Προτάσεις | Μάριος Κουτσούκος: Μια Πύλη για έναν κόσμο θεωριών φαντασίας
•
Ο Μάριος Κουτσούκος είναι ένας πολυπράγμων Έλληνας συγγραφέας του φανταστικού. Γράφει και στα αγγλικά, ή μάλλον κυρίως στα αγγλικά. Έχοντας σπουδάσει γαλλική φιλολογία κι έχοντας μέταλ ακούσματα, μπορεί κανείς να φανταστεί τι είδους ιστορίες πλάθει. Εγώ, αφού γνώρισα τον ίδιο κι αποφάσισα να βυθιστώ στους κόσμους του, διάβασα δύο έργα του, γραμμένα στα ελληνικά: Η Πύλη και Η Θεωρία του Μήλου.
Η Πύλη (2001), εκδόσεις Λιβάνη
Το βιβλίο αυτό γράφτηκε πολλά χρόνια πριν, όταν ο νεαρός τότε συγγραφέας είχε έρθει σε επαφή με τον κόσμο του Warcraft, σε μια εποχή που ο κόσμος αυτός δεν ήταν γνωστός ούτε διαδεδομένος στο ευρύ κοιό. Περιγράφει μια μεσαιωνική, χαοτική διαμάχη ανάμεσα στους ανθρώπους (οι οποίοι συνειδητοποιώ πως είναι τόσο ταλαίπωροι, που όλες οι εξωκοσμικές οντότητες φαντασιώνονται την εκ θεμελίων καταστροφή τους) και στις προαναφερθείσες εξωκοσμικές οντότητες, που σίγουρα θα φανούν γνωστές σε όσους έχουν ασχοληθεί με τον κόσμο του Warcraft αλλά εξωτικές σε όλους τους άλλους.
Η διαμάχη προμηνύεται (και, spoiler alert, είναι) σφοδρή. Οι δύο πρωταγωνιστές μας (δε θέλω να φαντάζεστε ειδύλλια) ταξιδεύουν μέσω μιας χρονομηχανής σε έναν μεσαιωνικό κόσμο. Έναν κόσμο φαινομενικά ειρηνικό αλλά τελικά πολεμοχαρή, διεφθαρμένο και στο χείλος της καταστροφής. Οι άνθρωποι αγωνίζονται απελπισμένα για να συντρίψουν τους εισβολείς, αλλά εκείνοι είναι σκληροτράχηλοι. Κάπου εμπλέκεται και η μαγεία, κάπου εμπλέκεται και μια Πύλη, οπότε το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε να είναι αναμενόμενο. Ε λοιπόν, δεν είναι.
Η Θεωρία του Μήλου (2017), εκδόσεις Αέναον
Λόγω της διακοπής της συνεργασίας του συγγραφέα με τον εκδοτικό, το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφορεί πια (εξ όσων γνωρίζω). Ωστόσο, είχα την τύχη να το αγοράσω και να το διαβάσω μονορούφι, σε μια εποχή που είχα ανάγκη μια γραφή σαν του Μάριου. Εδώ η γραφή του είναι πιο μεστή και βλέπουμε μια αύρα ειρωνείας, σάτιρας και κυνισμού να διαπερνά τους χαρακτήρες αλλά και τον ίδιο τον κόσμο. Είναι μια ιστορία ενός νεαρού που οδηγείται στην ωριμότητα, καθώς παρατάει την απελπιστικά βαρετή και στρωμένη γι’ αυτόν ζωή του, με σκοπό να αποδείξει μια θεωρία του. Μια θεωρία ανήκουστη, βλάσφημη και αλλόκοτη.
Πως η Γη είναι στρογγυλή!
Στην πορεία θα ζήσει πολλές περιπέτειες, θα αποκτήσει συντρόφους κι αντίζηλους, θα ξεστρατίσει, θα νικήσει, θα χάσει, θα πληγωθεί, θα θριαμβεύσει και πολλά άλλα τέτοια. Τι τον περιμένει άραγε στην, ας πούμε, άκρη του κόσμου;
Έχοντας διαβάσει τα δύο αυτά έργα του Μάριου Κουτσούκου, μπορώ να πω πως έχω καταλάβει κάποια σημαντικά στοιχεία για τον τρόπο γραφής του. Το βασικότερο φυσικά είναι το αβίαστο χιούμορ του. Έχουν περάσει χρόνια από τότε που διάβασα τα έργα του, και μάλιστα σίγουρα έχω ξεχάσει ή αλλοιώσει στο μυαλό μου αρκετές λεπτομέρειες, αλλά αυτό το αίσθημα δε φεύγει. Θυμάμαι να διαβάζω, να ρέει η ιστορία και να χαχανίζω με τις μικρές περιπέτειες και την ετοιμολογία κάποιων χαρακτήρων. Να γελάω με την ψυχή μου με τις καταστάσεις που περιγράφονται, καθώς το επικό στοιχείο και η περιπέτεια έχουν αναμειχθεί ανεπανόρθωτα με το δεύτερο στοιχείο της γραφής.
Αυτό το δεύτερο στοιχείο είναι ο προαναφερθείς κυνισμός σε σχέση με την ανθρώπινη φύση. Ο πρωταγωνιστής μας είναι αθώος, αγνός και απονήρευτος ενώ οι πάντες γύρω του είναι κατσαπλιάδες, προδότες, εγωιστές, κουτοπόνηροι, αδίστακτοι κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Ο Μάριος Κουτσούκος, με λίγα λόγια, πλάθει μια ευαίσθητη χιονονιφάδα και την πετάει στα βάθη της Κόλασης. Διότι γιατί όχι; Διότι τι μπορεί να πάει στραβά; Η αλήθεια είναι πως οι περιπέτειες αυτές, όσο ευφάνταστες κι αν είναι, βασίζονται πάρα πολύ στους πεισματάρηδες χαρακτήρες και στις συγκρούσεις μεταξύ τους. Υπάρχουν πολλά αρχέτυπα που ακολουθούνται πιστά κι άλλα που απογειώνονται με τον τρόπο του. Στη Θεωρία του Μήλου, δεν μπορώ να ξεχάσω τρεις χαρακτήρες τόσο καλά δομημένους και τόσο άρρηκτα συνδεδεμένους με τη μοίρα του πρωταγωνιστή, που τους μισούσα, τους αγαπούσα, τους λυπόμουν και τους ξαναμισούσα μετά. Με λίγα λόγια, ο Μάριος Κουτσούκος έχει έναν μοναδικό τρόπο γραφής κι αξίζει να διαβάσει κανείς τα έργα του. Αν μη τι άλλο, δε θα υπάρξει κανείς που να πει πως βαρέθηκε, πως οι χαρακτήρες δεν είχαν βάθος αλλά και κανείς που να μην πει ότι ευθύμησε ταξιδεύοντας στους κόσμους αυτούς.
Σε αυτό το σημείο να αναφέρω πως αναζήτησα τον Μάριο Κουτσούκο σε κόσμους μακρινούς, άνοιξα 37 Πύλες και ταξίδεψα σε 65 διαστάσεις. Τελικά κατάφερα να εκμαιεύσω κάποιες σκέψεις του, αντλώντας τη σπηλαιώδη φωνή του από τα ζοφερά ερέβη. Ιδού:
Γιατί επέλεξες τη Λογοτεχνία του Φανταστικού για τις ιστορίες σου; Τι έχει να προσφέρει σε σένα και τους αναγνώστες;
Το ρομάντζο μου με το ευρύτερο είδος του Φανταστικού (και της επικής φαντασίας πιο συγκεκριμένα) χάνεται στα βάθη της προσωπικής μου ιστορίας. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία με καταγοήτευσε το επιτραπέζιο παιχνίδι Hero Quest και παράλληλα παιχνίδια στο PC, όπως η σειρά Quest for Glory και King’s Quest, το Kingdom O’ Magic (αλήθεια, ποιος μύστης το θυμάται αυτό;) και όλα τα συναφή. Σε ηλικία 9-10 ετών, νομίζω, ανακάλυψα πρώτη φορά το μεγαλείο του μπάρμπα-Tolkien˙ ταξίδεψα μέσα από την Ντουλάπα μου κι εγώ στη Νάρνια του Lewis, κι έπειτα έπεσα στα σκληρά – Dragonlance νουβέλες, Mystara, και ατελείωτες ώρες επιτραπέζιων περιπετειών με εικοσάπλευρα ζάρια, χαρτί και μολύβι. Η ζημιά είχε γίνει πριν καν το καταλάβω. Ήδη από την Δευτέρα Δημοτικού έγραφα «βιβλία» στο είδος αυτό, χειρόγραφα φυσικά τότε, στα οποία έκανα και μια φρικτά κακότεχνη αυτοσχέδια βιβλιοδεσία ευελπιστώντας να τα κάνω να μοιάζουν με δερματόδετους τόμους αρχαίας και απαγορευμένης σοφίας. Το πρώτο μου ήταν μόλις 7-8 σελίδες, με τίτλο «Οι ιππότες της στρογγυλής τραπέζης». Τα επόμενα ήταν πιο μεγάλα, μέχρι και 70-80 σελίδες. Πάντα είχαν ως βασικό θέμα κάποια παραλλαγή του καταπληκτικά πρωτότυπου αρχετύπου: «ένας κακός νεκρομάντης θέλει να κυβερνήσει τον κόσμο και ένας νάνος, ένα ξωτικό, ένας βάρβαρος και ένας μάγος αποφασίζουν να τον σταματήσουν γιατί προφανώς δεν έχουν καλύτερα πράγματα να κάνουν με τη ζωή τους».
Όπως καταλαβαίνεις, ήταν μονόδρομος το πρώτο μου κανονικό βιβλίο, «Η Πύλη», που πρωτοεκδόθηκε το 2001 από τις Εκδόσεις Λιβάνη, να ανήκει στη Λογοτεχνία του Φανταστικού.
Το φανταστικό θεωρώ είναι μια γλυκιά απόδραση από τον στενάχωρο και βαθύτατα απομαγεμένο κόσμο που μας περιβάλλει. Είναι μια ονειροπόληση, μια αντίδραση στον κυνισμό του μοντερνισμού, το καταφύγιο του ρομαντικού και του ανένταχτου… όπως επίσης και το άντρο του απροσάρμοστου και του παλιμπαιδίζοντος, αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Μην γίνομαι κακός.
Σε εμένα προσωπικά νιώθω ότι προσφέρει μια δημιουργική «πλατφόρμα» δίχως περιορισμούς. Στο φανταστικό χωράνε όλα: το επικό, το δραματικό, το κωμικό, το γελοίο, η συγκίνηση, η παρωδία, η αλληγορία. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Λογοτεχνία του Φανταστικού δεν πρέπει να διέπεται από κανόνες. Η φαντασία δεν ταυτίζεται με τον σουρεαλισμό. Είναι κάτι το αυστηρά δομημένο, με τους δικούς του κανόνες και κλισέ, κάτι που ο συγγραφέας πρέπει να αποκρυσταλλώσει στο μυαλό του για να μπορέσει να το μεταδώσει πειστικά (ή και απολαυστικά) στον αναγνώστη μέσα από την αφήγηση που θα του παρουσιάσει.
Ο κάθε αναγνώστης που ελκύεται από τη Λογοτεχνία του Φανταστικού έχει τους δικούς του προσωπικούς λόγους, υποθέτω. Εντούτοις, θεωρώ ότι ο κοινός παρονομαστής είναι η νοερή απόδραση από την πραγματικότητα και η εξάσκηση του ιδιότυπου αυτού διαλογισμού που ο Jung ονόμαζε «ενεργή φαντασία» και πρακτικά αποτελεί μια ενεργά δημιουργική πράξη, μια εκγύμναση των νοερών μας δυνάμεων στη δόμηση της πραγματικότητας. Πίσω από κάθε «παιδιάστικη ονειροπόληση», όταν αυτή γίνεται με όλη τη ζωντάνια, το ζήλο και την προσήλωση των μικρών παιδιών, κρύβεται μια βαθιά υπερβατική φιλοσοφική επιλογή. Ίσως αυτό είναι που τραβούσε, τραβά και θα τραβά τους αναγνώστες στο είδος της φαντασίας.
Γιατί η Λογοτεχνία του Φανταστικού σχετίζεται συνήθως με τον Μεσαίωνα;
Γιατί ο Δον Κιχώτης να φοράει τη λεκάνη του Μπαρμπέρη για κράνος; Επειδή ρομαντισμός. Επειδή το εξιδανικευμένο παρελθόν είναι ο καλύτερος προορισμός διακοπών από την πραγματικότητα. Ο «Μεσαίωνας» που αντικατοπτρίζει κατά κανόνα η Λογοτεχνία του Φανταστικού, ελάχιστη σχέση έχει με τον ιστορικό Μεσαίωνα, είτε της Δυτικής Ευρώπης, είτε της Ανατολής.
Και, φυσικά, το χούι αυτό της Λογοτεχνίας του Φανταστικού δεν είναι κάτι καινούριο. Όταν, για παράδειγμα, τον 17ο αιώνα ο Jerónimo Fernández έγραφε το μυθιστόρημα «The famous and delectable history of Don Bellianis of Greece», η εποχή των «ιπποτών» και των μονομαχιών μεταξύ ξακουστών πριγκίπων είχε εκλείψει προ πολλού. Όμως όλοι διψούσαν για λίγη φαντασία με γεύση «Μεσαίωνα», για ιστορίες με ανδρείους πολεμιστές, μαυρόψυχους εχθρούς με γέλιο πνιγμένο στην αντήχηση, και γοητευτικές πριγκίπισσες που περιμένουν τον φεουδάρχη τσέλιγκα της καρδιάς τους να τις σώσει (και να τις αποκαταστήσει).
Η σύγχρονη Λογοτεχνία του Φανταστικού φυσικά χρωστά πάρα πολλά στον de facto θεμελιωτή της, τον J.R.R. Tolkien. Η «κανονικοποίηση» του εξιδανικευμένου Δυτικού Μεσαίωνα ως το par excellence σκηνικό όπου διαδραματίζεται μια ιστορία φαντασίας θεωρώ ότι συνδέεται με το γεγονός ότι ο αγαπημένος μας καθηγητής άντλησε την έμπνευση για τη Μέση Γη του από ιστορικά στοιχεία, θρύλους, και παραδόσεις Δυτικών και Βόρειων Ευρωπαϊκών λαών. Αν θεωρήσουμε ότι όλοι οι σύγχρονοι συγγραφείς του φανταστικού είναι εγγονάκια του Tolkien υπό μια έννοια, είναι λογικό να διατηρούν τον πυρήνα των αρχετύπων που έμαθαν ακούγοντας τις ιστορίες του παππού τους.
Επιπλέον, προσωπικά μου φαίνεται πως ο «Μεσαίωνας» έχει ένα ακόμα ατού, ως πρίσμα μέσα από το οποίο κανείς μπορεί να φιλτράρει το αφήγημά του: είναι μια εποχή που αντιλαμβανόμαστε ως μια εποχή ατομικής ελευθερίας (ολότελα λανθασμένα από ιστορικής άποψης αλλά δεν βαριέσαι), όπου κανείς είχε την ελευθερία να χαράξει ασυμβίβαστα την πορεία του στη ζωή με τη δύναμη του ξίφους˙ μια εποχή που ακόμα υπήρχαν άγνωστα μέρη στον κόσμο, μυστήρια και ξεχασμένα πράγματα κρύβονταν σε λίμνες και δάση που δεν είχε μαγαρίσει η περιέργεια του βιομηχανοποιημένου ανθρώπου˙ μια εποχή όπου η ακλόνητη και αδιαμφισβήτητη πίστη των ανθρώπων στην ύπαρξη δράκων, ξωτικών, δαιμόνων, δρυάδων και λοιπών κακών συναπαντημάτων μας κάνει σήμερα να σκεφτόμαστε με μια κάποια ένοχη χαρά «ρε, λες;»
Σε έναν φανταστικό κόσμο, πιστεύεις πως κρύβεται μεταμορφωμένος ο δικός μας κόσμος;
Οπωσδήποτε. Αν ένας φανταστικός κόσμος ήταν αληθινά αλλόκοσμος και πρωτότυπος, κανείς δεν θα ήθελε να διαβάσει γι’ αυτόν. Δεν θα τον καταλάβαινε. Δεν θα έβρισκε κανένα κοινό σημείο αναφοράς.
Άλλωστε, μια γρήγορη ματιά στην αληθινή ιστορία θα μας δείξει ότι όσο κι αν αλλάζουν οι εποχές, οι συνθήκες και οι «κόσμοι» μέσα στους οποίους οι άνθρωποι παλεύουν, ερωτεύονται, ζούνε και πεθαίνουν, θα δει πως οι ίδιοι οι άνθρωποι καθόλου δεν αλλάζουν. Όπως είναι σήμερα, έτσι ήταν και τότε. Ως εκ τούτου, όπως η ανθρώπινη φύση παραμένει η αναλλοίωτη σταθερά στο πέρασμα των αιώνων, έτσι και υπερβαίνει τον συμβατικό χρόνο και χώρο και παραμένει το ίδιο αναλλοίωτη και στον χώρο της Λογοτεχνίας του Φανταστικού.
Προσωπικά βέβαια να σου ομολογήσω πως δυσανασχετώ και ξενερώνω πολύ με φανταστικούς κόσμους όπου οι παραλληλισμοί με τον σύγχρονο κόσμο είναι εξόφθαλμοι. Μάλιστα, αν δε έχουν «κατηχητικό» ή προπαγανδιστικό χαρακτήρα, προσπαθώντας να στηλιτεύσουν τρέχοντα κοινωνικά θέματα, πετάω το βιβλίο βρίζοντας σαν δευτεροβάθμιος καθηγητής σε διάλειμμα για τσιγάρο και σιγοκλαίω τα λεφτά μου.
Ναι, η Λογοτεχνία του Φανταστικού είναι αντανάκλαση του κόσμου μας. Ναι, επηρεάζεται από το zeitgeist της εποχής στην οποία γράφεται. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται μια αλληγορική παραβολή. Τότε χάνει όλο της το νόημα και παύει να προσφέρει αυτό το ήδυσμα της απόδρασης και της ενεργού φαντασίας.
Αν θες, ο φανταστικός κόσμος είναι ο δικός μας κόσμος, χωνεμένος και μετουσιωμένος μέσα από αφηγήματα τα οποία εστιάζουν σε αποστάγματα ιδεών και εννοιών. Η Λογοτεχνία του Φανταστικού είναι το Αθάνορ, ο αλχημιστικός κλίβανος, όπου πρέπει να καίμε ολοσχερώς τον κόσμο μας, ώστε από τις στάχτες του να βγάζουμε το prima materia, την πρώτη ύλη από την οποία είναι δομημένα τα αφηγήματα γύρω μας. Έτσι, με τον τρόπο αυτό, η φαντασία γίνεται εργαλείο στην καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας.