“Ο Ανεμοπόρος”, του Μιχάλη Δαγκλή

“Ο Ανεμοπόρος”, του Μιχάλη Δαγκλή
Φωτό: Άννα Σπανογιώργου

Ο Ανεμοπόρος, του Μιχάλη Δαγκλή, είναι μία από τις ελάχιστες πρόσφατες αναγνώσεις κόμικ για εμένα. Και ειδικά από Έλληνα δημιουργό. Μάλιστα, δεδομένου ότι τον γνώρισα πρώτα ως συγγραφέα, δεν ήξερα τι να περιμένω από τις εικαστικές του δυνατότητες και ξεκίνησα το έργο επιφυλακτικά. Το τι ακολούθησε θα το περιγράψω αναλυτικά παρακάτω.

Ο Ανεμοπόρος ξεκινάει με κάποια σκίτσα με σύννεφα, που κρύβουν σταδιακά τον ήλιο κι έπειτα με ένα εντυπωσιακό ολοσέλιδο σκίτσο, που παρουσιάζει ένα αχανές θαλάσσιο τοπίο (ως εκεί που φτάνει το μάτι, που θα έλεγα αν ήμουν πενήντα ετών θαλασσόλυκος με άγρια γενειάδα). Ένα ιπτάμενο μονοκινητήριο, μικρό σε αναλογία σε σχέση με την υπόλοιπη εικόνα, βρίσκεται κεντρικά του σκίτσου, σε κάτι που μοιάζει με μια θαλάσσια λεωφόρο στον Σαρωνικό Κόλπο του μέλλοντος.
 


 

Θα σκεφτεί τώρα κάποιος: γιατί να ξεκινήσει κάποιος έτσι το κόμικ του; Πού είναι οι φανταστικοί υπερήρωες; Πού είναι τα εντυπωσιακά πλάνα;

Κι όμως. Το έργο ξεκινά με τον καλύτερο τρόπο, κατά τη γνώμη μου. Θέτει τη βάση για ό,τι θα διαβάσουμε αργότερα. Ο ήλιος που κρύβεται μου φανερώνει μια ιστορία δυστοπική, σε ένα περιβάλλον ανοίκειο, με αντίξοες συνθήκες. Όσο για το ολοσέλιδο σκίτσο, είναι εντυπωσιακό ακριβώς για την απλότητά του. Τι δείχνει; Το απέραντο γαλάζιο, που είναι το περιβάλλον που μας απασχολεί, αλλά ταυτόχρονα και το μεγάλο εμπόδιο στην πραγματικότητα του ήρωα. Όσο για το ιπτάμενο όχημα, δεν είναι τυχαία τόσο μικρό. Δείχνει την αναλογία του ανθρώπου σε αυτόν τον κόσμο, τον πλημμυρισμένο από νερό. Όσο για τη θαλάσσια οδό, μου φανερώνει τις πιθανότητες που ανοίγονται για τον ήρωά μας σε έναν τόσο αφιλόξενο κόσμο.

Α, δε σας είπα; Ναι. Σύμφωνα με το οπισθόφυλλο, ο παλιός κόσμος δεν υπάρχει πια. Το μεγαλύτερο κομμάτι της γης έχει βυθιστεί στο νερό και ο άνθρωπος παλεύει καθημερινά για την επιβίωσή του. Μια νέα περίοδος γιγαντισμού έχει κάνει τα θαλάσσια πλάσματα να αναπτυχθούν ραγδαία, οπότε ο άνθρωπος έχει πάψει να βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Αν μέχρι τώρα ο Σαρωνικός σάς θύμιζε λιακάδες, βαρκάδες και όμορφα ηλιοβασιλέματα, ξανασκεφτείτε το. Διότι κάτω απ’ το νερό κρύβονται γιγάντιοι κυνηγοί, έτοιμοι να αναδυθούν στην επιφάνεια απλά και μόνο για να σας καταβροχθίσουν. Ευτυχώς που ο πρωταγωνιστής μας πετάει, σωστά; Πρώτον, αυτό δεν αρκεί (θα καταλάβετε όταν το διαβάσετε) και δεύτερον, στους αιθέρες καραδοκούν επικίνδυνοι πειρατές. Όχι, δεν πίνουν ρούμι, δεν τραγουδούν και δεν έχουν γάντζο στο ένα χέρι. Επίσης, δεν έχουν ενσυναίσθηση ούτε συμπόνοια. Είναι εναρμονισμένοι με τη σκληρότητα του κόσμου στον οποίο ζουν, όπως οφείλει να είναι κι ο ήρωας. Και μάλιστα, όπως οφείλει να είναι κι ο αναγνώστης.

Στα τρία μέρη που απαρτίζουν το έργο, αρχικά βλέπουμε κάθε φορά ένα ολοσέλιδο με πληροφορίες, που μας παρουσιάζει στοιχεία κοσμοπλασίας και λεπτομέρειες που μας βοηθάνε να μάθουμε για τον κόσμο αυτόν και να εναρμονιστούμε όσο μπορούμε. Κι ενώ δε λείπουν οι περιπέτειες με γιγάντια πλάσματα, ο δημιουργός παρουσιάζει σε πολλές περιστάσεις νεκρά πλάσματα, σε αναλογία με τον άνθρωπο. Έτσι, μην τυχόν και νιώσουμε λίγη γαλήνη στο θαλάσσιο τοπίο.
 


 

Από το έργο δε λείπουν οι ανωμαλίες στο φυσικό περιβάλλον, οι οποίες δίνουν στον άνθρωπο ευκαιρίες, πέρα από τους εκ φύσεως κινδύνους. Η τεχνολογία παντρεύεται με την αρχέγονη ανάγκη για επιβίωση και ο άνθρωπος παρουσιάζεται τη μία έρμαιο της φύσης, την άλλη γενναίος διεκδικητής παλαιών μεγαλείων. Πολιτισμικά και θεσμικά, η διασκορπισμένη ανθρωπότητα (τουλάχιστον στην περιορισμένη οπτική που μας επιτρέπεται σε αυτόν τον πρώτο τόμο) φαίνεται αλλού να παλεύει να επιβιώσει κι αλλού να προσπαθεί να διατηρήσει μια επίφαση κανονικότητας, με θεσμούς και ιεράρχηση σε πρωτότυπες κοινωνίες.

Όσο για τον πρωταγωνιστή μας, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος ταιριαστός με αυτόν τον κόσμο. Σκληρός όσο χρειάζεται, γενναίος και αποφασιστικός, αλλά με κίνητρα αγνά. Με φανερό το βάρος της απώλειας στους ώμους του, με το υδροπλάνο του διασχίζει ωκεανούς και αιθέρες για να περισώσει ό,τι έχει απομείνει στη ζωή του.

Τα δύο είδη σκίτσων που μου άρεσαν πολύ είναι, όπως ανέφερα και παραπάνω, τα μεγάλα σκίτσα που παρουσιάζουν θάλασσα και όσα σκιαγραφούν την τερατώδη πανίδα αυτού του βίαιου κόσμου. Τα πρώτα διότι κάνουν τον άνθρωπο να μοιάζει μικροσκοπικός μπροστά στη φύση, σαν να βλέπουμε ένα διαστημόπλοιο μπροστά σε μια μαύρη τρύπα στο Ιντερστέλλαρ (επί τη ευκαιρία, πρόσφατα ο Μιχάλης Δαγκλής μας παρουσίασε τη νέα του διαστημική ηρωίδα κόμικ, την ΙντερΣτέλλα). Τα δεύτερα, διότι προκαλούν τα όρια της ανθρώπινης φαντασίας. Χορταίνει το μάτι υποβρύχια τέρατα, σε βαθμό που όσο η δράση εκτυλίσσεται στην επιφάνεια της θάλασσας, ο αναγνώστης δεν μπορεί να βρει ησυχία. Προσωπικά, κάθε στιγμή φοβόμουν πως θα εμφανιστούν δόντια, πλοκάμια κι ένα αβυσσαλέο στόμα που καλύπτει όλο το οπτικό πεδίο να αναδύεται από τα επικίνδυνα νερά.
 

Όσο πλησιάζει προς το τέλος, η ιστορία δίνει κίνητρα στον πρωταγωνιστή μας να μετατραπεί σε κάτι άλλο και στήνει τις επόμενες περιπέτειες, με έναν νέο κίνδυνο που δεν υπολογίζαμε στους ήδη υπάρχοντες (και υπεραρκετούς) του κόμικ.

Συνολικά, δηλώνω ενθουσιασμένος με τον κόσμο και θέλω να μάθω πώς θα καταφέρει να επιβιώσει η ανθρωπότητα σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Ή μάλλον όχι. Δε θέλω μόνο αυτό. Θέλω να δω κι άλλο τον τρόμο των βυθών, σε έναν κόσμο που πουθενά δεν μπορεί κανείς να νιώθει ασφαλής, και στα απύθμενα βάθη από κάτω του καραδοκούν γιγαντιαίοι κυνηγοί, αόρατοι μέχρι να δείξουν τη φονική τους μεγαλοπρέπεια!