“Τα μπισκότα του Απείρου” του Δημήτρη Δελαρούδη

“Τα μπισκότα του Απείρου” του Δημήτρη Δελαρούδη

Το παρακάτω περιστατικό μου το αφηγήθηκε ο καλός μου φίλος Παύλος Κ. και με παρακάλεσε να το σουλουπώσω σε μια ιστορία, μιας και ο ίδιος, όπως ισχυρίστηκε, δεν τα καταφέρνει και τόσο καλά με το χαρτί και το καλαμάρι. - Δημήτρης Δελαρούδης

Ήταν αργά το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων κι εγώ παρατηρούσα πίσω από ένα βρόμικο τζάμι τις πρώτες, αραιές νιφάδες να καλύπτουν τα αυτοκίνητα του τεράστιου πάρκινγκ που απλωνόταν μπροστά μου.

Βρισκόμουν σε μια από τις παγωμένες αποθήκες του πολυκαταστήματος παιχνιδιών «Γαργαλίτσας» στην Πολίχνη, και περίμενα ήδη μιάμιση ώρα μαζί με καμιά εικοσαριά άγνωστους άντρες. Θα επιλέγανε έξι από εμάς ως προσωρινούς διανομείς δώρων στην εορταστική περίοδο. Το κατάστημα παρείχε δωρεάν διανομή παιχνιδιών στο σπίτι, «μέσω ρεαλιστικού Άι Βασίλη» (όπως το διαφήμιζε στην τηλεόραση) για αγορές παιχνιδιών αξίας άνω των 100 ευρώ.

Ευτυχώς, ο Νάσος, ένας γνωστός μου, που ήξερε ότι είχα ανάγκη για χρήματα, και είχε διασυνδέσεις με το αφεντικό του «Γαργαλίτσα», μεσολάβησε να με πάρουν.

Πρόσεξα ότι έξω από τη αποθήκη είχε παρκάρει μόλις ένα θαλασσί BMW X3, με βουλγάρικες πινακίδες. Από μέσα ξεπήδησε ένας κουστουμαρισμένος χτικιάρης με μπορντό λουστρίνια και μάσκα FFP2 στο ίδιο χρώμα με τα παπούτσια του. Αφού κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου βρισκόμασταν, άνοιξε την πόρτα με φόρα και συστήθηκε αμέσως ως ο προϊστάμενος του τμήματος διανομής, χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά του. Βαστούσε μια μεγάλη σακούλα του «Γαργαλίτσα», τόσο βαριά, που την έσερνε με μεγάλο κόπο.

Αφού μας επιθεώρησε έναν έναν σαν στρατηγός, παίζοντας νευρικά στο δεξί του χέρι ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι, όπως κάποιος που μόλις είχε κόψει το τσιγάρο. Ήρθε στο πλάι μου και μου ‘κανε νόημα να χαμηλώσω το κεφάλι.

«Εσύ είσαι, ρε, ο Παύλος, ο κολλητός του Νάσου;» ψιθύρισε στο αφτί μου. Ένευσα πολύ διακριτικά κι εκείνος μου έκλεισε το μάτι.

Αφού έκανε ακόμη μία γύρα, χτυπώντας νευρικά το κομπολόι, στάθηκε μπροστά μου.

«Ούτε παραγγελία να σ’ είχαμε, ρε ψηλέ! Ίδιος ο Άι-Βασίλης!» με κανάκεψε, αλλά εγώ αντιλήφθηκα αμέσως ότι ήθελε να κοροϊδέψει το βάρος μου. Η αλήθεια είναι, ότι πέρα από την βαρβάτη μου μπιροκοιλιά, το ύψος μου είναι 1,91. Όσο για τα κιλά μου, τις περισσότερες φορές που ανεβαίνω στην πλάστιγγα του Τζίμη με τα είδη κήπου, με δείχνει 150 και κάτι ψιλά.

Τελικά, επιλέξανε εμένα και άλλους πέντε από τους είκοσι, χωρίς να αναφέρουν στους υπόλοιπους τον λόγο απόρριψης. Κατά βάθος, ντρεπόμουν λιγάκι που είχα βάλει μέσο, αλλά τα χρειαζόμουν πραγματικά εκείνα τα χρήματα.

Έπειτα, ο προϊστάμενος έβαλε το χέρι του στην τεράστια σακούλα και μας μοίρασε από μια κατακόκκινη στολή, λεπτή σαν τσιγαρόχαρτο, ένα μούσι που έμοιαζε με τσόχα, ένα ζευγάρι πλαστικά γυαλιά χρυσαφιάς απόχρωσης και κάτι σκεβρωμένες στρατιωτικές αρβύλες με κολλημένο μπαμπάκι στο κολάρο.

Η στολή δεν με χωρούσε ούτε γι’ αστείο. Τα μπατζάκια έφταναν μέχρι τη μέση της γάμπας μου, ενώ οι αρβύλες νούμερο 46 ήταν τόσο στενές, που χοροπηδούσα σε κάθε βήμα από τον πόνο εξαιτίας των σκληρών κάλων που έχω από δύο σε κάθε πόδι. Ενθύμια απ’ τον στρατό...

Όταν τελείωσα με το μασκάρεμα, έμοιαζα μάλλον με φτωχοδιάβολο της δεκαετίας του ’50 ή με καλικάντζαρο, παρά με Άι Βασίλη. Βέβαια, τα χρήματα ήταν καλά, γιατί θα δούλευα μόνο τρία βράδια και θα έπαιρνα 300 ευρώ, ζεστά και μαύρα. Δεν ήταν καθόλου άσχημα, γιατί θα έβγαζα έτσι τη θέρμανση του Γενάρη και θ’ αγόραζα χριστουγεννιάτικα δώρα στον Μίμη και την Ρουλίτσα μου, παρόλο που δεν θα ήμουν κοντά τους τα βράδια των εορτών. Όσο για τη Νάντια, τη σύζυγό μου, δεν παραπονέθηκε όταν της το ανακοίνωσα. Αντιθέτως, χάρηκε αφάνταστα που θα βουλώναμε καμιά τρύπα.

«Λοιπόν, αλάνια…» άρχισε ο προϊστάμενος, λες και μιλούσε σε νεοσύλλεκτους. «Τον νου σας. Είμαστε διακριτικοί. Χτυπάμε το κουδούνι και μιλάμε πάντα ευγενικά. Δεν απαντάμε ποτέ “ο Άγιος Βασίλης”, στην ερώτηση “ποιος είναι;”. Λέμε απλά “διανομέας από τον Γαργαλίτσα”. Έγινα κατανοητός; Πρέπει να δείξουμε ότι είμαστε σοβαρή επιχείρηση. Ο καθένας σας θα πάρει ένα από τα έξι φορτηγάκια του καταστήματος και θα κάνει περίπου στις σαράντα διανομές την κάθε βραδιά».
«Σαράντα;» απόρησα.
«Ναι, ρε ψηλέ. Τι σου φαίνεται περίεργο;»
«Σαράντα διανομές, βράδυ παραμονής Χριστουγέννων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ χιονίζει…» κάγχασα. «Μα θα χρειαστούμε μια ολόκληρη μέρα ο καθένας. Δεν υπάρχει περίπτωση να βρούμε θέση πάρκινγκ χριστουγεννιάτικα…»
«Δεν μ’ ενδιαφέρει, φίλος» είπε ο κοντός, χτυπώντας το κίτρινο κομπολόι πάνω κάτω, με εμφανή εκνευρισμό.
«Αν θες να πάρεις εκατό εύκολα ευρουλάκια (τόνισε το «εύκολα»), πρέπει να παραδώσεις όλα τα πακέτα στη λίστα που θα σου δοθεί, μέχρι τις δύο τα μεσάνυχτα. Είναι περασμένη ώρα, αλλά οι πελάτες έχουν ενημερωθεί και θα σας περιμένουν».
«Τουλάχιστον, κάντε το τέσσερις. Μέχρι τις δύο είναι αδύνατο!» διαμαρτυρήθηκα.
«Δεν παίζει κάτι τέτοιο, φίλος. Ήδη στις δύο είναι πολύ αργά».
«Και τι θα γίνει αν δεν προλάβω να τα μοιράσω όλα;»
«Θα πάρεις ένα πενηντάρικο για τον κόπο σου και δεν θα σε ξαναφωνάξουμε τις επόμενες μέρες. Αυτό».
«Μα…»
«Αν δεν μπορείς, ψηλέ, παράτησέ τα. Θα φωνάξουμε έναν από τους δεκατέσσερις που μόλις διώξαμε. Μάλλον αυτοί θα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από σένα» απάντησε δείχνοντάς μου τα δόντια του.

Το βούλωσα. Λόγω του εκνευρισμού μου έβγαλα ένα πακέτο Winston από το μπουφάν. Ήθελα ν’ ανάψω αμέσως ένα τσιγάρο για να μην του ρίξω σφαλιάρα και τον κολλήσω σαν χριστουγεννιάτικη αφίσα στον τοίχο της αποθήκης.

«Απαγορεύεται αυστηρά το τσιγάρο, ρε. Δεν βλέπεις την πινακίδα;» μουρμούρισε ο προϊστάμενος αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια, γιατί αντιλήφθηκε το πόσο πολύ ήθελα να τον πλακώσω στις γρήγορες.

Έβαλα τα τσιγάρα πίσω στη θέση τους κι έσφιξα τα δόντια μου. Έπρεπε να κάνω υπομονή για τα παιδιά μου. Σπάνια θα μου δινόταν ευκαιρία για τέτοιο εξτραδάκι, κι ο Μίμης ήθελε Κάστρο των Ιπποτών, ενώ η Ρουλίτσα μου, Μπαρμπαρέλα Τροχόσπιτο. Βέβαια, δεν ήμουν τρελός να δώσω τόσα χρήματα, αλλά θα τους βόλευα σίγουρα με κάποιο άλλο παιχνίδι. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, ήταν παιδιά με κατανόηση. Ευχαριστιόντουσαν εύκολα, που λένε. Η Νάντια δεν ανέφερε ποτέ τα δώρα, γιατί γνώριζε τη στριμώκωλη κατάστασή μας, αλλά όλο και κάτι θα της αγόραζα. Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι χρονιάρες μέρες. Το ήξερα πως χαλβάδιαζε μια κυπαρισσί τσάντα κι ένα κόκκινο ρολόι με στρας στο συνοικιακό κατάστημα δώρων.

Για να μην τα πολυλογώ, η μισοριξιά με τα λουστρίνια, αφού κράτησε τις ταυτότητές μας και από μια φωτοτυπία του διπλώματος οδήγησης, μας έβαλε να υπογράψουμε ένα έντυπο παραλαβής.

Κατόπιν, λάβαμε από εκτυπωμένη λίστα με τις διευθύνσεις παράδοσης και μεταβήκαμε στο υπόστεγο με τα πορτοκαλί φορτηγάκια που γράφανε «Παιχνίδια Γαργαλίτσας». Τσέκαρα την καρότσα του δικού μου φορτηγού και διαπίστωσα ότι ήταν φορτωμένη με διάφορες αριθμημένες κούτες. Διαβάζοντας τη λίστα στα πεταχτά, κατάλαβα ότι με στέλνανε ανατολικά, κάπου μεταξύ Τούμπας και Χαριλάου, συν τρεις επιπλέον παραδόσεις στην Καλαμαριά.

Έσπρωξα το κάθισμα του οδηγού τέρμα πίσω, καταφέρνοντας να χωρέσω μετά βίας, κι άναψα τη μηχανή. Η χιονόπτωση είχε δυναμώσει αισθητά κι έβαλα τους υαλοκαθαριστήρες στο γρήγορο. Το ρολόι του ταμπλό έδειχνε επτά και μισή, κι εγώ είχα αρχίσει να γκαζώνω και να κορνάρω σαν τρελός για να προλάβω σαράντα σπίτια. Στους δρόμους επικρατούσε κόλαση λόγω της κίνησης και του χιονιού και όσο σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε ούτε μια πιθανότητα να παρκάρω νόμιμα, τόσο πιο πολύ αγχωνόμουν.

Το πρώτο σπίτι που έπρεπε να επισκεφτώ βρισκόταν στην κεντρική αγορά της Λαμπράκη. Πιθανότατα να είναι ο χειρότερος δρόμος για να παρκάρεις σε μέρες εορτών, μετά την Τσιμισκή και τη Μητροπόλεως. Στάθηκα τυχερός όμως, γιατί βρήκα σχεδόν αμέσως ένα μικρό κενό ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα. Καβάλησα, αναγκαστικά, το πεζοδρόμιο, άναψα αλάρμ, κι άρχισα να ψάχνω στην μικρή καρότσα για το κουτί με την αρίθμηση 1. Επρόκειτο για μια κούτα με ακμή ένα μέτρο.

Χτύπησα το κουδούνι με το όνομα που ήταν σημειωμένο στη λίστα, προετοιμασμένος να απαντήσω «διανομέας από τον Γαργαλίτσα», όπως μας δασκάλεψε ο κοκαλιάρης με την BMW. Μόνο που η γυναικεία φωνή στο θυροτηλέφωνο δεν ρώτησε «ποιος είναι;», μόνο είπε: «στον τρίτο» και ακούστηκε ο ηλεκτρικός βόμβος της κλειδαριάς που άνοιγε.

Φόρεσα το απαράδεκτο γένι, που ήταν ταυτόχρονα και μουστάκι, γιατί είχε φύγει ολότελα από τη θέση του, κι ανέβηκα στον τρίτο με τα πόδια γιατί το μικροσκοπικό ασανσέρ δεν χωρούσε εμένα μαζί με το πελώριο κουτί.

«Μαμά! Μαμααά! Ο Άγιος Βασίλης!» φώναξε το καστανόξανθο αγοράκι με τις γαλάζιες πυτζάμες που στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα. Πλησίασα, κρατώντας την κόκκινη κούτα, ενώ εκείνο χοροπηδούσε στον αέρα, λες και είχε καταπιεί αμορτισέρ. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, αλλά ένιωσα πολύ παράξενα. Ήταν τόσο ωραία η αίσθηση του να προσφέρεις ένα τεράστιο κουτί σ’ ένα παιδί που το λαχταρούσε, που ξέχασα ότι ήμουν ο Παυλάρας, ο προφέσορας των μερεμετιών –και ενίοτε βοηθός υδραυλικού–, και την είδα Άι Βασίλης, λες κι έπαιζα κάποιο ρόλο σε ταινία. Μου ήρθε να φωνάξω «χο χο χο!», όπως σε κάθε χριστουγεννιάτικη αμερικανιά, αλλά κρατήθηκα την τελευταία στιγμή.

«Μαμά! Μαμά!» ξεφώνιζε το παιδί-τραμπολίνο καθώς άφηνα στα χεράκια του την τεράστια κούτα. Η κατάξανθη μαμά με το καρέ μαλλί έκανε την εμφάνισή της κρατώντας στο ένα χέρι ταυτόχρονα ένα αναμμένο τσιγάρο κι ένα κινητό, ενώ στο άλλο, ένα κρυστάλλινο ποτήρι σαμπάνιας. Έμοιαζε γύρω στα τριάντα ή νεότερη. Φορούσε έναν σατέν σκούφο Άι Βασίλη, που συνδυαζόταν απόλυτα με το κοντό, κατακόκκινο νυχτικό της, το οποίο ήταν τόσο διάφανο στο επάνω μέρος, που το στητό της στήθος ήταν ορατό με κάθε λεπτομέρεια.

Μόλις το παιδί απομακρύνθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού, εκείνη φύσηξε απαλά τον καπνό της στα μούτρα μου και με ρώτησε: «Θες να περάσεις μέσα για ένα ποτό, Άι Βασίλη;»

Ο Αρμάνδος μου ξύπνησε αμέσως από τη χειμερία νάρκη του, επιθυμώντας να αναδυθεί σαν περισκόπιο υποβρυχίου, προκειμένου να κοιτάξει έξω από τον βαμβακερό ωκεανό της Μινέρβα που τον είχα ταμπουρωμένο. Προφανώς εκείνος ήθελε να περάσει μέσα επειγόντως, κι αυτό δεν μου φάνηκε καθόλου καλός οιωνός μια τέτοια δύσκολη βραδιά.

Πριν απαντήσω, παρατήρησα τα λεπτά της δάχτυλα. Δεν φορούσε βέρα. Υπέθεσα ότι ήταν πρόσφατα χωρισμένη και τόσο απελπισμένα μόνη, που δεν είχε κανένα πρόβλημα να πιει ένα ποτήρι σαμπάνια (ίσως και δύο) μ’ έναν άγνωστο κοιλαρά με ψεύτικο μούσι. Δεν είχε επίσης πρόβλημα να καπνίζει με το παιδί μέσα στο σπίτι ή, ακόμη και να φλερτάρει απροκάλυπτα μ’ έναν άγνωστο, αρκεί να περάσει με όσο το δυνατόν λιγότερη θλίψη την παραμονή των Χριστουγέννων. Φαινόταν καθαρά στα ροζουλιά της μάτια ότι ήταν ήδη φτιαγμένη.

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι. Όχι γιατί δεν θα προλάβαινα να μοιράσω τα πακέτα αν ενέδιδα στον πειρασμό (όποιος και να ήταν αυτός), αλλά γιατί δεν είμαι ιδιαίτερα μπερμπάντης. Ούτως ή άλλως, ήταν τέτοια η κατάστασή μου που προτιμούσα να βγάλω εκατό –δύσκολα– ευρώ, παρά να κάνω το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο στον Αρμάνδο.

Διέκρινα αμέσως την απογοήτευση στο πρόσωπό της. Δεν περίμενε να την απορρίψω τόσο ψυχρά, γιατί η αλήθεια είναι ότι η τύπισσα μετρούσε πολύ σαν εμφάνιση.

«Μπορείς να περιμένεις δύο λεπτά, σε παρακαλώ;» είπε ψυχρά και εξαφανίστηκε πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα. Δεν μπορούσα να αρνηθώ. Δεν μου άφησε το περιθώριο. Τα δύο λεπτά έγιναν πέντε ή έξι. Ίσως και δέκα. Αργούσε χαρακτηριστικά κι εγώ κοιτούσα αγχωμένος το ρολόι μου. Ξαφνικά, ακούστηκε το βίαιο σχίσιμο κάποιου χαρτιού.

«Μαμααά!» τα ουρλιαχτά του μικρού ήχησαν από το βάθος του διαμερίσματος. «Αυτό είναι το Γιγάντιο Κάστρο των Κόκκινων Ιπποτών. Εγώ δεν ζήτησα αυτό, μαμά! Εγώ ήθελα το Κάστρο του Κόκκινου Αετού! Δεν το θέλω! Να το πάρει πίσω! Είναι μαλάκας αυτός ο Άι Βασίλης! Να βρούμε άλλον, αφού έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ψεύτικος! Και μαλάκας! Μου έφερε λάθος δώρο!» ακούστηκαν οι κραυγές του μικρού με την καλή διαγωγή.

Ήξερα πολύ καλά το πόσο κόστιζαν αυτά τα κάστρα. Το πρώτο που ανέφερε, 700 ευρώ, ενώ το δεύτερο, 450. Ήμουν απόλυτα σίγουρος, γιατί είχα κάνει έρευνα αγοράς πριν από δύο μέρες για τον γιο μου και κόντεψα να λιποθυμήσω όταν πληροφορήθηκα τις τιμές.
«Βούλωσέ το, Νικόλα! Θα σου πάρω άλλο, μεθαύριο!» ακούστηκε η ευγενική μανούλα, η οποία εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από την πόρτα. Κρατούσε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι ευρώ.
«Αυτό, για τον κόπο σου. Μάλλον δεν είναι δικό σου λάθος. Θα μιλήσω με το κατάστημα…»
«Ευχαριστώ, αλλά δεν πρόκειται να τα πάρω» απάντησα ευθέως, γεμάτος ντροπή και οργή ταυτόχρονα. Έκανα μεταβολή κι απομακρύνθηκα με τον γδούπο της πόρτας που έκλεινε θυμωμένα πίσω μου.

Δεν αρχίσαμε καλά, σκεφτόμουν καθώς κατέβαινα τις σκάλες μ’ ένα αναμμένο τσιγάρο στο στόμα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα συμπόνια για τον Άγιο Βασίλη. Εντάξει, ποτέ δεν πίστεψα σ’ αυτές τις μπούρδες με τον κόκκινο χοντρό που, όπως λένε, σκαρφίστηκε η Κόκα – Κόλα, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως αν υπήρχε μια πιθανότητα να υπήρχε αυτός ο συμπαθητικός χοντρούλης κι έπρεπε να μοιράσει δώρα σε κάτι εκατομμύρια παιδιά μέχρι τα χαράματα, θα έπρεπε να διακατεχόταν από το μεγαλύτερο άγχος που έχει βιώσει κάποιος (ακόμη κι αν είναι άγιος) στη Γη.

Τις σκέψεις μου διέκοψε ο χτύπος του κινητού μου. Με καλούσε η γυναίκα μου.

«Έλα, τι έγινε, Νάντια;» ρώτησα αγχωμένος γιατί είχα καθυστερήσει αρκετά.

«Μπαμπά!» ακούστηκε η φωνούλα της πεντάχρονης κόρης μου.

«Έλα, κοριτσάκι μου. Είσαι καλά;»

«Μπαμπά, γιατί θα λείπεις σήμερα; Σε θέλουμε! Η μαμά έκανε κου-μπα-ριέδες και ντι-σκότα και μυρίζει τέλεια… Μπαμπά, θα έρθεις;» Τα λογάκια της καρφώθηκαν σαν λεπίδες ξυραφιών στην καρδιά μου.

«Υπομονή, Ρουλίτσα μου. Θα έρθω γρήγορα. Μη στεναχωριέσαι…» δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω.

«Μπαμπά, θα μου φέρει δώρο απόψε ο Άι-Βασίλης; Θα φέρει το-ρχό-σπιτο;»

Βούρκωσα, γιατί δεν της είχα αγοράσει ακόμη δώρο και θυμήθηκα ότι την επόμενη ήταν αργία.

«Ναι, αγαπούλα μου, θα έρθει, μη στεναχωριέσαι…» είπα ψέματα για να μην την πληγώσω. «Πρέπει να κλείσω τώρα, μωρό μου, γιατί έχω δουλειά» συνέχισα, καθώς σκεφτόμουν ότι στο φορτηγάκι υπήρχαν ακόμη τριάντα εννιά κουτιά και, δυστυχώς, δεν ήταν δυνατόν να της χαρίσω ούτε το ένα από αυτά.

Το παρμπρίζ είχε καλυφθεί πλέον από ένα πόντο χιόνι και το κρύο είχε σφίξει κι άλλο. Δέκα μέτρα μακρύτερα, διέκρινα έναν «συνάδελφο» στα κόκκινα, που χώθηκε σε κάποιο κάθετο στενό της Λαμπράκη. Κάποιος, ντυμένος Άι Βασίλης, όπως κι εγώ, κουβαλούσε δυο πελώριες, αμπαλαρισμένες κούτες, έχοντας γι’ αντίπαλο το σφοδρό ψύχος και το χιόνι στα μούτρα.

Κοίταξα το ρολόι μου και είδα τρομοκρατημένος ότι η ώρα ήταν οκτώ και είκοσι! Όχι σαράντα, αλλά ούτε τα δέκα από αυτά τα κουτιά δεν θα ήταν δυνατόν να μοιράσω μέχρι τις δύο, αν αργούσα σε κάθε σπίτι πάνω από δύο λεπτά. Παρ’ όλα αυτά, πείσμωσα και άρπαξα τη λίστα με τους παραλήπτες. Το σπίτι που θα παρέδιδα το πακέτο νούμερο 2 βρισκόταν κοντά στον Κήπο Καλού.

Η ώρα ήταν εννιά παρά τέταρτο και βρισκόμουν ακόμη στη μέση της διαδρομής. Η Αμφιπόλεως ήταν φρακαρισμένη απ’ το χιόνι και τα οχήματα κινούνταν με την ταχύτητα ενός βαριεστημένου σαλιγκαριού. Για την ακρίβεια, ήταν εντελώς ακίνητα.

Ξαφνικά, ένα παγωμένο κύμα αέρα μου χάραξε τον σβέρκο. Δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν. Τσέκαρα ότι το παράθυρο της πόρτας μου, όπως και του συνοδηγού ήταν κλειστά. Το καλοριφέρ έδειχνε να δουλεύει κανονικά. Η μόνη εξήγηση ήταν ότι το όχημα έμπαζε κάπου από το πίσω μέρος. Υπήρχε ένας μικρός αεραγωγός που συνέδεε την καμπίνα του οδηγού με την καρότσα, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν είχα οπτική επαφή μαζί της.

Μια και βρισκόμουν ακινητοποιημένος ανάμεσα στα υπόλοιπα αυτοκίνητα, βγήκα έξω για να τσεκάρω τις πίσω πόρτες. Και τότε κόντεψα να λιποθυμήσω. Πέρα από το γεγονός ότι ήταν ανοιχτές μερικά εκατοστά, διαπίστωσα ότι έλειπαν όλα τα πακέτα εκτός από το κουτί με το νούμερο 25. Με είχαν ληστέψει κανονικά. Κατά πάσα πιθανότητα, είχα ξεχάσει να κλειδώσω τις πίσω πόρτες λόγω του άγχους μου, όταν ανέβηκα στην πολυκατοικία της Λαμπράκη.

Έπιασα το κινητό στο χέρι για να κλαφτώ στη Νάντια. Το έκλεισα όμως έγκαιρα, πριν προλάβει ν’ απαντήσει. Δεν ήθελα την στεναχωρήσω μέρα που ήταν. Υπολόγισα ότι στην καλύτερη περίπτωση, το κόστος αυτών που μου κλέψανε ήταν τέσσερα χιλιάρικα. Και αν αναλογιζόμουν ότι ανάμεσα στα παιχνίδια υπήρχαν σίγουρα κάποια που άξιζαν διακόσια, τριακόσια ή παραπάνω ευρώ, τότε η ζημιά θα ήταν… Δεν τόλμησα να την υπολογίσω για να μην πάθω εγκεφαλικό επί τόπου. Πραγματικά, εκείνη τη στιγμή ήμουν έτοιμος να φουντάρω στον Θερμαϊκό.

Την τύχη μου, μέσα, χριστουγεννιάτικα!

Σφάλισα τις πισινές πόρτες και κάθισα στο τιμόνι περιμένοντας να ξεκολλήσει επιτέλους εκείνη η λευκή κάμπια των αμέτρητων αυτοκινήτων μπροστά μου. Στην προσπάθεια μου να σκεφτώ ψύχραιμα, άναψα τσιγάρο και υπολόγισα ότι ο συνολικός χρόνος που δαπάνησα στη πολυκατοικία της Λαμπράκη ήταν δέκα πέντε λεπτά, όχι παραπάνω. Κι όμως, δέκα πέντε λεπτά είναι υπεραρκετά για να σου αδειάσουν ένα φορτηγό με παιχνίδια.

Το να γυρίσω πίσω και να ψάξω στοιχεία, όπως πατημασιές στο χιόνι ή να ρωτήσω τον κοντινότερο καταστηματάρχη αν είδε ποιος το έκανε, ήταν αδύνατο. Αυτό που έπρεπε να κάνω, η πρώτη λογική κίνηση δηλαδή, ήταν να καλέσω αμέσως την αστυνομία και να ενημερώσω το κατάστημα, αλλά κάτι μέσα μου μ’ εμπόδιζε. Δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι μου είχε συμβεί κάτι τόσο τρομερό χριστουγεννιάτικα. Χριστουγεννιάτικα!

Ένιωσα τέτοια ανάγκη να προσευχηθώ, που έκλεισα τα μάτια και ψιθύρισα: Άγιε μου Βασίλη, καλέ μου κόκκινε χοντρούλη με τα λευκά γένια, αν υπάρχεις, αν πετάς εκεί πάνω με έλκηθρο και ταράνδους, με αερόστατο ή με αεροπλάνο, αν μοιράζεις δώρα, αν σε αποκαλούν πραγματικά Σάντα ή Σαντακλάους ή ακόμη και Santa baby, αν υπάρχει κάτι τέλος πάντων εκεί πάνω, ίσως το Πνεύμα των Χριστουγέννων ή δεν ξέρω εγώ τι άλλο, θέλω μια βοήθεια, που να πάρει! Θέλω κι εγώ ένα δώρο, γιατί ήμουν καλό παιδί φέτος. Δεν ήμουν, ρε Σάντα; Γιατί, δηλαδή, με τυραννάς έτσι; Γιατί να τύχει σε μένα αυτό, μέρες που είναι; Γιατί, ρε Σαντούλη, ξηγήθηκες έτσι να ‘ούμε;

Με συνέφερε η κόρνα του πισινού αυτοκινήτου. Πρέπει να είχα αποκοιμηθεί ή λιποθυμήσει πάνω στο τιμόνι, πελαγωμένος ολότελα, ενώ ψέλλιζα διάφορες ασυναρτησίες. Παρατήρησα ότι η λευκή, αργοκίνητη κάμπια είχε ξαναζωντανέψει.

Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, πήρα την απόφαση να παραδώσω πρώτα το κουτί αρ. 25 στο πιο τυχερό παιδί της Χαριλάου κι έπειτα να επιστρέψω στο πολυκατάστημα με κατεβασμένα τα αφτιά και να υποστώ τις συνέπειες της απροσεξίας μου. Ας καλούσε το αφεντικό του Γαργαλίτσα τους μπάτσους να κάνουν έρευνα.  

Κοίταξα τη διεύθυνση στη λίστα και δυσκολεύτηκα πολύ να πιστέψω αυτό που αντίκριζαν τα μάτια μου. Η παράδοση έπρεπε να γίνει ένα χιλιόμετρο παρακάτω, σε κάποια κυρία Δώρα Φατνή, στην οδό Αγίου Βασιλείου αρ. 25!

Δώρα; Φάτνη; Το κουτί με την αρίθμηση 25 στον αριθμό 25 της... Αγίου Βασιλείου; Σοβαρά τώρα! Απόψε, ή ο Σάντα παίζει με τα νεύρα μου ή οι καλικάντζαροι της πόλης έχουν πολλά κέφια, σκεφτόμουν καθώς η λογική μου αδυνατούσε να δεχτεί τόσες μαζεμένες συμπτώσεις.

Έπειτα από τριάντα ολόκληρα λεπτά, κατάφερα να φτάσω στην Αγίου Βασιλείου αρ. 25, μια παλιά οικοδομή της Χαριλάου. Πάρκαρα και πάλι πάνω στο πεζοδρόμιο με αλάρμ και βάλθηκα να ψάχνω τα θυροτηλέφωνα. Εντόπισα εύκολα το κουδούνι που έγραφε μόνο το όνομα «ΔΩΡΑ» και συμπέρανα ότι επρόκειτο για τη σωστή παραλήπτρια, εφόσον δεν υπήρχαν άλλα παραπλήσια ονόματα μ’ εκείνο που έψαχνα. Το μοναδικό πράγμα που μ’ έβαλε σε σκέψεις ήταν η απουσία επωνύμου, καθώς ένα σκέτο μικρό όνομα στο κουδούνι μπορεί να σημαίνει διάφορα ύποπτα πράγματα.

Η φωνή μιας ηλικιωμένης ρώτησε ποιος ήμουν.
«Η κυρία Φατνή;» ρώτησα αγχωμένος.
«Ποιος είναι;»
«Απ’ τον Γαργαλίτσα είμαι» απάντησα χωρίς κέφι.
«Κατέβα στο υπόγειο» ακούστηκε ξανά η φωνή. Η πόρτα της πολυκατοικίας δεν ήταν κλειδωμένη κι άνοιξε μ’ ένα απαλό σπρώξιμο. Δίπλα στο ασανσέρ διέκρινα μια στενή σκάλα που χανόταν καθοδικά στο σκοτάδι. Με τη βοήθεια του φακού του κινητού μου κατέβηκα τα σκαλοπάτια, βαστώντας το ογκώδες κιβώτιο στον ώμο.

Μόλις άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος, επιτέθηκε στα ρουθούνια μου μια χριστουγεννιάτικη μυρωδιά. Κανέλα, γαρίφαλο και πορτοκάλι. Κάποιες νότες γλυκού κρασιού και ψημένου βουτύρου χόρευαν μαζί με τις υπόλοιπες στον αέρα. Μια κοντούλα, ηλικιωμένη κυρία με λευκά, ατημέλητα μαλλιά με περίμενε χαμογελαστή στην είσοδο. Ο χώρος πίσω από τη γριούλα φαινόταν σκοτεινός, και έδινε την εντύπωση ότι φωτιζόταν αποκλειστικά από κάποιο τζάκι.

Της έδωσα το κουτί, κάνοντας αμέσως μεταβολή για να φύγω, καθώς σκεφτόμουν ότι ο εγγονός ή εγγονή της ήταν ένα πολύ τυχερό παιδί σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά που δεν έπαιρναν κάποιο δώρο εκείνο το βράδυ.

«Μη φύγεις!» με ακινητοποίησαν τα λόγια της. Δεν ήταν διαταγή, ούτε παράκληση. Η φωνή της έκρυβε την οικειότητα μιας μάνας προς τον γιο της. Κοντοστάθηκα για λίγο στο κατώφλι και την παρατήρησα καλύτερα. Ήταν φτωχικά ντυμένη με μια τριμμένη ρόμπα αορίστου χρώματος και μοτίβου, ενώ τα καφετιά της τερλίκια ήταν τρύπια στην περιοχή του μεγάλου δάχτυλου. Ακούμπησε ευλαβικά στο πάτωμα το χιονισμένο πακέτο που μόλις της έδωσα και είπε σ’ έναν ήρεμο τόνο:

«Δεν θα φύγεις αν δεν φας ένα μπισκότο».

Σε μένα θα τύχουν όλες οι περιπτώσεις απόψε! Τον Φελέκη και τον Γαργαλίτσα μου, μέσα! μονολόγησα σιωπηλά τη στιγμή που φανταζόμουν τον νευρικό προϊστάμενο να με στολίζει πατόκορφα με εορταστικά μπινελίκια.

Από την άλλη, δεν είχα να χάσω και τίποτα. Έτσι κι αλλιώς ήμουν χαμένος. Δεν θ’ άλλαζε κάτι αν αφιέρωνα πέντε λεπτά στην συμπαθητική αυτή κυριούλα, που σίγουρα ένιωθε τρομερή μοναξιά μια τέτοια γιορτινή νύχτα. Το άρωμα που προερχόταν από τον φούρνο ή την τσαγιέρα με έλκυε με κάποιο υποδόριο τρόπο, που δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκλησή της.

Κατέβασα στο σαγόνι το γελοίο μούσι και δρασκέλισα το κατώφλι μιας στενής κουζίνας, φωτισμένης από πέντε ή έξι ρεσώ, τοποθετημένα σ’ ένα ξύλινο ράφι και δύο χαμηλά τραπεζάκια. Στο βάθος, έκαιγε μια ξυλόσομπα που επάνω της έβραζε ένα μεγάλο τσαγερό με κόκκινη, εμαγιέ επίστρωση.

Η ηλικιωμένη κυρία μού έδειξε μια καρέκλα δίπλα σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι, όπου κάθισα αμέσως, χωρίς δεύτερη σκέψη. Άρχισα να παρατηρώ κυκλικά τον χώρο, γεμάτος νευρικότητα. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με μια ρόδινη ταπετσαρία, αλλά εντελώς άδειοι. Δεν υπήρχαν πουθενά χριστουγεννιάτικα στολίδια ή έστω, τα κιτς μπιμπλό, οι θρησκευτικές εικόνες ή οι συνήθεις φωτογραφίες των εγγονιών που συναντά κανείς στα σπίτια των ηλικιωμένων. Τα μόνα στοιχεία διακόσμησης ήταν το χριστουγεννιάτικο άρωμα και τα ρεσώ που έκαιγαν ασθενικά και έδιναν την εντύπωση ότι θα σβήσουν σε λίγα λεπτά.

Χωρίς να πει δεύτερη κουβέντα, η γριούλα τοποθέτησε μπροστά μου μια κούπα από πορσελάνη, διακοσμημένη με γαλάζια, λουλουδάτα σχέδια, κι έριξε μέσα το κεραμιδί υγρό του τσαγερού. Έπειτα, απόθεσε στο τραπέζι έναν δίσκο από πράσινο γυαλί, γεμάτο με μπισκότα σε σχήμα οχταριού.

Πήρα ένα και το δάγκωσα διστακτικά. Δεν είχα μυρίσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου κάτι που να μυρίζει τόσο έντονα κανέλα, γαρύφαλλο και γλυκάνισο. Τα ρουθούνια μου άνοιξαν αιφνίδια, σαν έκπληκτα βλέφαρα, και τα πνευμόνια μου πλημμύρισαν ευχάριστα με οξυγόνο. Η γυναίκα γέμισε την κούπα της με τσάι και κάθισε απέναντί μου.

«Πρώτ’ απ’ όλα, χαλάρωσε…» είπε και τα δάχτυλά της άγγιξαν απαλά την ανάστροφη του παγωμένου μου χεριού.
Προσπάθησα να χαλαρώσω όπως με προέτρεψε, και δοκίμασα μια μικρή γουλιά τσάι. Το ζεστό υγρό κύλισε στην ψυχή μου.
«Δεύτερον. Σταμάτα να στεναχωριέσαι, γιατί το παρελθόν αλλάζει εύκολα...» άρχισε να λέει ενώ ο δείκτης του χεριού της χάιδευε επίμονα την επιφάνεια ενός μπισκότου, σχηματίζοντας το σύμβολο ενός πλαγιαστού 8, δεκάδες φορές.
«Αλλάζει τόσο εύκολα, όσο μια μελλοντική πράξη που εξαρτάται από το στρίψιμο ενός νομίσματος. Ξέρεις γιατί; Επειδή, παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι ένα και το αυτό» είπε με την ίδια φυσικότητα που θα έλεγε «το χαμομήλι φυτρώνει την άνοιξη».

Πόσο πιο παρανοϊκή μπορεί να γίνει αυτή η βραδιά; αναρωτήθηκα και ήπια μια γουλιά τσάι ακόμα, περιμένοντας να δω πού το πάει η καλόκαρδη παλαβιάρα. Όσο για το γεγονός ότι αντιλήφθηκε τη βαθιά μου ανησυχία, δεν μου έκανε εντύπωση, γιατί εκείνη τη στιγμή πρέπει να έμοιαζα σαν θλιμμένο μπουλντόγκ με κόκκινο σκούφο.

Η γριούλα συνέχισε να με παρατηρεί ήρεμη και χαμογελαστή καθώς τα λόγια της με ώθησαν να θυμηθώ όλες εκείνες τις απερίσκεπτες πράξεις στο παρελθόν μου, για τις οποίες έχω μετανιώσει πικρά και που θα ήθελα να επιστρέψω πίσω στο χρόνο και να τις αλλάξω πραγματικά. Για παράδειγμα, την ομαδική και στυγερή δολοφονία –μέσω λιθοβολισμού– μιας μεγάλης χελώνας στο δάσος, όταν ήμουν δέκα χρονών· το πράσινο αυτοκινητάκι που έκλεψα στα οκτώ μου από τον ξάδερφό μου, τον Χρήστο, που ο άμοιρος το έψαχνε απελπισμένα για μήνες· το σπάσιμο μιας τζαμαρίας ζαχαροπλαστείου στη Νεάπολη, έπειτα από ένα αισχρό μεθύσι με τεκίλα, όταν ήμουν στα δέκα εφτά· την σβουριχτή σφαλιάρα που έριξα στον φίλο μου τον Γιάννη στην τρίτη γυμνασίου, γιατί γουστάραμε το ίδιο κορίτσι της τάξης· το πρώτο τσιγάρο που έκλεψα από το πακέτο του πατέρα μου, μόλις στα δέκα τρία μου, και στάθηκε η αιτία που καπνίζω μανιωδώς μέχρι και σήμερα· τη γροθιά στο μάτι που έριξα σ’ έναν άγνωστο τύπο στο Μπερλίν, ο οποίος καμάκωνε τη Μαίρη, την πρώτη μου κοπέλα, κι έπειτα πληροφορήθηκα ότι τον μεταφέρανε στην εντατική· την παθολογική ζήλια απέναντι στη Μαίρη –την μοναδική γυναίκα που ερωτεύτηκα τόσο βαθιά στη ζωή μου–αναγκάζοντάς την να με εγκαταλείψει λόγω της ασφυκτικής συμπεριφοράς μου· το επιπόλαιο φλερτ με την Καλυψώ, όταν ακόμη ήμουν αρραβωνιασμένος με την Νάντια· οι καυγάδες και οι ξυλοδαρμοί με διάφορους οπαδούς αντίπαλων ομάδων· νταηλίκια· μικροκλοπές· τσαμπουκάδες και απερίσκεπτες επιδείξεις δύναμης υπό την επήρεια αλκοόλ, και το χειρότερο… ο μεγάλος τσακωμός με τον πατέρα μου, που στάθηκε η αιτία να πάψω κάθε επαφή μαζί του, έχοντας να τον δω ή έστω, να μιλήσω μαζί του για δέκα ολόκληρα χρόνια.

Τελικά, εκείνα που ήθελα να αλλάξω αν μπορούσα να επιστρέψω πίσω στο χρόνο, ήταν πολλά περισσότερα από δέκα ή είκοσι, όπως πίστευα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Συνειδητοποίησα ότι τα μάτια μου είχαν μουσκέψει κι έκλαιγα με λυγμούς για όλα τα παραπάνω και για άλλα, πολύ πιο σοβαρότερα, που ντρέπομαι ακόμη και να τα αναφέρω ή να τα ξαναθυμηθώ.

Το χέρι της ηλικιωμένης κυρίας χάιδεψε παρηγορητικά το κεφάλι μου πάνω από τον κόκκινο σκούφο μου, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα με χάιδευε η μητέρα μου. Παρατήρησα το πρόσωπό της με τα μουσκεμένα μου μάτια. Παρά τις άπειρες ρυτίδες, που είχαν σκάψει βαθιά το δέρμα της, απέπνεε μια ασυνήθιστη φρεσκάδα.

«Για κάθε πράξη υπάρχει και μια αντίθετη» είπε κοιτώντας με στα μάτια, ενώ το δάχτυλό της δεν έπαψε ούτε στιγμή να ζωγραφίζει νοητά οχτάρια επάνω στο μπισκότο.
«Για κάθε κακό που έχεις δημιουργήσει, υπάρχει στον κόσμο κι ένα καλό που σε περιμένει ακόμη να το πράξεις…»
Πήγα ν’ αντιδράσω στα λόγια της, που μου φάνηκαν ακαταλαβίστικα, αλλά δεν πρόλαβα γιατί εκείνη σηκώθηκε όρθια.
«Πήγαινε τώρα…» είπε γαλήνια κι εγώ σηκώθηκα με τη σειρά μου. Έκανα να φύγω, αλλά το χέρι της άρπαξε το χιτώνιο της στολής μου.
«Περίμενε! Θέλω να σου δώσω κάτι για τον κόπο σου».
Πριν προλάβω να απαντήσω ότι δεν ήταν ανάγκη, εκείνη έβγαλε από την τσέπη της μια χαρτοπετσέτα γεμάτη με ξηρούς καρπούς και την έχωσε στη χούφτα μου.
«Θέλω να πάρεις αυτά. Δεν έχω κάτι παραπάνω να σου προσφέρω. Θα σου δώσουν δύναμη στην παγωνιά» είπε πρόσχαρα. «Στο καλό και… Καλά Χριστούγεννα!»

Έφυγα από εκείνο το υπόγειο γεμάτος ενοχές που προκλήθηκαν από την αναπόληση του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα, πλημμυρισμένος από την ύστατη ανάγκη να ξελαφρώσω την ψυχή μου.

Η χιονόπτωση είχε πάψει και η ώρα κόντευε έντεκα. Καθώς οδηγούσα δυτικά, κατευθυνόμενος προς την Πολίχνη, προετοιμασμένος να ακούσω τα εξ αμάξης και να υποστώ κάθε συνέπεια της απερισκεψίας μου, ένιωσα τα κρύο να τρυπάει τις πατούσες μου και το στομάχι μου να γουργουρίζει. Θυμήθηκα εκείνο το μείγμα καρπών που είχα βάλει στην τσέπη και άρχισα να καταβροχθίζω τις σταφίδες, τα στραγάλια, τα δαμάσκηνα και τα φουντούκια.

Ξαφνικά, δάγκωσα κάτι τόσο σκληρό, που κόντεψα να σπάσω δύο τραπεζίτες. Έβγαλα αλάρμ και έκανα στην άκρη, βλαστημώντας την τύχη εκείνης της νύχτας και στολίζοντας ταυτόχρονα με όμορφα επίθετα τη γριούλα που μου τους έδωσε.

Αρχικά, πίστεψα ότι επρόκειτο για κάποιο φουντούκι με το κέλυφος. Όταν το έφτυσα όμως και το εξέτασα στο φως, διαπίστωσα ότι επρόκειτο για έναν ημιδιαφανή κίτρινο βόλο, λειασμένο σαν βότσαλο από τα μυριάδες κύματα, και κομμένο ομοιόμορφα. Ήταν μια ελλειψοειδής χάντρα με μια τρύπα στη μέση. Έμεινα να την παρατηρώ συγκλονισμένος, γιατί κάτι μου θύμιζε, αλλά δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς.

Λες και με χτύπησε κεραυνός, κατέβηκα από το φορτηγό και άνοιξα τις πίσω πόρτες. Άρχισα να εξερευνώ με τον φακό του κινητού την καρότσα και σε δύο λεπτά, βρέθηκα να σφίγγω στη χούφτα μου ακόμη δύο πανομοιότυπες χάντρες κι ένα ζευγάρι πλαστικά γυαλιά Άι Βασίλη, ίδια με τα δικά μου. Είχα αρχίσει να μπαίνω στο νόημα.

Επέστρεψα στην Λαμπράκη, εκεί που είχα παρκάρει την πρώτη φορά. Ευτυχώς, το χιόνι δεν είχε πιάσει στο πεζοδρόμιο, γιατί το είχαν ποδοπατήσει εκατοντάδες πεζοί. Άναψα τον φακό μου και ψαχούλεψα σαν χρυσοθήρας ανάμεσα στις λάσπες. Ανακάλυψα ακόμη τρεις κεχριμπαρένιους βόλους, παρόμοιους μ’ εκείνους που είχα στην τσέπη μου.

Τώρα πια γνώριζα τα πάντα: για ποιον λόγο με κάλεσε η σέξι αγιοβασιλίτσα στα ενδότερα και γιατί με καθυστέρησε ένα ολόκληρο δεκάλεπτο όταν αρνήθηκα να ενδώσω στον πειρασμό και να χαροποιήσω τον Αρμάνδο. Τώρα πια δεν λυπόμουν εκείνον τον «συνάδελφο» Άι Βασίλη, γιατί, απλά, γνώριζα ποιος ήταν. Είχε προλάβει να την κοπανήσει την τελευταία στιγμή, λίγο πριν βγω από την πολυκατοικία της γλυκιάς μανούλας.

Έπειτα, έκανα μια γύρα στην περιοχή και δεν άργησα να ανακαλύψω το θαλασσί BMW με τις βουλγάρικες πινακίδες, παρκαρισμένο δύο στενά παραπάνω, όπως ακριβώς το περίμενα. Επέστεψα πίσω και χτύπησα το κουδούνι της ξανθιάς. Έπειτα από ένα λεπτό ακούστηκε η ενοχλημένη της φωνή: «Ποιος είναι;»

Άλλαξα τη φωνή μου, προσθέτοντας ένα χρώμα άγχους.

«Συγνώμη για την ενόχληση. Αν έχετε ένα γαλάζιο Μπε Εμ Βε με ξένες πινακίδες, δύο στενά παραπάνω, ελάτε γρήγορα! Σας το έχουν τρακάρει!» είπα κι έφυγα σαν σφαίρα για να πάω και να κρυφτώ πίσω από το αυτοκίνητο του προϊσταμένου.

Το κόλπο έπιασε, καθώς τον είδα να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μου έπειτα από πέντε λεπτά. Πριν προλάβει να πλησιάσει στο ένα μέτρο, πετάχτηκα σαν ελατήριο και τον γράπωσα από τον γιακά του μπουφάν και από τη ζώνη του παντελονιού του. Τον σήκωσα κυριολεκτικά στον αέρα, ακριβώς επάνω από το κεφάλι μου, ακούγοντας την παραλλαγμένη φωνή του Χρήστου Ιακώβου να ηχεί σαν ηλεκτρικός βόμβος στα τύμπανά μου: «Κάτσε κάτω από τον προϊστάμενο!».

Ε, λοιπόν, κάθισα κάτω από την ζωντανή μπάρα. Ήταν πολύ ελαφρύς, γύρω στα εξήντα κιλά, κι εγώ τον βαστούσα στον παγωμένο αέρα για ένα ολόκληρο λεπτό, καθώς σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω από το νερό, κουνώντας ατάκτως τα χέρια και τα πόδια του. Κατάλαβα ότι η στενή στολή μου είχε σκιστεί εντελώς από το τέντωμα.

Όταν τον κατέβασα και τον άφησα στο έδαφος, παρατήρησα ότι το πρόσωπό του, που τώρα κάτι μου θύμιζε, ήταν πιο κόκκινο κι απ’ την κουρελιασμένη στολή μου. Με κοιτούσε λες και έβλεπε τον ίδιο τον Χάροντα.

Έκανα να τον ρωτήσω γιατί με παγίδεψε μ’ αυτόν τον τρόπο. Γιατί μου έκλεψε τα πακέτα, ντυμένος κι εκείνος σαν Άι Βασίλης, έχοντας ως συνεργάτιδα την γκόμενά του, η οποία με καθυστέρησε όση ώρα χρειαζόταν ώστε να μου αδειάσει εκείνος την καρότσα. Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Δεν χρειάστηκε όμως να μιλήσω. Μάντεψα την απάντηση, γιατί μόλις είχα θυμηθεί το πρόσωπό του, παρά το γεγονός ότι είχαν περάσει δεκαπέντε χρόνια. Ήταν ο τύπος που είχα ρίξει γροθιά στο Μπερλίν και τον είχα στείλει στην εντατική. Ο θρασύς άνθρωπος που τόλμησε να κεράσει ποτό στην Μαίρη, ενώ εκείνη συνοδευόταν από μένα. Με είχε αναγνωρίσει στην αποθήκη και, πολύ απλά, του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του.

«Πήγαινε τα κουτιά που μου έκλεψες πίσω στον Γαργαλίτσα και δεν θα σε σκοτώσω απόψε» του είπα όσο πιο σοβαρά μπορούσα, καθώς εκείνος τρέκλιζε, πασχίζοντας να βρει την ισορροπία του.

Το πρόσωπό του έγινε με μιας κατάλευκο. Ένευσε κι έπειτα κατέρρευσε σ’ ένα χιονισμένο παρτέρι ακριβώς πίσω του. Ήταν τρομοκρατημένος στο έπακρο. Ίσως να είχε κατουρηθεί, αλλά δεν είχε λιποθυμήσει. Στάθηκα από πάνω του για να δω αν ήταν καλά.

Έβαλε το τρεμάμενο χέρι του σε μια από τις τσέπες του παντελονιού του κι έβγαλε ένα παχυλό πάκο με χαρτονομίσματα. Ανασηκώθηκε ελαφρώς και αφού μέτρησε μερικά κατοστάρικα, τα έχωσε στο κολάρο της δεξιάς μου αρβύλας.

«Φύγε. Πήγαινε σπίτι σου. Θα μοιράσω εγώ τα δώρα για σένα. Δεν χρειάζεται να δουλέψεις τα υπόλοιπα βράδια. Και, σε παρακαλώ… ό,τι έγινε, ας μείνει μεταξύ μας. Σε παρακαλώ!» ικέτευσε.

«Είμαστε πάτσι» απάντησα, πετώντας του τα κλειδιά του φορτηγού στο χιόνι, δίπλα του. «Έχω παρκάρει απέναντι από το σπίτι της καλής σου» συμπλήρωσα και κατηφόρισα προς τη Λαμπράκη για να βρω ταξί.

Όση ώρα περίμενα μέχρι να σταματήσει κάποιος για να πάρει έναν άθλιο Άι Βασίλη με κόκκινα κουρέλια και κολλημένο βαμβάκι στις αρβύλες, έβγαλα το κινητό και τηλεφώνησα στον πατέρα μου, χωρίς φυσικά να περιμένω να μου απαντήσει.

«Έλα, Παύλο» είπε λες και δεν έτρεχε τίποτα. Λες και δεν είχαμε τσακωθεί ποτέ ή είχαμε μιλήσει για τελευταία φορά πριν από μισή ώρα.
«Αύριο θα έρθουμε με τη Νάντια και τα παιδιά να κάνουμε όλοι μαζί Χριστούγεννα» είπα χωρίς καμιά απολογία ή εξήγηση.
«Ωραία!» απάντησε με εμφανή χαρά. «Σήμερα αγόρασα πέντε λίτρα κόκκινο ημίγλυκο από τον Μήτσο, τον Λαγκαδιανό. Από ‘κείνο που σου άρεσε πάντα. Το θυμάσαι, ρε;»
Δάκρυσα.
«Ναι» απάντησα στεγνά, προσπαθώντας να μην ξεσπάσω σε άγρια κλάματα. «Το θυμάμαι, λέει! Καληνύχτα, μπαμπά. Τα λέμε αύριο».

Στις 27 του Δεκέμβρη, όταν άνοιξαν τα καταστήματα, κατάφερα να αγοράσω δώρα για όλη την οικογένεια. Μη φανταστείτε κάστρα και μπαρμπαρέλες. Όχι…

Για τον Μίμη και την Ρουλίτσα μου, αγόρασα ένα ζευγάρι μεγάλες, ρωσικές χελώνες, τις οποίες έχουμε σκοπό να εκτρέφουμε στην αυλή των παππούδων τους, με σκοπό να γεμίσουμε το κοντινότερο δασάκι με τα χελωνάκια που θα φέρουν στον κόσμο. Η Νάντια, αντί για τσάντα και ρολόι, απέκτησε ένα αστραφτερό μονόπετρο που της το χρωστούσα από την εποχή του γάμου μας.

Έπειτα, άρχισα τα τηλέφωνα. Πολλά τηλέφωνα. Πήρα στον συμμαθητή μου τον Γιάννη (που του είχα ρίξει τη σφαλιάρα στο γυμνάσιο) κι έπειτα από μια τεράστια απολογία, που κράτησε σχεδόν μια ώρα, κανόνισα να του κάνω το τραπέζι οικογενειακώς, σε ακριβό εστιατόριο.

Αγόρασα, επίσης, δύο ακριβά ζευγάρια παπουτσιών ποδοσφαίρου για τα παιδιά του ξαδέρφου μου, του Χρήστου (που του είχα κλέψει το αυτοκινητάκι στο δημοτικό) όταν έμαθα ότι τα αγόρια του αρίστευαν στο ποδόσφαιρο και ότι ο ίδιος τα έβγαζε δύσκολα πέρα.

Έπειτα, πήρα τηλέφωνο στο ζαχαροπλαστείο της Νεάπολης (υπήρχε ακόμη) που του είχα σπάσει τη βιτρίνα και έκανα μια τεράστια παραγγελία μελομακάρονων και κουραμπιέδων, που τους χάρισα στο συσσίτιο απόρων Ερυθρού Σταυρού Νεαπόλεως.

Και δεν ήταν μόνο αυτά που έκανα. Ταπεινώθηκα. Ζήτησα συγνώμη και προσπάθησα να βοηθήσω όποιον έχω πληγώσει.

Την τελευταία μέρα του Δεκέμβρη, αποφάσισα να επισκεφτώ την ηλικιωμένη κυρία με τα μπισκοτένια οχτάρια, στην οδό Αγίου Βασιλείου 25, για να την ευχαριστήσω, προσφέροντάς της ένα κουτί με φρέσκες πάστες. Όταν όμως πήγα να χτυπήσω το κουδούνι, διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε κάποιο με το όνομα ΔΩΡΑ. Στεκόμουν άναυδος επί πέντε λεπτά, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας όλα τα ονόματα.

Έδωσα μια σπρωξιά και μπήκα στην πολυκατοικία. Όταν όμως κατέβηκα στο υπόγειο, κόντεψα να λιποθυμήσω. Στη θέση της πόρτας της γριούλας υπήρχε ένα ευρύχωρο λεβητοστάσιο, κατάμεστο με σωλήνες, κυκλοφορητές και ντεπόζιτα. Και το πιο απίστευτο ήταν ότι ανάμεσα σε όλα αυτά, δίπλα σ’ έναν αναμμένο λέβητα που μούγκριζε, ανακάλυψα το κουτί με το νούμερο 25 ανέγγιχτο, αμπαλαρισμένο με το κόκκινο περιτύλιγμα του Γαργαλίτσα.

Ανέβηκα στο πεζοδρόμιο, με το κουτί νο. 25 στα χέρια, τρεκλίζοντας, σαν μεθυσμένος από την ταραχή μου. Πραγματικά, η συνάντηση με την κυρία Δώρα Φατνή ήταν το πιο παράξενο περιστατικό που συνέβη στη ζωή μου.

Με συνέφερε το κουδούνισμα του κινητού μου. Ήταν ο προϊστάμενος από τον Γαργαλίτσα. Του χρωστούσα κι εκείνου μια μεγάλη συγνώμη κι ένα ευχαριστώ, αλλά δεν πρόλαβα να του τα εκφράσω. Με ρώτησε αν δεχόμουν μια μόνιμη θέση διανομέα στην εταιρία. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά γιατί αυτό σήμαινε τέλος στα ευκαιριακά μεροκάματα και το καθημερινό άγχος της επιβίωσης.

Μια παρέα έξι παιδιών Ρομά τραγουδούσε στο πεζοδρόμιο το «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά» με ακορντεόν και τουμπελέκι. Τους χάρισα το τεράστιο παιχνίδι του Γαργαλίτσα μαζί με τις πάστες κι έμειναν να με κοιτούν με ανοιχτό το στόμα καθώς απομακρυνόμουν αναπηδώντας ρυθμικά, μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, όπως ακριβώς ένα αγόρι στην ηλικία τους.

Ο μοναδικός άνθρωπος που είχα ξεχάσει να ζητήσω συγνώμη ήταν ο εαυτός μου. Για την ακρίβεια, οι πνεύμονές μου. Και δεν παρέλειψα να το κάνω τη στιγμή που τσαλάκωσα και πέταξα το πακέτο τσιγάρων στα σκουπίδια, υποσχόμενος να μην τους ταλαιπωρήσω ξανά στη ζωή μου.  

«Καλή χρονιά, Παυλάρα μου» μονολόγησα, «Καλή αρχή, αγόρι μου…»