Η Λαβκραφτική τριλογία του Alan Moore
Το όνομα Alan Moore είναι φαντάζομαι λίγο-πολύ γνωστό σε πολλούς φίλους της φανταστικής λογοτεχνίας. Ακόμα και αν δεν έχετε διαβάσει κάποιο από τα graphic novel του (Watchmen, V for Vendetta, From Hell, κλπ) πολύ πιθανά να έχετε δει τις ταινίες που έχουν βασιστεί σε αυτά ή έστω να τις έχει πάρει κάπου το μάτι σας ρε αδερφέ.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της γραφής του Moore είναι η ικανότητά του να παίρνει κάτι που προϋπάρχει, όπως οι υπερήρωες στο Watchmen, και να το κάνει να φαίνεται δικό του, να δημιουργεί κάτι καθαρά προσωπικό ακόμα και αν η πρώτη ύλη που χρησιμοποίησε ήταν "δανεική". Κάποιες φορές ίσως να μην το πετυχαίνει και απόλυτα (όσοι έχετε διαβάσει το Lost Girls καταλαβαίνετε τι λέω), αλλά το σερί που έχει είναι ως τώρα πολύ καλό.
Η εν λόγω τριλογία είναι ίσως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της δουλειάς του Alan Moore, ο οποίος όχι μόνο παίρνει τα γραπτά του Howard Phillips Lovecraft ως έμπνευση και σημείο αναφοράς, αλλά μάλιστα τα αποδομεί και στην ουσία προσφέρει την δικιά του ερμηνεία των γραπτών αυτών ως πιο ουσιαστική σε σχέση με αυτά. Υπάρχει μάλιστα μια σχετική ατάκα από έναν κεντρικό χαρακτήρα στο Neonomicon, αλλά δεν θέλω να επεκταθώ παραπάνω. Αν μη τι άλλο, ακόμα και το όνομα Neonomicon δεν σας δημιουργεί μια τέτοια αίσθηση; Σχεδόν σα να λέει "νέο Necronomicon, καλύτερο από ποτέ!"
Αυτή θα ήταν η πιο παράξενη διαφήμιση απορρυπαντικού ever!
Αυτό το σπάσιμο του τέταρτου τοίχου είναι μια αρκετά συνήθης τακτική διαφόρων συγγραφέων, και ο Alan Moore σίγουρα δεν αποτελεί εξαίρεση, θα έλεγε κανείς μάλιστα οτι το συνηθίζει. Στο Watchmen υπάρχουν χαρακτήρες που διαβάζουν ένα κόμικ -όπως ακριβώς και εμείς στον "πραγματικό κόσμο" (σ.σ. διάολε ποιος έβαλε αυτά τα εισαγωγικά εδώ;) ενώ έχει βάλει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό στην ιστορία του Promethea.
Κάτι που αξίζει να τονίσουμε είναι ότι ενώ οι τρεις ιστορίες συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, γράφτηκαν με μεγάλη χρονική διαφορά η μία με την άλλη. Το Courtyard είναι του 2004, το Neonomicon του 2010, ενώ το τελευταίο τεύχος του Providence κυκλοφόρησε το 2017. Ομολογώ ότι δεν έψαξα το γιατί, αλλά αν έπρεπε να μαντέψω θα έλεγα ότι δεν ήταν λόγω οξείας George R.R. Martin-ίασης από πλευράς Alan Moore, αλλά επειδή για να αποδομήσεις κάτι χρειάζεται να το μελετήσεις σε βάθος, να το κατανοήσεις ίσως καλύτερα και από τον ίδιο του τον δημιουργό, και μετά από όλα αυτά χρειάζεται να γράψεις και μια καλή ιστορία!
Για να δούμε λοιπόν τις ιστορίες αυτές, μία-μία.
To Courtyard είναι το πιο "βρόμικο" από όλα, είναι κατ' αρχάς πλήρως ασπρόμαυρο από την αρχή ως το τέλος του. Την ιστορία την βλέπουμε κυρίως ως μια αφήγηση από την πλευρά του πρωταγωνιστή, Aldo Sax, σε μια προφανή αναφορά στα film noir. Ακόμα και η Νέα Υόρκη όπως μας την παρουσιάζει ο σκιτσογράφος Jacen Burrows θυμίζει πολύ τη γνωστή μαυρίλα των αγαπημένων (μιλώντας προσωπικά, τουλάχιστον) noir, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Moore είναι υπέροχα γλαφυρή.
Μέχρι και η διάλεκτος που χρησιμοποιεί ο Sax ακόμα - ακόμα είναι γεμάτη ιδιωματισμούς του βόρειου New Jersey, για να καταλάβετε πόση λεπτομέρεια έχει ρίξει στον κόσμο του ο συγγραφέας. Ένα άλλο στοιχείο που κινεί το ενδιαφέρον είναι το πόσα πολλά φαίνεται να ξέρει ο πρωταγωνιστής σχετικά με την κλασική μουσική και τη ζωγραφική. Ο Sax είναι γενικά λίγο ελιτιστής και εξυπνάκιας, οπότε η κλασική του παιδεία φαίνεται να ενισχύει αυτή την πλευρά της προσωπικότητάς του.
Μέχρι και η κουρτίνα είναι σα να χαμογελά σαρδόνια
Στα πιο βασικά της ιστορίας, ο Aldo Sax είναι ένας πράκτορας του FBI που μελετάει μια σειρά τελετουργικών δολοφονιών, οι οποίες όχι μόνο δεν βγάζουν κανένα νόημα, αλλά μάλιστα αρχίζουν να τις αντιγράφουν και άλλοι άνθρωποι που φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Όπως κάθε καλή ιστορία λαβκραφτικού τρόμου, λοιπόν, ξεκινάμε από μία κατάσταση ναι μεν παράξενη αλλά συνηθισμένη, και όσο περνάνε οι σελίδες τα πράγματα ξεφεύγουν. Το πως ξεφεύγουν, είναι καλύτερο να το δείτε μόνοι σας, αλλά αυτό που ο Sax νομίζει ότι είναι ένα νέο ναρκωτικό που ωθεί τον κόσμο στις δολοφονίες, είναι τελικά κάτι πολύ, πολύ διαφορετικό.
Πάνω στο θέμα των ναρκωτικών, κάτι που βρήκα τρομερά ενδιαφέρον είναι πως ο (μικρό spoiler) έμπορος ναρκωτικών που βλέπουμε κάποια στιγμή μένει με τη μάνα του. Αυτό ήταν ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο Freakonomics... το οποίο όμως κυκλοφόρησε το 2005, σχεδόν ένα χρόνο μετά το Courtyard, αν και το αρχικό άρθρο πάνω στο θέμα κυκλοφόρησε το 2003. Απλή σύμπτωση ή απόδειξη του πόσο πολύ το έψαξε ο Moore; Το αφήνω στην κρίση σας.
Κάπου εδώ τελειώνει το Courtyard, με τρόπο ταιριαστό για λαβκραφτική ιστορία αλλά με αρκετά κενά ώστε να μπορεί να υπάρξει συνέχεια. Η συνέχεια αυτή ήταν βεβαίως το Neonomicon, το οποίο λαμβάνει χώρα πολλά χρόνια μετά την υπόθεση που ερευνούσε ο Aldo Sax, η οποία πλέον θεωρείται "κρύα" το 2010 που διαδραματίζεται το Neonomicon. Δύο νέοι πράκτορες του FBI έρχονται σε επαφή αρχικά με τον Sax και έπειτα συνεχίζουν την έρευνά του, αλλά αυτή τη φορά το FBI φαίνεται να το έχει πάρει πιο ζεστά το θέμα. Το γιατί περίμεναν έξι χρόνια να το κάνουν αυτό; Έχουν εμφανιστεί ξανά νέοι μιμητές του ίδιου δολοφόνου που μελετούσε ο Sax στο Courtyard.
Αν όμως το Courtyard είχε κάποιες πολύ φευγαλέες αναφορές στον HPL και τα γραπτά του, έτσι με ένα περιπαικτικό κλείσιμο στο μάτι προς τον αναγνώστη, στο Neonomicon δεν μιλάμε για αναφορές αλλά για το πλέον κομβικό κομμάτι της ιστορίας, και το κλείσιμο στο μάτι έχει πλέον αντικατασταθεί με φωτεινές νέον επιγραφές που πάνω γράφουν "fhtagn”.
Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αναφέρονται στα άμεσα γραπτά του Lovecraft και προσπαθούν να καταλάβουν πως μπορεί να επηρεάζουν τον κόσμο τους, και πολλές φορές κοιτάνε κατευθείαν προς τα εμάς τους αναγνώστες, στέλνοντας έτσι τον τέταρτο τοίχο κατευθείαν στην R’Lyeh. Κάτι που μου άρεσε πολύ είναι το γεγονός ότι όντως οι χαρακτήρες καταλαβαίνουν, έστω στο περίπου, τι συμβαίνει (αν κάτι με ενοχλεί στις ταινίες με ζόμπι όσο καλές και αν είναι, είναι ότι οι πρωταγωνιστές ποτέ δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει την πρώτη φορά που βλέπουν ένα ζόμπι). Τηλεόραση στο σύμπαν σας δεν έχετε ρε μάγκες;
Αντιπαρέρχομαι τα προσωπικά κολλήματα για να αναφερθώ λίγο παραπάνω στο metaness του όλου θέματος. Ένα κύριο χαρακτηριστικό όλων των πρωταγωνιστών στις ιστορίες του Lovecraft είναι ότι δεν μπορούν να αντιληφθούν τι ακριβώς συμβαίνει γύρω τους. Ο Moore παίζει πάρα πολύ όμορφα πάνω σε αυτόν τον κανόνα, δίνοντας τη δυνατότητα στους χαρακτήρες του να καταλάβουν αρκετά γύρω από το τι συμβαίνει, με το να ξέρουν για τον Lovecraft και τα γραπτά του, αλλά όχι αρκετά για να καταλάβουν και πως να το αντιμετωπίσουν. Αυτό δημιουργεί μια θεσπέσια κοσμική ειρωνεία, και το φέρνει ακόμα πιο κοντά στον αναγνώστη -και εμείς, αν βρισκόμασταν σε μια αντίστοιχη θέση θα σκεφτόμασταν "ρε σαν Lovecraft είναι αυτή η φάση τελείως", αλλά δεν θα ξέραμε τι να κάνουμε με αυτή τη γνώση, κάτι που αποτελεί ίσως τον πιο πετυχημένο τρόπο σπασίματος εκείνου του περίφημου τέταρτου τοίχου ως τώρα, καθώς δημιουργεί μια ταύτιση πρωταγωνιστή και αναγνώστη.
Δεν θα μπορούσα να αναφερθώ στο Neonomicon όμως χωρίς να αναφερθώ στον έντονο σεξουαλισμό που το χαρακτηρίζει, αλλά και τις σκηνές σεξουαλικής βίας στη μέση της ιστορίας. Η σεξουαλικότητα είναι κάτι που λείπει τελείως από τα γραπτά του Lovecraft, κάτι που αναφέρουν και οι ίδιοι οι χαρακτήρες του Neonomicon, ενώ ένας πολύ εύλογα τονίζει ότι πολλά πράγματα στον κόσμο του HPL θυμίζουν έστω και πολύ έμμεσα την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης σεξουαλικότητας -ίσως ακόμα και ο ίδιος ο Lovecraft να το έκανε υποσυνείδητα αυτό, ποιος να ξέρει; Όπως και να έχει, το Neonomicon φέρνει τη σεξουαλικότητα στον Λαβραφτικό τρόμο, και το κάνει με έναν τρόπο που σε πείθει πως πάντα ήταν έμμεσα κομμάτι του και ίσως εμείς δεν το είχαμε προσέξει.
Δεν υπάρχει τίποτα έμμεσο όμως στο Neonomicon. Ήδη από τη στιγμή που στις πρώτες σελίδες του πρώτου τεύχους βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός sex shop με πλοκάμια παντού, οτιδήποτε το έμμεσο έχει πάει να κάνει παρέα στον τέταρτο τοίχο. Γυμνά σώματα βρίσκονται συχνά στις σελίδες του Neonomicon, όμως το μεγάλο σημείο τριβής είναι οι σκηνές σεξουαλικής βίας που αναφέρω παραπάνω. Οι σκηνές αυτές είναι έτσι φτιαγμένες για να κάνουν τον αναγνώστη να νιώσει άβολα, να καταλάβει πραγματικά πόσο σκοτεινός, βίαιος και τρομακτικός είναι ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία αυτή... γιατί είναι μια ιστορία τρόμου, και ο τρόμος είναι φτιαγμένος για να μας κάνει να καταλαβαίνουμε το πόσο εύθραυστη είναι η ανθρώπινη ύπαρξη και το πόσο τυχεροί είμαστε που ζούμε τις συνηθισμένες και βαρετές ζωές μας. Πολύς ντόρος έχει γίνει για το αν ο Alan Moore είναι μισογύνης με βάση το πως συμπεριφέρεται στους γυναικείους χαρακτήρες του, αλλά με βάση καθαρά το Neonomicon, και κατά την κρίση του υπογράφοντος, ο Moore σκοπό έχει να δημιουργήσει τον φόβο και τον τρόμο, χρησιμοποιώντας μια πράξη η οποία είναι -δυστυχώς- κομμάτι του κόσμου μας. Τίποτα παραπάνω.
Εν ολίγης, το Neonomicon αποτελεί μια ιστορία η οποία έχει ως σημείο αρχής τα γραπτά του Lovecraft, αλλά χρησιμοποιεί τον ένα σχεδόν αιώνα που πέρασε ενδιάμεσα για να τα φέρει στο "σήμερα" και να πει μια ιστορία ίσως πιο ενδιαφέρουσα από ότι μπορούσε ο ίδιος ο HPL. Οι φίλοι της δουλειάς του συγγραφέα θα χορτάσουν αναφορές στα γραπτά του, αλλά ακόμα και οι όχι τόσο γνώστες δεν θα έχουν πρόβλημα να καταλάβουν την ιστορία του.
Κάτι που όμως δεν ισχύει στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, το Providence. Ενώ στα δύο πρώτα μέρη είχαμε κάποιες έξυπνες αναφορές εδώ και εκεί, κάποια ονόματα μια στο τόσο και μια γενικότερη προσέγγιση στον κόσμο του Μέγα Κθούλου, το Providence είναι τόσο πνιγμένο στις αναφορές που μου φαίνεται ότι αν κάποιος δεν ασχολείται ημι-επαγγελματικά με τα βιβλία του Lovecraft, θα χάσει περίπου τα 4/7 των αναφορών που γίνονται και πιθανότατα και πολλά σεναριακά στοιχεία δεν θα βγάζουν και πολύ νόημα. Ίσως μία παρενέργεια της πολύχρονης ενασχόλησης, πάνω από δέκα χρόνια τότε, του Alan Moore με τη δουλειά του Lovecraft; Ποιος ξέρει.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το Providence δεν είναι αξιόλογο, είναι και παραείναι. Ταυτόχρονα prequel αλλά και sequel στις δυο προηγούμενες ιστορίες, το Providence ξεκινάει στη δεκαετία του 1920 στη Νέα Υόρκη, όπου άλλη μια περίεργη σειρά φόνων λαμβάνει χώρα, φόνοι που σχετίζονται με το βιβλίο The King in Yellow. Σας βλέπω εσάς που χαμογελάτε πονηρά εκεί στο βάθος, να ξέρετε.
Αυτή τη φορά όμως η ιστορία δεν ακολουθεί κάποιον πράκτορα του νόμου (το FBI δεν είχε ιδρυθεί καν ακόμα τότε, τουλάχιστον όχι με αυτό το όνομα) αλλά έναν δημοσιογράφο ο οποίος παράλληλα νιώθει την ανάγκη να γράψει αυτό που πολλοί έχουν ονομάσει the great American novel, το μεγάλο αμερικανικό λογοτεχνικό αριστούργημα σε ελεύθερη μετάφραση. Αυτή του η ενδόμυχη ανάγκη τον οδηγεί στην πόλη του Providence, καθόλου συμπτωματικά ιδιαίτερη πατρίδα του Howard Phillips Lovecraft (μπορεί να τον έχετε ακουστά) και με όνομα το οποίο κυριολεκτικά σημαίνει Θεία Πρόνοια.
Όπως ανέφερα παραπάνω, το Providence είναι γεμάτο σε αναφορές πάνω στο έργο του Lovecraft, και θα συναντήσετε πρόσωπα, τόπους αλλά και... άλλα όντα κατευθείαν από το Λαβκραφτόκοσμο. Είναι η πιο απαιτητική από τις τρεις ιστορίες του Alan Moore, και για να πω την πάσα αλήθεια κάποιες στιγμές γίνεται τόσο αφαιρετική που δυσκολεύεσαι να την ακολουθήσεις. Την κατάσταση δεν βοηθάει το γεγονός ότι πολλά από τα δευτερεύοντα -αλλά εξίσου σημαντικά- κομμάτια της ιστορίας τα περιγράφει ο πρωταγωνιστής στα χειρόγραφα γράμματα που βρίσκονται στο τέλος κάθε τεύχους. Αυτό είναι μια λεπτομέρεια που δεν έβαλε τυχαία στην ιστορία του ο Moore, μιας και πολλά από αυτά που ξέρουμε για τον ίδιο τον Lovecraft τα μάθαμε μέσα από την αλληλογραφία του με άλλους. Δεν είναι ότι πιο... φυσιολογικό, αλλά σέβομαι την απόφασή αυτή του συγγραφέως.
Θα ήθελα επίσης να τονίσω ότι ο πρωταγωνιστής μας μάλλον κακώς έγινε δημοσιογράφος, με τέτοιο γραφικό χαρακτήρα θα μπορούσε να είχε γίνει εξαιρετικός ιατρός.
Αντιπαρέρχομαι ξανά αυτό που μόλις έγραψα για να πω ότι η σεξουαλική βία δεν μειώνεται στο Providence, αντίθετα είναι χειρότερη. Ειλικρινά και χωρίς ίχνος ειρωνείας θα πω ότι αν αυτό είναι κάτι που σας ενοχλεί, μείνετε μακριά από αυτές τις ιστορίες. Δεν είναι κακό να έχουμε όρια τα οποία δεν θέλουμε να ξεπερνάμε. Δεν σας κρύβω ότι το Providence δοκίμασε τα δικά μου όρια.
Ενώ λοιπόν το Providence έχει φαινομενικά πολλά πράγματα εναντίον του, καταφέρνει με έναν φοβερό τρόπο -και μέσω του καταπληκτικού σκίτσου του Barrows- να δέσει τρεις διαφορετικές ιστορίες στο τέλος του, και να δώσει ένα πολύ ταιριαστό τέλος ατόφιου κοσμικού τρόμου. Δεν μπορώ να πω παραπάνω, προφανώς, αλλά πολλές λεπτομέρειες και από τις τρεις ιστορίες αποδεικνύονται σημαντικότατες για το φινάλε. Ένα φινάλε που, κατά ένα βαθμό, δικαιολογεί όλη τη βία που έχει διαδραματιστεί σε όλες τις σελίδες που μας οδήγησαν σε αυτό.
Βλέπετε, για τον Howard Phillips Lovecraft από το Providence της Virginia, ο ίδιος ο κόσμος στον οποίο ζούσε ήταν ένα πάρα πολύ τρομακτικό, παράδοξο και φαινομενικά ακατανόητο πράγμα που είχε ως σκοπό του να τον πληγώνει. Αυτό είναι και κάτι το οποίο άλλωστε φαίνεται και στη γραφή του.
Για τον Alan Moore, τουλάχιστον μέσω όσων μας παρουσιάζει στην εν λόγω τριλογία του, αυτό που είναι τρομακτικό, ακατανόητο και ξέρει μόνο να πληγώνει άλλους, είναι ο άνθρωπος.