“Επιστροφή στο Monkey Island”

“Επιστροφή στο Monkey Island”

Monkey Island: Η αγαπημένη σειρά όλων των adventure-άδων!

Monkey Island, το μαιμουδονήσι με το μυστικό που εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες κανείς μας δεν έχει βρει. Το όνομα που αν αναφέρετε σε κομπιουτεράδες ηλικίας 40 και άνω (bonus πόντοι αν ήταν Amiga-δες) ένα δάκρυ θα κυλήσει στο μάγουλο τους σε slow motion. Αν είναι τίποτα σκληρά τυπάκια που δεν μασάνε εύκολα, τότε απλά βάλτε τους να ακούσουν το (καταπληκτικό και τρομερά ιδιαίτερο) μουσικό του θέμα, και δείτε πόσο ελεύθερα κυλούν τα δάκρυα.
 


 

Όσοι δεν θυμάστε όμως να βλέπετε στην (ασπρόμαυρη) TV σας το Apollo να φτάνει στη Σελήνη, σίγουρα αναρωτιέστε για τι πράγμα μιλάω εδώ και 99 λέξεις. Επιτρέψτε μου να σας πω.

Η σειρά Monkey Island ξεκίνησε ως ένα δημιούργημα της LucasFilm (ναι τη γνωστή, και αποτελείται από πέντε παιχνίδια point & click adventures, τα οποία βγήκαν σε διάστημα 20 χρόνων, με το 6o να έχει μόλις κυκλοφορήσει ενώ γράφω αυτές τις λέξεις. Τα τρία πρώτα παιχνίδια (Secret of Monkey Island, Monkey Island 2: Le Chuck’s Revenge, Curse of Monkey Island) θεωρούνται κλασσικά στο είδος τους, ενώ ειδικά το δεύτερο φιγουράρει συχνά-πυκνά σε λίστες με τα καλύτερα παιχνίδια όλων των εποχών -και δικαίως! Το τέταρτο παιχνίδι, Escape from Monkey Island, είχε δεχθεί αρκετές αρνητικές κριτικές όταν κυκλοφόρησε το -μακρινό πλέον- 2000, ενώ το Tales of Monkey Island του 2009 το οποίο το δημιούργησε η TellTale Games πριν η εταιρεία κάνει το μεγάλο μπαμ, έχει μάλλον ξεχαστεί πλήρως.
 


 

Γιατί όμως τόσος ντόρος για παιχνίδια απαρχαιωμένα που, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο, τα παιχνίδια τότε γενικά είχαν με το ζόρι 256 χρώματα ταυτόχρονα στην οθόνη; Πάρτε ένα μπουκάλι grog, βάλτε τον αγαπημένο σας παπαγάλο στον ώμο και πιαστείτε από την κουπαστή, γιατί θα σηκώσει κύμα.

My name is Guybrush Threepwood, and I want to be a mighty pirate!

Με αυτά τα λόγια ξεκινάει το Secret of Monkey Island του 1990, ίσως η πιο απλή και άμεση τοποθέτηση ενός παιχνιδιού για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Ο Guybrush είναι ένας απλός τυπάκος με αστείο όνομα, μα και μεγάλη καρδιά και ατελείωτη όρεξη για περιπέτεια. Το παιχνίδι χωρίζεται σε τρία μέρη (όπως κάθε καλή ιστορία), καθώς ακολουθούμε τον Guybrush στην προσπάθειά του να γίνει πειρατής, ενώ παράλληλα γίνεται για λίγο μέλος σε ένα τσίρκο, κρεμιέται από τελεφερίκ χρησιμοποιώντας ένα λαστιχένιο κοτόπουλο, γίνεται επιτυχημένος ξιφομάχος μόνο αφού μάθει να προσβάλει λεκτικά τους αντιπάλους του, αγοράζει ένα πλοίο-καταστροφή από τον γλειώδη πωλητή Stan, ερωτεύευται την κυβερνήτη του νησιού Melee, Elaine Marley, και έρχεται αντιμέτωπος με τον πειρατή-φάντασμα LeChuck.
 


 

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως όταν κυκλοφόρησε το Secret of Monkey Island, στην αγορά κυριαρχούσε η Sierra με τα διάφορα Quest της (King’s Quest, Police Quest, Space Quest, Quest for Glory) και τα Leisure Suit Larry, παιχνίδια με ποιοτικό γράψιμο και αξιόλογο χιούμορ, αλλά κάπως δύστροπα και όχι ιδιαίτερα φιλικά προς το χρήστη μιας και μπορούσες να πεθάνεις με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους.

To Secret of Monkey Island ξεχώρισε αμέσως με την κυκλοφορία του, καθώς ήταν πρακτικά αδύνατο να πεθάνεις κατά τη διάρκειά του (‘νταξ υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος αλλά μόνο αν σας πάρει ο ύπνος ενώ παίζετε), δεν είχε τόσο παράξενους γρίφους αλλά αυτά δεν ήταν τα σημαντικά.

Αυτό που έκανε το παιχνίδι να ξεχωρίζει ήταν η ποιότητα του γραψίματός του και το χιούμορ του. Συνδυάζει την παιδική αθωότητα που μας ωθεί στο να ψάξουμε την περιπέτεια και να εξερευνήσουμε τον κόσμο γύρω μας μαζί με ένα πολύ εγκεφαλικό και συχνά σουρεαλιστικό χιούμορ το οποίο ζητάει από τον παίκτη να σκεφτεί και να ψαχτεί μέσα του. Αν και αυτά τα δύο συστατικά μπορεί να μοιάζουν διαμετρικά αντίθετα, το Secret of Monkey Island τα συνδυάζει αριστοτεχνικά ενώ υπάρχει και ένα meta-narrative που κριτικάρει τα βιντεοπαιχνίδια και το ίδιο το storytelling ως είδος, κάτι που κάνει τον σουρεαλισμό του παιχνιδιού να έχει ουσία καθώς δεν είναι όλα απλά “για να περάσει η ώρα”. Έτσι, δημιουργεί κάτι που δεν υπήρχε πιο πριν στο χώρο των βιντεοπαιχνιδιών· την πρώτη πραγματικά ώριμη ιστορία, που μπορεί να μάθει πράγματα στον παίκτη για τη ζωή την ίδια. Όπως πχ το μέχρι πόσα λεφτά αξίζει να σπαταλάς για ένα παιχνίδι.

Η κυκλοφορία του sequel, Monkey Island 2: LeChuck’s Revenge το 1992 (έχω ακόμα την αφίσα από περιοδικό της εποχής, άσχετο) δεν προκάλεσε λοιπόν καμία έκπληξη μετά την επιτυχία του πρώτου παιχνιδιού.

Το Monkey Island 2 έχει καλύτερα γραφικά, καλύτερο ήχο, το ίδιο σαρδόνια όμορφο χιούμορ, μεγαλύτερη διάρκεια και την επιλογή για δυσκολία -το “δύσκολο” έχει κάποιους γρίφους απλά ψυχεδέλεια, ειδικά για όποιον δεν είχε τα αγγλικά για μητρική του στα 90s χωρίς Google και translation tools. Α, και ο Guybrush πλέον είχε κοτσίδα, έτσι για να μας αποδείξει ότι δεν μπορούν όλα τα πράγματα σε ένα sequel να είναι καλύτερα.
 


 

Η ιστορία συνεχίζει ακριβώς εκεί που τελείωσε το πρώτο παιχνίδι, με τον Guybrush να πρέπει μεταξύ άλλων να προσληφθεί ως σεφ, να νικήσει σε έναν διαγωνισμό φτυσίματος, να πάει σε ένα κυριλέ πάρτι, να αντιμετωπίσει ξανά τον LeChuck ο οποίος πλέον είναι ζόμπι, ενώ παράλληλα να βρει τον θησαυρό του Big Whoop -στα ελληνικά θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε αυτό το όνομα ως “Σιγά τα Αυγά”. Ναι, αυτόν το θησαυρό πρέπει να βρει.

Το meta-narrative στο Μonkey Ιsland 2, λοιπόν, όχι μόνο δεν λείπει, αλλά πλέον παίζει τεράστιο ρόλο μιας και το φινάλε του παιχνιδιού παίρνει όλα όσα ξέρουμε για τον κόσμο του παιχνιδιού, τα βάζει να περπατήσουν στη σανίδα, τα πετάει στον ωκεανό και μας αφήνει με ένα από τα μεγαλύτερα cliffhanger στην ιστορία του gaming! Αυτό και αν ήταν κάτι που δεν είχαμε δει ως τότε σε βιντεοπαιχνίδι.

Παράλληλα το χιούμορ του παιχνιδιού παραμένει εξίσου δυνατό όσο και του πρώτου παιχνιδιού, αν όχι καλύτερο, ενώ βλέπουμε και τον Guybrush να ωριμάζει όλο και περισσότερο και πλέον είναι δύσκολο να μην δεθεί κανείς μαζί του.
 


 

Όπως ανέφερα και παραπάνω, το Monkey Island 2 γενικά θεωρείται από τα καλύτερα παιχνίδια του είδους του και της δεκαετίας εκείνης γενικότερα, ενώ τα εγχώρια περιοδικά της εποχής το εκθείαζαν με την πρώτη ευκαιρία.

Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή μου όταν νωρίτερα μέσα στο 2022 το έψαξα λίγο και όταν το παιχνίδι κυκλοφόρησε στην Αμερική θεωρήθηκε τεράστια... αποτυχία! Τόσο αποτυχία που ο Ron Gilbert, ένας από τους πρώτους auteur δημιουργούς του χώρου και ο κύριος νους πίσω από την ιστορία, τον κόσμο και τους χαρακτήρες του Monkey Island, και γενικότερα ένας πολύ ιδιαίτερος και ευαίσθητος άνθρωπος, αναγκάστηκε να φύγει από την LucasArts και να αφήσει τα adventure games πίσω του.

Τι άδικο φινάλε για ένα από τα καλύτερα παιχνίδια όλων των επόχων, ε;

Σε αυτό το σημείο πιθανότατα αναρωτιέστε “μα πως μπόρεσαν να συνεχίσουν την ιστορία αφού το φινάλε του Monkey Island 2 ήταν τόσο παράξενο και ο δημιουργός του έφυγε;”

Αυτό αναρωτιόμασταν όλοι το 1997 όταν κυκλοφόρησε το The Curse of Monkey Island και η απάντηση ήταν απλή. Αγνόησαν τελείως το meta-narrative κομμάτι του MI2 και είπαν ότι όλα ήταν μια απλή κατάρα -καθόλου συμπτωματικός και ο τίτλος του παιχνιδιου, προφανώς.

Μιας και είχαν περάσει κάμποσα χρόνια, το The Curse of Monkey Island είχε μεγάλες αλλαγές σε σχέση με τα δύο προηγούμενα παιχνίδια. Πλέον τα γραφικά και το animation είχαν την ποιότητα ενός καρτούν της εποχής, οι χαρακτήρες είχαν full speech (που να δείτε γκρίνια τότε για αυτή την αλλαγή!), το user interface είχε απλοποιηθεί, και τα cutscenes ήταν κανονικά βίντεο κινουμένων σχεδίων και όχι απλά sprites με ελάχιστο animation.
 


 

Ανάλογα με το ποιον θα ρωτήσετε, το The Curse of Monkey Island είναι είτε μια πολύ καλή απόπειρα μίμησης του χιούμορ των δύο πρώτων παιχνιδιών το οποίο δεν φτάνει όμως την ποιότητά τους ή είναι επιτέλους ένα Monkey Island χωρίς τις meta σαχλαμαρίτσες που απλά επισυγκεντρώνεται στο χιούμορ και στην ιστορία. Εγώ ανήκω στην πρώτη κατηγορία, και το The Curse of Monkey Island είναι ενα παιχνίδι που αγαπάω πολύ, ενώ έχει ίσως και την καλύτερη εκδοχή του (σχεδόν μυσταγωγικού) κεντρικού μουσικού θέματος του Μonkey Island.
 


 

Όπως και να έχει, η μεγαλύτερη προσθήκη του The Curse of Monkey Island στο franchise είναι ο Dominic Armato, ο οποίος ήταν και είναι 25 χρόνια μετά η φωνή του Guybrush Threepwood. Ένας απίστευτος τυπάκος ο οποίος πραγματικά είναι τέλειος στο ρόλο του, κάνει τον Guybrush να μοιάζει ως αυτό ακριβώς που είναι: ένας καθημερινός άνθρωπος ο οποίος πάει και μπλέκει από μόνος του σε καταστάσεις που δεν θα έπρεπε, ενώ παράλληλα διατηρεί την αθωότητά του και την αισιοδοξία του. Δεν μπορώ να φανταστώ Monkey Island χωρίς τον Dom.

Α, και τον Murray, το σατανικό κρανίο που κάνει την πρώτη εμφάνισή του στο The Curse of Monkey Island. O Murray είναι καλύτερος από τον αγαπημένο σας supporting character.

Τα δύο sequel που ακολούθησαν το The Curse of Monkey Island όμως είχαν το καθένα τα προβλήματά του.

Το Escape from Monkey Island κυκλοφόρησε σε μια εποχή (2000) που τα παραδοσιακά adventure games είχαν αρχίσει να φθήνουν οπότε mainstream επιτυχία δεν θα γινόταν με τίποτα, ενώ έκανε μεγάλες αλλαγές με το να έχει 3D γραφικά και να μην είναι πλέον point & click αλλά tank controls (αν έχετε παίξει τα παλιά Resident Evil ξέρετε τι εννοώ), κάτι που ενόχλησε τους φανατικούς οπαδούς της σειράς αλλά και του είδους.
 


 

Κάπως άδικη η κριτική, αν θέλετε την άποψή μου, μιας και το Escape from Monkey Island παραμένει ένα καλογραμμένο και φουλ διασκεδαστικό παιχνίδι. Η ομάδα των δημιουργών είχε για μία ακόμα φορά αλλάξει, σε σχέση με το Curse, και κάποιοι από τους χαρακτήρες είναι λίγο πιο αδύναμοι, το σενάριο όχι τόσο ενδιαφέρον, αλλά το παιχνίδι διατηρεί την προβληματισμένη ανεμελιά που είναι το σήμα κατατεθέν της σειράς.
 


 

Κάτι που όντως δεν ήταν καλό ήταν το Monkey Kombat, μια ατυχής προσπάθεια να μιμηθούν το insult swordfighting του πρώτου και του τρίτου παιχνιδιού, μιας και είναι απλά ένα βαρετό σύστημα μάχης, ενώ παράλληλα ήταν και μια προσπάθεια ερμηνείας του ποιο είναι τέλος πάντων ρε παιδί μου πραγματικά το μυστικό του Monkey Island. Αυτή την προσπάθεια δεν θα την έλεγα ατυχή, θα την έλεγα άκυρη. Δεν πειράζει, και πάλι ήταν αξιόλογο παιχνίδι.

Το Tales of Monkey Island κυκλοφόρησε το 2009, όταν η TellTale Games (στην οποία δούλευαν πολλά πρώην μέλη της LucasArts τότε) είχε πλέον αρκετό momentum για να ασχοληθεί με έναν τέτοιο μεγάλο, για τα τότε δεδομένα της, τίτλο. Κλασσικά, όπως τα περισσότερα παιχνίδια της εταιρείας κυκλοφόρησε σε 5 επεισόδια, κάθε ένα από αυτά σχετικά αυτοτελές αλλά και κομμάτι μιας γενικότερης ιστορίας.
 


 

Και το τελικό αποτέλεσμα ήταν πραγματικά αξιόλογο, αν και πλέον είχε αρχίσει λίγο να φθίνει η μαγεία του Monkey Island. Δεν είναι ότι υπάρχει κάτι πραγματικά άσχημο ή αδιάφορο στο Tales of Monkey Island, δεν υπάρχει Monkey Kombat ή ένα φινάλε που δίχασε τον κόσμο. Αλλά δεν υπάρχει και αυτό το “κάτι”, που έκανε τα πρώτα παιχνίδια να ξεχωρίσουν, αυτό που μας έκανε να δακρύσουμε από συγκίνηση αλλά και χαρά στο τέλος των δυο πρώτων παιχνιδιών. Είναι λίγο όπως όταν βρίσκουμε έναν κολλητό μας από το σχολείο δεκαετίες μετά, και καταλαβαίνουμε ότι ενώ ακόμα μπορούμε να είμαστε φίλοι, δύσκολα θα ξαναγίνουμε κολλητοί.
 


 

Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι το 2009 και το 2010 αντίστοιχα κυκλοφόρησαν τα remake των δύο πρώτων παιχνιδιών μιας και δείχνανε πλέον την ηλικία τους στο τεχνικό κομμάτι, ενώ προστέθηκε και speech με το cast των μετέπειτα παιχνιδιών. Μια ωραία λεπτομέρεια είναι το ότι με το πάτημα ενός κουμπιού αλλάζει το παιχνίδι από το remake στο original. Πρόσφατα έγιναν re-released και τα υπόλοιπα παιχνίδια στο Steam και σε άλλες online πλατφόρμες ώστε να μπορούν όλοι να παίξουν τα παιχνίδια αν το θελήσουν.

Και κάπως έτσι φτάνουμε στην Πρωταπριλιά του 2022. Τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία του Monkey Island 2, τρεις δεκαετίες μετά το πιο ανατρεπτικό φινάλε στην μέχρι τότε ιστορία του gaming. Οι περισσότεροι από εμάς, έπειτα από τόσο καιρό, είχαμε αποδεχθεί πως δεν θα βλέπαμε ποτέ το πραγματικό φινάλε της ιστορίας του Guybrush, δεν θα μαθαίναμε ποτέ πιο είναι τελικά αυτό το περίφημο μυστικό του Μαιμουδονησιού. Κάποια πράγματα σου μαθαίνει η ζωή να τα αποδέχεσαι.

Ώσπου ξαφνικά, ο Ron Gilbert ποστάρει στο προσωπικό του blog, GrumpyGamer. Παραδοσιακά, αναφέρει πως σιχαίνεται την Πρωταπριλιά και δεν θα κάνει ποτέ κάποιο τέτοιο αστείο. Α, επίσης τώρα τελευταία δουλεύει στη δημιουργία ενός καινούργιου Monkey Island.

Σφαλιάρα!

Ίλλιγγος!

Και ενώ ο κόσμος προσπαθούσε να καταλάβει αν ισχύει κάτι τέτοιο ή ο Gilbert έκανε την καλύτερη τρολιά όλων των εποχών, τρεις μέρες μετά σκάει και το trailer για να εξαφανίσει όλες τις αμφιβολίες. Γνωρίζοντας καλά ότι με κάποια συναισθήματα δεν παίζεις, το δημιουργικό team του παιχνιδιού ανακοίνωσε την ύπαρξή του λίγο πριν την κυκλοφορία του παιχνιδιού, ενώ μας υποσχέθηκαν ότι θα μάθουμε επιτέλους και το μυστικό του νησιού.
 


 

Τριάντα χρόνια μετά, θα δούμε το πραγματικό τέλος του ταξιδιού του Guybrush, της Elaine, της Swordmaster, του LeChuck, του Wally και όλου του καστ. Τρεις δεκαετίες μετά. Τριακόσιους εξήντα μήνες. Είναι σαν να βγει το Winds of Winter το... 2041.
 


 

Η ανακοίνωση και η κυκλοφορία του Return to Monkey Island είναι κάτι το απρόσμενο, ένα από τα πράγματα τα οποία ονειρευόμαστε αλλά όμως ξέρουμε μέσα μας ότι δεν θα συμβούν. Είναι κάτι το απίθανο. Κάτι κινηματογραφικό. Κάτι μαγικό. Κάτι που χτυπάει κατευθείαν στην αθωότητά που ακόμα έχουμε μέσα μας, η οποία προσμένει εναγωνίως την επόμενη μεγάλη περιπέτεια.

Ναι.

Ναι, διάολε. Αυτό είναι το κατάλληλο φινάλε για ένα από τα καλύτερα παιχνίδια όλων των εποχών.



Dave Grossman & Rob Gilbert

Αντί επιλόγου, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την προσωπική μου εμπείρια όταν είδα το πρώτο teaser trailer για το Return to Monkey Island.

Κάπως, δεν ξέρω πως, δεν είχα πάρει χαμπάρι το ποστ του Ron Gilbert την Πρωταπριλιά. Μπαίνω στο Twitter στο άσχετο στις 4 Απριλίου και κάποιος λέει ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. Λέω εντάξει, ας κάνω κλικ. Βλέπω κάτι που είναι σίγουρα Monkey Island. Λέω πάλι remake; Όχι, καινούργιο παιχνίδι. Γιατί δεν το αφήνετε στην ησυχία του... Τουλάχιστον έχει τον Murray. Παραγωγή της Devolver Digital μας ενημερώνει το trailer. Αυτοί βγάζουν καλά παιχνίδια, σκέφτομαι, ποιος άραγε είναι ο δημιουργός; Εμφανίζεται το όνομα Terrible Toybox στην οθόνη, φωνακτά λέω “ρε τι μου θυμίζει αυτό το όνομα;” Και μετά συμπληρώνεται το πλήρες όνομα:

“Ron Gilbert’s Terrible Toybox”

Από αυτό το σημείο και μετά, δεν μπόρεσα να δω το υπόλοιπο trailer. Όλα είχαν θολώσει μιας τα δάκρυα κυλούσαν, ξανά όπως τότε, ελεύθερα.