Γιατί μου αρέσει το Lord of the Rings και όχι το Twilight;

Γιατί μου αρέσει το Lord of the Rings και όχι το Twilight;

Σας έχει τύχει ποτέ να αναρωτηθείτε κάτι τόσο απλό, στο οποίο η πρώτη -προσωπική κι ενστικτώδης- απάντηση δε κατάφερε να σας ικανοποιήσει; Εμένα, ναι! Δυστυχώς περισσότερες φορές απ’ όσο θα ήθελα. Μια τέτοια ερώτηση είναι κι αυτή που αναγράφεται στον τίτλο του άρθρου.

Γιατί μου αρέσει το Lord of the Rings (LotR) και όχι το Twilight;

Σίγουρα τα κόσκινα του γούστου έχουν συγκεκριμένα καλούπια για τον καθένα μας, επιτρέποντας σε διαφορετικά ερεθίσματα να περάσουν απ’ τις τρύπες τους και να γαργαλήσουν τις ευαισθησίες μας. Αυτό μπορεί να το καταλάβει ο καθένας και λογικά κάπου εκεί πρέπει να κρύβεται και η λύση.

Ωραία! Έλυσα τον γρίφο, λοιπόν. Μου αρέσει το LotR γιατί καταφέρνει να αγγίξει τη ψυχή μου, με τρόπο που το Twilight δε δύναται να το κάνει. Να μια απάντηση. Απάντηση προσωπική η οποία δε χωρά περαιτέρω συζήτηση.

Ή μήπως δεν είναι έτσι; Ίσως, αν σκάψω το θέμα λιγάκι πιο βαθιά, καταφέρω να βρω μια πιο αντικειμενική απάντηση. Αυτό τουλάχιστον σκέφτηκα εγώ και λίγο αργότερα αποφάσισα να το κάνω.

Τι το ήθελα; Νομίζω πως από το πρώτο κιόλας χτύπημα της αξίνας, ανακάλυψα την ύπαρξη μιας υποεπιφανειακής τρύπας, που οι γνώσεις μου ωχριούν και δε θα μπορέσουν ποτέ τους να εξερευνήσουν την ολότητά της. Θα καταφέρω, άραγε, να κοιτάξω ξανά τα βιβλία με τον ίδιο τρόπο; Ή αυτά που βίωσα κατά τη παραμονή μου στο χαώδες λαγούμι των λογοτεχνικών όρων, έχουν ήδη καταφέρει να με αλλάξουν ανεπανόρθωτα;

Ωστόσο, θα πρέπει να πιάσω τα πράγματα από την αρχή, αν θέλω να ευελπιστώ πως θα παρασύρω κι εσένα μαζί μου σ’ αυτό το ταξίδι κι εν τέλει στην ανακάλυψη -των πάντων και του τίποτα-.

Το ρολόι γυρνά δεκάξι χρόνια πίσω. Είναι νωρίς το απόγευμα του καλοκαιριού και βρισκόμαστε σ’ ένα από τα ροκ καφέ του κέντρου της Λάρισας. Η παρέα πολυπληθής κι όλοι μας προσποιούμαστε πως το γεμάτο ως το χείλος με παγάκια ποτήρι του φραπέ, έχει τη δύναμη να μας δροσίσει. Τότε είναι που ο DJ/playlist, αποφασίζει πως ήρθε η ώρα ν’ ακουστεί από τα ηχεία του μαγαζιού μία από τις μπαλάντες των Blind Guardian:

“...There are signs on the Ring 
Which make me feel so down
…”

Και η συζήτηση φουντώνει!

«Αυτό είναι βιβλίο, όχι αυτό το σκουπίδι που διαβάζετε εσείς!» ξεμπροστιάζει κάποιος την Δείνα, τη Τάδε και τον Χι, χαρακτηρίζοντας με διόλου κοσμητικά επίθετα τη σειρά βιβλίων φαντασίας Twilight, που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε.

Όσο για εμένα; Συμφωνώ μαζί του! Κι όχι μόνο συμφωνώ, αλλά και -δίχως καν να έχω διαβάσει ακόμη κάποιο από τα βιβλία της σειράς- παίρνω μέρος στην επίθεση. Οι «αντίπαλοί» μας αμύνονται σθεναρά και σύντομα αντεπιτίθενται. Το LotR δεν κατάφερε να περάσει από τα δικά τους κόσκινα, άλλωστε.

Λίγο αργότερα, έχοντας ανταλλάξει μύριες προσβολές κι έχοντας σκουντουφλήσει μπόλικες φορές στον τοίχο της πιθανής εκεχειρίας, αποφασίζουμε να συνεχίζουμε το απόγευμά μας, όντας ακόμη παρέα και δίχως περαιτέρω δράμα. Τα μόνα δάκρυα που κύλησαν εκείνο το απόγευμα, ήταν εκείνα που σχηματίστηκαν εξωτερικά στα ποτήρια του φραπέ. Από την άλλη, τα χαμόγελα και οι καυστικές -αλλά θέλω να πιστεύω καλοπροαίρετες- προσβολές, συνεχίστηκαν ως το ξημέρωμα, στο λόφο του φρουρίου με τη μπύρα να παίρνει τη σκυτάλη από το φραπέ.


Art by Gus Hunter

Πέρασε καιρός από εκείνη την ημέρα. Πλέον βρίσκομαι σε μια άλλη συζήτηση. Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι ρόλοι έχουν αλλάξει κι αναγκάζομαι εγώ να αμυνθώ.

«Τι διαβάζεις;» με ρώτησε μια από τις συμφοιτήτριές μου κατά τη διάρκεια ενός κενού.

«Το LotR» απάντησα γεμάτος χαρά, μόνο και μόνο για να δω το πρόσωπο αυτής κι ακόμη μιας εν δυνάμει μελλοντικής συναδέλφου ν’ αλλοιώνονται μειδιώντας. «Διαβάζω αποσπάσματα για να το κρατώ φρέσκο…» συνέχισα τη φράση μου νοητικά, αδυνατώντας να τη ξεστομίσω.

«Τίποτα σοβαρό δε διαβάζεις; Συνέχεια παραμυθάκια;» απάντησαν και οι δυο, σχεδόν με μια φωνή. Η αντιδικία, όπως μπορείτε να καταλάβετε, φούντωσε ταχύτατα και με μεγάλη μου χαρά αντιλήφθηκα, ότι σύντομα τα μέτωπα ήτανε τρία.

Αν δε με απατά η μνήμη μου, η μία λάτρευε -ή έτσι έλεγε- τον Ντοστογιέφσκι, κρίνοντας το σύνολο της λογοτεχνίας με βάση αυτόν, ενώ η άλλη ήτανε φανατική της λογοτεχνικής γενιάς της Ελλάδας.

Εκείνη την ημέρα ήταν που άκουσα και για πρώτη φορά των όρο «Παραλογοτεχνία», που, όμως, θα έμενε θαμμένος για χρόνια στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Φυσικά, άκρη δε βγάλαμε και η κουβέντα έληξε όταν έφτασε η ώρα να επιστρέψουμε σε κάποιο από τα εργαστήρια. Σε ανάλογα αδιέξοδα με οδήγησαν και όσες αντίστοιχες κουβέντες έχω από τότε συμμετάσχει.

Μονάχα μια κατέληγε να είναι πάντα η απάντηση! Προσωπικά γούστα.

Κάπως έτσι, ερχόμαστε στο σήμερα, που εναποθέτω αυτές τις γραμμές. Κάπως έτσι, έχω ήδη ανοίξει με την αξίνα μου εκείνη την απύθμενη τρύπα, που σας ανέφερα νωρίτερα, και πλέον έφτασε η ώρα να σας πάρω μαζί μου στο ταξίδι της εξερεύνησης. Στη τελική, για να βρίσκεστε εδώ, φαντάζομαι πως θα θέλετε κι εσείς ένα ισχυρό όπλο, απέναντι σε όσους χαρακτηρίζουν τα έργα της λογοτεχνίας του φανταστικού, ως «παραλογοτεχνία».

Έτσι, «Παραλογοτεχνία» είχε χαρακτηρίσει εκείνη η εκνευριστική συμφοιτήτριά μου το LotR, αρχινώντας άθελά της μια κατολίσθηση, που με έκανε έπειτα από χρόνια να ξεκινήσω αυτή την αναζήτηση. Άλλωστε, κατά κάποιο τρόπο, ακόμη κι αν δε γνώριζα πρώτιστα τον χαρακτηρισμό, κάπως έτσι είχα χαρακτηρίσει κι εγώ το Twilight νωρίτερα. Αν θέλω να καμώνομαι τον δίκαιο, οφείλω να ψάξω την αλήθεια λιγάκι παραπάνω.

Δυστυχώς, όμως, την πάτησα. Με εξαίρεση μία τοποθέτηση που θα αναφέρω παρακάτω, δε μπόρεσα να βρω καμία -σχετικά- ικανοποιητική απάντηση, για το τι είναι η Παραλογοτεχνία. Έφτασα να ψάχνω μέχρι και στο σχολικό βιβλίο (Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων. Ο.Ε.Δ.Β. ISBN 960-06-0795-8)!

«Για να ορίσουμε το όρο “παραλογοτεχνία” απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουμε δώσει σαφή και οριστική απάντηση στο ερώτημα τι είναι λογοτεχνία – πράγμα που μέχρι στιγμής δεν έχει σταθεί δυνατό» αναφέρεται στο σχολικό εγχειρίδιο, κάνοντάς με να τραβώ τα μαλλιά μου! Γυρνώ λίγες σελίδες βιαστικά, ψάχνοντας τον όρο «Λογοτεχνία»! Δε μπορεί, κάποιο λάθος θα έχει γίνει. ΤΟ ΒΡΗΚΑ! Τέσσερις πυκνογραμμένες σελίδες αναλύουν τον όρο! Τις διαβάζω. Τις διαβάζω και μια δεύτερη φορά και μετά μία τρίτη. Ακόμα δε μπορώ να δώσω στη «Λογοτεχνία» ένα στεγανό ορισμό, που να έχει τη δυνατότητα ν’ αντέξει στο χρόνο και στην εξέλιξη των κοινωνιών.

Δε τα παρατάω! 2024 έχουμε, υπάρχει το internet! «Λογοτεχνικότητα» γράφω στη μηχανή αναζήτησης, μόνο και μόνο για να σπαταλήσω ένα μεγάλο μέρος των γιορτών κυνηγώντας Χίμαιρες.

«Λογοτεχνικότητα είναι η ιδιαίτερη εκείνη συνθήκη που καθιστά ένα κείμενο λογοτεχνικό. Μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί ικανοποιητικός ορισμός της, αφού, όπως διαπιστώνει ο Frye, “δεν διαθέτουμε αληθινά κριτήρια για να διακρίνουμε μια λογοτεχνική γλωσσική δομή από μία μη λογοτεχνική”»

Αυτό συνάντησα σε ένα από τα πρώτα συγγράμματα που βρήκα εκεί. Έψαξα περισσότερο, όμως, έχοντας τα ίδια αποτελέσματα. Τίποτα νέο. Καμιά στερεή απάντηση.

Ηττημένος γύρισα έπειτα από μέρες ξανά στο Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων και βρήκα μια υποσημείωση, που κατάφερε να μου δώσει μια απάντηση, ως ένα βαθμό, ικανοποιητική.

Την άποψη του καθηγητή Γιώργου Βελουδή (7 Απριλίου 1935 - 21 Μαρτίου 2014) που εξέτασε τη παραλογοτεχνία από μαρξιστική σκοπιά. Σύμφωνα με τον ίδιο η παραλογοτεχνία είναι έννοια κυρίως κοινωνιολογικής και αξιολογικής φύσεως. Η ύπαρξή της οφείλεται στη πολιτισμική διχοτόμηση που έχει προκαλέσει η καπιταλιστική κοινωνία της αγοράς, εμπορευματοποιώντας λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά προϊόντα. Δημιουργείται έτσι μια υψηλή και σοβαρή λογοτεχνία που απευθύνεται στις ανώτερες τάξεις και μια ελαφριά και ψυχαγωγική για τις μάζες. (Διάταξη που σύμφωνα με τον ίδιο υπήρξε αρκετά εμφανής στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία).

Στην υποσημείωση αναφέρεται, επίσης, πως η άποψη του Βελουδή έχει αρκετά σωστά στοιχεία, π.χ. τη σύνδεση της παραλογοτεχνίας με το φαινόμενο της «μαζικής κουλτούρας». Ωστόσο, το πρόβλημά της είναι ότι πολύ συχνά οι λεγόμενες ανώτερες τάξεις διαβάζουν παραλογοτεχνία στον ίδιο βαθμό με τις λαϊκές.


Γιώργος Βελουδής

Έχοντας τα παραπάνω ως γνώμονα, συνέχισα και λίγο παραπέρα την, μασκαρεμένη σε έρευνα, αναζήτησή μου. Τελικά, η λογοτεχνία (Nαι, αυτή που δε μπορούμε στεγανά να ορίσουμε! Κάντε λίγο υπομονή...) αντλεί πολλές φορές έμπνευση από την παραλογοτεχνία (Μη λέω τα ίδια με παραπάνω) γεγονός που γίνεται συχνά στις τέχνες, βοηθώντας και εξωθώντας την ίδια την τέχνη προς τα εμπρός.

Κάπου εδώ, ένιωσα πως το κεφάλι μου πάει να σπάει. Δυστυχώς, όχι μόνο από την ανάγκη για κατανόηση των όσων έχω ανακαλύψει, αλλά κυρίως από τη σκέψη πως σύντομα θα έπρεπε να τα βάλω στο χαρτί και να τα μοιραστώ μαζί σας.

Κάπως έτσι έφτασα να γράφω και τις τελευταίες γραμμές αυτού του άρθρου.

Ασχολήθηκα με oρισμούς, επί ορισμών, με μη στεγανά όρια. Ορισμούς, που απ’ ότι φαίνεται μεταλλάσσονται συνεχώς ανάλογα το κοινωνικό ή το ιστορικό πλαίσιο. Και το ταξίδι μέσα στη βαθιά σπηλιά, πρέπει σύντομα -έστω και για την ώρα- να λήξει. Βέβαια, η επιφανειακή γνώση που κατάφερα να χαϊδέψω, αδυνατεί να με βοηθήσει ώστε να δώσω μια ικανοποιητική απάντηση στο αρχικό μου ερώτημα.

Γιατί μου αρέσει το Lord of the Rings και όχι το Twilight;

Θα μπορούσε, τελικά, η σωστή απάντηση να κρύβεται μονάχα στην απλότητα των προσωπικών προτιμήσεων; Μάλλον, ναι. Ή τουλάχιστον, σίγουρα δεν είναι εύκολο να κρίνουμε αντικειμενικά/επιστημονικά το αν ένα συγγραφικό πόνημα είναι λογοτεχνικό ή παράλογοτεχνικό. Μοναδική εξαίρεση ο ορισμός του καθηγητή Βελουδή.

Φτάνοντας, όμως, στο τέλος, θα πω μονάχα το εξής. Την επόμενη φορά που θα θελήσει κάποιος από εμάς να μειώσει την αξία ενός συγγραφικού έργου, ας έχει γνώση ότι ο λόγος του κουβαλά μονάχα την αξία της προσωπικής του άποψης και τίποτα παραπάνω. Θα ήθελα να έβλεπα το πρόσωπό μου, αν ταξίδευα δεκάξι χρόνια πίσω σ’ εκείνο το ροκ καφέ κι έλεγα όλα τα παραπάνω στον νεαρό εαυτό μου. Όσο το σκέφτομαι καλύτερα, βέβαια, πιστεύω πως απλά θα με εξύβριζε ευφάνταστα και θα συνέχιζε τη μέρα του ισχυριζόμενος ότι το LotR είναι καλύτερο από το Twilight. Και ξέρετε κάτι; Νομίζω πως ο νεαρός έχει δίκιο...