“Αλυσίδες”

“Αλυσίδες”

Ο μεγαλύτερος φόβος μου· μήπως βυθιστεί το καράβι και έρθει το τέλος μου στον βυθό. Γεννήθηκε με το που έδεσαν το δεξί μου πόδι με την αλυσίδα στη θέση δίπλα στο κουπί.

Την πρώτη μέρα, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από εκείνο το σημείο. Λες και, αν σταματούσα να το κοιτάζω, θα γινόταν ένα με το πόδι μου. Η αλυσίδα μέσα μου είχε μεταμορφωθεί σε κάτι πραγματικά κακό. Κάτι που χαιρόταν να με κρατάει εκεί, φυλακισμένο, ανήμπορο. Ένας γεροδεμένος άντρας απέναντί μου έβαλε τα γέλια.

«Δε θα φύγει αν την κοιτάς», είπε κάποια στιγμή. Η φωνή του ήταν γεμάτη ειρωνεία και αδιαφορία. Ούτε μια στάλα οίκτου. Ακόμα κι αν τα αγνοούσα όμως αυτά, πώς μπορούσε να γελάει με αυτή την κατάσταση;

Χάρηκα που δεν τον είχα στο ίδιο κουπί. Κοίταξα αυτόν που μοιραζόταν το ίδιο βάρος με μένα. Ήταν ένας γέροντας, με το βλέμμα του στηλωμένο πέρα μπροστά, σαν να μην έβλεπε κανέναν από εμάς. Λες και το βλέμμα του διαπερνούσε την ξύλινη φυλακή μας. Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο παράξενο πάνω του. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο άσπρα μαλλιά και γένια. Έρχονταν σε αντίθεση με το δέρμα του, τόσο πολύ που έλαμπαν. Όποτε τον κοίταζα, αναρωτιόμουν αν και τα δικά μου μαλλιά θα γίνονταν ποτέ έτσι. Ή τα γένια μου, που τώρα είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν και με φαγούριζαν.

Το πρώτο βράδυ, όταν σταματήσαμε, ένιωσα σαν να είχαν περάσει μήνες. Ο χρόνος στο κουπί περνούσε τόσο αργά, που μου φάνηκε ατελείωτος. Τα χέρια μου δεν τα ένιωθα πια. Έκανα ό,τι και οι υπόλοιποι, που τα τίναζαν, τα έτριβαν και τα τέντωναν. Συνειδητοποίησα πως έπρεπε να συνηθίσω την καθημερινότητά τους. Στην αρχή της πλεύσης τα ζευγάρια μιλούσαν μεταξύ τους, αλλά μετά από λίγο οι κουβέντες σταματούσαν. Όλοι αργά ή γρήγορα έμπαιναν στον ρυθμό που έδιναν τα κύματα και το ταρακούνημα του καραβιού. Πιο γρήγορα από όλους, ο γέροντας δίπλα μου. Ή μάλλον όχι. Ήταν λες και δεν έβγαινε ποτέ από εκείνον τον ρυθμό. Σαν να ήταν ένα με τη θάλασσα.

Μετά τις πρώτες μέρες, όταν πια είχαμε βγει στα ανοιχτά, ρώτησα το όνομά του. Απλώς ανασήκωσε τους ώμους. Το άλλο βράδυ τον ρώτησα ξανά.

«Τα ονόματα δεν έχουν σημασία αν δεν είσαι ελεύθερος», είπε βραχνά.

Δαγκώθηκα. Άραγε θα θυμάμαι το όνομά μου μέχρι να κατέβω από αυτό το καράβι;

Την ερώτηση που φυλούσα μέσα μου την έκανα μόνο όταν σταμάτησαν όλοι κι άρχισαν να ξεπιάνονται και να μιλάνε.

«Πότε θα ελευθερωθούμε;»

«Ποιος ξέρει... Μάλλον ποτέ».

Πάγωσα. Ολόκληρη τη ζωή μου θα την περνούσα εδώ μέσα;

Αυτή η σκέψη δεν έφευγε από το μυαλό μου. Σκεφτόμουν το χωριό μου. Πόσο πολύ μου άρεσε να τρέχω! Τα τροπικά δάση ήταν τόπος ομορφιάς κι ανακαλύψεων. Κι ας είχα γδάρει τα πόδια μου αμέτρητες φορές. Κι ας με είχε τσιμπήσει σκορπιός. Τρεις μέρες έκανα να ηρεμήσω από τους πόνους και να αναπνεύσω ελεύθερα. Η γριά σαμάνα είχε πει ότι η ζωή μου πια έχει τεράστια αξία και είναι ευλογημένη από τα πνεύματα, αφού μπόρεσα να επιβιώσω. Αλλά ποιο ήταν το νόημα αν την περνούσα αλυσοδεμένος σε αυτό το βρομερό μέρος;

«Πόσους πήραν από το νησί σου;» ρώτησε ο γέρος και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

«Εμένα, τρεις άλλους που βρήκαν στην παραλία και πέντε γυναίκες».

«Όλους εδώ τους έφεραν;» είπε και κοίταξε γύρω του.

Του έγνεψα αρνητικά και του έδειξα πάνω, στο κατάστρωμα. «Οι λευκοί τους θέλουν για πολεμιστές. Και τις γυναίκες πάνω τις έχουν».

Σκέφτηκα τη μεγάλη μου αδερφή. Στο ίδιο καράβι, αλλά τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον. Θα την έβλεπα ξανά;

«Έτσι κάνουν», είπε κι έμοιαζε λες και η φωνή που έβγαινε από μέσα του κουβαλούσε βάσανα αιώνων. «Όλη μου τη ζωή τα ίδια βλέπω».

Είχε νυστάξει. Έγειρε στα πλαϊνά του πλοίου για να κοιμηθεί. Αν τον άφηνα, θα κοιμόταν σε ένα λεπτό. Αλλά έπρεπε να τον ρωτήσω.

«Πώς αντέχεις μια ζωή εδώ μέσα;»

Άνοιξε τα μάτια του.

«Κι εσύ θα αντέξεις όταν τον δεις».

«Ποιον να δω;»

«Τον Θεό της Υπομονής».

Κοίταξα γύρω μου. Δεν έβλεπα κανέναν θεό. Η σαμάνα στο χωριό έβλεπε τους θεούς μόνο σε συγκεκριμένες τελετές, όταν μασούσε κάτι βότανα. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε.

«Εσύ τον βλέπεις τώρα;» ρώτησα κι έψαξα πάνω από τα κεφάλια μήπως δω κάτι περίεργο.

Εκείνος έκανε μια αδιάφορη κίνηση με τα χέρια του. «Μόνο τις ώρες που πεινάω πολύ, όταν το κουπί έχει γίνει ένα με το χέρι μου, τον βλέπω εκεί», είπε κι έδειξε μπροστά στον διάδρομο, ακριβώς πριν τη σκάλα που οδηγούσε πάνω. «Έχει έξι χέρια και με κοιτάζει με ένα αινιγματικό χαμόγελο».

«Τι είναι αυτό;»

«Σημαίνει ότι κάτι θέλει να μου πει. Υπάρχει κάτι που δεν έχω μάθει. Γι’ αυτό κάνω υπομονή. Κάποια στιγμή θα μάθω».

Τον άφησα να κοιμηθεί. Όλο το βράδυ προσπαθούσα να δω κι εγώ τον Θεό κάπου. Ήταν σαμάνος αυτός ο άνθρωπος; Μπορούσα να γίνω κι εγώ σαμάνος; Σε αυτό εδώ το μέρος;

Με ξύπνησαν φωνές. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ. Πόσο είχα κοιμηθεί; Στην άκρη του διαδρόμου ήταν ο ασχημομούρης κοκκινογένης με το μαστίγιο στο χέρι.

«Βρομερά ζώα! Ξυπνήστε! Ξεκινήστε! Τραβάτε κουπί, μη σας γδάρω!»

Δεν τον κοίταξα. Είχα μάθει αυτές τις μέρες ότι το να κοιτάζεις φέρνει μπελάδες. Έπιασα το κουπί μου και ξεκίνησα. Ο γέροντας δίπλα μου είχε ήδη γίνει ένα με τον ρυθμό των κυμάτων. Άραγε θα έβλεπε τον Θεό του σήμερα;

Όταν τα βαριά βήματα του λευκού ανέβηκαν πάνω, αφέθηκα κι εγώ στον ρυθμό, ελπίζοντας. Αν υπήρχε Θεός, θα μπορούσε να πάρει τον φόβο μου μακριά; Να μου δώσει μια λύση;

Πέρασε καιρός. Δεν είχα βρει τον Θεό μου ούτε κάποια απάντηση. Απλά τραβούσα κουπί, χωρίς να κοιτάω πια την αλυσίδα. Κανείς άλλος δεν έδειχνε να νοιάζεται για κάτι παραπάνω από την ησυχία του. Να γλιτώσει από τις φωνές, τις γροθιές και το καμουτσίκι των λευκών. Δεν ήθελα να καταντήσω κι εγώ έτσι. Ο γέρος μού είχε πει πως σε άλλα καράβια τούς έδεναν και τα δύο πόδια. Τουλάχιστον όπως ήμουν μπορούσα να κινηθώ. Μια αισιόδοξη σκέψη. Μήπως έκανα λάθος; Μήπως όλοι οι υπόλοιποι γύρω μου έτσι άντεχαν την κούραση και τον φόβο; Έχοντας μια παρόμοια σκέψη ο καθένας μέσα του, κι ας μην το έδειχναν;

Το πλοίο τραντάχτηκε και σταμάτησε απότομα. Όλοι σταμάτησαν το κουπί και κοίταζαν αλαφιασμένοι γύρω τους. Ποτέ δεν είχα δει τέτοια ταραχή. Ακόμα και στο μαστίγωμα ο ρυθμός δε σταματούσε. Αλλά αυτή η φορά είχε κάτι το διαφορετικό.

«Τι έγινε;» ρώτησα τον γέρο. Κοίταζε γύρω του, ψάχνοντας τι είχε συμβεί, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. Το βλέμμα του γέροντα, εκείνο το καθαρό, γαλήνιο βλέμμα, έκρυβε φόβο πια.

«Ύφαλος», είπε. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. «Ύφαλος! Τρύπησε το καράβι!»

Η φωνή του πρώτη φορά είχε χάσει εντελώς την ηρεμία της.

Κοίταξα γύρω μου. Νερό, πολύ νερό έτρεχε στον διάδρομο. Όλοι το κοιτούσαν και ούρλιαζαν στους πάνω. Παρακαλούσαν τους λευκούς, ζητούσαν βοήθεια, ούρλιαζαν, έβγαζαν άναρθρες κραυγές. Όπως στη συνάθροιση του χωριού, που τραγουδούσαμε όλοι μαζί, πασχίζοντας με τις φωνές μας να φτάσουμε τους θεούς και να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνημας. Μόνο που τώρα από παντού ακουγόταν ένα σπαρακτικό, ατέλειωτο τραγούδι ανείπωτου τρόμου.

Προσπάθησα να ακούσω πάνω από τις κραυγές των υπολοίπων. Τα βήματα από το κατάστρωμα ήταν πιο βαριά από τις άλλες φορές. Άκουγα κι εκεί κραυγές γεμάτες πανικό αλλά κανείς δεν ερχόταν κάτω. Το νερό μού έφτανε ως τα γόνατα και ανέβαινε κι άλλο. Όλοι τώρα πια ταρακουνούσαν το πάτωμα και χτυπούσαν τα πόδια τους κάτω. Το νερό έπνιγε τον ήχο κι ακουγόταν μονάχα ένας γδούπος.

Κάτι άλλο ακουγόταν. Κάναμε όλοι ησυχία. Κουπιά. Κανείς μας όμως δεν κωπηλατούσε. Οι φωνές και τα βήματα πάνω είχαν κοπάσει.

«Μας άφησαν!» φώναξε ένας. «Οι λευκοί δαίμονες μας άφησαν κι έφυγαν!»

Χλώμιασα. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Κατουρήθηκα πάνω μου, ενώ το νερό ανέβαινε πάνω από τη μέση μου, παγώνοντας το κορμί μου. Ακούστηκε ένας ήχος, λες και ένα γιγάντιο στόμα στον βυθό μας ρουφούσε αργά. Το καράβι άρχισε να βυθίζεται. Η αλυσίδα μου με έσφιγγε πιο πολύ από κάθε φορά. Ο γέρος είχε αρπάξει τα πλαϊνά του πλοίου και κοιτούσε το τοίχωμα.

«Έι!» του φώναξα. «Πού είναι ο Θεός σου;»

«Με άφησε!» είπε. «Δε μου έδωσε καμία απάντηση!»

Τώρα πια βυθιζόμασταν. Το νερό σκέπαζε την ανάσα μου. Τις ανάσες όλων μας. Το καράβι έσπασε στα δύο και είδα το μπροστινό μέρος του από πάνω μου, ενώ εμείς πηγαίναμε γρήγορα στον πάτο. Τα σώματά μας ανέβαιναν προς τα πάνω, αφήνοντας επιτέλους τη θέση τους στα κουπιά. Κι οι αλυσίδες, αυτές οι φριχτές αλυσίδες του θανάτου, μας έσφιγγαν και μας κρατούσαν εκεί, τραβώντας μας στον πάτο της θάλασσας. Στο τέλος.

Θα πέθαινα, το ήξερα. Ο φόβος μου γινόταν πραγματικότητα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Κανείς δε θα με έσωζε. Γύρω μου παντού κορμιά που συσπώνταν βίαια. Ήθελα να πάρω ανάσα. Φυσαλίδες έβγαιναν από το στόμα μου. Κοιτούσα ψηλά καθώς ενώνονταν με τις φυσαλίδες όλων των υπολοίπων παντού γύρω μου κι ανέβαιναν προς την επιφάνεια. Αργά, αργά...

Τα μάτια μου θόλωναν. Τα νερά σκοτείνιαζαν. Πάνω ψηλά, ακόμα έβλεπα τον διάδρομο και τη σκάλα που κάποτε οδηγούσε στο κατάστρωμα. Κι εκεί ακριβώς, μια μορφή.

Εστίασα το βλέμμα μου πάνω της. Είχε έξι χέρια, που κρατούσαν μακριά μαχαίρια. Τέτοια χρησιμοποιούσαμε για να κόβουμε τη βλάστηση στη ζούγκλα. Η μορφή χαμογελούσε. Και τότε κατάλαβα. Έβλεπα τον Θεό.

Σώσε με! Κόψε την αλυσίδα!

Η μορφή θόλωσε, όπως και τα πάντα γύρω μου. Δεν είχα άλλο κουράγιο. Ένιωσα κάτι να περνάει ταχύτατα δίπλα μου κι έπειτα πόνο. Έναν τρομερό πόνο στο δεξί μου πόδι. Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα προς τα κάτω. Είχε κόψει το πόδι μου, λίγο πάνω από τον αστράγαλο. Η αλυσίδα και το πέλμα μου ταξίδευαν προς τον βυθό, μαζί με το κουφάρι του καραβιού. Ο γέρος δεν ήταν πια δίπλα μου. Το βλέμμα του άδειαζε καθώς με κοιτούσε να ανεβαίνω. Χαμογελούσε;

Σώσε τον! Σώσε τους όλους!

Το νερό γέμισε αίμα. Σώματα απελευθερώνονταν και αναδύονταν, ενώ οι αλυσίδες βυθίζονταν. Εντελώς ξαφνικά, βρέθηκα στην επιφάνεια. Άρχισα να παίρνω κοφτές ανάσες και να παλεύω με τα κύματα. Άνθρωποι παντού γύρω μου έβγαιναν στην επιφάνεια και πάλευαν κι αυτοί. Η αδερφή μου ήταν πιασμένη από ένα κομμάτι ξύλο, μαζί με δύο ακόμα γυναίκες. Δεν είχα δύναμη να της φωνάξω.

Κοίταξα πέρα, όπου ένα νησί ξεπρόβαλλε καταπράσινο. Οι βάρκες με τους λευκούς είχαν απομακρυνθεί, ενώ κανένας τους δε έριχνε ούτε μια ματιά πίσω του. Όχι μόνο μας είχαν σκλαβώσει για όλη μας τη ζωή, αλλά μας είχαν αφήσει στον πιο φριχτό θάνατο! Καθώς ο φόβος μου έφευγε, μια πρωτόγνωρη οργή γεννιόταν μέσα μου. Δαίμονες.

Μια τεράστια μαύρη μορφή με έξι χέρια βγήκε από το νερό και πήδηξε σε μια βάρκα. Με μια περιστροφική κίνηση έκοψε τα πάντα γύρω της. Οι κραυγές τους έφτασαν μέχρι το μέρος μου. Κραυγές αγνού, ατόφιου τρόμου, χειρότερες από αυτές των συνεπιβατών μου προηγουμένως.

Χωρίς να σταθεί ούτε στιγμή, η μορφή με ένα σάλτο βρέθηκε στη διπλανή βάρκα. Συνέχισε να πετσοκόβει ασταμάτητα, μέχρι που δεν έμεινε κανένας ζωντανός στις βάρκες. Για μια στιγμή στάθηκε. Μια απόκοσμη ησυχία είχε απλωθεί παντού, που ούτε τα κύματα τολμούσαν θαρρείς να βεβηλώσουν. Η τρομερή φιγούρα γύρισε και μου έριξε ένα σκοτεινό, θριαμβευτικό βλέμμα από εκεί, πάνω απ’ τη βάρκα. Βούτηξε στη θάλασσα κι έκοψε όσους είχαν πηδήξει από τις βάρκες και κολυμπούσαν σιωπηλά για να σωθούν. Έπειτα χάθηκε.

Ήταν λες και ξαφνικά άρχισα να ακούω και να βλέπω καλύτερα μπροστά μου. Οι κωπηλάτες έβγαιναν στην επιφάνεια και κολυμπούσαν προς το νησί. Μπορούσα να φτάσω μέχρι εκεί; Στο χωριό μου μόνο πλατσούριζα, δεν είχα φτάσει ποτέ στα ανοιχτά.

Κάποιος αναδύθηκε δίπλα μου κι αρχίζει να βήχει και να φτύνει νερό. Τα λευκά του μαλλιά μπλέκονταν στο πρόσωπό του, αλλά τα μάτια του είχαν μια λάμψη μοναδική.

«Κολύμπα!» είπε.

Η απάντησή του. Τόσο απλή. Μετά από όσα είχαν συμβεί, χωρίς την αλυσίδα στο πόδι μου, τίποτα δεν ήταν αδύνατο.

Δεν κοίταξα τα πτώματά τους καθώς περάσαμε δίπλα από τις άδειες βάρκες τους. Κάποιος έφτυσε πάνω σε ένα λευκό πτώμα που επέπλεε, ένας καταράστηκε χτυπώντας με τη γροθιά του μια βάρκα, ενώ άλλοι κοιτούσαν απορημένοι πριν προσπεράσουν.

Η στεριά πλησίαζε. Έβλεπα μια λεπτή μορφή να στέκεται στην παραλία. Τα μακριά, μαύρα της μαλλιά χόρευαν στον άνεμο. Τα χέρια μου κουνιόντουσαν ανεξάρτητα από τις προσταγές μου. Σαν να έκανα κουπί. Όπως είχα συνηθίσει.

Όταν άγγιξα άμμο, την άρπαξα στις χούφτες μου και την έτριβα. Δεν ήθελα να την αφήσω. Ήταν τόσο ωραία η αίσθηση! Το δέρμα μου είχε ξεχάσει αυτή την απαλή, υπέροχη υφή. Το αριστερό μου πόδι πάτησε γερά. Ενώ προσπαθούσα να ισορροπήσω, εκείνη ήρθε δεξιά μου και με έπιασε από τους ώμους. Ένιωσα όπως όταν ήμουν μικρούλης, που πάντα με φρόντιζε. Μου χαμογέλασε αχνά, σαν απάντηση στο χαμόγελό μου.

Ένα χέρι πιάστηκε από τον αριστερό μου ώμο. Τα αστραφτερά μάτια του ζητούσαν βοήθεια· τον κράτησα δίπλα μου. Όπως είχαμε μάθει τόσο καιρό στο κουπί.

«Πρέπει να φτιάξουμε επιδέσμους από τα παχιά φύλλα εκεί πέρα», είπε ο γέροντας κι έδειξε τη βλάστηση. Κουτσαίνοντας και στηριγμένοι ο ένας στον ώμο του άλλου, με την αδερφή μου οδηγό, περπατήσαμε στην καυτή άμμο. Έριξα μια ματιά πίσω μου και είδα κι άλλους να κρατιούνται από τους ώμους μόλις έβγαιναν από το νερό. Οι γυναίκες έτρεχαν δίπλα τους να τους στηρίξουν.

Απιθώσαμε τον γέροντα στη σκιά ενός δέντρου. Έδειχνε τόσο εύθραυστος! Πλησίαζε το τέλος του; Κούνησε το κεφάλι του και με κοίταξε. «Κάτι έκανες εκείνη τη στιγμή. Εσύ ήσουν η απάντησή μου».

Ένευσα κι εγώ. «Είδα τον Θεό μου. Τον Θεό του Τέλους».

Κούνησε το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Μου έδειξε την παραλία, όπου και οι τελευταίοι πια έβγαιναν ξέπνοοι και χάιδευαν την άμμο, ενώ οι γυναίκες έτρεχαν να τους βοηθήσουν.

«Όχι του τέλους. Τον Θεό της Ελευθερίας».

***

Το νησί εκείνο ονομάστηκε περιγραφικά από τους θαλασσοπόρους «Το Νησί του Ενός Πέλματος», από τα ίχνη που είδαν στην παραλία κατά την εξερεύνησή τους.

Οι ιθαγενείς κάτοικοι του νησιού ακόμα και σήμερα χορεύουν με το ένα πόδι, πιασμένοι από τους ώμους, με μια γυναίκα να σέρνει τον χορό, μιμούμενοι τους προγόνους τους που πρώτοι κατοίκησαν εκεί.