κι εννοείται πως είναι κομμάτι ΚΑΙ του δικού μας κόσμου!
Ανοίγω τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και διαβάζω γι’ ακόμη μια φορά το πλήθος των τραγουδιών που φωλιάζουν στις σελίδες του. Βάζω ν’ ακούσω το “Lament for Boromir” κι ανατριχιάζω. Συνέρχομαι και παίρνει σειρά το “Rains of Castamere” από τo Α Song of Ice and Fire. Τέλεια, υπό ανάλογες μουσικές και τραγούδια θα συνεχίσω το γράψιμο του άρθρου.
Έπειτα, θυμάμαι τον μύθο των Κλήρων του Θανάτου στο τελευταίο μέρος του Χάρι Πότερ. Πόσο όμορφα δοσμένος ήταν στα βιβλία (αλλά και στην ταινία) και πόσο αβίαστα έδεσε η υπόθεσή του με την ιστορία μας. Μόνο τυχαίο δεν ήταν, που ο μύθος έχει γίνει πλέον και τατουάζ και κοσμεί τα σώματα εκατοντάδων φανατικών ακολούθων των βιβλίων.
Τέλος, στρέφομαι σε μια άλλη από τις αγαπημένες μου σειρές, το Wheel of Time. Χάνομαι! Ποτέ μου δεν είχα παρατηρήσει πόσοι μύθοι υπήρχαν εκεί και πως ο τρόπος με τον οποίο τους αντιμετώπιζαν οι πρωταγωνιστές έκανε κι εμένα να τους θεωρώ δεδομένους. Δεκάδες αναφορές σε παλιά τραγούδια και παραμύθια και το φλάουτο του βάρδου (Gleeman) Thom Merrilin παίρνει φωτιά. Υπέροχος ο τρόπος που ο Robert Jordan μας κλείνει το μάτι, παραδίδοντας στοιχεία του δικού μας κόσμου (της τρίτης εποχής, όπως την αποκαλεί), διηθώντας τα μέσα από λαϊκές δοξασίες και μύθους.
Να, λοιπόν, μια αρχή. Επιτέλους, έφτασα σε κάτι απτό. Τραγούδια, μύθοι και παραμύθια είναι αυτό που χρειάζομαι. Μέσω αυτών θα δώσω ακόμη περισσότερο βάθος στον δικό μου κόσμο και, ίσως, καταφέρνω να κάνω με τη σειρά μου εκείνους που τον εξερευνούν, ν’ αποζητούν το κάτι παραπάνω.
Εδώ θα πρέπει, όμως, να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Αυτοί οι λογισμοί δεν φούντωσαν πρόσφατα μέσα στο κεφάλι μου. Τους έχω να με “βασανίζουν” εδώ και πολλά χρόνια και λόγω αυτών έχω δημιουργήσει, έστω και πρόχειρα, αρκετούς μύθους, τραγούδια και παραμύθια για τον κόσμο μου. Τώρα, ωστόσο, έφτασε η στιγμή που αποφάσισα τις σκέψεις να εξωτερικεύσω.
Έτσι, έφτασα στο να γράφω αυτό το άρθρο, μοιραζόμενος αυτόν τον χρόνιο προβληματισμό μου, μα κι ένα τμήμα των υποκειμενικών συμπερασμάτων μου. Που καταλήγουμε, όμως; Τώρα που ανακάλυψα τα παραπάνω, πως θα τα χρησιμοποιήσω; Τι αποζητώ, δημιουργώντας μύθους και τραγούδια για έναν κόσμο που επί σειρά ετών κατοικούσε αποκλειστικά στο μυαλό μου;
Νομίζω πως η απάντηση είναι εμφανής. Θα ήθελα όταν κάποιος χαρακτήρας πει κατά τη διάρκεια μιας διένεξης το εξής: «Ωραία λοιπόν. Πρέπει να κάνουμε ότι και τα πράσινα μπιζέλια.», ο αναγνώστης να καταλάβει τι εννοεί. Ή αν όχι, να μπορεί να ανατρέξει στην παράθεση του ατόφιου παραμυθιού. Πλέον, το μόνο που απομένει, είναι να καθαρογράψω τα παραμύθια μου.
Ένα από αυτά, «Ο σκαντζόχοιρος και τα μπιζέλια», θα μοιραστώ μαζί σας παρακάτω και θα σας αφήσω να βγάλετε δικά σας συμπεράσματα για τις προθέσεις και την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα που αναφέρθηκε σε αυτό.
“Μια φορά κι ένα καιρό, όταν ο κόσμος ήταν ακόμη νιός και δυο φεγγάρια ροβολούσαν στον νυχτερινό ουρανό... τα μπιζέλια καλέσανε συμβούλιο.
Κόκκινα, κίτρινα και μπεζ μπιζέλια κατέβηκαν από τους λόγγους, πράσινα και πορτοκαλί ξεμύτησαν απ’ τις συστάδες όπου κρύβονταν στους κάμπους, ενώ ροζ παρέα με καφετιά σαλπάρανε ως και τα δω απ’ τα νησιά πέρα απ’ το ηλιοβασίλεμα.
Ο λαίμαργος σκαντζόχοιρος, σκληρός κι ανελέητος δυνάστης των μπαξέδων και των μποστανιών, τα είχε βάλει εδώ και χρόνια στο μάτι. Με περίσσια ευκολία τα ξετρύπωνε απ’ τις κρυψώνες τους κι αναίσχυντα τραγάνιζε το ζουμερό τους κορμί με τα μυτερά του δόντια.
Οι σοφότεροι των μπιζελιών προσπάθησαν με παρακάλια να λογικέψουν τον σκαντζόχοιρο, αλλά μάταια. Εκείνος, πανούργος ως ήτανε, προσποιήθηκε τον πρόθυμο να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις, αλλά τελικά τα ξεγέλασε. Προτού προλάβουν να χαιρετηθούν, τα γράπωσε και με τα μούτρα ρίχτηκε ευθύς στο φαγοπότι.
Έφαγε τόσο πολύ, μάλιστα, που για δυο τέρμινα του ήταν αδύνατο να κουλουριαστεί και με την ησυχία του να χωνέψει. Όταν, ωστόσο, συνήλθε, χασμουρήθηκε κι ρίχτηκε μονομιάς και πάλι στο κυνήγι. Μάλιστα, το πάθημα του έγινε μάθημα αυτή τη φορά. Μόλις χόρταινε, κάρφωνε τα αιχμάλωτα μπιζέλια που περίσσευαν στ’ αγκάθια της ράχης του, φυλάσσοντάς τα ως μεζεδάκια γι’ αργότερα.
«Λιαστά είστε πιο νόστιμα!» τους έλεγε χασκογελώντας, ενόσω εκείνα παρακάλαγαν σπαρακτικά για τη ζωή τους.
Ευτυχώς, για τα δύσμοιρα μπιζέλια, έφτασε ο χειμώνας. Ο σκαντζόχοιρος, γνωστός τεμπέλης, από τα πρώτα κιόλας κρύα κλείνονταν στο σπίτι του και κοιμόταν βαθιά. Κι όταν ξυπνούσε, ξεκρέμαγε ορισμένα από τα λιαστά μεζεδάκια από τ’ αγκάθια του και μ’ αυτά ξεγελούσε την πείνα του.
Περάσανε πολλά χρόνια από εκείνον τον πρώτο χειμώνα, τόσα που τα μπιζέλια έχουνε χάσει το μέτρημα πια. Μα, δυστυχώς, η κατάσταση δεν άλλαξε και κάθε άνοιξη σηματοδοτούσε την αρχή ενός νέου μακελειού. Μάλιστα, ο λαίμαργος σκαντζόχοιρος μοιράζονταν χαμογελαστός τα κατορθώματά του και με τους φίλους του, μέχρι που σύντομα ξεκίνησαν να παίρνουν μέρος και οι υπόλοιποι σκαντζόχοιροι στο μακάβριο κυνήγι.
Έτσι φτάσαμε στο αποψινό συμβούλιο, όπου τα μπιζέλια όλων των χρωμάτων μαζεύτηκαν για να συζητήσουν την κατάσταση. Τα χιόνια ήδη ξεκίνησαν να λιώνουν στα ορεινά, τα ποτάμια φούσκωσαν στους κάμπους κι ο πάγος έσπασε στις λίμνες. Σύντομα θα ξυπνήσουν κι οι σκαντζόχοιροι.
«Να θαφτούμε βαθιά στο χώμα! Εκεί να περνάμε τον καιρό και μονάχα τους χειμώνες να ξεμυτάμε!» βροντοφώναξε ένα από τα κόκκινα μπιζέλια.
«Να φύγουμε! Να πάρουμε τις βάρκες και να πλεύσουμε μακριά, πέρα απ’ τον ήλιο!» αντιγύρισε ένα καφετί.
«Και γιατί να μπαίνουμε σε μπελάδες; Μπορούμε απλώς να δίνουμε στους σκαντζόχοιρους τα πιο αδύναμα και γέρικα μπιζέλια και τα υπόλοιπα να συνεχίσουμε τις ζωές μας!» πρότεινε ένα πορτοκαλί, σκορπώντας ρίγη αντιδράσεων. Μέχρι και να τσακωθούν μεταξύ τους κόντεψαν, αλλά ευτυχώς τελικά πρυτάνεψε η λογική.
Έγινε, ωστόσο, σύντομα ξεκάθαρο πως σε συμφωνία δε θα έφταναν κι αποφάσισαν ξέχωρους δρόμους ν’ ακολουθήσουν. Χλεύαζε, μάλιστα, η κάθε ομάδα τις επιλογές των αλλωνών, μα πάνω απ’ όλες γελούσανε μ’ εκείνη των πρασίνων.
Τα πράσινα αποφάσισαν ν’ ακολουθήσουν την προτροπή ενός νεαρού μπιζελιού και να κηρύξουν τον πόλεμο στους σκαντζόχοιρους. Έτσι, λίγες ημέρες αργότερα ξέσπασαν οι πρώτες αψιμαχίες. Στην αρχή οι σκαντζόχοιροι ξαφνιάστηκαν και το σχέδιο του νεαρού έμοιαζε να δουλεύει. Σύντομα, ωστόσο, ανασυγκροτήθηκαν και ρίχτηκαν ακόμη πιο λυσσασμένα στη μάχη.
Δεκάδες πράσινα μπιζέλια συνθλίβονταν καθημερινά κάτω απ’ τα πόδια των σκαντζόχοιρων κι άλλα τόσα καταλήγαν στις τροφαντές κοιλιές τους. Οι περισσότεροι, όμως, απ’ τους νεκρούς ξεψυχούσαν παλουκωμένοι πάνω στ’ αγκάθια, εκλιπαρώντας για βοήθεια που ποτέ δε θα ερχόταν. Βλέπετε, μια νέα τεχνική ανέπτυξαν οι σκαντζόχοιροι και κουλουριάζοντας το κορμί τους σα να ‘ταν μπάλα, κυλιόνταν ανηλεώς πάνω από το αντίπαλο στράτευμα σουβλίζοντας μυριάδες.
Σταματούσανε μονάχα όταν σιωπούσαν γύρω τους οι κραυγές, τρώγανε του καλού καιρού, και με τα εκατοντάδες θύματα ακόμη παλουκωμένα να ξεψυχούν πάνω στα καρφιά τους, κινούσαν για την επόμενη μάχη.
Μαύρο ήτανε εκείνο το καλοκαίρι για τα πράσινα μπιζέλια, που βλέπανε τους αριθμούς τους να μειώνονται δραματικά. Ωστόσο, τα μπιζέλια είναι πολύ επίμονα κι αν δώσουν τον λόγο τους δύσκολα τον ξεχνάνε. Συνέχισαν λοιπόν να μάχονται μέχρι που το φθινόπωρο πλησίαζε στο τέλος.
Τότε κάτι ανήκουστο συνέβη. Ορισμένοι από τους σκαντζόχοιρους σταμάτησαν στα μέσα της μάχης και ξαπλωμένοι μπρούμυτα στις λάσπες εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Είχε γίνει, βλέπετε, τόσο μεγάλο το βάρος από τους νεκρούς στις ράχες τους, που γύρισε να τους πλακώσει.
Το νεαρό πράσινο μπιζέλι, εκείνο που αρχικά είχε κάνει την πρόταση για πόλεμο, δε δίστασε και μ’ ένα καλοζυγισμένο χτύπημα ανάμεσα στα μάτια, σκότωσε τον πρώτο σκαντζόχοιρο. Το παράδειγμά του ακολούθησαν κι άλλοι και σύντομα μετρούσανε σημαντικές απώλειες κι οι δυο μεριές.
Έφτασε, όμως, ο βαρύς χειμώνας κι ως είθισται έφερε και την ανάπαυλα στον πόλεμο. Οι σκαντζόχοιροι μες τα λαγούμια τους συζήταγαν τις εμπειρίες τους κι αντάλλασσαν με δέος τις ιστορίες τους από τις μάχες. Από την άλλη, τα πράσινα μπιζέλια προσμετρούσαν το τίμημα κι ετοιμάζονταν πυρετωδώς για την επόμενη χρονιά. Κι όλα αυτά, όσο τα υπόλοιπα μπιζέλια γελούσαν και χαίρονταν με την επιτυχία των δικών τους πρακτικών.
Δεν άργησε, ωστόσο, να φτάσει ένα γράμμα από τη θάλασσα, που μηνούσε πως χάθηκαν οι καφετί ναυτικοί. Έστειλε η Καρούρα τις δίνες της και στο βυθό τα πήρε.
Ετούτο σήμανε και του τέλους την αρχή.
Σαν ξύπνησαν ξανά οι σκαντζόχοιροι κρατήθηκαν μακριά από τα πράσινα μπιζέλια. Μονάχα εκείνων το φάγωμα έφερε τίμημα βαρύ, οπότε ρίχτηκαν με λύσα καταπάνω σ’ όλα τ’ άλλα. Σκάψανε βαθιά μέσα στη γη και πιάσανε στον ύπνο τα κόκκινα. Φάγανε τα αδύναμα πορτοκαλί, έπειτα τους γέρους και τα παιδιά κι όταν στερέψαν οι θυσίες, φάγανε κι όλα τα υπόλοιπα.
Περνούσαν έτσι τα καλοκαίρια κι ερχόταν νέοι χειμώνες, μέχρι που σύντομα δεν έμεινε κανένα μπιζέλι. Κανένα εκτός από τα πράσινα, μιας κι εκείνα, πλέον, οι σκαντζόχοιροι αρνούνται να τα δοκιμάσουν.”