“Το κυνήγι του ερπετόμορφου τρόμου”

“Το κυνήγι του ερπετόμορφου τρόμου”

"Αθανασία είναι η κατάσταση ενός νεκρού που δεν πιστεύει ότι είναι νεκρός"
- H.L. Mencken -

"Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στο μυαλό σου. Σε ό,τι δίνεις δύναμη, αυτό σε εξουσιάζει"

 

"Που είναι τα φοβερά μυστικά;" Ο Γιώργος ρώτησε τον ερημίτη Ραμνιαδά με αγωνία ανάκατη με ακράτητη περιέργεια.

"Εδώ, στο σκευοφυλάκιο του ναού Πασουπατινάθ", απάντησε διστακτικά ο επικεφαλής των ινδουιστών ασκητών, των ταγμένων στην υπηρεσία του θεού Σίβα. "Ο ναός Πασουπατινάθ είναι ο ιερότερος Ινδουιστικός ναός αφιερωμένος στον Σίβα στις όχθες του ποταμού Βαγμάτι 5 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Κοιλάδας του Κατμαντού στο Νεπάλ. Ο ναός συγκαταλέγεται στην λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Βρίσκεται χτισμένος στις όχθες του ποταμού Μπαγμάτι ο οποίος θεωρείται ιερός κατά την θρησκευτική παράδοση του Ινδουισμού. Είναι παραπόταμος του ποταμού Γάγγη. Η περιοχή χρησιμοποιόταν ως χώρος ανιμιστικής λατρείας από το 500 π.Χ. Η σημερινή μορφή του ναού χρονολογείται από ανακαίνιση που έγινε το 18ο αιώνα και έχει αρχιτεκτονική μορφή Νεβάρ - Νεπαλέζικη. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον θεό Σίβα, ο οποίος κατά την ινδουιστική παράδοση είναι ο θεός της δημιουργίας, της καταστροφής, του καλού, του κακού, της γονιμότητας και του ασκητισμού. Στο ναό υπάρχουν πολλά λινγκάμ (φαλλική αναπαράσταση του θεού Σίβα), τα οποία οι πιστοί δείχνουν την λατρεία τους, βάζοντας επάνω σε αυτά βούτυρο, γιαούρτι, γάλα, μέλι και ζάχαρη. Ο θεός Σίβα αναπαριστάται με 1008 μορφές, αλλά στο ναό αυτό λατρεύεται με την μορφή "Πασουπατινάθ". Η αναπαράσταση του Σίβα ως "Πασουπατινάθ" θεωρείται αρχηγός όλων των θηρίων και προστάτης του Νεπάλ. Θέλετε κι άλλες τέτοιες πληροφορίες, κ. Γιώργο;"

Κατόπιν του έτεινε το ίδιο απρόθυμα ένα σκουριασμένο κλειδί κι έγνεψε προς τη γωνία του κελιού και μια στενή πόρτα, που έμοιαζε να οδηγεί σε αποθήκη για άμφια, δισκοπότηρα ή κάτι τέτοιο.

"Πάμε κάτω", είπε ο Γιώργος στρεφόμενος στα υπόλοιπα μέλη της μικρής εξερευνητικής ομάδας.

Η χαμηλή πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας μια στενή στριφογυριστή σκάλα προς τα έγκατα του ναού. Ο Γιώργος κοίταξε μέσα στην κρύπτη.

"Φρικιαστικό. Θα περάσω πρώτος καλύτερα μετά τον ασκητή"

Δίπλωσε στα δύο το τεράστιο κορμί του, οι υπόλοιποι της αποστολής έσκυψαν το κεφάλι τους κι έτσι άρχισαν την ελικοειδή κάθοδό τους στο πανάρχαιο παρελθόν. Ήταν μια κάθοδος στον τάφο, μια κάθοδος στον Άδη, με τα ξύλινα σκαλοπάτια να τρίζουν κάτω απ’ το πιεστικό βάρος της ομάδας.

Δεν υπήρχε τίποτε το κλειστοφοβικό στο χώρο κάτω απ’ τη μονή όπου τέλειωναν οι σκάλες, κάτι που να κάνει τους συντρόφους να αισθάνονται περιορισμένοι ή στριμωγμένοι. Επρόκειτο για έναν ευρύ, άδειο και γκρίζο απ’ τη σκόνη χώρο. Μια σειρά γυμνοί γλόμποι φώτιζε την τεράστια αίθουσα μ’ ένα δυνατό φως, θυμίζοντας ανάκριση. Κατέβηκαν στο σκονισμένο δάπεδο και άρχισαν να προχωρούν ανάμεσα σε τοίχους και κολόνες. Υπήρχαν τμήματα πλακόστρωτου κάτω απ’ τα πόδια τους, πήλινες σωληνώσεις και μεγάλα κομμάτια σπασμένου μαρμάρου, επάνω στο οποίο υπήρχαν επιγραφές γραμμένες σε σουμεριακή γραφή. Κίονες υψώνονταν σαν σταλαγμίτες μέσα σε σπήλαιο, για να συγκρατούν την κορυφή του κτίσματος, που ήταν το δάπεδο της  μονής ακριβώς από επάνω.

"Που βρισκόμαστε;", ρώτησε ο Γιώργος τον ερημίτη. Τέντωσε το λαιμό του για να δει, με τη σαγήνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. "Σε ποια χρονική περίοδο κτίστηκε αυτός ο υπόγειος χώρος;"

"Στα τέλη του δέκατου μ.Χ. αιώνα. Σε κάποια δημόσια αίθουσα, που διατηρήθηκε μετά την ίδρυση του ναού. Πιθανότατα εδώ συναθροίζονταν διάφοροι σοφοί απ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο και συσκέφτονταν για φλέγοντα αποκρυφιστικά θέματα ή μελετούσαν πανάρχαια χειρόγραφα. Η ομήγυρη στεκόταν εκεί, ανάμεσα στα σκόρπια αστικά ερείπια αιώνων σαν φλόγα, μια λαμπερή φλόγα μέσα στις γκρίζες μνήμες μιας αινιγματικής εποχής. Τι σκεφτόταν; Έκαναν όλα τα μέλη της τις ίδιες σκέψεις; Άραγε ένιωθαν το ρίγος, που προκαλεί η συναίσθηση του παρελθόντος, την παράξενη έξαψη της χρονικής εγγύτητας;". Αυτό υπέθεσε ο ερημίτης ότι συνέβαινε. Δε μπόρεσε να διακρίνει τίποτε παραπάνω, όταν ο Γιώργος ως αρχηγός της ομάδας στράφηκε προς το μέρος του.

"Μπορείς να τους νιώσεις;"

"Ποιους;"

"Αυτούς τους παγκόσμιους σοφούς"

"Τώρα μιλάει η μυστηριακή φύση σου;"

"Είναι μόνο μια απλή άσκηση φαντασίας"

"Αναμφίβολα χρειαζόμαστε άμεσα τη φαντασία σε αυτό το μέρος"

Η μυρωδιά· η μυρωδιά των αιώνων, νεκρή και ανάερη. Κάπου πέρα από ένα χαμηλό κράσπεδο αχνοφαινόταν ένα μωσαϊκό κάτω απ’ τη σκόνη, σαν τραύμα που μόλις διακρίνεται κάτω απ’ το πυκνό τρίχωμα ενός ζώου: το περίγραμμα ενός φιδιού που δάγκωνε την ουρά του σχηματισμένο με ψηφίδες από γκρίζο βασάλτη. Ο Γιώργος φώναξε και τους άλλους να το δουν.

"Ώρα για τη διάλεξή σου περί φιδιών", παρατήρησε με μια παράξενη έκφραση ένα απ’ τα μέλη της ομάδας, ο μεγάλος κυβερνοναύτης Χρήστος Αγγελίδης. "Εμπρός, ξεκίνα!"

"Σύμβολα, σινιάλα, συνθήματα. Ειδικά ο ουροβόρος όφις είναι απ’ τα πιο παράξενα. Το χρησιμοποιούσαν ως σημάδι αναγνώρισης απ’ τα πανάρχαια ακόμη χρόνια και συμβόλιζε την κυκλική επανάληψη της ιστορίας και του χρόνου, αλλά και την αέναη, την αδιάκοπη πορεία της σκέψης και της ζωής. Μάλιστα ένας αρχαίος θρύλος λέει ότι ο Άποφις, το Μεγάλο Ερπετό, ο Νάγκα ο Αιώνιος, κοιμάται ακόμη στα σπλάχνα της Γης και περιμένει τα άστρα να παραταχθούν στη σωστή τους θέση για ν’ αναδυθεί και να καταβροχθίσει το δημιούργημά του, τον πλανήτη. Ο Άποφις είναι γνωστός στους Έλληνες και τους Ρωμαίους ως Τυφώνας, ο οποίος είναι ο άρχοντας των ισχυρών ανέμων, που έρχονται απ’ το νότο. Ως γνωστόν, ο Καμβύσης, ο Πέρσης κατακτητής, είχε στείλει ένα στρατό πενήντα χιλιάδων αντρών στις ερημιές. Έλπιζε να λεηλατήσει τον πλούτο της Όασης του Άμμωνα, αλλά ο στρατός του δεν έφθασε ποτέ εκεί, κανένας άντρας από αυτούς δε βγήκε ποτέ ξανά απ’την έρημο. Σίγουρα ο Ηρόδοτος κάνει λάθος όταν καταγράφει ότι, ο στρατός αυτός χάθηκε σε μια μεγάλη ανεμοθύελλα. Δε φταίει η ανεμοθύελλα, αλλά ο άρχοντάς της, το χοντρό, κουλουριασμένο φίδι. Ο ερπετόμορφος αυτός Καταβροχθιστής της Γης ζούσε για αιώνες κοντά στους αφιερωμένους σε αυτόν ναούς, συμμετέχοντας στις αιμοσταγείς τελετουργίες τους. Οι ιερείς το ονόμαζαν Σάι-Ουρτ-Αμπ, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν το Πεπρωμένο που μια ημέρα θα ακινητοποιήσει τον κόσμο. Το Μεγάλο Φίδι όμως μεγάλωνε πολύ και δεν μπορούσε να παραμείνει στους ναούς, που είχαν κτιστεί για τη λατρεία του. Πήγε στην έρημο και τρύπωσε βαθιά κάτω απ’ την άμμο, μέσα στην άβυσσο της γης, συνεχίζοντας ν’ αναπτύσσεται. Επιστρέφει μόνο για να συμμετάσχει στις πιο σημαντικές τελετουργίες. Τότε οι προσκυνητές έβλεπαν τον Σάι-Ουρτ-Αμπ με απόλυτο τρόμο και μιλούσαν γι’ αυτόν με δέος στις πατρίδες τους και για το τεράστιο γκονγκ του βωμού, το οποίο είχαν κατασκευάσει οι ιερείς των ναών για να τον καλούν απ’ την έρημο".

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήχησε εκκωφαντικά μια βροντή, μια πανίσχυρη έκρηξη στον σύγχρονο επάνω κόσμο, που κάλυψε χωρίς δυσκολία την απόσταση δεκατριών αιώνων και τράνταξε τους πανάρχαιους τοίχους σαν σεισμική δόνηση. Την ίδια στιγμή έσβησαν τα φώτα, βυθίζοντας την ομήγυρη των εξερευνητών των αρχαίων κόσμων σε αβυσσαλέο σκοτάδι...

Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Πολύ προτού να ταξιδέψω στα βαθιά γηρατειά, που εξολοθρεύουν τις αναμνήσεις απ’ το μυαλό όλων των ανθρώπων, θα καταποντιστούν οι δικές μου ζοφερές θύμησες. Γι’ αυτό κι εγώ, ο Χρήστος Αγγελίδης, που θεωρούμαι γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας, σκαλώνω αυτήν εδώ την ιστορία στο χαρτί για να φανερώσω τη διαχρονική απειλή του Μεγάλου Νάγκα εναντίον του πλανήτη που κατοικούμε. Κι όταν τελειώσω, θα προσευχηθώ για τους κακόμοιρους ενοίκους της Γης. Μάλιστα, θα προσευχηθώ δύο φορές, γιατί το αντίστοιχο του Μεγάλου Νάγκα, ο μεγαλοπρεπής θεός Άνου με τα παιδιά του, τους Ανουνάκι, έρχεται απ’ το διάστημα με τον ίδιο ζοφερό σκοπό, την ολοκληρωτική καταστροφή του πλανήτη μας. Ύστερα θα παραδώσω το κείμενό μου στον ίδιο τον εκδότη του περιοδικού «ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ», στο οποίο εργάζομαι τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, με τον όρο να το δημοσιεύσει μετά το θάνατο της μνήμης μου, που δε θ’ αργήσει να έρθει. Τότε που δε θα θυμάμαι τίποτε, αλλά και δε θα με νοιάζει να θυμηθώ. Έτσι κανένας άνθρωπος να μην πληροφορηθεί για τα περιστατικά, που έζησα ενώ ακόμη θα βρίσκομαι στην αγκαλιά των πανάσχημων αναμνήσεών μου. Κι αυτό, γιατί αληθινά θα ήταν τρομερό ν’ αποκαλυφθούν τέτοια διαβολικά και φρικιαστικά γεγονότα και ν’ αντικρίσω τη σκοτεινή απόγνωση ν’ απλώνεται σαν ερπετό του ερέβους στα πρόσωπα των συνανθρώπων μου, ενώ ακόμη θα διατηρώ τη δύναμη της μνήμης. Για την ώρα μόνο εγώ έχω γνωρίσει την ακατανόμαστη πραγματικότητα, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού και στενός φίλος μου, ο φωτογράφος που έπαιρνα πάντοτε μαζί μου στις αποστολές και η ομάδα που σχημάτισα από ανθρώπους, που είχαν την ίδια ατυχή συγκυρία μ’ εμένα να έχουν παρόμοιες εμπειρίες αυτού του ερπετόμορφου εφιάλτη. Κι αυτοί όμως ορκίστηκαν να μη μιλήσουν μέχρι τον απόπλου μου απ’ τις δαιμονικές σκηνές μιας απόλυτα αλγινής περιόδου της ζωής μου.

Όπως τ’ ανακατωμένα μαλλιά της κακίας, που τα φυσά ο άνεμος της κόλασης, έτσι και η φωτιά που άναψε απ’ την σπίθα ενός τσιγάρου απρόσεκτα και ανεύθυνα πεταμένου από κάποιον προσκυνητή έλαμπε για τρεις νύχτες και τρεις ημέρες στην καρδιά του δάσους στο βορειοδυτικό άκρο της Ινδίας, σέρνοντας στο διάβα της τρόμους για συμφορές και αρρώστιες, που χτύπησαν αυτό το ιερό βουνό του Ινδουισμού. Πολύ γρήγορα φήμες για κάτι παράξενο και απαίσιο, για κάτι φρικτό και ανήκουστο, που δεν το συναντάει κανείς παρά μόνο στους σκοτεινούς θρύλους, άρχισαν να διαδίδονται ανάμεσα στους ασκητές. Κάποιοι, μάλιστα, ψιθύριζαν πως ερχόταν απ’ το ναό Πασουπατινάθ, ο οποίος βρίσκεται στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ινδίας με το Νεπάλ.

Η φρικαλέα τύχη να πρωταντικρίσει αυτόν τον εφιάλτη, έπεσε σ’ ένα νεαρό ασκητή. Είχε πάει για μια δουλειά στο πιο κοντινό χωριό, όπου και καθυστέρησε, με αποτέλεσμα στην επιστροφή να τον βρει η νύχτα. Δεν είχε φεγγάρι για να φωτίζει το δρόμο του μέσα στο δάσος. Μόνο η καυτή λάμψη της πυρκαγιάς, που χλωμή λόγω της απόστασης διαπερνούσε τα κλαδιά κι έφθανε να τον φωτίσει αμυδρά στο σκληροτράχαλο μονοπάτι, που είχε ακολουθήσει. Οι παράξενες σκιές που δημιουργούνταν απ’ τη μακρινή φωτιά, ξυπνούσαν μέσα του τον τρόμο του υπερφυσικού. Άρχισε, λοιπόν, να προχωρά πιο γρήγορα προς την κατεύθυνση του μοναστηριού.

Καθώς περνούσε ανάμεσα απ’ τα πανάρχαια δέντρα, που υψώνονταν πυκνά και αδιαπέραστα, νόμισε πως είδε φωτισμένα παράθυρα και καταχάρηκε. Ύστερα από λίγη ώρα όμως, διαπίστωσε ότι το φως αυτό ήταν πολύ πιο κοντά, κάτω από μερικά μεγάλα κλαδιά. Η κίνησή του θύμιζε το φασματικό φως, που αρκετές φορές δημιουργούν τα αέρια των βάλτων. Το χρώμα του ήταν φωσφορίζον, δηλητηριώδες πράσινο. Και τότε το αποτρόπαιο χέρι του τρόμου έσφιξε την καρδιά του νεαρού ερημίτη. Εκεί ανάμεσα στα προϊστορικά δέντρα περιτυλιγμένο μ’ ένα διαβολικό φωτοστέφανο αντίκρισε το μεγαλόπρεπο ερπετό των βιβλικών θρύλων. Προχωρούσε αντίθετα από αυτόν ερχόμενο εναντίον του, στάζοντας ανάμεσα απ’ τα τεράστια δόντια του, που είχαν δυο φορές το μέγεθος χαυλιόδοντα ελέφαντα, δηλητηριώδη σάλια ακατάσχετης πείνας. Ο κακότυχος μοναχός μόλις που κατόρθωνε να ξεχωρίζει ανάμεσα στα μπερδεμένα κλαδιά και τις απόμακρες λάμψεις της φωτιάς την εικόνα μιας αποκρουστικής όψης ενός πλάσματος, που το μέγεθός του δεν ήταν δυνατόν ούτε να το υπολογίσει. Λες και το δάσος ήταν φυτεμένο επάνω στο σώμα αυτού του φρικτού ερπετόμορφου όντος.

Ο ασκητής δεν πρόλαβε να δει τίποτε άλλο από αυτό το αλλόκοτο και τρομακτικό ερπετό, γιατί τον προσπέρασε γρήγορα, σωριάζοντάς τον κάτω με το ατελείωτο κορμί του. Έτσι όπως θ’ αναποδογύριζε ένα τάνκερ μια βαρκούλα, αν περνούσε ξυστά από αυτήν. Μισοπεθαμένος απ’ το φόβο του ο νεαρός ασκητής έφθασε με τρεμάμενα πόδια στην είσοδο του ναού και λουσμένος από κρύο ιδρώτα χτύπησε να του ανοίξουν να μπει. Ο φύλακας της πύλης, ένας καμπούρης γέρος, μετά από πέντε λεπτά άκρατης αγωνίας, τα οποία φάνηκαν στο δύστυχο μοναχό σαν ένα ολόκληρος αιώνας, του άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα, χαρίζοντάς του τη θαλπωρή της ασφάλειας.

Το επόμενο πρωί μετά τη λειτουργία του όρθρου, βρέθηκαν ματωμένα πούπουλα από πάπιες, χήνες και κύκνους που ζούσαν στη γεμάτη λωτούς και άλλα υδρόβια φυτά λιμνούλα του μαντίρ, του ινδουιστικού ναού. Την άλλη μέρα μερικά κομμάτια από μία αγελάδα στο δάσος, που ο νεαρός ασκητής διέσχισε εκείνη τη νύχτα. Το δύσμοιρο ζώο ήταν κατακρεουργημένο και το αίμα και το μεδούλι του είχαν ρουφηχτεί από μέσα του, ενώ ίχνη από οπλές ημίονου δέκα μέτρα παρακάτω έδειχναν ότι, ένα μεγαλόσωμο ζώο είχε εξαφανιστεί. Οι μοναχοί του ναού εκείνο το πρωί κοίταξαν με ευσπλαχνία τον αδελφό τους κι ευχαρίστησαν τον Σίβα για τη σωτηρία του.

Τις ημέρες που ακολούθησαν, ένα κύμα ιστοριών για εξαφανίσεις ζώων βουτηγμένες στο αίμα κατέκλυσε το πυκνό δάσος. Κι ύστερα, ξαφνικά οι σφαγές των ζώων σταμάτησαν, αλλά τότε ακριβώς τρεις επισκέπτες, δύο Γερμανοί κι ένας Έλληνας, έγιναν βορά του μεγαλειώδους φιδίσιου πλάσματος, καθώς εγκατέλειπαν τη σκήτη ενός ερημίτη. Ο άγιος αυτός άνθρωπος αντίκρισε το πιο αποτρόπαιο θέαμα της ζωής του και συνδυάζοντάς το με ό,τι φρικαλέο είχε ζήσει στο παρελθόν και για το οποίο πολύ λίγοι γνώριζαν, τυλίχτηκε με μια ανελέητη σιωπή. Χωρίς να έχει τη δυνατότητα της ομιλίας ο πατέρας Ραμνιαδά και χλωμός απ’ την αδιάκοπη νηστεία και προσευχή βυθίστηκε μέσα στο τρομαγμένο εγώ του και σιγά αλλά σταθερά έσβησε, όπως το κερί που ανάβει ένας ταλαιπωρημένος προσκυνητής στο μανουάλι κάποιου ξεχασμένου ξωκκλησιού.

Το καλοκαίρι πέρασε με νύχτες φρίκης κάτω απ’ την απελπισμένη λάμψη του φεγγαριού. Μοναχοί, ξυλοκόποι και τουρίστες σκοτώθηκαν απ’ το τρομακτικό ερπετό, που σερνόταν μέσα στο σκοτάδι, φωσφορίζοντας και αλλάζοντας χρώματα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας όμως εξαφανιζόταν. Φώλιαζε πιθανότατα στα έγκατα της κούφιας γης, όπου παρέμενε πάντα σιωπηλό, χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο.

Κόντευε πια να μπει το φθινόπωρο. Τα πρώτα κίτρινα φύλλα έπεφταν στο χώμα, επιζητώντας να καλύψουν τις σκηνές κόλασης, που διαδραματίζονταν ασταμάτητα επάνω του. Οι διαδόσεις τους έφθαναν μέχρι τα αυτιά μου. Επειδή εντρυφούσα, μελετώντας θέματα θρησκειολογίας, μεταφυσικής και αποκρυφισμού κι έψαχνα πάντα για το μυστήριο και το παράξενο, όλα αυτά που μάθαινα για το μεγαλόπρεπο ερπετό, μου κίνησαν το ενδιαφέρον. Θέλησα, λοιπόν, να μπω στον εφιαλτικό κόσμο του, να εισβάλω σε αυτόν. Έτσι, λοιπόν, άρχισα ν’ αναζητώ στοιχεία για τον Μεγάλο Όφι. Διψούσα να πληροφορηθώ περί της καταγωγής του. Ποιες ήταν άραγε οι ιδιομορφίες του; Ποιες ακριβώς ήταν οι τελετές, που συνέθεταν την πανάρχαια λατρεία του, την Οφιολατρεία; Κάπου διάβασα ότι, λατρεύουν ακόμη σε πολλές περιοχές της Γης το πνεύμα του και την ανυπέρβλητη δύναμή του και οι απόγονοί του, τα γνωστά είδη ερπετών θεωρούνται και αυτά ιερά. Συγκέντρωσα όσο περισσότερο υλικό μου ήταν δυνατόν και προσπάθησα κατόπιν να βάλω τις γνώσεις μου σε μια τάξη, σε μια σειρά, καταγράφοντας αυτές με κάθε λεπτομέρεια. Εκείνα τα πράγματα που έμαθα με γέμισαν με ανείπωτη φρίκη, αφού σχετίζονταν με τις πιο απόκρυφες πτυχές της δημιουργίας του ίδιου του πλανήτη Γη, επάνω στον οποίο σαν μικρόβια αναπτυσσόμαστε εμείς οι άνθρωποι ραγδαία και αμετανόητα, καθώς και για τη δημιουργία του σύμπαντος και του χάους.

Όλα αυτά που έμαθα με απασχολούσαν αφάνταστα, ενώ περίμενα ότι κάποιοι θα μου ζητούσαν να τους συμπαρασταθώ σ’ έναν οδυνηρό πόλεμο κατά του τέρατος.

Έτσι μετά το θάνατο άλλων πέντε προσκυνητών μου ήρθε μια συννεφιασμένη, μελαγχολική ημέρα ένα γράμμα εκ μέρους της ομάδας μερικών παράτολμων ανθρώπων. Μου ζητούσαν χωρίς πολλά λόγια τη συμβουλή μου και τη βοήθειά μου για την εξόντωση του μεγαλόπρεπου ερπετού. Μου έγραφαν ακόμη πως με γνωρίζουν, εξαιτίας της παγκόσμιας φήμης, που διαθέτω ως συγγραφέας μυστήριων και παράξενων θεμάτων και ότι η ενεργός συμμετοχή μου σ’ έναν πόλεμο εναντίον του αποτρόπαιου ερπετού θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη απ’ το να τους ενημερώσω σχετικά με αυτό το τέρας με κάποια επιστολή μου.

Συναντηθήκαμε στο ναό Πασουπατινάθ και αφού αγκαλιαστήκαμε και ακουμπήσαμε τα μέτωπά μας σε μιαν ένδειξη φιλίας και αλληλεγγύης ξεκινήσαμε για το άλλο μοναστήρι στην Βορειοδυτική Ινδία, όπου ο Μεγάλος Νάγκα λυμαινόταν την περιοχή, ενώ βαριά σύννεφα απλώνονταν σα νυφιάτικο σεντόνι ακριβώς από επάνω μας. Οι σύντροφοί μου ήταν μυώδεις και δοκιμασμένοι πολέμαρχοι, σε μάχες της ζωής που απαιτούσαν ψυχραιμία και θάρρος και πάνω απ’ όλα είχαν έρθει αντιμέτωποι με τον Μεγάλο Νάγκα. Επικεφαλής ήμουν εγώ. Οι σύντροφοί μου δεν ήταν καθόλου φλύαροι, αλλά συνέχεια μου έθεταν ερωτήσεις σχετικά με αυτό το δαιμονικό κακό, που είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε. Σίγουρα αυτό ήταν κάτι που με ικανοποίησε, γιατί κατάλαβα πως θα κρατούσαν μια διακριτική σιωπή για όλα εκείνα, που επρόκειτο να δούμε και να μάθουμε στο μαντίρ. Με δύο τζιπ φθάσαμε όσο πιο κοντά στο ναό μπορούσαμε και μετά προχωρήσαμε με τα πόδια σχετικά γρήγορα, καθώς ο ήλιος έδυε, φορώντας τον πορφυρό μανδύα του. Σύντομα το σκοτάδι άρχισε να πλέκει τα δίχτυα του μέσα στα φυλλώματα, κλείνοντάς μας από παντού, όπως οι μεταξοσκώληκες φυλακίζονται στο κουκούλι τους. Βουλιάζαμε όλο και βαθύτερα μέσα στο αγνό δάσος της βουνοπλαγιάς, που και αυτό άγρια βεβηλώθηκε απ’ τη φωτιά και απ’ τον ερπετικό εφιάλτη. Ένα ρίγος σερνόταν στη ραχοκοκαλιά μας, ξέροντας τι βρισκόταν μπροστά μας μέσα στο σκοτάδι και πέρα απ’ τους καμένους κορμούς των δέντρων.

Φθάσαμε στην παγόδα, χωρίς καμιά στάση και χωρίς, ευτυχώς, να μας συμβεί κανένα κακό. Το φεγγάρι χλωμό σαν το πρόσωπο ενός νεκρού, φάνηκε επάνω απ’ τα ψηλά δέντρα. Συνέχισε να κολυμπά μέσα στο μαύρο τ’ ουρανού, επάνω στον οποίο ήταν καρφιτσωμένα εκατομμύρια αστέρια και ν’ ανυψώνεται όλο και περισσότερο και το ασημένιο φως του χυνόταν επάνω στους γκρίζους βράχους που εξείχαν τριγύρω.

Η νύχτα περνούσε ανάμεσα απ’ τα μαλλιά μας μ’ ένα ανατριχιαστικό σύρσιμο, καθώς κάτω από μια χοντρόκορμη βελανιδιά καθήσαμε να ξαποστάσουμε, μέχρι ο ήλιος με τα σαγηνευτικά χρώματα της αυγής διαδεχτεί την άδεια σελήνη. Η σιωπή τριγύρω ήταν απόλυτη. Δεν κουνιόταν τίποτε. Το μόνο που διαπιστώναμε, ήταν η διστακτική εναλλαγή του φωτός με τις σκιές.

Αμίλητη η ομάδα, με συντρόφευε στην περισυλλογή μου. Ήξεραν ότι δεν έπρεπε να ταράξουν τις σκέψεις μου, που τώρα προσπαθούσα να τις βάλω σε μια σειρά πάλι. Την καταγωγή του μεγαλόπρεπου φιδιού, τη διαχρονική πορεία του, τις τελετουργίες του και τη λατρεία του από πολλούς λαούς και φυλές ακόμη και σήμερα και την τρομερή απειλή, που σύμφωνα με τις δοξασίες σήμαινε το ξύπνημά του, αλλά και την άμεση σχέση του με τον Άνου και τους Μεγάλους Ανουνάκι, τα παιδιά του που ζουν στον πλανήτη Νιμπίρου.

"Συμμεριζόμαστε την αγωνία και τους φόβους σου κ. Αγγελίδη", άκουσα τον σύντροφό μου που καθόταν δίπλα μου να λέει. Πιθανώς είχε εισχωρήσει στο μυαλό μου και ήξερε τι ακριβώς σκεφτόμουν. "Βλέπεις, βρήκαμε κι εμείς ένα πανάρχαιο κείμενο με πληροφορίες γι’ αυτόν τον ανίερο θρύλο".

Ύστερα σώπασε απότομα, όσο ξαφνικά άρχισε να μιλάει. Με τα λόγια του αυτά όμως, εγώ που γνώριζα τόσα όσα δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν όλοι αυτοί, ένιωσα μιαν αλλόκοτη ασφάλεια και ευχαρίστησα τον Θεό, που μου έστειλε αυτούς τους ανθρώπους εναντίον του τρόμου, της φρίκης και της δεισιδαιμονίας. Ίσως μόνος μου να μην κατάφερνα και πολλά πράγματα. Ίσως μάλιστα να πέθαινα, χωρίς να προλάβω να κάνω το παραμικρό.

Οι σύντροφοί μου βρίσκονταν πιο κοντά από εμένα στο δάσος, που απλωνόταν μπροστά μας. Το παρατηρούσαν συνέχεια χωρίς να κλείνουν μάτι κι ας ήταν κουρασμένοι μετά από τόση πεζοπορία. Όπως ήμουν ταλαιπωρημένος κι εγώ άλλωστε. Μέσα στο επικίνδυνο σκοτάδι όμως τίποτε δε σάλευε. Η νύχτα προχωρούσε νωχελικά και τα θεία ουράνια άρχισαν τώρα να χλωμιάζουν. Ερχόταν το ξημέρωμα...

Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού «ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ» εκείνο το βράδυ της απόκοσμης αγωνίας δεν είχε ύπνο. Έβαλε σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι διπλή ποσότητα απ’ το αγαπημένο του ουίσκυ με πάγο και βγήκε στη βεράντα του ρετιρέ, στο οποίο κατοικούσε με την οικογένειά του, παρόλη τη δροσιά που συνόδευε τη νύχτα εκείνη στην πορεία της. Συλλογιζόταν τον αγώνα μου για την αναζήτηση της αλήθειας. Ήταν οκτώ χρόνια μικρότερός μου. Είχε ξεκινήσει τη δημοσιογραφική του καριέρα στα εικοσιεννιά του χρόνια κι εξελίχτηκε πολύ γρήγορα. Ήταν ένας έξυπνος, δραστήριος, δημιουργικός κι ευέλικτος νέος και πραγματικά του άξιζαν και η θέση που κατείχε στο περιοδικό και ο αρκετά υψηλός μισθός του. Έτσι ανήσυχος όπως ήταν απ’ τη φύση του και με όλα αυτά, που του είπα πως θα πήγαινα ν’ αναζητήσω στην Ινδία, δε μπορούσε να ηρεμήσει. Δεν άντεχε να ξέρει πως ο πιο επιστήθιος φίλος του διατρέχει τόσους κινδύνους και αυτός να κοιμάται στα δροσερά σεντόνια του. Άρπαξε, λοιπόν, το μαύρο πέτσινο μπουφάν του και αφού τηλεφώνησε στον διευθυντή σύνταξης του περιοδικού και του εξήγησε την κατάσταση, μπήκε στο ασανσέρ και κατέβηκε τους επτά ορόφους της πολυκατοικίας όπου διέμενε και η οποία βρισκόταν στην ανατολική ζώνη της Νύμφης του Θερμαϊκού. Μπήκε στο αυτοκίνητο της εκδοτικής εταιρείας, που του το είχε παραχωρήσει για τις αποστολές του και ξεκίνησε για το αεροδρόμιο:

"Διάβολε, για το φιλαράκι μου θα μπορούσα να τα βάλω ακόμη και με χίλιους δαίμονες!"

Όπως εγώ όμως, ούτε αυτός ήξερε πως εκεί στην Ινδία μας περίμενε μια μοίρα, πολύ πιο αποτρόπαιη από εκείνη, που θα συναντούσε κάποιος ακόμη κι αν κατέβαινε στα πιο αβυσσαλέα βάθη της κόλασης. Δεν υποψιαζόμασταν καν ότι εκεί στην ζούγκλα ανήλεες φρίκες ήρθαν να μολύνουν με την παρουσία τους το ναό του Σίβα.

Συναντηθήκαμε καθώς ο ήλιος από ώρα είχε χαράξει με τη ρομφαία του το γαλάζιο στρώμα τ’ ουρανού.

"Δεν έπρεπε να έρθεις, Χρήστο. Είναι πολύ επικίνδυνα εδώ επάνω. Ήταν τα πρώτα λόγια που του είπα, αφού χαιρετιστήκαμε και ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου.

"Αν νομίζεις ότι ο φόβος είναι κατασταλτική δύναμη της φιλίας, που νιώθω για σένα, είσαι πολύ γελασμένος κ. Αγγελόπουλε! Εξάλλου έχουμε και τους φίλους μας μαζί, που ο καθένας είναι αποφασισμένος να ξεπεράσει τον εαυτό του αν χρειαστεί και όπως εσύ ο ίδιος μου ομολόγησες". Εντάξει, λοιπόν, αφού ο σβέρκος σου τα θέλει, έλα να σου δείξουμε κάτι παράξενο. Έτσι για αρχή! Έχει σχέση με την πιο διαδεδομένη παράδοση και λατρεία των ανθρώπων όλης της υφηλίου, μόνο που σήμερα έχει λησμονηθεί απ’ τους πολιτισμένους λαούς, παρόλο που τη λατρεία αυτήν την διατηρούν ακόμη αρκετές φυλές στην Αυστραλία, στην Ινδία, στο Θιβέτ, στην Αφρική, στην Μεσοαμερικανική ζώνη. Νομίζω όμως πως ήδη σου έχω αναφέρει μερικά πράγματα για τη φοβερή Οφιολατρεία".

"Ναι, η αλήθεια είναι ότι κάτι μου είπες για τη λατρεία του Μεγαλόπρεπου Φιδιού. Θέλω όμως να μάθω πολύ περισσότερα"

"Ξεκινάμε λοιπόν;"

"Φύγαμε και το χέρι του Χριστού, αλλά και οι ανώτατες αρχές της Παγκόσμιας Θρησκείας, ας είναι επάνω στα κεφάλια μας".

Οι πράσινες φυλλωσιές χύνονταν ποτάμια ζωής επάνω μας, κι όμως, κάπου εκεί τριγύρω μας, ελλόχευε ο αποτρόπαιος τρόμος. Παγωμένος αέρας ανησυχίας σφύριζε επάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η παρέα των φίλων μας έτρωγε το κολατσιό της, χάμπουργκερς, ψητή γαλοπούλα, πίτσα με τρία είδη τυριών και ρίζες από σέλινο και σπανάκι. Αφού περιμέναμε πέντε λεπτά να τελειώσουν το πρωϊνό τους, στραφήκαμε προς την ανατολική μεριά της βουνοκορφής. Τότε αντίκρισα μέσα στ’ απύθμενα μάτια των συντρόφων μου τρελαμένες, κατακόκκινες φλόγες να παίζουν παιχνίδι θάρρους και περιέργειας. Εγώ ήμουν βυθισμένος σε μια θάλασσα μελαγχολίας και αποριών. Ο αρχισυντάκτης μου ένιωθε μέσα του πως τίποτε καλό δεν θα έβλεπε τα επόμενα λεπτά. Και δεν έπεφτε καθόλου έξω.

Εκεί, στο πυκνοφυλλωμένο δάσος είχαμε ανακαλύψει, λίγη ώρα πριν καταφθάσει ο εγκάρδιος φίλος μου, ένα μαρμάρινο ουροβόρο. Γι’ αυτήν τη στήλη βασικά ανέβασα τους συντρόφους μου στην κορυφή ενός λόφου, μετά από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που πήρα από κάποιον μοναχό και οι οποίες μιλούσαν για μια θαμμένη στήλη από μάρμαρο, η οποία είχε χαραγμένο επάνω της με μαύρα γράμματα ένα ποίημα βδελυγμίας:

Σέρνομαι
στους δρόμους του Γολγοθά μου.
Βλέπω
ετερόφωνα σκουλήκια
σε καθρέφτη αποχαύνωσης.
Κηλίδα αίματος αναζητούν. Φοβερή μοίρα
η προσμονή του ανεκπλήρωτου.
Συρίζω.
Πολεμώ την ασυνέχεια της ζωής.
Δεν είμαι είδωλο σε καθρέφτη.
Έχω αιώνιο σύντροφο τον εαυτό μου, τον θεό.
Ακράδαντος εκδικητής.
Αφήνω τη ψυχή μου να συνουσιάζεται
με την εκδίκηση
μακριά απ’ το σκοτάδι που δημιουργώ,
τους κακόμοιρους ένοικους της Γης,
που έρχομαι να καταστρέψω.
Στου χρόνου την ανακύκληση
θα νικήσω τη νάρκωση του θανατερού μου ύπνου.
Κι ύστερα εγώ
αυτογεννήθηκα σκεφτόμενος τον εαυτό μου θεό.
Όταν καταστρέψω τον πλανήτη, θα ζήσω
σκεφτόμενος τον εαυτό μου δημιουργό
του τρόμου και της φρίκης.

Καθώς περπατούσαμε σιωπηλά ο ένας δίπλα στον άλλο, κοιτούσαμε νευρικά ολόγυρά μας τα φοβερά σχισίματα της σιγής, που έκανε ο αέρας διασχίζοντας τα κλαδιά των δέντρων. Την ώρα που πλησιάζαμε στο σημείο, όπου βρήκαμε κάτω από ένα παχύ στρώμα χώματος το φίδι να κατασπαράζει τη μαρμάρινη ουρά του, ο ήλιος άρχισε να στέλνει ένα πιο αχνό κι εξασθενημένο φως. Ο φορτισμένος με υγρασία αέρας μας έδινε την εντύπωση ότι, ο δίσκος του ήλιου έπλεε σα σχεδία μέσα στη θάλασσα, μεταφέροντας σε απόκοσμο ταξίδι τα άσχημα συναισθήματά μας.

Μπροστά στα πόδια μας τώρα ορθωνόταν το μαρμάρινο ουροβόρο ερπετό, για το οποίο μου είχε μιλήσει ο ερημίτης μοναχός Ραμνιαδά. Ήταν ένας λείος δακτύλιος από σκουρόχρωμο μάρμαρο, που γυάλιζε θαμπά. Υψωνόταν στην κορυφή του λόφου, αλλά κανείς δε μπορούσε να τον δει απ’ τη βάση του υψώματος, γιατί πάντα τον κάλυπτε μια παράξενη, πυκνή ομίχλη. Σύντομα όμως θα μάθαινε ότι, θα ήταν προτιμότερο να μην την αντικρίσει.

Ξαφνικά κάτω απ’ την στήλη ακούστηκε ένα αλλόκοτο σύριγμα. Ήταν ένας εκκωφαντικός ήχος γεμάτος ειρωνεία, που μας τρέλαινε. Τότε παρατηρήσαμε ότι, όπου έπεφταν οι σκιές μας επάνω στο κάλυμμα από γλιτζιασμένα αγριόχορτα, που φύτρωναν γύρω απ’ τη στήλη, εναλλάσσονταν με φωτεινές λωρίδες, τόσο έντονα λαμπερές, που ήταν δύσκολο να πιστέψει κάποιος πως μπορούσαν να είναι φτιαγμένες από κάτι άλλο εκτός από πρασινωπή φωτιά. Για πολύ ώρα, που μας φάνηκε ατελείωτη, είχαμε καρφωμένα εκεί τα μάτια μας χωρίς να ξέρουμε, χωρίς να θέλουμε καν να ξέρουμε τι ήταν αυτό που βρισκόταν μπροστά μας. Συνάμα ένας τρομερός σεισμός άρχισε να ξεσπάει κάτω απ’ τα πόδια μας και να επιζητεί να ξεκολλήσει την κορυφή του λόφου. Μια αηδιαστική μυρωδιά ερχόταν στα ρουθούνια μας. Μια φρικαλεότητα άρχισε να ξεθάβεται κάτω απ’ το χώμα και απ’ τη μαρμάρινη στήλη και ο μαγνητισμός που εξέπεμπε κάποια μυστηριώδης δύναμη, προσπαθούσε να μας καθηλώσει επιτόπου. Μέσα μας όμως η απελπισία φούντωσε τόσο πολύ, ώστε μας τίναξε πέρα δωθε, ελευθερώνοντάς μας απ’ τη φρικιαστική έλξη. Γεμάτοι τρόμο τρέξαμε προς τη βόρεια λοφοπλαγιά, ενώ πίσω μας μια τεράστια, ερπετοειδής μάζα προσπαθούσε ν’ ακουμπήσει τον ήλιο.

Στον ινδουιστικό ναό πήγαμε με μοναδικό σκοπό να εξολοθρεύσουμε το Μεγάλο Τρόμο. Περπατήσαμε στα σκιερά μονοπάτια ανάμεσα απ’ τα γιγάντια δέντρα και η ψυχολογική διάθεσή μας βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με το πρωτόγονο, σκυθρωπό μεγαλείο του ιερού τόπου. Το πέρασμα μέσα απ’ τα μονοπάτια του μαντίρ δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση, ιδίως αν πάει κάποιος μετά από μια δυνατή καταιγίδα. Τότε θα πρέπει να πηδήξει επάνω από πελώρια σπασμένα κλαριά, να συρθεί κάτω από πυκνά φυλλώματα, να βουτήξει μέχρι τα γόνατα μέσα στις λάσπες και να νιώσει δυο παγωμένες λιμνούλες να πνίγουν τα πόδια του, τις κάλτσες και τα παπούτσια του.

Από κάπου κοντά και κάτω απ’ το στενό μονοπάτι, που ανεβαίναμε, ακούγαμε το δυνατό θρόισμα. Το λιγοστό φως του ήλιου, που λόγχιζε ασταμάτητα τα πυκνά σύννεφα για να φθάσει μέχρι σ’ εμάς και η βαριά μελαγχολία του περιβάλλοντος πίεζαν την ήδη θλιμμένη καρδιά μας, καθώς περνούσαμε κάτω απ’ τα γέρικα δέντρα. Κοντοσταθήκαμε για μια στιγμή, σαρώνοντας με το βλέμμα το διάδρομο, που λες και ανάβλυζαν από μέσα του πυκνοί ατμοί  ανίερου δέους.

Ταξιδέψαμε στο ναό, που απειλείτο απ’ τον πανάρχαιο θεό Νάγκα, με μοναδικό σκοπό να επιτρέψουμε και πάλι την αγιότητα να επιστρέψει σε αυτό. Η πρόσβαση όμως προς το κατάλυμα του Μεγάλου Φιδιού ήταν πάντα βουτηγμένη στο μισόφωτο, γιατί τα πελώρια κλαριά και τα πυκνά φυλλώματα δεν άφηναν τον ήλιο να φθάσει ως κάτω. Τώρα όμως η μαυρίλα της δικής μας ψυχής έκανε τους ίσκιους να φαντάζουν ακόμη πιο απειλητικοί απ’ ότι συνήθως.

Το σκοτάδι και η ζοφερή κατάθλιψη του τοπίου έσφιγγαν την καρδιά μας. Σταθήκαμε για λίγο, εξερευνώντας με το βλέμμα μας τις δασώδεις εκτάσεις με τα σιωπηλά αιωνόβια δέντρα και τους σκοτεινούς θάμνους, που απλώνονταν γύρω απ’ το ορθάνοιχτο στόμα ενός χάσματος του εδάφους. Θα είχαμε τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε το ιερό σχέδιό μας; Για μια στιγμή η αποφασιστικότητά μας κλονίστηκε, αλλά μετά σαν κύμα μας τύλιξε το όραμα ενός άγιου κόσμου καταστραμμένου εντελώς –καταστροφή που σίγουρα θα χτυπούσε ολόκληρο τον πλανήτη. Σφίξαμε, λοιπόν, σπασμωδικά τις γροθιές μας, ώσπου τα δάχτυλά μας έγιναν κάτασπρα απ’ το αίμα που μετανάστευσε σε πιο βόρειες περιοχές. Κατόπιν αγγίξαμε τη Βίβλο των Αρχών της Νέας Θρησκείας και δώσαμε γι’ άλλη μια φορά τον όρκο της μη εγκατάλειψης του αρχικού σκοπού μας, που ήταν η εξάλειψη του τρομερού κινδύνου, ο οποίος απειλούσε το ναό του Σίβα και τον κόσμο ολόκληρο. Εξετάσαμε βιαστικά τον οπλισμό μας, ώστε να τον έχουμε σ’ ετοιμότητα μόλις χρειαστεί.

Προσωπικά δεν είμαι απ’ τη φύση μου εξοικειωμένος με τα όπλα. Τώρα όμως ήμουν αποφασισμένος να σκοτώσω με όποιον τρόπο μπορούσα τον εφιάλτη, που με ταλάνιζε μέρα και νύχτα. Δεν αποκλείεται να μου είχε στρίψει κάποια βίδα στον εγκέφαλο! Αυτός ο παράφορος όμως πόθος να σκοτώσω το τέρας θα με ανακήρυττε σε σωτήρα της ανθρωπότητας με τη χάρη βέβαια του παγκοσμιοποιημένου Θεού.

Προχωρήσαμε στο μισοσκόταδο της σπηλιάς και κοντοσταθήκαμε. Ήταν το δέος που νιώθαμε, εισβάλλοντας στον υπόγειο κόσμο του Μεγάλου Ερπετού, τον οποίο καθώς τον παρατηρούσα είχα την αόριστη εντύπωση πως τον είχα περπατήσει σε κάποιο παρωχημένο σημείο του παρελθόντος ή έστω σε κάποια προηγούμενή μου ζωή. Τελικά παραιτήθηκα από αυτήν την προσπάθεια, ανασηκώνοντας τους ώμους, ανήμπορος να εντοπίσω σε τι οφειλόταν αυτό το φευγαλέο συναίσθημα. Μάλλον θα έφταιγε η εξοικείωση, που είχα με τα σπήλαια των βουνών και της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Πλανητικής Ομοσπονδίας, τα σπουδαιότερα και μεγαλύτερα των οποίων είχα επισκεφθεί περισσότερες από δύο φορές το καθένα.

Παρόλα αυτά, ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι δεν υπήρχε στον πλανήτη καμιά άλλη παρόμοια σπηλιά, που τα ομαλά τοιχώματά της έδιναν τροφή σε πάμπολλους μύθους. Κάποιοι μύθοι έλεγαν ότι δεν ήταν φυσική, αλλά ότι την είχαν ανοίξει στον συμπαγή βράχο πριν εκατομμύρια χρόνια οι ερπετόμορφοι δαίμονες, οι οποίοι ήρθαν απ’ τον πλανήτη Νιμπίρου και αποίκισαν τη Γη, με μοναδικό σκοπό να φυλάξουν μέσα σε αυτήν τα φοβερά μυστικά της φυλής τους. Άλλοι μύθοι πάλι συμφωνούσαν με τους προηγούμενους στο θέμα ότι, η σπηλιά δεν ήταν φυσική, αλλά είχε λαξευτεί απ’ τα μικροσκοπικά χέρια του μυστηριώδους κόσμου των νανοερπετών, ταπεινών δούλων του Μεγάλου Νάγκα. Μάλιστα αυτά ήταν τόσο μικροσκοπικά, που μπορούσαν να μπουν στον ανθρώπινο οργανισμό και να εισβάλλουν στον εγκεφαλικό χώρο, χωρίς ο άνθρωπος να καταλάβει σχεδόν τίποτε, εκτός από μια επίμονη φαγούρα του κεφαλιού του. Πράγμα που σύντομα όμως σταματούσε, όταν τα μικροσκοπικά ερπετά φώλιαζαν πια εκεί μέσα. Μετά άρχιζε η τρέλα...

Ο νανόκοσμος των φιδιών αυτών κατείχε βέβαια σημαντική θέση στην συνολική παράδοση της Ινδίας. Ο θρύλος έλεγε ότι αυτή η σπηλιά ήταν ένας απ’ τους τελευταίους τόπους προφύλαξής τους απ’ τα ερευνητικά μάτια των ειδικών επιστημόνων. Έχοντας αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, διέσχισα μαζί με τους συντρόφους μου τον πρώτο θάλαμο της σπηλιάς και μπήκαμε σ’ ένα στενό τούνελ, που οι φήμες υποστήριζαν πως έβγαζε σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη απαίσια ερπετόμορφα αγάλματα. Ήταν σκοτεινά στο τούνελ, αλλά όχι και τόσο που να μη μπορούμε να διακρίνουμε τ’ αόριστα, μισοφαγωμένα απ’ το ανήλεο κύλισμα των αιώνων περιγράμματα απ’ τα μυστηριώδη σχέδια, που σκέπαζαν τους βραχώδεις τοίχους. Τότε τόλμησα ν’ ανάψω τον ηλεκτρικό φακό μου για να τα περιεργαστώ πιο προσεκτικά. Ακόμη κι έτσι, μισοσβησμένα όπως ήταν, είχαν μια αφύσικη και αποκρουστική όψη, που με πλημμύρισε με απέχθεια. Σίγουρα κανένα πλάσμα με ανθρώπινη μορφή δε θα μπορούσε να έχει χαράξει αυτά τ’ αλλόκοτα και φρικαλέα σχέδια.

Έσβησα το φακό μου και προχωρήσαμε στο τούνελ, ώσπου φθάσαμε σ’ ένα τεράστιο άνοιγμα που φαινόταν πολύ συμμετρικό για να είναι έργο της φύσης. Μπροστά μας απλωνόταν ένας απέραντος μισοσκότεινος ναός, σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο απ’τον πρώτο θάλαμο της σπηλιάς. Ανατρίχιασα πάλι από εκείνη την παράξενη και απόκοσμη εντύπωση, ότι το μέρος το είχα ξαναδεί. Μια μεγάλη σειρά από σκαλοπάτια κατηφόριζε απ’ το τούνελ μέχρι το δάπεδο του ναού. Ήταν τετράγωνα, πέτρινα σκαλιά, πολύ φαρδιά για φυσιολογικά, ανθρώπινα πόδια, σκαλισμένα στον συμπαγή βράχο. Οι άκρες τους ήταν πολύ φαγωμένες, σαν από αιώνες χρήσης. Αρχίσαμε να κατεβαίνουμε, όταν ξαφνικά γλιστρήσαμε και παραλίγο να βρεθούμε ο ένας επάνω στον άλλο. Κατά παράξενο τρόπο κουτρουβαλήσαμε χωριστά ο καθένας σ’ εκείνη τη σκάλα και χτυπήσαμε στο πέτρινο δάπεδο μ’ ένα βρόντο, που μας έκανε να χάσουμε τις αισθήσεις μας.

Συνήλθαμε μετά από λίγο χρονικό διάστημα, έτσι μας φάνηκε τουλάχιστον, με φοβερό πονοκέφαλο και με μια αίσθηση σύγχυσης και παραζάλης. Είχαμε ζαλιστεί όλοι σε τέτοιο βαθμό, που νιώθαμε το μυαλό μας εντελώς άδειο. Δεν είχαμε ιδέα ούτε που βρισκόμασταν ούτε ποιοι ήμασταν. Κοιτάξαμε τριγύρω, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια στο λιγοστό φως και καταλάβαμε ότι βρισκόμασταν σ’ έναν τεράστιο, υπόγειο ναό πνιγμένο στη σκόνη. Στεκόμασταν στη βάση μιας μεγάλης σειράς από σκαλοπάτια, που ανηφόριζαν προς κάποιο είδος σήραγγας, κάποιο τούνελ. Η μνήμη επανήλθε τότε σε όλους ταυτοχρόνως. Ανακουφισμένος, μα με το μυαλό ακόμη θολό, χτένισα αφηρημένα με τα δάχτυλά μου τη μαύρη, μακριά χαίτη μου και τα μάτια μου συναντήθηκαν με τα μάτια των συντρόφων μου. Μέσα τους καθρεφτίζονταν η ίδια σκέψη και η ίδια απόφαση. Τώρα πια δεν έπρεπε να κάνουμε πίσω με τίποτε. Θα φθάναμε μέχρι το τέλος, την εξόντωση του τέρατος ή το θάνατό μας. Το δεύτερο ήταν και το πιο πιθανό.

Ξαφνικά είδα μια τουρκουάζ αστραπή να περνά από δίπλα μας και να χάνεται στα εσωτερικά βάθη του ναού. Πέρασε από μπροστά μας όμως με τέτοιο τρόπο, που ήταν σα να μας προσκαλούσε να την ακολουθήσουμε στο αινιγματικό ταξίδι της μέσα στα σπλάχνα του ναού. Κι αυτό κάναμε.

Όλοι μεμιάς, βγάζοντας κραυγές ξέφρενης οργής, καλέσματα προς όλους τους βλοσυρούς θεούς του κάτω κόσμου να μας βοηθήσουν, ορμήσαμε έξαλλα στο κατόπι της.

Διασχίσαμε τρέχοντας την πλατιά αίθουσα, όπου βρισκόταν ένας βωμός, αλλά σταματήσαμε απότομα, όταν ένα απόκοσμο ουρλιαχτό έσχισε τα σκοτάδια. Από μακριά, λες κι έβγαινε απ’ τα έγκατα της γης, μας φάνηκε σα ν’ ακούσαμε μια συριστική οχλοβοή, που μας γέμισε ανείπωτη , ενστικτώδη φρίκη. Ύστερα έπεσε πάλι σιωπή.

Ξαναβρίσκοντας την αυτοκυριαρχία μας, ορμήσαμε μέσα στο τούνελ και αρχίσαμε να τρέχουμε παράφορα.

Καθώς τρέχαμε, πρόσεξα αφηρημένα ότι στα τοιχώματα του τούνελ υπήρχαν τώρα χαραγμένες τερατώδεις εικόνες αλλόμορφων, φτερωτών φιδιών και βεβαιώθηκα ότι, αυτό ήταν το φοβερό σπήλαιο του Μεγάλου Νάγκα, όπως συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν το αρχικό. Τρομακτικές ιστορίες για το σπήλαιο αυτό είχαν διαβεί τους υπόγειους διαδρόμους κάτω απ’ το σπήλαιο αυτό κι έφθασαν μέχρι τ’ αυτιά των μοναχών, αλλά και όλου του κόσμου. Μέσα εκεί, έλεγαν, καιροφυλακτούσε η φρικαλέα, ερπετοειδής μάζα, που κατείχε τον τόπο, αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη.

Μπροστά μας το τούνελ άνοιγε σ’ έναν πλατύ θάλαμο κι έπειτα είδα τους συντρόφους μου να χάνονται στο στόμιο μιας γαλαρίας. Αμέσως ακούστηκαν φιδίσια συρίγματα, που έκαναν τις τρίχες μας να σηκωθούν ξετρελαμένες από τρόμο.

Σφίγγοντας στο δεξί μου χέρι το βαρύ όπλο μου και με το αριστερό χαϊδεύοντας τη Βίβλο των Παγκόσμιων Αρχών, που είχα μέσα στη βαθιά τσέπη του πανωφοριού μου, έριξα μια ματιά με μύριες προφυλάξεις στο εσωτερικό της γαλαρίας. Το μόνο που αντίκρισα ήταν ακόμη πιο πυκνό σκοτάδι κι ένιωσα περισσότερο παρά είδα να στέκονται δίπλα μου κάποιοι σύντροφοί μου. Τους ρώτησα τι απέγιναν οι υπόλοιποι. Δεν ήξεραν. Πασχίζοντας να διαπεράσουμε με το βλέμμα μας τη μαυρίλα, τα πόδια μας γλίστρησαν σε μια μεγάλη υγρή λιμνούλα στο πέτρινο πάτωμα. Η τραχιά, στυφή μυρωδιά από φρεσκοχυμένο αίμα μας χτύπησε στα ρουθούνια. Κάποιοι είχαν ίσως πεθάνει εκεί. Στη σκέψη αυτήν οι καρδιές μας σχίστηκαν στα δυο, ενώ όλοι οι φόβοι του υπερφυσικού ξύπνησαν στη ψυχή μας. Μπορούσαμε να κάνουμε μεταβολή και ν’ απομακρυνθούμε από αυτά τα καταραμένα, δαιδαλώδη σπήλαια και τον αιματοβαμμένο ναό, επιστρέφοντας στο ζωογόνο φως του ήλιου και στις ασπροντυμένες πλαγιές του Άθωνα. Οι σύντροφοί μας όμως ίσως ζούσαν και μας περίμεναν να τους σώσουμε. Αυτό ήταν που μας ώθησε να συνεχίσουμε την πορεία μας στο σκοτεινό τούνελ. Έτσι προχωρήσαμε αθόρυβα στη γαλαρία, που βρισκόταν κάτω απ’ τον τεράστιο βωμό, έχοντας τεταμένη την προσοχή μας.

Το σκοτάδι μας τύλιγε πιο πυκνό όσο προχωρούσαμε, ώσπου τελικά  θα βαδίζαμε σε απόλυτη μαυρίλα, αν δεν κρατούσαμε ακόμη τους φακούς στα χέρια μας. Όπως πηγαίναμε, σχεδόν ψαχουλευτά, το αριστερό χέρι του Γιώργου εντόπισε ένα άνοιγμα με περίεργα σκαλίσματα κι ενώ μας το έλεγε, την ίδια στιγμή κάτι σφύριξε σαν οχιά δίπλα μου κι ένιωσα ένα δυνατό τσούξιμο σαν από μαστίγιο στο μηρό μου. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι ακούγαμε μπροστά μας συριχτές φωνές και φρικαλέα συρσίματα. Καταλάβαμε πως μας πλησίαζαν πολυάριθμα ερπετά. Συνεχίσαμε, λοιπόν, το δρόμο μας πιο προσεκτικά τώρα, ψηλαφώντας τα τοιχώματα της γαλαρίας για στηρίγματα. Είχαμε την εντύπωση ότι κατεβαίναμε προς τα έγκατα της γης, αλλά δεν τολμούσαμε να γυρίσουμε πίσω. Ξαφνικά σε κάποιο χαμηλότερο σημείο της γαλαρίας διακρίναμε μιαν αμυδρή, τουρκουάζ ανταύγεια. Συνεχίσαμε αναγκαστικά και φθάσαμε σ’ ένα σημείο, όπου η γαλαρία άνοιγε σε μιαν άλλη τεράστια, θολωτή αίθουσα. Τιναχτήκαμε πίσω εμβρόντητοι και τρομαγμένοι.

Στο κέντρο του ναού υπήρχε ένας μαύρος, εφιαλτικός βωμός. Πίσω του ορθωνόταν μια τεράστια πυραμίδα από ανθρώπινους σκελετούς.  Επάνω στο βωμό είδαμε με μια συγχρονισμένη, φοβισμένη ματιά τις μορφές των χαμένων συντρόφων μας, που ήταν τελείως ασάλευτες. Δίπλα στη σκοτεινή όψη του βωμού ήταν κουλουριασμένο σε αμέτρητες σπείρες το απέθαντο φίδι της προαιώνιας φρίκης. Ήταν μισοκοιμισμένο, γι’ αυτό και το φως που έβγαινε από μέσα του ήταν αμυδρό. Μια παχιά κιτρινοπράσινη λάμψη τύλιγε το αποτρόπαιο κορμί του, που έμοιαζε με ζωντανή ομίχλη, ενώ στο τερατώδες κεφάλι του τη μεγαλύτερη εντύπωση προξενούσαν τα φιδόδοντα, που προεξείχαν τουλάχιστον ένα μέτρο απ’ τα σκληρά σα γρανίτη σαγόνια του.

Καθώς διστάζαμε, αναποφάσιστοι στις σκιές των πανύψηλων κιόνων, ακούσαμε ψηλά από επάνω μας σιγανά, δυσοίωνα συρσίματα, που πάγωσαν το αίμα στις φλέβες μας. Οι υπηρέτες του Μεγάλου Νάγκα κατέβαιναν τη γαλαρία πίσω μας κι έτσι ήμασταν παγιδευμένοι. Είχαμε δει και άλλα ανοίγματα να βγάζουν στην αίθουσα του βωμού και κινηθήκαμε με την πρωταρχική σκέψη ν’ απελευθερώσουμε τους άτυχους συντρόφους μας απ’ τα δεσμά του τρόμου και της έσχατης αγωνίας.

Όπως χυμούσαμε σαν σίφουνες προς το βωμό, το φρικαλέο πλάσμα δίπλα του σήκωσε απότομα το κεφάλι του και μας είδε. Καθώς ετοιμαζόταν να μας επιτεθεί, άνοιξα τη Βίβλο των Παγκόσμιων Αρχών στο κεφάλαιο της Γένεσης και συγκεκριμένα στην αφετηρία της, όπου γράφει ότι «Εν Αρχή ήν η Νοητική». Έπειτα το σήκωσα επάνω απ’ το κεφάλι μου και το έστρεψα προς το τέρας. Την ίδια στιγμή οι σύντροφοί μου επιδόθηκαν σ’ έναν ακατάπαυστο καταιγισμό θανατηφόρων ακτίνων εναντίον του ερπετόμορφου θεού –Άραγε πεθαίνουν οι θεοί και αν σκοτώνονται τι χρώμα έχει το αίμα τους; Το πλάσμα άρχισε να διαλύεται σε μεγάλα κομμάτια φωσφορίζουσας ομίχλης. Τη στιγμή που σκορπιζόταν ολόγυρα στο βωμό, έβγαλε μιαν απαίσια κραυγή, που αντιλάλησε ως πέρα στη γαλαρία. Με απεγνωσμένη βιασύνη οι δύο απ’ τους συντρόφους μας φορτώθηκαν στις γερές πλάτες τους τους χαμένους φίλους μας που ήταν ξαπλωμένοι στο βωμό. Ο Γιώργος μοίρασε στους άλλους όπλα, από αυτά που είχαμε μέσα στα σακκίδιά μας, κραυγάζοντας:

"Δε μπορούμε να γυρίσουμε απ’ τη γαλαρία, θα μας κυκλώσει όλος ο συρφετός των υπηρετών του Νάγκα. Αυτά τα σκατόφιδα έχουν τη δύναμη το καθένα τους χωριστά να τραβήξει ένα μοσχάρι και το δηλητήριό τους μπορεί να σκοτώσει δέκα ανθρώπους μαζί. Πρέπει να το ριψοκινδυνέψουμε σ’ ένα από εκείνα τα τούνελ. Γρήγορα, γρήγορα! Ακολουθήστε με!"

Πυροβολώντας συνέχεια, άρχισε να τρέχει σαν τσιτάχ προς το πλησιέστερο τούνελ. Τον ακολουθήσαμε, έχοντας ανάμεσά μας τους δύο συντρόφους μας, που μετέφεραν στην πλάτη τους εκείνους που ήταν πριν λίγα λεπτά επάνω στο βωμό. Λίγο πριν μια στροφή κρύψει την αίθουσα του βωμού απ’ τα μάτια μας, γύρισα κι έριξα μια ματιά πίσω. Μια φιδίσια, κολασμένη ορδή ξεχυνόταν απ’ την άλλη γαλαρία. Εκείνη όπου τώρα βρισκόμασταν ανηφόριζε απότομα και ξαφνικά είδαμε μπροστά μας μια αχτίδα από γκριζωπό φως. Η αγέλη όμως ήταν πολύ πιο γρήγορη από εμάς.

"Σωθείτε εσείς, αν μπορείτε!" γρύλισε ο Γιώργος. "Εγώ θα μείνω εδώ. Αυτοί οι δαίμονες μπορούν να βλέπουν στο σκοτάδι, ενώ εμείς όχι. Εδώ τουλάχιστον θα μπορώ να τους βλέπω".

"Αν εσύ μπορείς να τους βλέπεις, τότε κι εγώ μπορώ να τους φωτογραφίζω και να τους καταγράφω στην κάμερα", είπε ο θαρραλέος φωτογράφος που με ακολουθούσε πάντα. Θα είναι αναμφίβολα πολύ καλό υλικό για μια σειρά άρθρα, που πρόκειται να γράψω μετά απ’ όσα ζήσαμε και είδαμε εδώ μέσα στην επίγεια ή πιο σωστά στην υπόγεια κόλαση.

Πριν προλάβει ο φωτορεπόρτερ ν’ αποσώσει τα λόγια του, τα οπλα των άλλων μελών της αποστολής ξέρασαν ακτίνες και κομμάτια φιδίσιας σάρκας ανακατεμένα με αίμα σκόρπισαν τριγύρω. Ο φωτορεπόρτερ τραβούσε αδιάκοπα φωτογραφίες ή κατέγραφε με τη βιντεοκάμερα και οι τρεις μαζί υποχωρούσαμε –είχα μείνει κι εγώ κοντά στον Γιώργο-, πολεμώντας ο καθένας με το δικό του τρόπο. Όχι τελείως με το δικό του βέβαια, αφού πολλές φορές άφηνα την Παγκόσμια Βίβλο απ’ τα χέρια μου, όπως και ο φωτορεπόρτερ τις μηχανές του, για να πυροβολήσουμε με τα βαριά όπλα. Έτσι κερδίζαμε πόντο με πόντο απόσταση απ’ τα τέρατα, που μάχονταν σαν αιμοβόροι διάβολοι, σκαρφαλώνοντας και περνώντας επάνω απ’ τα κουφάρια των σκοτωμένων συντρόφων τους ή πετώντας με τα φολιδωτά φτερά τους. Πάσχιζαν να μας πνίξουν και να μας ξεσχίσουν. Ποτίζαμε και οι τρεις με το αίμα μας το κάθε βήμα, που κερδίζαμε μέχρι να φθάσουμε στο στόμιο της γαλαρίας, όπου ήδη είχαν προηγηθεί ο σύντροφοί μας.

Μια στιγμή αργότερα βγήκαμε απ’ τη γαλαρία σε μια φιδογυριστή σήραγγα, η οποία φωτιζόταν αμυδρά από ένα διάχυτο γκρίζο φως, που έφθανε από ψηλά. Κάπου απ’ τα σπλάχνα της γης ακουγόταν μια υπόκωφη βοή σαν από τρεχούμενα νερά.

Ύστερα τα βήματά μας μας έβγαλαν πάλι σε σκαλιά κομμένα στην πέτρα, αλλά αυτά οδηγούσαν προς τα επάνω. Αρχίσαμε να τ’ ανεβαίνουμε όσο πιο γρήγορα μας επέτρεπαν οι πληγές μας. Ανεβαίναμε χωρίς τελειωμό, όταν ξαφνικά μας έλουσε το φως της ημέρας, που χυνόταν μέσα από ένα χάσμα του εδάφους. Μετά βρεθήκαμε έξω στην αγκαλιά μιας υπέροχης ημέρας. Ήμασταν σε μια προεξοχή του ορεινού όγκου του Άθωνα. Η προεξοχή στην οποία στεκόμασταν ήταν κοντά στην άκρη ενός γκρεμού· απείχαμε μόλις λίγα βήματα απ’ τη σωτηρία. Αν τα πλάσματα έβγαιναν στο δυνατό φως του ήλιου, τώρα που στερήθηκαν τη ζωογόνα γι’ αυτά ύπαρξη του μεγάλου αρχηγού τους, θα καίγονταν ολότελα και θα τα πετούσαμε απ’ το γκρεμό.

Πραγματικά απ’ το χάσμα δίπλα στη χαράδρα ξεχύθηκε μια σιχαμερή ορδή αποκρουστικών ερπετών. Τα πλάσματα ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους στο έντονο ηλιόφωτο και αμέσως μετά άρχισαν να λιώνουν οι σάρκες τους. Τα παιδιά του Νάγκα εξαφανίζονταν μέσα στις φρικιαστικές κραυγές τους. Η ακατανόμαστη ράτσα τους ξαναβυθιζόταν στη λήθη, απ’ την οποία είχε αναδυθεί για πρώτη φορά στις σκοτεινές εποχές της αυγής του πλανήτη.

Μέσα μου όμως γνώριζα πως κάτω απ’ τη γη τα δημιουργήματα των τρομακτικών και μυστηριωδών ερπετόμορφων απογόνων του Νάγκα, του διαστημικού Άνου και των Μεγάλων Παλαιών, που κατοίκησαν τον πλανήτη σε παρωχημένους απ’ τη μνήμη αιώνες, κοιμούνται στις κρυογονικές μηχανές τους ανέγγιχτα απ’ τον οδοστρωτήρα του χρόνου. Τα δημιουργήματα αυτά είναι που κατασκεύασαν τους υπόγειους διαδρόμους, τους ναούς, τις εφιαλτικές παραστάσεις και τα τούνελ; Μήπως αυτά εξακολουθούν να καιροφυλακτούν στα έγκατα της ιερής Γης μας, συγκεντρωμένα γύρω απ’ τους απέθαντους θεούς δημιουργούς τους και εκστασιασμένα από ανίερες κι αιματηρές τελετές; Γιατί μόλις εγώ, ο Χρήστος Αγγελίδης και οι σύντροφοί μου βγήκαμε έξω απ’ την υπόγεια κόλαση στο φως της ημέρας, τα ομιχλώδη κομμάτια του Μεγάλου Νάγκα άρχισαν να πλησιάζουν το ένα το άλλο και να σχηματίζουν εκ νέου το τερατώδες και αποκρουστικό σώμα του πανάρχαιου, ερπετικού θεού...

Μετά από ένα χρόνο περίπου επιστρέψαμε στον ινδουιστικό ναό, στο μαντίρ. Έπρεπε να το κάνουμε όσο κι αν ένας ανείπωτος τρόμος κατοικοέδρευε στα βάθη της καρδιάς μας αμείωτος και τυραννικός απ’ την πρώτη ακόμη φορά, που ταξιδέψαμε στα λαβυρινθώδη κι επικίνδυνα σπλάχνα του. Εκείνο, που μας ωθούσε ν’ αντιμετωπίσουμε γι’ άλλη μια φορά το Μεγάλο Νάγκα, ήταν η σταθερή απόφασή μας να λυτρώσουμε τον ιερό ναό και κατ’ επέκταση ολόκληρο τον πλανήτη Γη απ’ τη φοβερή τιμωρία, που ο Μεγάλος Όφις ετοίμαζε γι’ αυτόν.

Ο μοναχός Ραμνιαδά, όταν τον επισκεφτήκαμε, είχε ακόμη ένα ωχρό, απ’ τον πανικό, πρόσωπο, απ’ όπου έλειπε λες το αίμα. Ήταν ένα αδειανό πρόσωπο και αυτό οφειλόταν στη συνάντησή του με τον απόλυτο τρόμο. Μια συνάντηση που είχε πραγματοποιηθεί μια Δευτέρα στις αρχές του Ιουλίου εκείνης της αποφράδας χρονιάς.

Του ζήτησα να μας διηγηθεί εξαρχής όλη αυτήν τη φοβερή περιπέτεια που έζησε. Έπρεπε να ξέρουμε τα πάντα μέχρι την πιο ασήμαντη λεπτομέρειά τους. Και τότε εκείνος ξεκίνησε με τρεμάμενη φωνή να μας αφηγείται τα τρομερά γεγονότα, τη στιγμή ακριβώς που ένα εφιαλτικό σύρσιμο άρχισε ν’ ακούγεται απ’ το βάθος του σκοτεινού μονοπατιού, που οδηγούσε στο δασοκυκλωμένο  ναό...