Νίκος Βιτωλιώτης: Ένας συγγραφέας, δυο λογοτεχνικά alter egos...

Νίκος Βιτωλιώτης: Ένας συγγραφέας, δυο λογοτεχνικά alter egos...

Με τον σημερινό καλεσμένο γνωριζόμαστε από παλιά, έχουμε πάει παντού κι έχουμε κάνει πολλά. Αν μου έλεγε κανείς, πριν από χρόνια, ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα του έπαιρνα και συνέντευξη, θα τον θεωρούσα τρελό. Όμως, η ζωή είναι περίεργη και γεμάτη εκπλήξεις. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να δημιουργήσει ένα πλούσιο και πολυποίκιλο συγγραφικό έργο που  -αν μη τι άλλο-  καταφέρνει να τραβάει την προσοχή. Οπότε, χωρίς πολλά-πολλά, υποδέχομαι τον άνθρωπο με το ένα πρόσωπο και τα χίλια ονόματα (που όλα, όμως, γιορτάζουν τον Δεκέμβρη!). Καλωσόρισες Σπύρο ή αλλιώς Νίκο Βιτωλιώτη ή αλλιώς Χρήστο Σμυρναίο στη Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας!

1. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μεγαλώσαμε σε εποχές που δεν υπήρχαν διαδίκτυο, κινητά και tablets. Με λίγα τηλεοπτικά κανάλια και ελάχιστους περισπασμούς, που η απουσία τους, μοιραία, άφηνε χώρο στην φαντασία να αναπτυχθεί και να οργιάσει. Μια φαντασία που μπορούσε κάποιος να διακρίνει στα παιχνίδια, στον τρόπο σκέψης αλλά και στον τρόπο που χειριζόμασταν τον ελεύθερο χρόνο μας. Η λογοτεχνία πότε και πως μπήκε στη ζωή σου και πόσο σημαντική ήταν για σένα; Ποιοι ήταν οι πρώτοι σου αγαπημένοι συγγραφείς;

Ναι, έτσι είναι. Όσοι γεννηθήκαμε τη δεκαετία του ’70, ζήσαμε σε συνθήκες, όσον αφορά την καθημερινότητά μας, τελείως διαφορετικές, σε σημείο που το σήμερα να μοιάζει με αυτό που τότε ορίζαμε ως Επιστημονική Φαντασία. Ακόμα και η απλή, για τα σημερινά παιδιά, βιντεοκλήση, ανήκε τότε στη σφαίρα του φανταστικού, ή έστω, σε ταινίες κατασκοπίας (βλέπε James Bond). Εικόνες βλέπαμε μόνο στα κόμικς και το σινεμά, ή στην Κινηματογραφική Λέσχη του Μπακογιαννόπουλου. Τα υπόλοιπα τα φτιάχναμε στη φαντασία μας, με βάση τα όσα παρατηρούσαμε και τα όσα διαβάζαμε. Γιατί τότε, ως παιδιά, διαβάζαμε λογοτεχνία, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η σύγχρονη γενιά. Θυμάμαι, στα παιδικά πάρτι δωρίζαμε και λαμβάναμε ως δώρα βιβλία και αυτά ήταν τα πρώτα που διάβασα, δώρα, δηλαδή, από συμμαθητές και φίλους. Φυσικά, ο Ιούλιος Βερν είχε την τιμητική του, σε κουτσουρεμένες εκδόσεις (abbreviations). Στην πράξη ήταν παιδικές διασκευές κάποιων εμβληματικών έργων, όπως το Ταξίδι στο Κέντρο της Γης, ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος, τα Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ, το Πέντε βδομάδες με το αερόστατο, ο Γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες και άλλα. Βλέπεις, η φανταστική λογοτεχνία, συμπεριλαμβανομένων και των αναγνωσμάτων περιπέτειας, αντιμετωπιζόταν από την κατεστημένη διανόηση, αυτή που όριζε τον λογοτεχνικό κανόνα, ως βήτα ή γάμα διαλογής δημιουργία, κατάλληλη μόνο για παιδιά (αλλά μήπως, τελικά, δεν έχει αλλάξει και πολύ αυτό, ακόμα και σήμερα;). Άλλοι συγγραφείς που διάβαζα τότε, οι οποίοι είχαν κριθεί ως «κατάλληλοι για παιδιά» (με τις αντίστοιχες παρεμβάσεις στα κείμενα των έργων τους) ήταν ο Ντίκενς (!), ο Μαλό (!!!), ο Ουέλς, η Πηνελόπη. Δέλτα... Όλα αυτά τα αναγνώσματα βοήθησαν στο να γεμίζουν δημιουργικά οι πολλές ελεύθερες ώρες που είχα, όπως όλα τα παιδιά. Ακόμα και τα κόμικς που διαβάζαμε, τουλάχιστον κάποια από αυτά, όπως το Αστερίξ και το Λούκυ Λουκ, είχαν κι αυτά μια ποιότητα, μαζί και τα θρυλικά «Κλασικά Εικονογραφημένα». Και πρέπει να πω ότι όλα αυτά, τα διαβάζαμε παραπάνω από μια φορά, γιατί απλά, δεν είχαμε πολλές εναλλακτικές.

2. Πως εξελίχθηκαν τα γούστα σου σε βάθος χρόνου και τι σου αρέσει γενικότερα να διαβάζεις;

Λένε ότι η πρώτη αγάπη είναι και παντοτινή. Η Φανταστική-Περιπετειώδης Λογοτεχνία (και εννοώ πεζογραφία) δεν έπαψε να αποτελεί ένα αγαπημένο είδος, όμως, δεν έμεινα εκεί. Βασικά, η δεκαετία του ’80 ήταν λίγο «περίεργη», σε σχέση με το τι διδασκόμασταν στο σχολείο, στη λογοτεχνία. Κάποιοι λογοτέχνες είχαν κυριολεκτικά «σβηστεί», είχαν εξαιρεθεί από το πρόγραμμα διδασκαλίας και είχαν ανακύψει κάποιοι άλλοι, κυρίως με βάση ιδεολογικά κριτήρια. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τα έργα που μας πρότεινε η φιλόλογος που είχαμε στο γυμνάσιο. Καλή της ώρα, όπου κι αν βρίσκεται, μας κατηύθυνε προς την ανάγνωση λογοτεχνικών έργων, στο να γίνουμε βιβλιόφιλοι, ωστόσο, οι προτιμήσεις της ήταν ιδεολογικά φορτισμένες. Αλλά ακόμα κι έτσι, διαβάσαμε ως (προ)έφηβοι κάποια αξιόλογα έργα, του Λουντέμη, του Βενέζη, του Μαγκλή... Αργότερα «ανακάλυψα» και άλλους παλαιότερους Έλληνες λογοτέχνες όπως οι Παπαδιαμάντης, Καραγάτσης, Τερζάκης, Αθανασιάδης, Θεοτοκάς, Μυριβήλης (εκτός από τη Ζωή εν Τάφω η οποία έπαιζε και παίζει ακόμα παντού, ως έργο διαχρονικής αξίας)... Ακόμα και ο Καζαντζάκης, δεν πολυέπαιζε, τότε, στα σχολικά εγχειρίδια. Κάποια στιγμή ήρθα σε επαφή με αυτό που ονομάζεται «κλασική» δυτική λογοτεχνία, ήτοι έργα κυρίως του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, γαλλικά, αγγλικά, αλλά και γερμανικά και αμερικάνικα. Έφτασα μέχρι τον μοντερνισμό και προχώρησα στη σύγχρονη, μεταπολεμική λογοτεχνία. Μερικά μου φάνηκαν βαρετά, κάποια άλλα ιδιαίτερα συναρπαστικά, παρά την ηλικία τους, όπως αυτά του Μπαλζάκ, ή κάποια του Ζολά. Επίσης, έτυχε  κάπου στα τέλη του ’90, να κλείσουν εκδοτικοί οίκοι όπως ο Aquarius και ο Alien, με συνέπεια πολλά έργα τους να καταλήξουν σε στοκατζίδικα και από εκεί στη βιβλιοθήκη μου. Καταλαβαίνεις ότι κάλυψα μια μεγάλη γκάμα έργων, κυρίως, όμως, αυτών που λογίζονται ως «δυτικά» (οι περισσότεροι Ρώσσοι μου φαίνονται μάλλον κουραστικοί), με κάποιες σποραδικές αναγνώσεις λατινοαμερικάνων. Γενικά, ενώ διαβάζω (ή έστω, ξεκινώ να διαβάζω) τα πάντα, αρκεί να μου κινήσουν το ενδιαφέρον, έχω αναπτύξει μια αγάπη για το ιστορικό μυθιστόρημα και την καλή σάτιρα. Εννοείται ότι την τελευταία δεκαετία προσπαθώ να διαβάζω όσο μπορώ σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς, κυρίως αυτούς του χώρου του Φανταστικού.

3. Θέλω να κάνω σε αυτό το σημείο μια παρατήρηση. Το διάβασμα, αν και είναι γενικότερα μια μοναχική ασχολία, λίγο παλιότερα αποτελούσε κι έναυσμα κοινωνικοποίησης. Οι άνθρωποι μοιράζονταν τις σκέψεις τους, έβρισκαν κοινά ενδιαφέροντα και σημεία αναφοράς και κάπως έτσι χτίζονταν ακόμα και οι σχέσεις σε προσωπικό επίπεδο. Τώρα αυτό έχει κάπου εκλείψει, αισθάνομαι πως δεν υπάρχει αυθεντικότητα και ειλικρίνεια κι ότι η λαίλαπα των social media έχει αλλοιώσει και μολύνει ακόμα κι αυτό το κομμάτι της ζωής μας. Κάποιες σκέψεις σου επάνω σε αυτό.

Ναι, η λαίλαπα των ΜΚΔ, όπως τα λένε. Θα συμφωνήσω, τα τελευταία 10-15 χρόνια έχουν μεταβληθεί κατά πολύ οι συνήθειές μας. Ειδικά των νεαρών παιδιών, που όχι μόνο δεν ξέρουν να γράφουν με μολύβι και χαρτί, αλλά δυσκολεύονται ακόμα και στο να πληκτρολογήσουν ένα κείμενο, αφού, κυρίως, σαρώνουν οθόνες και επικοινωνούν με... ιερογλυφικά. Από την άλλη, υπάρχει και η καλή χρήση των ΜΚΔ. Υπάρχουν βιβλιομάδες, που φέρνουν σε επαφή αναγνώστες και βιβλιόφιλους, παρά την όποια φυσική απόσταση. Υπάρχουν βιβλιοφιλικές πλατφόρμες, αλλά πάνω απ’ όλα, υπάρχει η δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ συγγραφέων και αναγνωστικού κοινού, κάτι το οποίο, παλαιότερα, ήταν πολύ δύσκολο (γινόταν κυρίως μέσω αλληλογραφίας με το ταχυδρομείο!). Σκέψου ότι κάποιος, σε ένα απομακρυσμένο χωριό, που πριν από λίγες δεκαετίες θα ήταν σχεδόν αποκλεισμένος από την πολιτιστική ζωή, έχει, πλέον, τη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά και να ενημερώνεται για ένα σημαντικό αριθμό γεγονότων. Βέβαια, υπάρχει και ο αντίλογος, ότι μέσω των ΜΚΔ, ένα πλήθος από ατάλαντα ψώνια, τα οποία βασίζονται, αποκλειστικά, στις δημόσιες σχέσεις, φτιάχνουν όνομα, ενώ άλλοι δημιουργοί, με αξιόλογα έργα, μένουν στην αφάνεια. Ναι, έτσι είναι σε πολλές περιπτώσεις, αλλά εδώ, θα πρέπει να καταλογιστούν ευθύνες και στους αποδέκτες των μηνυμάτων. Ωστόσο, η μόδα, ο συρμός, είναι κάτι που υπήρχε ανέκαθεν, ως κάτι το εφήμερο και δεν σχετίζεται, αποκλειστικά, με τη μοντέρνα αυτή λαίλαπα.

4. Με ποιο έναυσμα πέρασες στην αντίπερα όχθη κι αποφάσισες να αρχίσεις να δημιουργείς τις δικές σου ιστορίες; Τι σου προσφέρει το γράψιμο και ποιες εσωτερικές ανάγκες εξυπηρετεί;

Εδώ τα πράγματα είναι πολύ συγκεκριμένα. Αν και έχω ακόμα φυλαγμένα κειμενάκια, κάποιες απόπειρες διηγημάτων, μέχρι και ένα ολοκληρωμένο διήγημα, από τη δεκαετία του ’90, κάποια στιγμή βγήκε στην επιφάνεια το μεγάλο μου άγχος: ο χρόνος. Με αφορμή μια απώλεια και συνειδητοποιώντας ότι αυτό που βρίσκεται πίσω χρονικά, υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που, λογικά, έπεται, αποφάσισα να γράψω ένα ολοκληρωμένο έργο, τα Σαραντακάτι Καλοκαίρια, το 2016. Μετά από αυτό, καθώς ανακάλυψα ότι η συγγραφή είναι για μένα ένα είδος ψυχοθεραπείας, μια πολύ δημιουργική εκτόνωση, συνέχισα να γράφω συστηματικά, για ό,τι μου φαινόταν ενδιαφέρον. Και εδώ και οκτώ χρόνια, συνεχίζω με τους ίδιους ρυθμούς.

5. Αν κοιτάξει κάποιος την εργογραφία σου, παρατηρεί πως έχεις ασχοληθεί με διάφορα είδη. Υπάρχει η μικροαστική σου τριλογία, η σειρά του Τιμωρού και τον τελευταίο καιρό διηγήματα τρόμου και φαντασίας. Νομίζω ότι ασχέτως προσωπικών προτιμήσεων, όλοι θα μπορούσαν να βρουν κάτι που θα τους κέντριζε το ενδιαφέρον. Τα θεωρείς συγγραφική πρόκληση ή είναι απλώς μια αντανάκλαση των πολλαπλών σου ενδιαφερόντων κι επιρροών; Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που θεωρείς ότι σε έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό ή έστω σε έχουν εμπνεύσει να ακολουθήσεις τα χνάρια τους;

Νομίζω ότι πράγματι, αυτή η θεματολογική ποικιλία της έως σήμερα εργογραφίας μου έχει να κάνει με την ποικιλία των ενδιαφερόντων μου. Απλώς, μου αρέσουν πολλά είδη και επιπλέον, μου αρέσει να μιλάω, να γράφω, δηλαδή, τόσο για θέματα που με απασχολούν στην καθημερινότητά μου, όσο και για άλλα, πιο εξειδικευμένα, όπως η ιστορία. Λατρεύω και το Φανταστικό, σε όλες του τις εκφάνσεις, μου αρέσει η ηθογραφία, ακόμα και κάποιες καλές ιστορίες αγάπης. Δύσκολα μπορείς να βρεις καλό λογοτεχνικό έργο, που να ανήκει, αποκλειστικά, σε ένα είδος, πολύ περισσότερο σε ένα υποείδος.

Με βάση τα γούστα μου, λοιπόν, πράγματι, έχω δεχτεί επιρροές από συγγραφείς, παλαιότερους και νεότερους. Το χιούμορ του Ροΐδη είναι αξεπέραστο, η γλώσσα και η γοητευτική, φλυαρούσα (αμπελο)φιλοσοφία του Καζαντζάκη είναι μοναδικές, η πλοκή που φτιάχνει στα έργα του ο Γκίμπσον είναι συναρπαστική, η βαθιά γνώση της ιστορίας στα έργα του Πρέσφιλντ ή του Βαλτάρι είναι πρότυπο, η ατμόσφαιρα που φτιάχνουν ο Κινγκ και ο Λάβκραφτ είναι υποδειγματική, η φαντασία και η κοσμοπλασία του Τόλκιν και του Μάρτιν καθηλωτικές και ούτω καθεξής. Θα μπορούσα να γράψω και για αρκετούς άλλους, φυσικά.

6. Μίλησε μας για τον τρόπο δουλειάς σου και για την πορεία που ακολουθείς προκειμένου να φτάσεις στο επιθυμητό, τελικό αποτέλεσμα. Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της έρευνας; Έχεις χρησιμοποιήσει το γνωστικό σου αντικείμενο στο έργο σου και κατά πόσο έχει αυτό ενδεχομένως επηρεάσει την θεματολογία σου;

Τηρώ μια βασική αρχή: πριν ξεκινήσω να γράφω μια ιστορία, μικρή ή μεγάλη, έχω κατά νου το τέλος της. Αυτό αποτελεί μια πυξίδα, κατά κάποιον τρόπο, είναι ο στόχος, στον οποίο πρέπει να φτάσω. Φυσικά, στην πορεία μπορεί να υπάρξουν κάμποσες μικροαλλαγές, κάτι σαν fine tuning, αλλά υπάρχει, εξ αρχής, εν σημείο αναφοράς, που με βοηθά να μη χαθώ. Από εκεί και πέρα, το ποιοι θα είναι οι χαρακτήρες, βασικοί και δευτερεύοντες, είναι μια σημαντική απόφαση που πρέπει να ληφθεί, προκειμένου να αποφασιστεί η πλοκή, η οπτική ή οι οπτικές γωνίες της αφήγησης, το ύφος...

Εννοείται ότι, η έρευνα παίζει πάντα ρόλο, σε κάθε είδους γραφή. Πολύ περισσότερο, όταν γράφεις ένα ιστορικό μυθιστόρημα, όπου η έρευνα είναι αυτονόητο προαπαιτούμενο, ή ένα έργο ΕΦ. Αλλά ακόμα και όταν πρόκειται για ένα σύγχρονο, κοινωνικό μυθιστόρημα, ή ένα έργο υπερφυσικού τρόμου, δεν γίνεται να μην ψάξεις κάποια πράγματα, σε σχέση με τον χώρο (τόπο) στον οποίο εντάσσεται η αφήγηση, σε σχέση με κάποια πραγματικά περιστατικά ή πρόσωπα, τα οποία επηρεάζουν ή συνδέονται με την υπό αφήγηση ιστορία, σε σχέση με το οικονομικό, πολιτικό ή πολιτιστικό περιβάλλον… Σε ένα κείμενο, μικρό ή μεγάλο, τα πραγματολογικά σφάλματα χτυπάνε άσχημα, όσο καλή κι αν είναι η ιστορία. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να τοποθετείς τη δράση σε ένα δάσος, το καταχείμωνο και να βάζεις τον πρωταγωνιστή να σκοντάφτει σε μυρμηγκοφωλιά, ούτε να βάζεις κάποιους, στη μέση μιας ναυμαχίας στον Μεσαίωνα, να βουτάνε στη θάλασσα και αμέσως μετά να τους βάζεις να σκαρφαλώνουν στην εχθρική γαλέρα, χωρίς καμιά βοήθεια και να την καταλαμβάνουν.

Όσον αφορά τη συσχέτιση της θεματολογίας μου με γνώσεις και εμπειρίες από την επαγγελματική μου πορεία, ναι, είναι βέβαιο ότι αρκετά έργα μου είναι βιωματικά. Αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα, μέσα από την ενασχόληση με αντικείμενα, τα οποία για τον πολύ κόσμο ίσως μοιάζουν ακαταλαβίστικα, ενώ για εμένα είναι εντελώς κατανοητός ο μηχανισμός που τα κινεί. Κορυφαίο παράδειγμα η Ψευδαίσθηση, ένα μυθιστόρημα, μέσα από το οποίο εξιστορείται η χρηματοοικονομική και εν συνεχεία κοινωνική κρίση, που ξέσπασε στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Σε αυτό το έργο, προσπάθησα να παρουσιάσω στον μέσο αναγνώστη, με τρόπο ενδιαφέροντα, απλό και κατανοητό, το τι έγινε, τι έφταιξε και το πώς φτάσαμε στην καταστροφή, αξιοποιώντας τη, σχεδόν, εικοσαετή εμπειρία μου στον τραπεζικό χώρο. Το ίδιο, πάνω κάτω, όσον αφορά βιώματα και εμπειρίες, συμβαίνει και με τα Σαραντακάτι Καλοκαίρια.

7. H μικροαστική τριλογία (που πρόκειται να ολοκληρωθεί μιας κι έχεις γράψει το τρίτο μέρος της) είναι ένα ανάγνωσμα που, αν και απολαυστικό, το θεωρώ παράλληλα εξοργιστικό. Ειδικά η “Ψευδαίσθηση” νομίζω ότι αντανακλά την παθογένεια και την νοσηρότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Μόνο εγώ εξοργίζομαι ή υπάρχουν κι άλλοι που σκέφτονται παρόμοια; Η δική σου άποψη ποια είναι;

Πράγματι, εκτός από τα Σαραντακάτι Καλοκαίρια και την Ψευδαίσθηση, υπάρχει και το ανέκδοτο, προς το παρόν, Να μη χαθούμε τούτη τη φορά. Αυτά τα έργα αφηγούνται ιστορίες μέσα από τα μάτια κάποιων χαρακτήρων, οι οποίοι ανήκουν στη μικροαστική τάξη, τη μεσαία τάξη για την ελληνική πραγματικότητα. Αναπόφευκτα, περιγράφουν καταστάσεις, οι οποίες εξοργίζουν, όταν αποδοθούν στο χαρτί κυνικά, απογυμνωμένες από κάθε επιχείρημα που προσπαθεί να εξωραΐσει, να δικαιολογήσει νοοτροπίες και πρακτικές νοσηρές και καταστροφικές. Και ναι, δεν είσαι ο μόνος που εξοργίζεται. Να σου αναφέρω, χαρακτηριστικά, πρώην συνάδελφος, τραπεζικός, όταν διάβαζε την Ψευδαίσθηση, μου είπε ότι του ερχόταν να πετάξει το βιβλίο στον τοίχο.

8. Μιας και πρόσφατα κυκλοφόρησε ο Τιμωρός - Δρακοσπηλιά, θα ήθελα να μας μιλήσεις  παραπάνω γι’ αυτό. Πιστεύω ότι το δεύτερο βιβλίο της σειράς του Τιμωρού, είναι καλύτερο από το πρώτο και πως μπορεί άνετα να διαβαστεί κι από κάποιον που δεν έχει διαβάσει τον Τιμωρό - Οργή Θεού. Έχεις στα σκαριά και την συνέχεια;

Η Δρακοσπηλιά είναι, έως σήμερα, το opus magnus μου (εντάξει, να κάνουμε και λίγο χιούμορ). Ήταν πολύ απαιτητικό έργο, σε όλα του τα στάδια: από την έρευνα και το στήσιμο της πλοκής, μέχρι την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτήρων και την επιμέλεια, τους χάρτες, τα γενεαλογικά δέντρα, τα παραρτήματα, τις υποσημειώσεις... Ωστόσο, το αποτέλεσμα νομίζω ότι με δικαίωσε, αν και αυτό θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Σίγουρα είναι πιο πλήρες, από πολλές απόψεις, σε σχέση με την Οργή Θεού. Άλλωστε, είναι σχεδόν διπλάσιο σε έκταση. Και σίγουρα διαβάζεται χωρίς να χρειάζεται προηγούμενη επαφή με την Οργή Θεού. Τώρα, το αν είναι καλύτερο ή χειρότερο, αυτό είναι θέμα προσωπικού, υποκειμενικού γούστου, του τι προσδοκά ο κάθε αναγνώστης.

Για τη συνέχεια, πράγματι υπάρχουν σχέδια και για άλλα βιβλία, στα οποία θα εμφανίζεται ο Τιμωρός και τα οποία θα μπορούν να διαβαστούν ως stand alone, ως μεμονωμένα έργα. Αν θες να βγάλεις και είδηση, ήδη έχει γίνει η προεργασία, έχει καταγραφεί η ιστορία που θα παρακολουθήσει το επόμενο βιβλίο. Έχουν συγκεντρωθεί οι βασικές πηγές, κάποιες, μάλιστα, έχουν αναγνωστεί και μένει το κύριο μέρος της έρευνας και η απόφαση για το στήσιμο της πλοκής. Το έργο θα εκτυλίσσεται στα τέλη του 13ου αιώνα και θα αφορά τη σχεδιαζόμενη εισβολή των Ανδεγαυών, με στόχο την ανάκτηση, για λογαριασμό των Λατίνων, της Βασιλεύουσας. Άγνωστο, σχετικά, κεφάλαιο της ιστορίας μας, με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συγκρούσεις, σε έναν κατακερματισμένο, εδαφικά και διοικητικά, ελλαδικό χώρο, με μια άγνωστη εξέλιξη, η οποία αφορά την ένωση των εκκλησιών και μια θαυμαστή, τελική κορύφωση, τον Σικελικό Εσπερινό, η οποία, όμως, εξηγείται καλύτερα, εάν ληφθεί υπόψη και η εμπλοκή σε αυτόν του «μαγικού» Τιμωρού…

9. Εδώ και κάποιο καιρό, έχεις αρχίσει να ασχολείσαι με την λογοτεχνία τρόμου και φαντασίας. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον που όμως κατά την γνώμη μου, και παρά τις πάρα πολλές εκδόσεις, δεν νομίζω πως έχει οδηγήσει την ελληνική φανταστική λογοτεχνία σε ουσιαστική άνθηση. Ναι μεν όλοι μπορούν να δουν την δουλειά τους τυπωμένη όμως ο πήχης έχει πέσει πολύ χαμηλά. Μήπως παλιότερα τα πράγματα ήταν καλύτερα με λιγότερες αλλά ποιοτικότερες επιλογές που κατάφερναν όμως τελικά να βρουν το δρόμο τους προς το ανάλογο αναγνωστικό κοινό; Πως βλέπεις την κατάσταση;

Η ενασχόλησή μου με τη συγγραφή Φανταστικής Λογοτεχνίας έχει γίνει μέσω του alter ego, του Χρήστου Σμυρναίου... Αυτό, για να ξεχωρίζουν οι αναγνώστες με το τι έργο πρόκειται να διαβάσουν. Ήδη, η διαφοροποίηση στη θεματολογία μου ως Nίκος Βιτωλιώτης, μεταξύ σύγχρονου, κοινωνικού μυθιστορήματος, σκληροπυρηνικού ιστορικού μυθιστορήματος και θεατρικού/κινηματογραφικού κειμένου, έχει προκαλέσει μια σύγχυση στο αναγνωστικό κοινό. Ίσως θα έπρεπε να έχω προχωρήσει στην έκδοση των ιστορικών μου μυθιστορημάτων με κάποιο άλλο ψευδώνυμο, αλλά τώρα πια είναι αργά.

Από εκεί και πέρα, είναι καταμετρημένος, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ο ιδιαίτερα αυξημένος αριθμός εκδόσεων έργων του Φανταστικού, από Έλληνες δημιουργούς, κατά την τελευταία 20ετία, ίσως και 25ετία. Από αυτή την άποψη, υπάρχει, σαφώς, μια «άνθηση». Αυτό, όμως, το γεγονός έχει διάφορες παρενέργειες, μεταξύ των οποίων και η έκδοση έργων μέτριας ποιότητας, έστω κι αν τα γούστα είναι, όπως είπαμε, υποκειμενικά. Το τελικό αποτέλεσμα: μέσα σε μια πλημύρα από έργα, είναι συχνό φαινόμενο το να περνάνε απαρατήρητα κάποια αξιόλογα έργα, από δημιουργούς οι οποίοι δεν διαθέτουν τις απαραίτητες «δημόσιες σχέσεις» και να προβάλλονται και να επιπλέουν κάποιοι «φελλοί»... Από την άλλη, συμμερίζομαι αυτό που είπε σε μια συζήτησή μας ο Θωμάς Μαστακούρης, ένας από τους «δάσκαλους» του Φανταστικού στην Ελλάδα: οι μεταφράσεις που διαβάζουμε, αφορούν επιλεγμένα έργα ξένων δημιουργών, τα καλύτερα, κατά τεκμήριο, ενώ αυτό δεν συμβαίνει με τα έργα των Ελλήνων που πέφτουν στα χέρια μας. Στην πράξη, αυτό που ισχυρίστηκε ο Μαστακούρης είναι ότι, εάν διαβάζαμε όλα τα έργα των ξένων δημιουργών, πιθανόν να διαπιστώναμε ότι τα περισσότερα στερούνται ποιότητας και πρωτοτυπίας, όντας προϊόντα στείρας μίμησης, ανακυκλώνοντας πολυφορεμένα θέματα και μοτίβα.

Για όσους θέλουν τη λεπτομερή μου άποψη, θα παραπέμψω στην πανεπιστημιακή εργασία μου για την ελληνική σκηνή του Φανταστικού, η οποία δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2022

https://apothesis.eap.gr/archive/item/171356

10. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Μπορεί να καταπνίξει η σκληρή πραγματικότητα την θέληση για δημιουργία;

Κατηγορηματικά, όχι. Καμιά φορά, η δύσκολη καθημερινότητα ενισχύει τις δημιουργικές τάσεις. Και μερικές φορές, λειτουργούμε καλύτερα υπό πίεση και αναδύονται ικανότητες, που δεν γνωρίζαμε ότι τις κατείχαμε.

11. Ο κόσμος μας είναι δυστοπικός όμως παρόλα αυτά παρατηρώ μια αποχαύνωση κι αδιαφορία. Οι άνθρωποι, ζουν στην προσωπική τους σφαίρα και μάλιστα με έναν τρόπο που δείχνει πως έχουν αποκοπεί ακόμα κι από τα ίδια τους τα συναισθήματα. Έχουν πάψει να αναζητούν ο ένας τον άλλον, το Εγώ έχει αντικαταστήσει το Εμείς και οι όποιες προσπάθειες δημιουργίας ή έκφρασης αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτό: Μια νοσηρή ρηχότητα. Στην οποία έχουν μάλιστα ενδώσει και καλλιτέχνες που ξεκίνησαν άλλες εποχές. Για παράδειγμα οι KISS δήλωσαν πως αποσύρονται από τις συναυλίες και πως στο μέλλον ο κόσμος θα πληρώνει εισιτήριο για να βλέπει τα avatar τους να ερμηνεύουν στη σκηνή αντί γι’ αυτούς. Θα περίμενε κανείς πως όλη αυτή η αρρωστημένη κενότητα θα έδινε το έναυσμα για τρομερές, λογοτεχνικές και μη δημιουργίες, που θα δήλωναν αντίθεση, προβληματισμό κι ανησυχία. Κάτι που δεν έχει συμβεί. Πιστεύεις ότι η ΑΙ θα αντικαταστήσει όχι μόνο τους δημιουργούς αλλά και τους επιστήμονες και διανοητές; Ότι το μέλλον θα είναι εφιαλτικό κι ότι η ανθρωπότητα κινδυνεύει ή μήπως με βρίσκεις υπερβολικό;

Μα, ήδη έχει γίνει θέμα, από τη συντεχνία των σεναριογράφων των ΗΠΑ, η πιθανότητα χρήσης ΑΙ για τη συγγραφή σεναρίων. Γενικά, ό,τι καινούργιο κι αν εμφανιστεί, έχει δυο όψεις, μια καλή και μια κακή. Αν θυμάσαι, στα μαθητικά μας χρόνια ήταν δημοφιλές ένα κείμενο, με κάποιον εφευρέτη, ο οποίος είχε φτιάξει μια μηχανή που έβραζε αυγά, αλλά, τελικά, προτίμησε να μην παρουσιάσει τη δημιουργία του, γιατί σκέφτηκε ότι με αυτή θα μπορούσαν να βράζουν ανθρώπους...

Με τον ίδιο τρόπο, η ΑΙ θα μπορεί να φέρει εις πέρας μια δύσκολη, χειρουργική επέμβαση, αλλά θα μπορεί και να κατευθύνει μια οργανωμένη προσπάθεια πλύσης εγκεφάλου, μια προσπάθεια καθοδήγησης της κοινής γνώμης, ή δεν ξέρω τι άλλο, πολύ πιο εύκολα, από ό,τι στο παρελθόν. Πλέον, έχουν τελειώσει οι εποχές που ο μέσος άνθρωπος, είχε πιθανότητα 90% να γεννηθεί και να πεθάνει στο ίδιο μέρος, έχοντας μετακινηθεί εντός μιας ακτίνας μερικών, μόλις, χιλιομέτρων, με την εξαίρεση της στρατιωτικής του θητείας. Με τις τεχνολογικές εξελίξεις στις μετακινήσεις, οι αποστάσεις έχουν μειωθεί και με το διαδίκτυο, από κάποιες απόψεις έχουν μηδενιστεί. Αυτό είναι η βασική μορφή της παγκοσμιοποίησης, το ότι όλοι, πλέον, μπορούν να γίνουν κοινωνοί των ίδιων απόψεων, των ίδιων ιδεών, πολύ εύκολα, είτε για καλό, είτε για κακό. Όμως, αυτό δεν έχει μεγάλη διαφορά, συγκριτικά με το παρελθόν. Εννοώ ότι, πάντα, οι μάζες άγονταν και φέρονταν και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις είχαν επιδείξει ωριμότητα. Πάντα οι λίγοι έκαναν τη διαφορά, μόνο που παλαιότερα, ο παγκόσμιος πληθυσμός ήταν κατακερματισμένος χωροταξικά και δεν ήταν, πρακτικά, δυνατό, να πέσει, μαζικά, «θύμα» κάποιων τσαρλατάνων. Παρ’ όλα αυτά, οι αγύρτες, σε τοπικό επίπεδο, ποτέ δεν έλλειψαν. Οπότε, σκέψου αυτό που συνέβαινε στο παρελθόν και πρόβαλέ το στη σημερινή πραγματικότητα: ναι, μοιάζει δυστοπικό και τρομάζει, κυρίως λόγω έκτασης, λόγω μεγέθους. Ίσως προλάβουμε, ως γενιά, να δούμε το τέλος όλου αυτού, ίσως και όχι. Πάντα, κάθε γενιά, θεωρούσε ότι βίωνε ιδιαίτερα σημαντικές στιγμές, όσον αφορά την πορεία της ανθρωπότητας ως σύνολο και οι εσχατολόγοι έβρισκαν χώρο για να δράσουν. Μόνο εκ των υστέρων, αφού παρέλθουν κάμποσες δεκαετίες, μπορεί κάποιος να κρίνει με πιο ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη ματιά, για το εάν κάποια γεγονότα ήταν, πράγματι, σημαντικά, ή απλώς τα βίωσε ως τέτοια, λόγω εγωκεντρισμού, η συγκεκριμένη γενιά.

12. Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να συμπληρώσεις; O τελευταίος λόγος σε σένα.

Πρώτα απ’ όλα να υπάρχει υγεία, για να μπορούμε να ασχολούμαστε και με αυτά που μας ευχαριστούν και μας ψυχαγωγούν. Από εκεί και πέρα, εύχομαι, κάποια στιγμή, να αρχίσει ο Έλληνας να αγαπά τη λογοτεχνία και να διαβάζει περισσότερο (δύσκολο, αλλά άσε με να ελπίζω). Και εύχομαι να αρχίσουν να σοβαρεύονται, τόσο οι δημιουργοί, όσο και οι εκδότες (ακόμα πιο δύσκολο). Προσωπικά, στοχεύω να εκδώσω δύο αδημοσίευτα μυθιστορήματα, το Να μη χαθούμε τούτη τη φορά, ώστε να κλείσει ο «Μικροαστικός Κύκλος», καθώς και ένα μυθιστόρημα-έκπληξη, το οποίο έχει συγγραφεί από κοινού με κάποιον παλιό, καλό φίλο (ακόμα δεν το αποκαλύπτουμε…) με θέμα που κινείται 100% στον χώρο του Φανταστικού (όπως καταλαβαίνεις, αυτό το τελευταίο αποτελεί σύμπραξη Σμυρναίου…) και να συνεχίσω να γράφω, όσο αντέχω.

Σου εύχομαι κάθε επιτυχία και σ’ ευχαριστώ εκ μέρους όλων για την τόσο ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας παραχώρησες!


Εργογραφία (έργα που έχουν εκδοθεί)

Σαραντακάτι Καλοκαίρια (μυθιστόρημα ως Ν. Βιτωλιώτης, Λυκόφως, 2017)

Τιμωρός- Οργή Θεού (μυθιστόρημα ως Ν. Βιτωλιώτης, Anubis, 2020)

Στο σανίδι και στο πανί (συλλογή θεατρικών έργων και κινηματογραφικών σεναρίων ως Ν. Βιτωλιώτης, e-book NVBooks, 2022, έντυπο NVBooks, 2024)

Ψευδαίσθηση (μυθιστόρημα ως Ν. Βιτωλιώτης, NVBooks, 2022)

«Ο καθρέφτης», (διήγημα ως Χ. Σμυρναίος στη συλλογή Everly#3 Το Απόλυτο Κακό, Rising Star, 2023)

Τιμωρός- Δρακοσπηλιά (μυθιστόρημα ως Ν. Βιτωλιώτης, NVBooks, 2023)

«Τα χρυσά μήλα», (διήγημα ως Χ. Σμυρναίος, e-book NVBooks, 2023, έντυπο στη συλλογή 29 κατασκευαστές διηγημάτων συνιστούν, ΑΝΙΜΑ 2024)

Λυγμός, (νουβελέτα ως Χ. Σμυρναίος, e-book NVBooks, 2023, έντυπο, NVBooks, 2024, ως συνοδευτικό στο τεύχος Φεβρουαρίου του περιοδικού ΠΛΕΙΑΔΕΣ)