Διήγημα | "Ο μισθοφόρος βασιλιάς"

Διήγημα | "Ο μισθοφόρος βασιλιάς"

Ο Χαασίμ Ελ Γιασίν και ο μισθοφορικός στρατός τους ξεκουράζονται σιωπηλά, ήσυχα στην Στενή Κοιλάδα. Αγνώμονες για το μέλλον τους, ένας άγγελος του θανάτου έρχεται για αυτούς, με δάχτυλα από λεπίδες για να τους δολοφονήσει με ψυχρή αδιαφορία. Ο άγγελος του θανάτου θα σταθεί μπροστά τους και τους πει να μην ζητήσουν οίκτο, γιατί το έλεος σημαίνει θάνατο, για αυτούς που είναι τόσο απαίσιοι και φαύλοι. Έρχεται με έναν σκοπό και θα να τους δώσει αυτό που τους αξίζει πραγματικά: ένα εισιτήριο για την Κόλαση.

O βασιλιάς των μισθοφόρων, ο Χαασίμ, ξυπνά στην σκηνή του ιδρωμένος. Ένα νευρικό αίσθημα διαπερνά το σώμα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ο κίνδυνος ήταν σαν αφροδισιακό για αυτόν. Όσο πιο ακραίος, τόσο το καλύτερο. Παρόλα αυτά, αυτό το αίσθημα είναι διαφορετικό αυτή τη φορά, αδύνατο να το περιγράψει. Ένας κίνδυνος τεράστιος, ένα πλάσμα τρόμου και ανομολόγητης οργής από το παρελθόν καλύπτει τον ουρανό. Είναι κοντά. Για αυτό είναι σίγουρος. Μπορεί η δύναμη του ως ντοπελγκανγκερ να είναι μέτρια, αλλά η οξυδέρκεια του ασύγκριτη. Μόνο δαίμονες και θεοί της ανώτερης ιεραρχίας μπορούν να συγκριθούν μαζί του.

Με έναν ήχο βροντερό, δυνατότερο από κεραυνό, οι αισθήσεις του τον προειδοποιούν για την βία που θα ακολουθήσει. Κοιτά πάνω, μάτια ορθάνοιχτα μέσα από το κράνος του, καθώς ο γιγαντιαίος δράκος προσγειώνεται βαριά πάνω στην ερημωμένη γη. Οι άντρες κραυγάζουν από φόβο, τόσο οι στρατιώτες, όσο και οι μισθοφόροι. Όσοι έχουν άλογα, εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Τρέχουν έντρομοι προς διάφορες κατευθύνσεις, ώστε να περισώσουν αυτό που θεωρούν το πιο πολύτιμο για αυτούς, τις ζωές τους. Σαν κοπάδι προβάτων, τρομαγμένα από το ουρλιαχτό του λύκου, τόσο οι μισθοφόροι, όσο και οι στρατιώτες σκορπούν.

Μπροστά του συγκεντρώνεται η επίλεκτη φρουρά του, οι διαλεχτοί λίγοι που είναι πραγματικά πιστοί σε αυτόν. Η Ζενοβία είναι η αρχηγός τους και είναι έτοιμη να κάνει ότι της διατάξει. Όλοι τρέμουν από φόβο, μπορεί να το δει στα μάτια τους. Κάτω από άλλες συνθήκες, θα εγκατέλειπε και αυτός το πόστο του και θα έφευγε μαζί τους. Ήταν λογικό άλλωστε, για τους μισθοφόρους να εγκαταλείπουν έναν χαμένο σκοπό. Οι ζωές τους ήταν το πιο πολύτιμο απόκτημα τους. 

«Χαασίμ, τι είναι αυτό το πράγμα;» Η Ζενοβία τον ρωτά τρομοκρατημένη, νευρικά. Τα χέρια της πιέζονται σε γροθιές και η ανάσα της γίνεται γοργή, ανήσυχη.
«Τι στο διάολο μας νοιάζει;» αναφωνεί ένας μισθοφόρος από την επίλεκτη φρουρά. «Θα έπρεπε να εξαφανιστούμε από εδώ το συντομότερο δυνατό.»

Όλοι οι μισθοφόροι γνέφουν καταφατικά. Αυτό θα έκανε και ο ίδιος άλλωστε, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έπρεπε να διερευνήσει τον δράκο και να δει αν ανήκε στην φατρία των δαιμόνων, που ανήκε και ο ίδιος ή των θεών και να αναφέρει πίσω στην βασίλισσα του, την Νυξ, την Κυρά της Νύχτας. 

«Πρέπει να φύγετε. Κατευθυνθείτε πίσω στην πρωτεύουσα και αναφέρετε στον βασιλιά τι συνέβη εδώ.»
«Χαασίμ, έχεις χάσει το μυαλό σου; Είμαστε μισθοφόροι, δεν έχουμε λόγο να μείνουμε εδώ και να βάλουμε τις ζωές μας σε κίνδυνο. Έλα μαζί μας!» Τα μάτια της γίνονται υγρά, καθώς κοιτιούνται μάτι με μάτι.
«Είναι κάτι που πρέπει να κάνω, δεν μπορώ να σας εξηγήσω τώρα. Το ορκίζομαι, θα σας συναντήσω στην πρωτεύουσα,» της υπόσχεται.

Του γνέφει καταφατικά, καθώς τα δάκρυα ξεχειλίζουν από τα μάτια της. Τον πλησιάζει και του δίνει ένα καυτό φιλί. «Φρόντισε να κρατήσεις την υπόσχεση σου!» 

Οι επίλεκτοι μισθοφόροι ετοιμάζουν τα λιγοστά πράγματα τους και εγκαταλείπουν την Στενή Κοιλάδα. Το Μεγάλο Τείχος μένει μόνο του, εγκαταλελειμμένο, μόνο ο Χαασίμ και μερικές ψυχές απομένουν. Είναι επαγγελματίες στρατιώτες, πιστοί στο βασίλειο της Πισιδίας. Θα μείνουν εδώ και θα φυλάξουν αυτό το μέρος, ακόμη και αν τους κοστίσει τα πάντα. Ένας αξιωματικός τον πλησιάζει. Είναι ο Άλεκ, ο διοικητής αυτού του μέρους. 

«Είναι περίεργο για έναν μισθοφόρο να μένει σε μια τέτοια απελπιστική κατάσταση. Ακόμη και οι εθνοφύλακες εγκατέλειψαν τα πόστα τους.»
«Εάν αυτό το πλάσμα είναι κάποιο θρυλικό όπλο του Απέθαντου Βασιλιά, τότε δεν θα υπάρχει μέρος σε αυτόν τον κόσμο για να κρυφτούμε.»
«Πράγματι» o Άλεκ συμφωνεί μέσα σε πνεύμα συγκαταβατικής ειρωνείας
«Άλεκ, πρέπει να ανιχνεύσουμε την περιοχή. Αμέσως!»
«Θα είσαι ο πρώτος εθελοντής;»
«Είμαι» απαντά με μεγαλειώδη αντρεία
«Τότε εγώ είμαι ο δεύτερος» γελά ο Άλεκ με ανάμικτη διάθεση. «Μαζέψτε τα άλογα παλικάρια μου, θα ανιχνεύσουμε τον εχθρό.»

Καθώς ιππεύουν προς την κατεύθυνση του δράκου, σιωπή συννεφιάζει τις ψυχές τους και η ψύχρα παγώνει το αίμα τους, κάνοντας τον νου τους νωθρό. Σίγουρος θάνατος τους περιμένει, αλλά το χρέος προς τον βασιλιά και την πατρίδα τους, τους δίνει το κουράγιο που χρειάζονται για να πολεμήσουν την σκληρή τους μοίρα.

«Θα έπρεπε να τον παρακάμψουμε από γύρω και να τον αιφνιδιάσουμε από πίσω;» προτείνει ο Άλεκ βλοσυρά.
«Να τον αιφνιδιάσουμε; Αυτό το πλάσμα φίλε μου ξέρει ήδη ότι είμαστε εδώ. Εάν ήθελε να μας σκοτώσει, θα ήμασταν ήδη νεκροί. Σταμάτησε εκεί για κάποιον λόγο και αυτό ερχόμαστε να μάθουμε»
«Υπάρχει ακόμη ελπίδα να γυρίσουμε πίσω ζωντανοί παλικάρια μου, το ακούτε;» λέει στους στρατιώτες του με ένα πικρό, βροντερό γέλιο στους άντρες του. Κανείς δεν τον πιστεύει, ούτε καν ο ίδιος.
«Βλέπω κάποιον κοντά στον δράκο» παρατηρεί ο Χαασίμ
«Είσαι σίγουρος, βασιλιά των μισθοφόρων; Δεν βλέπω κάτι»

Ο Χαασίμ Ελ Γιασίν γνέφει σιωπηλά. 

«Αυτό μπορεί να είναι ένα καλό σημάδι τότε.»

Ο Χαασίμ αγνοεί τον Άλεκ, κάνει μαλάξεις στο πίσω μέρος του λαιμού του και κοιτά προσεκτικά προς το μέρος του δράκου. Ένα, δύο… δύο άτομα είναι έξω από τον δράκο. Είναι ακόμη μακριά, αλλά μπορεί να εκτιμήσει το Επίπεδο Απειλής τους.

«Ένας Ιππότης και μία Μάγισσα;» αναρωτιέται από αμφιβολία ο Χαασίμ. Και οι δύο φαίνεται πως είναι αρκετά δυνατοί, αλλά οι αισθήσεις του τον προειδοποιούν για άλλες, δυνατότερες παρουσίες, τις οποίες δεν μπορεί να τις ανιχνεύσει προς το παρών.
«Να είστε σε εγρήγορση, παλικάρια» προειδοποιεί ο Άλεκ τους άντρες τους, καθώς βλέπει και αυτός δύο γυναικείες φιγούρες κοντά στο κεφάλι του τεράστιου δράκου. «Πάντα ήθελα να πεθάνω από το χέρι μιας γυναίκας. Απ’ ότι φαίνεται, η επιθυμία μου θα γίνει πραγματικότητα!»
«Αυτές οι δύο γυναίκες είναι δυνατότερες από τους περισσότερους εδώ μέσα. Είμαι ο μόνος που μπορεί να τις νικήσει, μην κάνετε κάποια βιαστική κίνηση» τους προειδοποιεί ξερά ο Χαασίμ, καθώς παρακολουθεί τις φολίδες του δράκου να αστράφτουν στο πρωϊνό φως. Το πολυχρωματικό του δέρμα αλλάζει χρώμα, προσπαθώντας σταδιακά να προσαρμόσει το μοτίβο του στο περιβάλλον και να καμουφλαριστεί. Μάτια οξυδερκή, κοφτερά και πονηρά τους σαρώνουν καθώς πλησιάζουν.

Είναι μπροστά στο δράκο τώρα και ο Άλεκ με τον Χαασίμ προχωρούν λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους στρατιώτες. «Είμαι ο Άλεκ, ο διοικητής του Μεγάλου Τείχους. Πείτε τι θέλετε και ποια η δουλειά σας εδώ;» τους ρωτά. Οι άντρες του τον θαυμάζουν για τον σταθερό τόνο και ευθεία κορμοστασιά. Κανείς άλλος δεν θα είχε το κουράγιο να σταθεί μπροστά σε αυτές τις γυναίκες με τον δράκο και να κάνει αυτή την ερώτηση.

«Ένας γενναίος, βλέπω» λέει η ιππότης με θαυμασμό, καθώς υποκλίνεται. «Ο δράκος μας κουράστηκε και αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε εδώ για μερικές ημέρες. Ξέρω πως δεν ακούγεται πειστικό, αλλά δεν έχουμε σκοπό να σας κάνουμε κακό, εκτός και αν προσπαθήσετε να κάνετε κάτι περίεργο εσείς πρώτοι.»

Ο Άλεκ κάνει μία παύση προσωρινά, κοιτάζει προς τον Χαασίμ και συνεχίζει:
«Είσαι φίλος ή εχθρός του Απέθαντου Βασιλιά;»
«Θα κάψουμε το κάθαρμα μέχρι να μη μείνει τίποτα» ακούγεται η φωνή ενός άντρα. Κρατά ένα μικρό δρεπάνι, έχει σκοτεινή εμφάνιση και όλα πάνω του  υποδηλώνουν  ότι πρόκειται για έναν νεκρομάντη. Ένα σπάνιο θέαμα. Και είναι πραγματικά δυνατός, ακόμη πιο δυνατός και από τον Χαασίμ. Κρυβόταν πίσω από φολιδωτό σώμα του δράκου, περιμένοντας να δει πως οι στρατιώτες θα αντιδράσουν. Αυτοί οι τρεις θα μπορούσαν να τα βάλουν με έναν στρατό από μόνοι τους.
«Εάν αυτό που λες ισχύει, τότε είστε φίλοι,» γελά ο Άλεκ χαρούμενος. «Ο δράκος σας τρόμαξε τους περισσότερους άντρες μου, αλλά ελπίζω να δεχτείτε την φιλοξενία μας και να μας αφήσετε να σας φιλέψουμε ψωμί και αλάτι μέσα στο Μεγάλο Τείχος.»

Ο Χαασίμ είναι ανήσυχος τώρα. Γνωρίζει αυτόν τον άντρα. Είναι ο Αλάστωρ, ο πέμπτος πρίγκιπας της Λυκίας. Στο παρελθόν ο μισθοφόρος του είχε προκαλέσει φρικτό κακό, με περίσσεια κακία. Είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να δολοφονήσει την ερωμένη και τον καλύτερο του φίλο μπροστά στα μάτια του. Τότε του είχε ξεφύγει σαν τρομαγμένο κουτάβι, αλλά τώρα ο παλιός αντίπαλος του ήταν θηρίο ανήμερο. Ελπίζει να μην τον ανακαλύψει, αλλά βρίσκεται μπροστά, θα έπρεπε να πάει προς το πίσω μέρος.

Δυστυχώς για αυτόν, ο Αλάστωρ κοιτά τον μισθοφόρο αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που βλέπουν τα μάτια του. Το βλέμμα του είναι άγριο, δίχως οίκτο και ζητά αίμα. «Κάθαρμα! Εσύ και η συμμορία σου δεν μαθαίνετε ποτέ. Δεν θα αφήσω τους φίλους μου ή κάποιον άλλο να πάθει κακό άλλη φορά» φωνάζει σαν λυσσασμένος λύκος.

Σαν γεράκι, ο Αλάστωρ εφορμεί χωρίς προειδοποίηση. Δεν υπάρχει τρόπος να δραπετεύσει από την αστραπιαία κίνηση του νεκρομάντη, ακόμη και έφιππος. Οι λεπίδες τους συγκρούονται και αστράφτουν μοχθηρά η μία στην άλλη. Ο Χαασίμ πέφτει από το άλογο του, αλλά σηκώνεται πάνω γρήγορα. Ο Άλεκ και οι στρατιώτες του τραβούν τα σπαθιά τους και με μια πολεμική ιαχή, επιτίθενται στην Ιππότη και την Μάγισσα.

«Δειλέ, ήρθες με τους άντρες σου να μου κάνεις κακό πάλι, αλλά σήμερα είναι η μέρα που θα πεθάνεις. Είσαι τόσο αξιολύπητος, ω πραγματικά θα το απολαύσω αυτό» γρυλίζει ο Αλάστωρ με έναν ήχο τόσο άγριο, που δεν μοιάζει με ανθρώπινο λόγο.
«Βλέπω πως έχεις γίνει αρκετά δυνατός, πρίγκιπα Αλάστωρ,» γελά ειρωνικά ο Χαασίμ. Ο αδερφός σου ο βασιλιάς είχε δίκιο τελικά που ήθελε να σε σκοτώσει. Είσαι ένα ζώο άγριο που πρέπει να το δαμάσουν»
«Ο αδερφός μου θα γευτεί την λεπίδα του σπαθιού μου, όπως και εσύ μισθοφόρε.»

Και έτσι, χωρίς δισταγμό, ο Αλάστωρ επιτίθεται με ένα κάθετο χτύπημα. Ωμή δύναμη συνοδευόμενη με αστραπιαία ορμή συνθλίβουν το σπαθί του Χαασίμ. Χωρίς καθυστέρηση, ο πρίγκιπας δίνει ένα τρομερό, δυνατό χτύπημα στο κράνος του αντιπάλου του και τον κατεβάζει στο έδαφος. Τρομοκρατημένος, ο Χαασίμ κοιτά τον νεκρομάντη γεμάτος φόβο. Κόκκινο υγρό, αστραφτερό σαν ρουμπίνι τρέχει από την σπασμένη του μύτη. Τότε, με ένα ακόμη οριζόντιο χτύπημα του δρεπανιού του -τόσο γρήγορο που το ανθρώπινο μάτι δεν θα μπορούσε να το πιάσει- ένας πίδακας αίματος ξεχειλίζει από το λαρύγγι του. Έντονο αίμα πετάγεται στον αέρα και χρωματίζει την κίτρινη έρημο με όμορφες αποχρώσεις του κόκκινου.

Ο νεκρομάντης τον κρατά με ψυχρή αδιαφορία καθώς τον βλέπει να πνίγεται από το ίδιο του το αίμα. Πρόσωπο δηλητηριώδες, γεμάτο απέχθεια και έχθρα τον κοιτά. Ο φόβος του εξανεμίζεται γρήγορα όμως, καθώς ο θάνατος τον κυριεύει. Και ναι, είναι ένας θάνατος χωρίς μετάνοια, γιατί έζησε την ζωή του και πέθανε όπως αυτός ήθελε.

Τα νεκρά μάτια του μισθοφόρου ανακλώνται πάνω στην σκοτεινή πανοπλία του Νεκρομάντη. Ο άνθρωπος που είχε δολοφονήσει την ερωμένη και τον καλύτερο του φίλο, η νέμεση του, κείτεται νεκρός τώρα. Τόσο μεγάλη είναι η ικανοποίηση, που στο πρόσωπο του χαράσσεται ένα πλατύ χαμόγελο ευχαρίστησης.

Επιτέλους, μία βαθιά ανάγκη ολοκληρώνεται.