Διήγημα | Αγγελόσκιασμα

Διήγημα | Αγγελόσκιασμα

“And I touched your face
and all life was erased
you smiled like an angel
(falling from grace)

We've been slaves to this love
from the moment we touched
and keep begging for more
of this resurrection”

HIM - “Resurrection”

(Razorblade Romance, 2000)

 

Οι οδηγίες ήταν απλές. Γραμμένες με μπλε μελάνι και βιαστικά γράμματα. Το χαρτί  ήταν μέσα στη σφιγμένη του χούφτα, κλεισμένο ερμητικά. Το κρατούσε, λες και είχε το πιο πολύτιμο μυστικό φυλαγμένο. Βάδιζε γοργά στο ερημικό στενό, όσο γρηγορότερα έβγαινε στην κεντρική λεωφόρο, τόσο το καλύτερο.

Εξακολουθούσε να νιώθει την ίδια πίεση με αυτή που είχε αισθάνθεί όταν εισήρθε σε αυτό το σκοτεινό σοκάκι. Δεξιά και αριστερά υψωνόταν οι πολυκατοικίες, με το μαύρο, ογκώδες παράστημά τους να του προκαλεί ένα σφίξιμο στην ψυχή. Λιγοστές νωχελικές λάμπες, μακριά η μια από την άλλη, προσπαθούσαν να φωτίσουν τα βήματά του, πυρώνοντας το εσωτερικό τους, με μια λάμψη που δεν μπορούσε να δώσει κάτι παραπάνω από ένα θαμπό, κίτρινο, ανεπαρκές φως.

Μόλις βγήκε ξανά στη λεωφόρο, τσέκαρε το ρολόι του. Συμφωνά με την ένδειξή του, είχε μπει  στο στενό πριν λίγα λεπτά. Το είχε τσεκάρει πριν στρίψει. Είχε δει τις πινακίδες στη γωνία: «Λεωφόρος Γεωργίου Α’» στη μια πλευρά, «Πάροδος Λευκής» στην άλλη και είχε ρίξει μια γρήγορη ματιά στον καρπό του, για να βεβαιωθεί ότι θα ήταν συνεπής στο ραντεβού του. Ήταν οκτώ και είκοσι τρία λεπτά, όταν μια δυνατή ριπή παγωμένου ανέμου τον είχε χαστουκίσει στο πρόσωπο.

Είχε σφίξει τα μάτια του για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα μόλις καταλάγιασε ο αέρας τα άνοιξε και κοίταξε τον δρόμο που βρισκόταν στα δεξιά του. Το βλέμμα του ήταν μουντό, τα μάτια του θαμπά, είχαν χάσει το γυαλιστερό τους καφέ, από εκείνη τη μέρα. Τα γένια του ήταν ανακατεμένα, αξύριστα, επίσης από εκείνη τη μέρα. Και μια μόνο έκφραση ήταν πλέον μόνιμα καρφιτσωμένη στο πρόσωπό του· θλίψη και πόνος.

Πριν χτυπήσει το κουδούνι που έγραφε «Αναξοπούλου Κ. 1ος ορ.» είχε ξανακοιτάξει την ώρα· οκτώ και είκοσι επτά. Μόνο τέσσερα αναθεματισμένα λεπτά βρισκόταν σε αυτόν τον δρόμο; Θα ορκιζόταν ότι του είχαν φανεί πολλά περισσότερα. Πάτησε βιαστικά το κουδούνι και ευτυχώς δεν άργησε να ακουστεί το ηλεκτρικό ζουζούνισμα, που του επέτρεψε να ανοίξει την καφέ πόρτα γρήγορα.

Καθώς εισήλθε στην είσοδο ένα φως είχε ανάψει αυτόματα, προς ανακούφισή του. Βρισκόταν στο εσωτερικό μιας κοινής οικοδομής, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Κατευθύνθηκε  στη σκάλα και ανέβηκε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχε μία μόνο είσοδος. Σήκωσε το χέρι του, αλλά δεν πρόλαβε να πατήσει το κουδούνι. Μια κυρία του άνοιξε. Μια παράξενη κυρία.

Ήταν ψηλή και εξαιρετικά αδύνατη. Φορούσε μια μακριά φούστα με γεωμετρικά μοτίβα σε καφέ αποχρώσεις. Πάνω από το μαύρο της μπλουζάκι κρεμόταν αρκετά κολιέ, το καθένα από τα οποία κατέληγε σε ένα πετράδι διαφορετικού χρώματος. Τα μαλλιά της ήταν σπαστά και καφεκίτρινα, μια χωρίστρα τα διαιρούσε στη μέση και έπεφταν στους ώμους της. Το πιο παράξενο, όμως, εκείνο που του έκανε εντύπωση, ήταν τα μάτια της. Τόσο γκρι, όσο τα σύννεφα όταν είναι έτοιμα να ξεσπάσουν σε μανιασμένη καταιγίδα. Σχεδόν μπορούσε να ακούσει τις αστραπές να βοούν κάπου μέσα τους.

“Πέρασε Θάνο” του είπε και έκανε μια αέρινη κίνηση με το χέρι της δείχνοντάς του το εσωτερικό του σπιτιού. Ένα συνηθισμένο σπίτι, χωρίς τίποτε το εξεζητημένο. Του έδειξε το σαλόνι και τον παρότρυνε να καθίσει. Καφέ καναπές με σκούρα ξύλινα έπιπλα· ένα τραπεζάκι, μια τηλεόραση και μια τραπεζαρία που επάνω της είχε ένα πράσινο φυτό. Τόσο φυσιολογικά και τόσο αταίριαστα με την οικοδέσποινα που, η αύρα της και μόνο, μαρτυρούσε ένα πολύ ιδιαίτερο και παράξενο άτομο.

Πήρε το τηλεκοντρόλ, που ήταν ακουμπισμένο στον καναπέ, κάθισε και έκλεισε την τηλεόραση, που εκείνη τη στιγμή έδειχνε τη διαφήμιση ενός απορρυπαντικού πιάτων. Ψαχούλεψε την τσέπη της φούστας της και έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί. Το κράτησε ανάμεσα στις παλάμες της.

“Εδώ έχω γράψει ό,τι χρειάζεται” του είπε με φωνή υπνωτιστική και του έριξε μια γρήγορη ματιά, ενώ εκείνος την κοιτούσε με μάτια διψασμένα, γεμάτα προσμονή. Πίεσε τα χείλη της και το βλέμμα της έμεινε εμμονικά να τον κοιτάζει, χωρίς να βλεφαρίσει για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να τον διάβαζε.

“Θα σου το πω και πάλι. Προτείνω να μην το κάνεις” τον συμβούλεψε. Ο Θάνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

“Το έχω αποφασίσει” είπε δυναμικά.

“Σου το είπα και από το τηλέφωνο, χθες που μιλήσαμε. Μπορούν πολλά πράγματα να πάνε στραβά και μπορεί τίποτε να μην πάει, αλλά το αποτέλεσμα να μην είναι το αναμενόμενο”.

Ο Θάνος δεν μίλησε. Σηκώθηκε, την πλησίασε, έβγαλε από τη τσέπη του μπουφάν του μια δεσμίδα χαρτονομίσματα και τα έτεινε προς το μέρος της. Ταυτόχρονα, το άλλο του χέρι απλώθηκε για να παραλάβει το πολυπόθητο χαρτί. Εκείνη, έβγαλε από τον λαιμό της ένα κολιέ με ένα μαύρο πετράδι και το ακούμπησε αργά μαζί με το χαρτί στην παλάμη του.

“Θα το χρειαστείς και αυτό” του είπε.

Της έδωσε τα χρήματα και έφυγε.
 


 

Το κρύο ήταν τσουχτερό και επίμονο. Ο άνεμος είχε κοπάσει και ο ουρανός καθάριος φωτιζόταν από μια ελλειπτική σελήνη, λάμπρη και ασημένια. Ήταν έτοιμος. Κουβαλούσε μαζί του έναν μικρό σάκο με τα χρειαζούμενα. Τα θυμόταν όλα, με κάθε λεπτομέρεια. Κάθε λέξη που έγραφε εκείνο το χαρτί, την είχε απομνημονεύσει με ακρίβεια. Είχε έρθει η ώρα να περάσει από τη θεωρία στην πράξη.

Στάθηκε και κοίταξε τη μαρμάρινη επιγραφή.


ΜΥΡΤΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΕΤΩΝ 27
Απεβ. 24-8-2017

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Όσες φορές είχε έρθει εδώ πλημύριζαν. Σαν να ήθελαν να ξεπλύνουν την καρδιά του από τον απέραντο πόνο, λες και ήθελαν να καθαρίσουν την αδικία που ένιωθε. Μέσα του αυτό κυριαρχούσε. Ήταν άδικο να φύγει έτσι. Ξαφνικά. Μια νύχτα που γύριζε σπίτι της, έπεσε πάνω σε μια κολώνα με το αμάξι της, σε ένα σημείο που δεν απείχε πολύ από τα νεκροταφεία. Δεν έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, δε γλιστρούσε ο δρόμος, δεν υπήρχε κάποια ένδειξη που να εξηγούσε γιατί φρέναρε στο συγκεκριμένο σημείο, δε φορούσε ζώνη. Τη βρήκαν μετά από λίγο, πεσμένη λίγο μακρύτερα από το αυτοκίνητο και νεκρή. Εγκεφαλική αιμορραγία είχαν πει οι γιατροί.

Έβγαλε από την τσέπη του, με το γαντοφορεμένο χέρι του, την πέτρα που του είχε δώσει η μάγισσα και χάραξε με αρκετή προσπάθεια στο παγωμένο χώμα του τάφου μια πεντάλφα που βρισκόταν μέσα σε έναν κύκλο. Άρπαξε από τον σάκο του ένα σακούλι με αλάτι, έκοψε τη μια του άκρη και σχημάτισε άλλον έναν κύκλο γύρω από το μνημείο.

Αμέσως μετά, πήρε ένα κερί, το τοποθέτησε στο κέντρο του σχήματος που είχε χαράξει στο χώμα και το άναψε. Αισθάνθηκε ευγνώμων που δεν φυσούσε και αυτό σχημάτισε στο μυαλό του μια σκέψη· κάποια ανώτερη δύναμη ίσως να ήταν με το μέρος του. Αναθάρρεψε.

Κοίταξε γύρω του για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να λέει με στεντόρεια  φωνή:

“Εσύ που κοιμάσαι μέσα στη πέτρα και τον πηλό
άκου το κάλεσμα, σήκω και έλα εδώ
πέρνα την πόρτα των θνητών άλλη μια φορά
δέξου τη σάρκα, περπάτα ξανά”

Η σιωπή των επόμενων δευτερολέπτων του προκάλεσε νευρικότητα. Οι χτύποι της καρδιάς του είχαν ανέβει και τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν από την αγωνία. Προσπάθησε να χαλαρώσει, λέγοντας στον εαυτό του πως το πολύ-πολύ να είχε χάσει ένα καθόλου μεν ευκαταφρόνητο ποσό, αλλά ίσως να μη γινόταν τελικά τίποτε. Τον είχε προειδοποιήσει η μάγισσα. Ένα κύμα απογοήτευσης ήρθε και έσκασε στον βράχο της ψυχής του. Κρύο και δυνατό, ταρακούνησε το είναι του. Ένιωθε να σείεται καθώς εκείνο υποχωρούσε προς τη θάλασσα μέσα του. Όχι, όμως. Δεν έφταιγε το κύμα.

Πραγματικά, το έδαφος που πατούσε δεν ήταν σταθερό. Αισθανόταν τα πόδια του να τρέμουν και το σώμα του να πηγαινοέρχεται, καθώς το χώμα μπροστά του κουνιόταν. Το κερί έγειρε και πέφτοντας έσβησε, σκορπώντας τη λιωμένη μάζα του. Το χώμα του τάφου διορυσσόταν από μέσα προς τα έξω. Δεν ήξερε αν φοβόταν, αν χαιρόταν, αν ήταν ανυπόμονος. Ήθελε να τρέξει και να φύγει μακριά, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ’ την χωμάτινη επιφάνεια.

Ξαφνικά όλα έπαψαν.

Πάγωσε!

Σιωπή και τίποτε άλλο.

Προσπάθησε να θυμηθεί τις οδηγίες και αμέσως υποχώρησε ένα βήμα βγαίνοντας από τον κύκλο του αλατιού που είχε σχηματίσει. Το χαρτί το έλεγε ξεκάθαρα: “εάν το πνεύμα που εξήλθε είναι σκοτεινό, δεν θα μπορέσει να διαβεί τον κύκλο του αλατιού που έχετε σχηματίσει.

Μόλις τελείωσε η σκέψη του, παρουσιάστηκε εκείνη. Αιθέρια και λαμπερή ίπτατο πάνω από το μνήμα της χαμογελώντας του. Η χαρά του ήταν μεγάλη! Ήθελε να την πλησιάσει, να την αγγίξει, πώς όμως; Η φασματική της υπόσταση ήταν ολοφάνερη. Πλησίασε τον κύκλο του αλατιού και τον προσπέλασε ανενόχλητη. Μια ανακούφιση βγήκε από μέσα του. Του έριξε μία ματιά και συνέχισε να αγεροδρομεί στο μονοπάτι, ανάμεσα στους υπόλοιπους τάφους. Σε λίγο, είχε πλησιάσει στην έξοδο, γύρισε και έκανε με το δάχτυλο της νόημα στον Θάνο να τον ακολουθήσει.

Εκείνος, σαν υπνωτισμένος, έτρεξε να την προλάβει, μη χαθεί καθώς εκείνη εξερχόταν από τα νεκροταφεία. Συνέχιζε να προχωράει στον δρόμο και ο Θάνος σχεδόν έτρεχε για να την προλάβει.

“Μυρτώ μου!” ψιθύριζε ξανά και ξανά, μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που μόλις είχε κάνει. Την έβλεπε μπροστά του, προσπαθούσε να την πλησιάσει, μα το γοργό του βήμα δεν αρκούσε. Πάνω που είχε κουραστεί αρκετά, εκείνη σταμάτησε και μπόρεσε να την προφτάσει. Στάθηκε στη μέση του δρόμου και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ήταν ακίνητη και τον κοιτούσε. Στεκόταν δίπλα σε μία κολώνα.

“Μυρτώ μου…” της είπε ξέπνοα ο Θάνος, με μια φωνή γεμάτη αγάπη, στοργή και νοσταλγία, παρόλο που είχαν περάσει μόνο σχεδόν δυο μήνες από την θάνατό της. Του φαινόταν τόσο μακρινό, του έλειπε απίστευτα. Εκείνη τον κοίταζε επίμονα στα μάτια, με το αλλόκοσμο βλέμμα της. Ήταν ασάλευτη, αλλά στα μάτια του έμοιαζε σαν να τη φυσάει ένα απαλό αεράκι που της έπαιρνε τα μαλλιά προς τα πίσω και κουνούσε το πορφυρό της φόρεμα. Ακόμη και έτσι του φαινόταν τόσο όμορφη. Είχε μια γαλήνη στο πρόσωπό της, μια λάμψη υπερκόσμια. Της χαμογέλασε, όμως εκείνη δεν του ανταπέδωσε το χαμόγελο, για μια στιγμή του φάνηκε πολύ λυπημένη.

“Μυρτώ μου, τι έπαθες; Γιατί δε μου μιλάς;” τη ρώτησε, χωρίς να πάρει απάντηση και εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι της.

“Μυρτώ, τι συμβαίνει; Πες μου!” της είπε δυνατότερα αυτή τη φορά, όμως εκείνη κοιτούσε την παγωμένη άσφαλτο.

“Μυρτώ!” ούρλιαξε το όνομά της και τότε εκείνη φωτίστηκε από ένα δυνατό φως και του χαμογέλασε πλατιά. Ήταν λουσμένη στο φως και χαρούμενη.

“Έλα μαζί μου!” του είπε και τέντωσε το χέρι της προς εκείνον. Τώρα φαινόταν να είναι αρκετά κοντά του και ακόμη πιο φωτεινή. Εκείνος μειδίασε και δειλά προσπάθησε να αγγίξει το χέρι της. Μόλις την ακούμπησε, ήταν πλέον τόσο εκτυφλωτική που το φως της του θάμπωνε τα μάτια.

Και η σιωπή της τόσο δυνατή, που του έκλεινε τα αυτιά.

Τόσο πολύ, που δεν μπόρεσε ούτε να δει τα φώτα της νταλίκας που ερχόταν, ούτε να ακούσει τα κορναρίσματά της.

Παρά μόνο πρόλαβε να ταραχτεί και να τρομάξει βλέποντας να τον πλησιάζει ένα πλάσμα. Είχε φτερά φυτρωμένα στις πλάτες του. Του έδωσε το χέρι.

Έλα και θα σε πάω σε αυτήν που επιθυμείς” του είπε καλοσυνάτα.

Ο Θάνος δεν ήξερε αν έπρεπε να αγγίξει το χέρι του. Αλλά το έκανε.

Και κάθε ίχνος ζωής σβήστηκε από το θνητό σώμα του.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά, δίπλα στην κολώνα, η Μυρτώ και ο Θάνος αγκαλιάζονταν ευτυχισμένοι σε μια άλλη διάσταση.

Ένθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος...

Η αιθέρια ύλη τους έλαμπε και ένιωθαν πλήρεις.

Ένα άψυχο σώμα κειτόταν στην άκρη του δρόμου, πλαισιωμένο από αίμα, που άχνιζε μέσα στην παγωνιά. Ένα σώμα που ποτέ δεν θα αποζητούσε την ανάσταση.

 

«Αν δεν πεθάνετε, δε θα ζήσετε» είπε ο Ιησούς.