“Orcs” του Stan Nicholls

“Orcs” του Stan Nicholls

Ας ξεκινήσουμε κάνοντας μια διευκρίνηση. Το βιβλίο για το οποίο θα διαβάσετε σήμερα είναι το Orcs του Stan Nicholls, το οποίο πρόκειται για τριλογία. Λόγω του ότι η έκδοση που έπεσε στα χέρια μου, όταν την βρήκα χωμένη στο ράφι ενός περιπτέρου που πουλούσε μεταχειρισμένα βιβλία στο Cardiff, περιέχει και τα τρία βιβλία της σειρας “First Blood”, θα αναφέρομαι σε αυτή ως ένα βιβλίο. Είναι η έκδοση omnibus, όπως είναι γνωστή στα κιτάπια της λογοτεχνίας.

Τα τρία βιβλία τα οποία αποτελούν την τριλογία είναι τα ακόλουθα:
Bodyguard of Lightning (Φεβρουάριος 1999)
Legion of Thunder (Οκτώβριος 1999)
Warriors of the Tempest (Νοέμβριος 2000)

Οκτώ χρόνια μετά την κυκλοφορία του Warriors of the Tempest, ο Nicholls ξεκίνησε να γράφει την δεύτερη τριλογία του, “Bad Blood”, η οποία εκτυλίσσεται μετά τα γεγονότα της πρώτης.

Ξεκινώντας θέλω να αναφέρω ότι το πρώτο πράγμα που με τράβηξε στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ο τίτλος του. Orcs. Αυτό και τίποτα άλλο. Αυτόματα το μυαλό μου συνειρμικά πήγε σε μια από τις πλέον αγαπημένες μου σειρές φανταστικής λογοτεχνίας, τους Dwarves του Markus Heitz, της οποίας το πρώτο βιβλίο είχε τον ανάλογα απλό και περιεκτικό τίτλο Dwarves. Ο τίτλος, λοιπόν, μου έδωσε την ιδέα ότι το βιβλίο αυτό θα είναι ένα βιβλίο φαντασίας που θα με κάνει να δω με διαφορετική ματιά τους, κατά γενική ομολογία, κακούς της λογοτεχνίας του φανταστικού, την φυλή που βρίσκεται εκεί για να σπέρνει τον όνειδο και την καταστροφή. Η αρχή του βιβλίου δεν προμήνυε κάτι πολύ διαφορετικό. Στο πρώτο κεφάλαιο συναντάμε τους πρωταγωνιστές μας, τον Stryke και τη διμοιρία του, οι οποίοι ονομάζονται Wolverines, να εισβάλει σε έναν οικισμό των ανθρώπων, προκειμένου να κλέψουν ένα αντικείμενο και να το επιστρέψουν στην Βασίλισσα τους, την Jennesta. Η Jennesta δεν είναι Ορκ αλλά μισή Νειάδα και μισή Άνθρωπος ενώ παράλληλα έχει και μαγικές δυνάμεις. Ουσιαστικά πρόκειται για την τύραννο των Ορκ, οι οποίοι την φοβούνται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τη σέβονται. Ο συγγραφέας μάλιστα φροντίζει από πολύ νωρίς να καταστήσει σαφές το πόσο σκληρή και σαδίστρια είναι η Jennesta.

Εν τω μεταξύ, μια αναπάντεχη εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα την σημαντική καθυστέρηση των Wolverines και η Jennesta, νομίζοντας πως ο Stryke θέλησε να οικειοποιηθεί το αντικείμενο και αποστάτησε, κηρύττει αυτόν και τη διμοιρία του παράνομους. Στην πορεία ο Stryke θα ανακαλύψει πως το αντικείμενο αυτό είναι εξαιρετικά πολύτιμο και πως υπάρχουν άλλα τέσσερα παρόμοια με αυτό. Δίχως να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η χρήση του, ο Stryke θα οδηγήσει τους στρατιώτες του στην αναζήτηση των υπόλοιπων αντικειμένων, στα οποία έδωσαν το όνομα “αστέρια”.

Η ιστορία μας μεταφέρει από το ένα μέρος της Maras Dantia (του κόσμου όπου εκτυλίσσεται η ιστορία) στο άλλο με τους πρωταγωνιστές μας να συναντούν κυρίως εχθρούς αλλά και λίγους πολύτιμους συμμάχους, στην προσπάθεια τους να βρουν τα υπόλοιπα αστέρια και παράλληλα να ξεφύγουν από τους πράκτορες που στέλνει εναντίον τους η Jennesta.

Θα ξεκινήσω από τα αρνητικά που αποκόμισα από το συγκεκριμένο βιβλίο. Το κυριότερο που με ενόχλησε είναι η έλλειψη παρουσίασης του κόσμου. Στα βιβλία που ανήκουν στο High Fantasy είδος, ακριβώς επειδή το σύμπαν που οραματίστηκε ο εκάστοτε συγγραφέας είναι κάτι το εντελώς καινούριο και πρωτόγνωρο, πρέπει να υπάρχει επαρκής παρουσίαση του κόσμου, προκειμένου ο αναγνώστης να μπορεί να καταλάβει γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει στην ιστορία. Το βιβλίο περιέχει τον χάρτη της Maras Dantia στην αρχή (παρεμπιπτόντως, όχι από τους πιο πλούσιους φανταστικούς χάρτες εκεί έξω), αλλά αυτό από μόνο του δεν φτάνει. Όσο διάβαζα παρακάτω, οι Wolverines συναντούσαν όλων των ειδών τα φανταστικά πλάσματα. Πέρα από τα κλασικά (Ορκ, Άνθρωποι, Νάνοι) στο βιβλίο κάνουν την εμφάνισή τους και Νειάδες, Κένταυροι, Δράκοι, Γκόμπλιν, Τρολ, Νεράιδες, Δαίμονες και σίγουρα έχω ξεχάσει και κάποιες φυλές και πλάσματα. Ένας κόσμος, τόσο πλούσιος σε ζωή, αν υπολείπεται στο κομμάτι της ιστορίας χάνει ένα σημαντικό μέρος της μαγείας του. Το μόνο που γνωρίζουμε, είναι ότι η Maras Dantia κατοικούταν αποκλειστικά από τις διάφορες φυλές, μέχρις ότου ήρθαν οι Άνθρωποι και άρχισαν σιγά σιγά να καταστρέφουν το περιβάλλον και να εξαντλούν τους πόρους του κόσμου. Το παραπάνω δεν είναι προαπαιτούμενο προκειμένου ένα βιβλίο φαντασίας να είναι καλό. Αλλά όταν θέλεις να κτήσεις έναν καινούριο κόσμο, ειδικά όταν οραματίζεσαι μια τριλογία βιβλίων και όχι απλώς μια μικρή αυτόνομη ιστορία, πρέπει να δώσεις λίγο παραπάνω βάθος στο σύμπαν που δημιουργείς.

Το δεύτερο αρνητικό που παρατήρησα είναι η “παντοδυναμία” των πρωταγωνιστών. Δεν ξέρω αν με έχει επηρεάσει πολύ το A Song of Ice and Fire, στο οποίο όλοι μπορούσαν να βρεθούν νεκροί απ’ το ένα κεφάλαιο στο άλλο, αλλά περίμενα τουλάχιστον ένας από τους σημαντικούς χαρακτήρες της ιστορίας να μην καταφέρει να επιβιώσει μέχρι τον επίλογο. Πιο συγκεκριμένα, πέραν από τον πρωταγωνιστή και ηγέτη των Wolverines, Stryke, από την πρώτη στιγμή ο συγγραφέας κάνει σαφές πως εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν και οι αξιωματικοί του. Πρόκειται για τον Haskeer (το πρωτοπαλίκαρο), την Coilla (το νεότερο μέλος της διμοιρίας, πανέξυπνη), τον Alfray (ο γηραιότερος Ορκ της διμοιρίας, ο οποίος είναι επίσης και γιατρός), και τον Jup, ο οποίος είναι Νάνος αλλά είναι κανονικά αξιωματικός στους Wolverines (σ.σ. οι Νάνοι στον κόσμο αυτόν είναι ελεύθεροι να ενταχθούν σε όποια φυλή θέλουν, όντας μάλιστα γνωστοί για το γεγονός ότι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ’ αυτόν που θα τους προσφέρει περισσότερα). Τόσο ο Stryke όσο και οι προαναφερθέντες αξιωματικοί βρίσκονται πολύ συχνά σε εξαιρετικά επικίνδυνες καταστάσεις, όπου αντιμετωπίζουν πολυάριθμους και, μερικές φορές, πιο δυνατούς αντιπάλους. Ο συγγραφέας βασίζει τις νίκες των Wolverines στην πειθαρχία τους, την πολεμική τους εκπαίδευση και την χημεία μεταξύ τους, καθώς υπονοείται ότι πολεμάνε μαζί για χρόνια. Παρόλα αυτά, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, οι Wolverines, που αριθμούν 30 πολεμιστές, παλεύουν από ολόκληρες στρατιές μέχρι απόκοσμους δαίμονες και οι μόνες απώλειες που δέχονται είναι 5 στρατιώτες που χάνουν τη ζωή τους (όχι στην ίδια μάχη ο καθένας). Όπως είχα γράψει και σε προηγούμενο άρθρο, θεωρώ πως αν ως συγγραφέας θες οι πρωταγωνιστές σου να κερδίζουν κάθε μάχη φρόντισε να κάνεις τις συνθήκες της μάχης ευνοϊκότερες. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να συμβεί αυτό. Μπορούν, για παράδειγμα, οι αντίπαλοι να είναι αριθμητικά λιγότεροι, να έχουν μικρή ή μηδαμινή στρατιωτική εκπαίδευση κτλ. Σε κάθε περίπτωση, το να βλέπω τους πρωταγωνιστές να τα βάζουν με κυριολεκτικούς δαίμονες, των οποίων οι δυνάμεις έχουν περιγραφεί με πομπώδη επίθετα για να καταλάβουμε τη δυναμική τους, και να τους νικάνε χρησιμοποιώντας ένα κουρτινόξυλο (!!!) το κατατάσσω σίγουρα στα αρνητικά ενός βιβλίου.

Στα θετικά πρώτο και κύριο θα αναφέρω τις θρησκευτικές διενέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να καθορίσει την αντιπαράθεση που υπάρχει στον κόσμο μεταξύ τόσο των Ανθρώπων και των υπόλοιπων φυλών όσο και μεταξύ των Ανθρώπων μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, οι Άνθρωποι χωρίζονται στους Unis και στους Manis. Οι πρώτοι ακολουθούν μονοθεϊστική θρησκεία ενώ οι δεύτεροι είναι πολυθεϊστές. Οι υπόλοιπες φυλές έχουν η κάθε μια το δικό τους πάνθεον, το οποίο διαφέρει από αυτό των πολυθεϊστών Ανθρώπων. Παρόλα αυτά, ο φανατισμός και η μανία των Unis να επιβάλλουν την θρησκεία τους σε όλους τους υπόλοιπους κατοίκους της Maras Dantia, έχει οδηγήσει τους Manis να συμμαχήσουν με τις υπόλοιπες φυλές εναντίον των Unis. Έχουμε λοιπόν μια ωραία διχοτόμηση του κόσμου ανάμεσα στους φανατικούς μονοθεϊστές και τους μετριοπαθείς πολυθεϊστές. Η ιδέα της ένωσης των δεύτερων, παρόλες τις διαφορές στις εκάστοτε θρησκείες, εναντίον των Unis, μου φάνηκε έξυπνος τρόπος του συγγραφέα να μεταφέρει στον αναγνώστη την ισορροπία δυνάμεων του κόσμου του. Η διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν οι Ορκ από τους Unis και τους Manis παίζει ρόλο και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Οι Ορκ καταλαβαίνουν πως δεν είναι όλοι οι Άνθρωποι ρατσιστές και πως υπάρχει τρόπος να συμβιώσουν ειρηνικά.

Η θρησκεία που ακολουθούν οι Unis είναι πολύ ξεκάθαρος συμβολισμός για τον Χριστιανισμό. Καταλαβαίνω τι ήθελε να κάνει ο συγγραφέας, συμβολίζοντας μέσω των φανατικών Unis τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία της θρησκείας του Χριστιανισμού, αλλά ίσως ο συμβολισμός αυτός θα μπορούσε να γίνει με μεγαλύτερη μαεστρία. Υπάρχει παράγραφος όπου ένας πιστός περιγράφει την πεποίθηση των Unis για τη δημιουργία του κόσμου και αναφέρεται στους πρώτους ανθρώπους, οι οποίοι λέγονται Ademnius και Evelaine. Επιπλέον, η όλη θρησκεία τους αλλά και το λεκτικό που χρησιμοποιείται είναι σαν να μιλάει καθολικός παπάς εν ώρα λειτουργίας. Ωραία ιδέα, θα μπορούσε να γίνει πιο διακριτικά.

Όσον αφορά την έχθρα των Ορκ (αλλά και των υπόλοιπων φυλών της Maras Dantia) προς τους ανθρώπους, γεννήθηκε επειδή οι τελευταίοι εισέβαλλαν στον κόσμο τους και, λόγω του ότι κατέστρεψαν το περιβάλλον και αποστράγγισαν τους πόρους της γης, η μαγεία της Maras Dantia έχει σχεδόν χαθεί. Αφήνεται να εννοηθεί ότι στο παρελθόν τα περισσότερα πλάσματα είχαν μαγικές ικανότητες και η μαγεία έρρεε άφθονη. Ως εκ τούτου, οι Άνθρωποι θεωρούνται υπεύθυνοι για την σταδιακή εξαφάνιση της μαγείας. Ωραία ιδέα, με το περιβαλλοντικό μήνυμα να είναι ξεκάθαρο και επίκαιρο. Δυστυχώς όμως, ο συγγραφέας αντί να χτίσει πάνω σε αυτό, δεν παραθέτει καμία λεπτομέρεια αναφορικά με το πώς και το γιατί έγινε ό,τι έγινε. Πότε ήρθαν οι άνθρωποι, τι ακριβώς έκαναν και χάθηκε η μαγεία, αν υπάρχει τρόπος η μαγεία να επανέλθει, όλα αυτά αποτελούν ερωτήματα που δεν απαντώνται στις περίπου 700 σελίδες του βιβλίου.

ΠΡΟΣΟΧΗ, Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΠΕΡΙΕΧΕΙ SPOILERS:
Αντιθέτως, στο τέλος του βιβλίου ο συγγραφέας επιλέγει να ανατρέψει όλο το παρασκήνιο πάνω στο οποίο είχε χτίσει την αντιπαλότητα μεταξύ των Ανθρώπων και των διάφορων φυλών, καθώς διαβάζουμε πως δεν ήταν οι Άνθρωποι τελικά αυτοί που εισέβαλλαν στην Maras Dantia αλλά οι υπόλοιπες φυλές! Οι Άνθρωποι ήταν οι αρχικοί κάτοικοι του τόπου. Παράλληλα, μαθαίνουμε πως κάθε φυλή έχει τον δικό της κόσμο απ’ όπου προήλθε, δίχως να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες περί αυτών ή για τη μετάβαση από εκείνους τους κόσμους στην Maras Dantia. Ίσως να δίνεται εξήγηση στη συνέχεια της ιστορίας, η οποία εκδόθηκε 8 χρόνια μετά την πρώτη, αλλά εφόσον δεν την έχω διαβάσει, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Όπως και να ‘χει, το τέλος του βιβλίου δυστυχώς δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω μπορώ να γράψω το εξής:

Μου άρεσε το βιβλίο; Ναι. Δεν πέρασα άσχημα διαβάζοντας τo, δεν σκέφτηκα ποτέ να τo αφήσω και να πιάσω κάποιο άλλο βιβλίο στα χέρια μου και δεν δυσανασχέτησα σε κανένα σημείο του.

Θα πάρω και την επόμενη τριλογία για να διαβάσω τη συνέχεια της ιστορίας; Όχι, εκτός αν βρεθεί τυχαία στα χέρια μου, είτε μέσω κάποιου φίλου είτε από τις πολλές μικρές δωρεάν βιβλιοθήκες που υπάρχουν στο Λονδίνο (της λογικής «give one, take one», η μισή μου βιβλιοθήκη από αυτές είναι χτισμένη).

Ήταν μια διασκεδαστική ιστορία, γεμάτη δράση και fantasy cliches, η οποία δεν είναι αριστούργημα αλλά μπορεί να διαβαστεί ως ένα διάλειμμα από άλλα, πολύ μεγαλύτερα franchises. Αυτό που κατάλαβα, αφού τελείωσα το βιβλίο, είναι ότι πολλά από τα αρνητικά που συνάντησα οφείλονται στις σειρές φαντασίες που έχω διαβάσει στο παρελθόν και έχουν ανεβάσει τα στάνταρ μου. Προφανώς και όταν έχεις διαβάσει Τόλκιν, Μάρτιν, Σαλβατόρε και άλλους μεγάλους της λογοτεχνίας του Φανταστικού, τέτοιες ιστορίες φαίνονται ημιτελείς και ελαττωματικές. Ωστόσο, αν ο αναγνώστης τις δει απλώς ως μια ιστορία για να περάσει την ώρα του, σαν ένα μικρό D&D campaign αν προτιμάτε, η ανάγνωση θα περάσει ευχάριστα.