“Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ” του David Shafer

“Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ” του David Shafer

“Η Λεϊλά Μετζνούν, μια νεαρή ιδεαλίστρια που εργάζεται για λογαριασμό μιας αμερικανικής ΜΚΟ, βλέπει κάτι που δεν θα έπρεπε να δει, σ' ένα απομονωμένο δάσος στα σύνορα της Βιρμανίας με την Κίνα.
Ο Λίο Κρέιν, γόνος πάμπλουτης οικογένειας που οι θεωρίες συνωμοσίας δεν τον αφήνουν αδιάφορο, πέφτει και χτυπάει με το ποδήλατό του στον δρόμο για τη δουλειά του, στο Πόρτλαντ του Όρεγκον. Το ατύχημα συμβαίνει κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Τελικά, καταφέρνει να φτάσει στον χώρο εργασίας του, αλλά την ίδια μέρα απολύεται.
Ο Μαρκ Ντέβεροου, διάσημος συγγραφέας βιβλίων αυτοβοήθειας, ξέρει πολύ καλά πόσο ανόητες είναι οι συνταγές του και ψάχνει απεγνωσμένα να κάνει κάτι καλύτερο στη ζωή του.
Αυτό που συνδέει τους τρεις ήρωες -και το οποίο αρχικά αγνοούν- είναι ότι έχουν τραβήξει την προσοχή των ανθρώπων της Επιτροπής, μιας μυστικής οργάνωσης αποτελούμενης από μεγιστάνες των επιχειρήσεων και πανίσχυρους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ, που δραστηριοποιείται σε όλο τον κόσμο, προσπαθώντας να ελέγξει τα προσωπικά δεδομένα και την αποθήκευση και μεταφορά των πληροφοριών, και να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα. Καθένας τους θα λάβει μέρος με τον τρόπο του στην επιχείρηση αντίστασης κατά της Επιτροπής, η οποία ενορχηστρώνεται από μια κολεκτίβα ευρηματικών χάκερ ακτιβιστών και βασίζεται σε ριζοσπαστικές πολιτικές ιδέες, κλασικές μεθόδους κατασκοπείας και εντυπωσιακή τεχνολογία αιχμής.
Η Λεϊλά, ο Λίο και ο Μαρκ θα κληθούν στην πορεία να παλέψουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες, να επαναξιολογήσουν τις αρχές που νοηματοδοτούν τη ζωή τους και να επαναπροσδιορίσουν τις πεποιθήσεις τους για την αγάπη και τη φιλία, όπως επίσης και τη σχέση τους με τις οικογένειες και τις κοινότητές τους. Αντλώντας τις επιρροές του από τη λαϊκή κουλτούρα και τον κινηματογράφο, τη φιλοσοφία και τη σύγχρονη τεχνολογία, τον Νιλ Στίβενσον και τον Φίλιπ Ντικ, τον Ντον ΝτεΛίλο και τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, το "Ουίσκυ Τάνγκο Φόξτροτ" είναι ένα τολμηρό, πρωτότυπο και με έντονο σασπένς μυθιστόρημα, το οποίο παρουσιάζει με ευρηματικό και ίσως προφητικό τρόπο τους κινδύνους και τις προοπτικές που κρύβουν οι ονλάιν ζωές μας”

Μπορείτε να φανταστείτε την καθημερινότητα σας, και ότι αυτή περιλαμβάνει, από την δουλειά σας μέχρι την ψυχαγωγία σας, μακριά από την χρήση του διαδικτύου; Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, η απάντηση είναι γνωστή, ξεκάθαρη και κατηγορηματική. Όλοι είμαστε συνδεδεμένοι σε κοινωνικά δίκτυα, αλληλοεπιδρούμε με τους γύρω μας, εργαζόμαστε, ενημερωνόμαστε και διασκεδάζουμε χάριν του τεχνολογικού αυτού επιτεύγματος που ονομάζεται Διαδίκτυο.

Ακόμα και αυτή την ώρα που διαβάζετε το συγκεκριμένο άρθρο σας έχω κοινοποιήσει την ύπαρξη του μέσω των κοινωνικών δικτύων που επισκέπτεστε και ουσιαστικά σας έχω “προσκαλέσει”, κατευθύνοντας σας σε έναν εικονικό χώρο τον οποίο επισκεφθήκατε για να ενημερωθείτε και ενδεχομένως να αλληλοεπιδράσετε μαζί μου, πάνω σε όσα γράφω.

H πρώτη ερώτηση που καλούμαστε να απαντήσουμε όλοι, είναι: Είναι κακό το διαδίκτυο; Θα έλεγα πως, σαν τεχνολογία, δομή και παροχή δυνατοτήτων, όχι δεν είναι. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτρέψει την πιθανότητα της κακής χρήσης του ή την εκμετάλλευση του (και κατ’ επέκταση την εκμετάλλευση των χρηστών του διαδικτύου) από ανθρώπους που επιθυμούν αφενός να αλιεύσουν τα προσωπικά στοιχεία του καθενός μας και αφετέρου να τα χρησιμοποιήσουν για τους απώτερους σκοπούς τους, όπως πχ η κερδοσκοπία.

Μπορούμε να προστατευτούμε από όλα αυτά; Μπορούμε να οχυρωθούμε πίσω από τις ψηφιακές “επιθέσεις” που δεχόμαστε καθημερινά σε αυτόν τον υπέροχο (ή και όχι) νέο ψηφιακό κόσμο; Είμαστε ευάλωτοι στα σχέδια πολυεθνικών και ανθρώπων που χρησιμοποιούν τα δεδομένα μας, μετατρέποντας μας σε λίστες “καταναλωτών” του άκρατου καπιταλισμού και της κερδοφορίας; Οπότε, εδώ έρχεται και το δεύτερο και σημαντικό ερώτημα το οποίο είναι: Προσπαθούμε πραγματικά να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από όλο αυτό ή έχουμε αφομοιώσει το διαδίκτυο σε τέτοιο βαθμό στην καθημερινότητα μας που δεν το θεωρούμε στην πραγματικότητα και τόσο σπουδαίο όλο αυτό που γίνεται;

Αποτελεί ένα πραγματικά μείζον κοινωνικό ζήτημα, που κατά καιρούς έχει ανακινήσει το θέμα της ηθικής του κυβερνοχώρου∙ γεγονός το οποίο μας οδηγεί απευθείας στο βιβλίο με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα. Ο Ντέιβιντ Σάφερ το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο (και μοναδικό μέχρι στιγμής) βιβλίο του με τον τίτλο Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ. Στην χώρα μας κυκλοφόρησε, για πρώτη φορά, από τις εκδόσεις Πόλις, το 2022.

Πρόκειται για ένα, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ως, τεχνολογικό θρίλερ, το οποίο ακροβατεί μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πως αυτά που βιώνει ο αναγνώστης μέσα στις σελίδες του βιβλίου, καθώς η μυθοπλασία του Σάφερ ξετυλίγεται και περιπλέκεται, δεν είναι μια πραγματικότητα την οποία υποπτευόμαστε, ενδεχομένως την βιώνουμε και κατά περιπτώσεις καλούμαστε να απαντήσουμε.

Και εδώ έρχομαι να ρωτήσω, όπως προφανώς θεωρώ ότι κάνει και ο ίδιος ο συγγραφέας προς τους αναγνώστες του, με τον κρυφό και στην ουσία πραγματικό τίτλο του βιβλίου του:

What the fuck?

Μια μικρή παρένθεση γιατί είμαι σίγουρος ότι και εσείς θα έχετε παραξενευτεί με τον τίτλο Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ που δυστυχώς στα ελληνικά δεν μπορεί να αποδώσει το “κρυμμένο” νόημα.

Η χρήση της φράσης “Whiskey Tango Foxtrot» είναι ένας ευφημισμός για την “ασφαλή” χρησιμοποίηση της έκφρασης “What Τhe Fuck” ή όπως συνηθίζεται, κυρίως στον γραπτό λόγο, WTF, χρησιμοποιώντας το αρχικό γράμμα της κάθε μίας από τις τρεις λέξεις) η οποία όπως έχω διαβάσει αναπτύχθηκε αρχικώς, όπως φημολογείται, από το ΝΑΤΟ και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τον στρατό. Μετέπειτα, όπως είναι φυσικό, εντάχθηκε στην σλανγκ φρασεολογία και την ποπ κουλτούρα. Για να σας προλάβω, υπάρχει και κινηματογραφική ταινία με τον ίδιο τίτλο, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σχέση με το βιβλίο. Επιστρέφουμε στην δυστοπία του Σάφερ…

…διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται, μιας δυστοπίας! Μιας πραγματικής, απτής δυστοπικής κοινωνίας στην οποία οι τρεις πρωταγωνιστές του βιβλίου καλούνται να παίξουν τον ρόλο τους ενάντια σε όλο αυτό το παιχνίδι που έχει στηθεί στις πλάτες των ανυποψίαστων χρηστών του διαδικτύου. Αυτός είναι ο λόγος που, προσωπικά, βρήκα το βιβλίο τόσο ενδιαφέρων και καθηλωτικό. Το γεγονός πως η “μυθοπλασία” του συγγραφέα με έκανε να νιώθω μέρος του κόσμου του, που δεν διαφέρει σε τίποτα από τον δικό μου. Με έκανε να αναρωτηθώ, να προβληματιστώ και να προσπαθώ να αναζητήσω απαντήσεις σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν γύρω μου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους πρωταγωνιστές του βιβλίου και του δικού τους κόσμου.

Οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές μας, η Λειλά, ο Λίο και ο Μαρκ, είναι τρεις άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Είναι τρεις άνθρωποι με διαφορετική κουλτούρα, συνήθειες, απόψεις, οι οποίοι έχουν ακολουθήσει το δρόμο που έχουν χαράξει στην πορεία τους, βασισμένοι στις επιθυμίες και τα πιστεύω τους, αλλά κάτι πίσω από όλα αυτά, σαν μια ανώτερη δύναμη, τους οδηγεί τελικά να ανακαλύψουν ότι συνδέονται πίσω από ένα σκοπό, μια αναγκαιότητα που προκύπτει για αυτούς και την… ανθρωπότητα!

Οργανωμένες ομάδες ακτιβιστών που λειτουργούν ενάντια στην Επιτροπή, όπως ο συγγραφέας την αποκαλεί μέσα στο βιβλίο, άνθρωποι δύναμης και εξουσίας, σκιώδεις κυβερνήσεις, μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια και μέσα σε όλα αυτά, οι τρεις πρωταγωνιστές μας, οι τρεις ανυποψίαστοι (μέχρι ενός σημείου) πρωταγωνιστές μας, που η ζωή τους (και η περιέργεια τους) τα έφερε έτσι, ώστε να κληθούν να ενωθούν και να δράσουν για τον κοινό σκοπό, μέσα από μια, κατασκοπευτικού τύπου, πολύπλοκη “χορογραφία” μεταξύ ανθρώπων. Μια επαφή με έναν κόσμο που υπάρχει και λειτουργεί κάτω από την μύτη μας, μπροστά στα ίδια μας τα μάτια. Και πως θα ήταν άλλωστε δυνατόν να μην γίνει έτσι, μιας και αν θέλεις να κρύψεις καλά κάτι το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να το κρύψεις σε κοινή θέα.

Εξουσία, κερδοσκοπία και τεχνολογία. Τρεις λέξεις – κλειδιά για την ιστορία που ο Ντέιβιντ Σάφερ προσπαθεί να αναπτύξει στο Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ. Και αν πάει το μυαλό σας σε καταστάσεις κατασκοπείας αλα Τζέιμς Μποντ ή κυβερνοπάνκ αισθητικής που πολλοί από εσάς ενδεχομένως θα έχετε διαβάσει, κάνετε πολύ μεγάλο λάθος. Εδώ πρόκειται για κάτι το ρεαλιστικό, το συγκεκριμένο και το εφικτό. Στις σελίδες του βιβλίου δεν θα βρείτε στερεοτυπικές σκηνές των ειδών που σας προανέφερα, αλλά μια σχεδόν ρεαλιστική απεικόνιση ενός κόσμου που θα μπορούσε να είναι ο δικός μας κόσμος αυτή την στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Μην περιμένετε αγωνιώδη, κινηματογραφικά ανθρωποκυνηγητά, σκηνές δράσεις όπως έχουμε συνηθίσει μέσα από την υπερβολή τους και μελλοντική low life-high tech κυβερνοπάνκ προσέγγιση. Συγνώμη, αλλά κανένας Νίο ή Μορφέας δεν πρόκειται να πεταχτεί μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.

Ο συγγραφέας ρίχνει πάρα πολύ βάρος στο ανθρώπινο κομμάτι, κάνει ένα βαθύτατο ψυχογράφημα των τριών πρωταγωνιστών μας, μια βουτιά μέσα στην ψυχοσύνθεση τους και το περιβάλλον τους. Και αυτό είναι εξαιρετικό! Κατάφερε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μου για τις ζωές τους, τις ανησυχίες τους, για την θέση στην οποία ο καθένας βρίσκεται και όλα όσα καλείται να αντιμετωπίσει, τα διλήμματα που προκύπτουν για τον καθένα τους κατά την εξέλιξη των γεγονότων, την συμπεριφορά τους και την αλληλεπίδραση με τους εξωγενείς παράγοντες και τα πρόσωπα που συνδέονται με τον κοινό τους σκοπό, είτε είναι από την δική τους πλευρά είτε από την άλλη. Μια περίπλοκη κατάβαση στον συναισθηματικά εύθραυστο κόσμο τους.

Όλο αυτό, βέβαια, δεν θα ήταν δυνατόν αν η γραφή του Ντέιβιντ Σάφερ δεν ανταποκρινόταν σε αυτό που κλήθηκε να γράψει. Και πιστεύω ότι το έκανε πολύ καλά, μέσα στο αρκετά ογκώδες βιβλίο του, το οποίο όμως σας εγγυώμαι ότι θα κυλήσει σαν νερό δροσερής πηγής, ξεδιψώντας την αγωνία σας με κάθε κεφάλαιο που διαβάζετε.

Παρ’ όλα αυτά, ναι, το παραδέχομαι πως σε κάποια σημεία ο συγγραφέας ίσως είναι λίγο πιο φλύαρος απ’ ότι πρέπει, γίνεται λιγάκι πιο περιγραφικός και λεπτομερείς από όσο χρειάζεται, αλλά και αυτό παίζει εν τέλει θετικά τον ρόλο του. Χτίζει την ατμόσφαιρα, τα απλά και καθημερινά, τις μικρολεπτομέρειες της καθημερινότητας και της ρουτίνας των πρωταγωνιστών, τις αντιδράσεις τους. Αυτά τα “αχρείαστα” σε κάποια σημεία του βιβλίου, που τελικά ίσως είναι απαραίτητα σκαλοπάτια στην εσωτερική κατάβαση που επιχειρεί να κάνει στον σκοτεινό λαβύρινθο του μυαλού τους.

Είναι γεγονός πως υπάρχει αρκετή λεπτομέρεια στο βιβλίο, ειδικά σε σημεία που έχουν να κάνουν με αναφορές σε ποπ κουλτούρα, πρόσωπα, γεγονότα και εκφράσεις, που τόσο λεπτομερώς ο Λευτέρης Καλοσπύρος, μέσα από την εξαιρετική δουλειά που έκανε στην μετάφραση, χαρίζοντας μας ένα αψεγάδιαστο κείμενο, φρόντισε να συμπεριλάβει ως υποσημειώσεις στο τέλος κάθε σελίδας έτσι ώστε να οδηγήσει τον αναγνώστη ακόμα πιο κοντά στην ατμόσφαιρα του βιβλίου. Και πιστέψτε με, έχει πολλές υποσημειώσεις…

Η αλήθεια είναι πως αμφιταλαντεύτηκα για το εάν το Ουίσκι Τάνγκο Φόξτροτ του Ντέιβιντ Σάφερ ταίριαζε στο ύφος των βιβλίων με τα οποία ασχολούμαστε στην Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας. Όσο το σκεφτόμουν όμως, αναλογιζόμενος ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που χρησιμοποιεί στις σελίδες του θεματολογία που θα μπορούσε να υπάρξει σε βιβλία κυβερνοπάνκ αισθητικής (θα μπορούσε κάλλιστα, υπό άλλες συνθήκες, να αποτελεί ένα από αυτά), αποφάσισα να το συμπεριλάβω τελικά για έναν ακόμα λόγο. Την πραγματικότητα του. Την ρεαλιστικά δομημένη δυστοπία του. Τον ίδιο τον κόσμο του και τους ανθρώπους του, που δεν είναι άλλος από τον δικό μας κόσμο. Από εμάς τους ίδιους…

Δεν ξέρω αν η ιστορία τελειώνει πραγματικά με αυτό το βιβλίο ή αν ο συγγραφέας έχει την πρόθεση να την συνεχίσει στο μέλλον. Θεωρώ ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε, οπότε μάλλον θα είχαμε δει κάτι σχετικό. Το τέλος του είναι γρήγορο και απότομο. Ο Ντέιβιντ Σάφερ το “τρέχει” λιγάκι καθώς το βιβλίο πλησιάζει στις τελευταίες του σελίδες. Επιθυμία για μελλοντική συνέχεια; Μπα, δεν το νομίζω. Ο συγγραφέας πιθανότατα θέλησε να παίξει με το μυαλό των αναγνωστών μέχρι το τέλος, μέχρι και την τελευταία σελίδα του βιβλίου. Ο καθένας μπορεί να πλάσει το δικό του σενάριο, την δική του εκδοχή για την συνέχεια, σε ένα κόσμο που όλα μπορούν να συμβούν, όλα επιτρέπονται, όλα πωλούνται και αγοράζονται, αναφωνώντας, καθώς σκέψεις περνάνε από το μυαλό του:

What the fuck?