“Στη δίνη του ολέθρου”
“Ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από την άβυσσο είναι να την ατενίσουμε, να τη μετρήσουμε, να την αφουγκραστούμε, και να βουτήξουμε σ’ αυτήν”
- Τσέζαρε Παβέζε -
Γη, ένας μολυσμένος πλανήτης στο τελευταίο ημικύκλιο των πόθων μου. Το χώμα που πατάω, δεν είναι πια η μήτρα που γεννά τη ζωή. Είναι ο κάλυκας του θανάτου γεμάτος απ’ τη ραδιενέργεια, που άφησε πίσω του το τελευταίο πυρηνικό ολοκαύτωμα.
-Ελεάννα, αγάπη μου, πάψε πια να παίζεις με το χιμπατζή. Βλέπεις πως σε χρειάζομαι. Πίεσε το τελευταίο κουμπί απ’ τη δεξιά μεριά της κονσόλας. Να, εκείνο εκεί!
Η Ελεάννα ακούμπησε αμέσως το δάχτυλο στο κατάλληλο κουμπί, σταματώντας το ξέφρενο παιχνίδι που μόλις πριν πέντε λεπτά είχε αρχίσει με τον μαλλιαρό φίλο μου Αμαντέους, και μπροστά στα μάτια μου εκεί που ήταν η οθόνη του βίντεο –ανάμεσα στις σειρές των πλήκτρων με τα γράμματα και τους αριθμούς- ξετυλίχτηκε η περιοχή, την οποία θα διανύαμε σε λίγο.
Καμένα εδάφη, πολτός χυμένος πάνω τους τα δέντρα, που κάποτε συνέθεταν ένα ειδυλλιακό τοπίο. Ζωντανή ύπαρξη πουθενά. Μόνο μια βαριά ατμόσφαιρα μολυσμένη από κολασμένα αέρια, που σέρνονταν επικίνδυνα μέχρι την πιο κοντινή πόλη, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Η Σπάρτη έμοιαζε με τον σκελετό ενός προϊστορικού τέρατος. Τα σπίτια ρημαγμένα έμοιαζαν σαν τα τσόφλια καθαρισμένου αυγού. Τ’ αμάξια πεταγμένα λες από χέρι γίγαντα, που πρώτα τα ποδοπάτησε. Πτώματα μύριζαν ακόμη απαίσια εξαιτίας της λιωμένης σάρκας τους απ’το ραδιενεργό νέφος, που κυρίεψε την πόλη, όπως και εκατοντάδες άλλες, εκείνο το πρωί του Σατανά. Επάνω απ’ τα ερείπια ένας κατάμαυρος καπνός δραπέτευε τρομαγμένα προς τον ουρανό. Έλπιζε πως θα γλίτωνε απ’ την ίδια την πηγή του. Εκεί θα πηγαίναμε. Είχαμε πληροφορίες πως σε κάποιο υπόγειο, που είχε κατασκευαστεί από τιτάνιο κρύβονταν κάποιες μορφές ζωής. Περίμεναν κάποιον να τους βγάλει από εκεί με ασφάλεια. Μόνοι τους δε μπορούσαν να βγουν έξω. Αμέσως θα έπεφταν θύματα των δηλητηριωδών αερίων. Έπρεπε να τους βγάλει κάποιος, παίρνοντας μέτρα ασφαλείας, ώστε οι σάρκες τους να μην εκτεθούν άμεσα στα αέρια. Αυτός ο σωτήρας όμως δε μπορούσε να είναι κάτοικος της Γης. Κατά πρώτον, γιατί οι επιστήμονες δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη κάποιο ειδικό ένδυμα, που να προστάτευε απ’ την ατομική ενέργεια το ανθρώπινο σώμα. Κι έπειτα, όσοι είχαν σωθεί ζούσαν σε υπόγεια αναγκασμένοι απ’ τον ίδιο κίνδυνο ή σε άλλες πόλεις, που είχαν κάπως λυτρωθεί απ’ τον αεριώδη θάνατο, δεν αποφάσιζαν όμως να πλησιάσουν σε δηλητηριασμένες από ραδιενέργεια περιοχές. Έτσι, λοιπόν, δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων του πλανήτη. Η βοήθεια θα ερχόταν απ’ το διάστημα.
Μόνο η Ελεάννα κι εγώ μπορούσαμε, επομένως, να τους απελευθερώσουμε απ’ τα δεσμά τους, καταργώντας τα υποχθόνια αδιέξοδα, στα οποία ήταν φυλακισμένοι. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους, που ο αρχιστράτηγος των γαλαξιακών δυνάμεων μας έστειλε σε αυτόν τον πλανήτη. Ήταν μια άκρως επικίνδυνη αποστολή και αυτό το γνωρίζαμε πολύ καλά. Προσωπικά πίστευα όμως πως αυτοί οι άνθρωποι που είχαν επιζήσει μέχρι τώρα, έπρεπε να γνωρίζουν το αποτρόπαιο μυστικό που έκρυβαν τα σπλάχνα της γης, να είναι γνώστες του μεταμορφωτικού δηλητήριου, που κρατούσαν στα χέρια τους ανώτατα στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας και σχετιζόταν με τον έλεγχο της μάζας του λαού και με τον απόλυτο τρόμο των υποχθόνιων περιοχών. Επιπλέον, με την κατάλληλη προστασία που θα τους παρείχαμε, θα μπορούσαν να ξαναφτιάξουν τον κόσμο τους, να καθαρίσουν τον αέρα που θα κυκλοφορούσε ανάμεσά τους, να κτίσουν εκ νέου τα σπίτια τους, ν’ αλλάξουν ιδέες και όνειρα. Ναι, ιδέες και όνειρα!!! Αυτά ήταν πιο δηλητηριώδη ακόμη κι απ’ τα διασκορπισμένα επάνω απ’ τις νεκρές πολιτείες αέρια. Κι αυτό, γιατί είχαν υπόβαθρό τους τη ματαιοδοξία, το μίσος, την εκδίκηση, την αρρωστημένη ζήλεια, αλλά και τον πόνο, την πίκρα και τα λαβωμένα ψήγματα του ανθρωπισμού.
Στεναγμοί αναδύονταν μέσα απ’ τους ατσάλινους τοίχους των υπόγειων καταφυγίων. Ερμητικά κλεισμένες πύλες έκρυβαν τ’ απομεινάρια μιας σχιζοφρενικής γενιάς. Ένας επιτάφιος ύμνος σερνόταν ανάμεσα στους παγερούς διαδρόμους των καταφυγίων, τρυπούσε τα δυνατά τοιχώματα και υποδεχόταν τη μοναχική σκιά του διαστημικού σκάφους μας, καθώς αυτό προσγειωνόταν στη στέγη κάποιας ρημαγμένης πολυκατοικίας.
Η νύχτα κύλησε σχετικά ήσυχα, εκτός από αυτό που συνέβη στις 3.32 π.μ. και στο οποίο δεν έδωσα και πολύ μεγάλη σημασία. Ξαφνικά ο κιτρινόμαυρος ουρανός σχίστηκε σε δυο σημεία και τουρκουάζ φλόγες εμφανίστηκαν κινούμενες σα φίδια από φωτιά που χορεύουν, ψαχουλεύοντας τα ραδιενεργά ερείπια. Ύστερα κόλλησαν για λίγα λεπτά επάνω σε μια τεράστια αψίδα που έγραφε “ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΡΠΕΤΟΜΟΡΦΟΥΣ ΘΕΟΥΣ”. Τότε ακούστηκαν να βγαίνουν από μέσα τους εκρήξεις ανάμικτες με τρομακτικά συρίγματα, που ο συνδυασμός τους θύμιζε σατανικό γέλιο. Κατόπιν οι φιδίσιες αυτές φλόγες εξαφανίστηκαν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που είχαν εμφανιστεί.
-Τι είναι αυτό αγόρι μου; Η Ελεάννα μισοσηκώθηκε αλαφιασμένη φέρνοντας το δεξί της χέρι ασυναίσθητα επάνω απ’ την καουτσουκένια θήκη του όπλου της, η οποία κρεμόταν στο γοφό της. Την κοίταξα με τ’ αμυγδαλωτά μάτια μου σχεδόν ανέκφραστα. Πρώτη φορά δεν έδινα σημασία σε κάποιο παράξενο γεγονός και σε κάποιο φόβο της Ελεάννας. Ίσως, γιατί περίμενα πολύ πιο εκπληκτικά κι εφιαλτικά πράγματα. Ίσως, γιατί δεν ήθελα να την τρομοκρατήσω.
-Μην ανησυχείς, έρωτά μου, κάποιες συγκρούσεις μεταξύ ραδιενεργών σύννεφων θα είναι, είπα σχεδόν αδιάφορα. Ευτυχώς δεν είχε προλάβει να δει τη φωταγωγημένη από τις παράξενες φλόγες αψίδα.
Συρματοπλέγματα. Όπου και να κοιτούσαμε συρματοπλέγματα. Χοντρό, αγκαθωτό, καταραμένο σύρμα αποκλεισμών. Ξεκινούσε απ’ τις έρημες, ραδιενεργές εκτάσεις, αγκάλιαζε τις μολυσμένες πηγές, στροβιλιζόταν στις νεκρές, αεριούχες πολιτείες, ξετυλιγόταν στις ατέρμονες παραλίες, περισφίγγοντας τις θάλασσες με τα τέρατά τους, που ζουν στις αβύσσους τους, παλεύοντας και μουγκρίζοντας, χωρίς να καταλαβαίνουν πως γεννήθηκαν από μια βιαστική, ραδιενεργό βροχή, που έπεσε στις θάλασσες, τις μόλυνε και αυτές με τη σειρά τους μόλυναν τους υδρόβιους κατοίκους τους, μεταλλάσσοντάς τους σε τερατώδεις μορφές. Οι φάλαινες έγιναν διπλάσιες απ’ ό,τι ήταν μέχρι τότε, απ’ την αριστερή τους πλευρά ξεφύτρωσε και δεύτερη ουρά τεράστια και πιο μεγάλη απ’ την αρχική, με την οποία βύθιζαν ακόμη κι εμπορικά πλοία, ενώ μπορούσαν να προξενήσουν σοβαρές ζημιές σε μεγαλύτερα. Οι καρχαρίες απόκτησαν δυο κεφάλια, στο ενδιάμεσο χώρο των οποίων ξεφύτρωναν τέσσερα πλοκάμια, με τα οποία άρπαζαν την τροφή τους, τη χώριζαν στα δυο και την κατασπάραζαν τη μισή το ένα στόμα και την άλλη το δεύτερο. Μάλιστα με αυτά αιφνιδίαζαν τα θύματά τους. Κρύβονταν πίσω απ’ τα τεράστια κοράλλια και μόλις έβλεπαν κάτι λαχταριστό να πλησιάζει κοντά τους, τίναζαν με ταχύτητα τα πλοκάμια τους. Σε λίγα δευτερόλεπτα το θύμα τους ήταν πια μια μάζα έτοιμη για χώνεψη. Ακόμη και τα μικρά ψάρια εξελίχτηκαν σε τέρατα, αφού η συνηθισμένη και αγαθή σαρδέλα έφθασε τα τρία μέτρα περίπου και κατά μήκος των δύο πλευρών της έβγαλε έξη ζευγάρια δαγκάνες, που όταν έπιανε τα θύματά της έσταζαν στη σάρκα τους δηλητήριο. Το κακό όμως δε σταματούσε στις θάλασσες. Οι ραδιενεργές βροχές, που έπεφταν σχεδόν κάθε ημέρα, μετάλλαξαν και τα ζώα της ξηράς. Όλα έγιναν ακατονόμαστα τέρατα. Ακόμη και τα ωραία ελάφια επηρεάστηκαν από αυτές τις βροχές. Τα δόντια που είχαν μέχρι τώρα για να μασούν το χορτάρι έπεσαν και αντικαταστάθηκαν από σουβλερά, μακριά και διψασμένα για αίμα δόντια. Το μήκος του σώματός των αρσενικών μελών του είδους έφθανε πολλές φορές τα οκτώ μέτρα. Μόνο τα πρόβατα έμειναν άκακα, όπως ήταν πάντα. Τώρα όμως είχαν οκτώ πόδια, τέσσερα αυτιά κι ένα παράξενο χαμόγελο στις άκρες των χειλιών τους, λες και ειρωνεύονταν για το ξεπεσμό του το ανθρώπινο γένος.
Εκείνο όμως που μας απασχολούσε περισσότερο τώρα, ήταν το πλησίασμα κάποιων σκοτεινών μορφών που έρχονταν από τα βάθη του καπνισμένου ορίζοντα. Δε μπορούσαμε να διακρίνουμε ακόμη απ’ την ταράτσα ψηλά που βρισκόμασταν, ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί που έρχονταν καβάλα σε μηχανικά άλογα, είχαμε όμως το προαίσθημα πως είχαν κάτι εναντίον μας.
Μαύρες σημαίες που κυμάτιζαν άπληστα στο μολυσμένο αέρα, καθώς τα ηλεκτρικά άτια κάλυπταν πολλά χιλιόμετρα κάθε λεπτό. Οι ιππείς, σκληρές, μουντές και απρόσωπες μορφές σκορπούσαν τριγύρω τους μια μαύρη σκόνη κρυσταλλωμένου ραδιενεργού υλικού, που νέκρωνε ό,τι ζωντανό είχε καταφέρει να επιζήσει. Ποιοι ήταν και τι ήθελαν από εμάς;
Μια απ’ τις απρόσωπες μορφές με χρυσά σειρήτια στον κατάμαυρο μανδύα της, ολοφάνερα ο επικεφαλής της ομάδας, με μια μεταλλική φωνή μας χαιρέτισε, βάζοντας τη δεξιά παλάμη του στο μέτωπό του:
-Καλώς ήρθατε στον εφιάλτη μας. Είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ανθρώπινη ματαιοδοξία. Οι κραυγές της ψυχικής μας κόλασης έχουν εκσπερματώσει αυτόν τον όλεθρο. Εμείς γεννηθήκαμε για να είμαστε άγριοι και σαρκοφάγοι. Μόνο που τώρα δεν τρώμε τις σάρκες θηραμάτων από άλλες περιοχές. Καταβροχθίζουμε τους ομοίους μας, γι’ αυτό και αυτομολυνόμαστε. Γι’ αυτό γυρίζουμε πάντα γύρω απ’ το ίδιο μίζερο πηγάδι του κακού, τον εαυτό μας. Μια δίνη που θα μας επιτρέψει να σταματήσουμε αυτήν τη μάταιη, ξετρελαμένη σβούρα της προσωπικότητάς μας, μόνο όταν την καταπιεί ολόκληρη.
Στη ζάλη αυτή, σε αυτόν τον ίλιγγο ιχνηλατούμε τα σημάδια κάποιας χαμένης αγάπης, κάποιας ανεκπλήρωτης στοργής και φροντίδας, κάποιας σβησμένης εποικοδομητικής ιδέας, που θα κατέστρεφε τον ολόλαμπρο εφιάλτη μας. Φωτογραφίζουμε αυτά τα ερείπια, παίρνουμε διάφορα καμένα υπολείμματα και κλεισμένα σε παγερούς κρυστάλλους τα πηγαίνουμε και τα εναποθέτουμε ταπεινά στα πόδια του μεγάλου ηγέτη μας, του ερπετόμορφου Άνου. Με αυτά ζει, αναπνέει, κινείται. Σε αυτών την ύπαρξη εντρυφά. Μέσα από αυτών την εικόνα φαντάζεται και αναπαράγει νέες εικόνες καταστροφής και μας στέλνει να τις πραγματοποιήσουμε. Γι’ αυτό το σκοπό είμαστε τώρα εδώ και θα περιμένουμε εδώ μέχρι την αποτυχία της αποστολής σας. Μέχρι τη δολοφονία σας απ’ τους αμετάπειστους, ζηλόφθονες εναπομείναντες ανθρώπους. Ελπίζουμε μόνο να τελειώσετε γρήγορα, γιατί ο αρχηγός μας βιάζεται να ξεμπερδεύει απ’ τη δική σας απειλή.
Εγώ που όσο πλησίαζαν οι καβαλάρηδες είχα φέρει το δεξί μου χέρι στη λαβή του όπλου μου, τώρα το τράβηξα και, αφού για κλάσματα δευτερολέπτου το κράτησα μετέωρο επάνω απ’ τη γη που ξερνούσε αέρια, το έδωσα στην σύντροφό μου. Εκείνη το έσφιξε με μια γλυκιά δύναμη. Μια βεβαιότητα άναβε φωτιές μέσα της, καθώς τα μάτια της ενώθηκαν με το κοφτερό σπαθί, που ξεθηκάρωναν τα μάτια μου. Τώρα ήξερε πια αυτό, που θα μάθαιναν οι πραματευτάδες του θανάτου στο τέλος της αποστολής μας. Η Ελεάννα άκουσε να της λέω με στεντόρεια φωνή:
-Σήμερα η ημέρα ανήκει στον Παγκόσμιο Κύριο των Ανώτατων Αρχών. Έναν Κύριο που τόσα χρόνια μου φώναζε με φωνή δυνατή, υπερκόσμια: Απελευθερώσου απ’ τα καθημερινά σου δεσμά. Λύσου απ’ τους τετριμμένους περιορισμούς. Άφησε κατά μέρος τον κόσμο των δισταγμών και των αναστολών, που σε σφίγγει σαν κακοφορεμένη κορδέλα κι έλα να πάμε μια βόλτα στον κόσμο της αποκεκαλυμμένης πραγματικότητας. Θέλω να διαπιστώσεις και μόνος σου πως ό, τι μέχρι τώρα πίστευες και λαχταρούσες με όλη την καρδιά σου να γνωρίσεις και να μιλήσεις, να συζητήσεις, να πείσεις και να πεισθείς και ο ίδιος γι’ αυτό, να κραυγάσεις γι’ αυτό, υπάρχει. Πρόσεξε όμως πολύ καλά, μην τυχόν και αφιερωθείς ολόκληρος σε αυτό. Αν αφιερωθείς απ’ την αρχή σε αυτό, δεν πρόκειται να το δεις ποτέ ολάκερο. Αυτό που πιστεύεις, δε μπορεί να σου φανερωθεί καθαρά και σε όλη την έκτασή του, αν εσύ λυμένος απ’ τα πνευματικά δεσμά σου, δεθείς στα δεσμά αυτής της ψυχοπνευματικής αποδέσμευσης. Και αυτό, γιατί όσο και να είναι γλυκά αυτά τα δεσμά, δεν είναι αυτό που αληθινά επιζητείς. Αυτό που πραγματικά επιζητείς, είναι η ολική σου Απολύτρωση.
Σήμερα είναι η ημέρα, που θ’ ανοίξουμε επιτέλους, με τον κωδικό που μας έδωσαν οι έμποροι του σκότους, την τεράστια ατσάλινη πύλη του καταφυγίου των Επιζώντων. Από μέσα ακούγαμε να έρχεται υπόκωφα ένα μακρόσυρτο κλάμα. Πιέσαμε τα κουμπιά με τα σωστά νούμερα και η πύλη τραβήχτηκε προς τα δεξιά, επιτρέποντάς μας να εισδύσουμε στο εσωτερικό του καταφυγίου. Επιβιβαστήκαμε στο σκάφος μας και περάσαμε με ταχύτητα την είσοδο, φοβούμενοι μην κλείσει προτού καταφέρουμε να μπούμε μέσα. Σταματήσαμε πίσω από ένα άδειο οίκημα, όπου κρύψαμε το όχημά μας όσο καλύτερα μπορούσαμε, σκεπάζοντάς το με κάποια παλιά λάστιχα αυτοκινήτων που βρήκαμε μέσα στο κτίριο, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε κάποτε συνεργείο. Νιώσαμε την αγωνία να μας πιέζει τα σωθικά, επειδή έπρεπε τώρα να κινηθούμε πολύ προσεκτικά και μεθοδευμένα, ώστε πριν ακόμη μας αντιληφθεί κάποιος, να καταφέρουμε να εξακριβώσουμε με ποιους ακριβώς ανθρώπους και καταστάσεις είχαμε να κάνουμε, ποια ήταν η ποιότητα της ζωής τους, τα πιστεύω τους, οι στόχοι τους, τα συστήματα εξυπηρέτησης και προστασίας των πολιτών και κυρίως πριν ακόμη βρούμε κάποια λύση σωτηρίας γι’ αυτούς τους δυστυχείς Επιζώντες, οι οποίοι τώρα απειλούνταν απ’ το ξύπνημα μιας φρικαλέας, προϊστορικής θεότητας, που μια τεράστια πυρηνική έκρηξη τη ξαναζωντάνεψε.
Παντού υπήρχαν στενά δρομάκια μ’ έντονες σκιές και ξαφνικές δέσμες φωτός από πινακίδες νέον, που έδειχναν τα σημεία εξυπηρέτησης των ενοίκων του καταφυγίου. Στρίβοντας στη γωνία πίσω από ένα γκρουπ Επιζώντων, βρεθήκαμε σ’ ένα χώρο όπου έμποροι πουλούσαν θρησκευτικά μπιχλιμπίδια και δερμάτινες τσάντες σταμπαρισμένες με τίγρεις, κόμπρες, ουροβόρους και φοινικόδεντρα.
Παντού υπήρχαν δίδυμες αψίδες πλημμυρισμένες με ιερογλυφικά και, στο βάθος, μια πανύψηλη πύλη. Διασχίσαμε το μικρό δρόμο και ανοίξαμε την πύλη, περνώντας απ’ το ηλεκτρικό φως στις σκιές του μισοσκόταδου. Περιμέναμε λίγο να προσαρμοστούν τα μάτια μας σε αυτήν την αντίθεση. Μια πέτρινη πλάκα διαγραφόταν μέσα στο μισοσκόταδο, λες και υλοποιούνταν απ’ το παρελθόν. Στα δεξιά, σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’ ένα υπερυψωμένο βάθρο απ’ όπου μπορούσε να δει κάποιος κάτω, μέσα από χοντρό γυαλί, ένα εξόγκωμα από βράχο τόσο γκρίζο όσο η ράχη ελέφαντα και μια σχισμή στην οποία, σύμφωνα με το θρύλο, είχαν σφηνώσει έναν τεράστιο ολόχρυσο σταυρό για να μη βγει από εκεί η ερπετοειδής φρικαλεότητα που ζει στα βάθη της γης και καταστρέψει τα πάντα. Πρόκειται για τον αντίποδα στη Γη του μεγαλειώδους Άνου, του πατέρα των Μεγάλων Παλαιών, των Ανουνάκι, που κατοικοεδρεύουν στον πλανήτη Νιμπίρου και κάποτε θα ξανάρθουν στη Γη για να υποδουλώσουν ακόμη μια φορά τους ανθρώπους.
Μοναξιά κυριαρχούσε παντού στο ναό, που οι Επιζώντες τουλάχιστον τον θεωρούσαν τον άξονα του κόσμου. Ανεβήκαμε στο πέτρινο βάθρο και είδαμε το χρυσό σταυρό ν’ αστραποβολά στο φως του μεγάλου φακού μας, μια τεράστια χρυσαφένια οπτασία, μια χρυσή, υγρή, σταυροειδής φωτιά. Υψώνοντας το βλέμμα μας είδαμε μικρά φύλλα χρυσού να περιστρέφονται γύρω κι επάνω απ’ αυτό το σημείο, σάμπως ολόκληρος ο κόσμος να γύριζε επάνω σε αυτόν τον άξονα, το σημείο απ’ όπου, μ’ ένα σάλτο ψηλά προς τα ουράνια, θ’ αναδυθεί ο αποτρόπαιος θεός Νάγκα, ο αιγυπτιακός Άποφις, ο ελληνικός Τυφώνας, ωθώντας τον κόσμο στην απόγνωση και στην καταστροφή του. Ολόκληρος ο θόλος έμοιαζε να στροβιλίζεται. Με το βλέμμα μας ψηλά, αντικρίσαμε τον πέτρινο θόλο να περιστρέφεται και ακούσαμε φωνές να φλυαρούν μέσα στ’ αυτιά μας. Εκατοντάδες, χιλιάδες φωνές φλυαρούσαν ακριβώς από επάνω μας, καθώς τα περιστρεφόμενα χρυσά φύλλα τις έφερναν μέσα απ’ το κύλισμα και τη λήθη απροσμέτρητων αιώνων. Χιλιάδες, εκατομμύρια φωνές που μιλούσαν για ανείπωτους τρόμους και αιμοβόρους θεούς κοιμισμένους στα σπλάχνα της ταλαίπωρης γης, που περιμένουν τ’ αστέρια να μπουν στη σωστή τους θέση για να ξυπνήσουν.
Ανοίξαμε το φάκελο στο φορητό υπολογιστή τους κι επιλέξαμε το αρχείο με το όνομα Νάγκα. Τι θα συνέβαινε, αν ξυπνούσε ο μεγάλος θεός; Τι μπορούσε να γίνει για να μην εξαπολυθεί το ερπετικό κτήνος κατά της ανθρωπότητας;
Το τέλος του κόσμου πλησίαζε. Το ερπετόμορφο θηρίο ξύπνησε ήδη σε κάποια άλλη γωνιά της γης, σε κάποιο ιερό βουνό από αιώνες καθαγιασμένο απ’ τη γήινη μητέρα του Ιησού. Τι θα μπορούσαν να κάνουν εναντίον του τα πιο εξελιγμένα όπλα βαρέως τύπου; Ακούγαμε ήδη το ουρλιαχτό του μεγάλου ερπετού και τους ολολυγμούς των ψυχών των καταραμένων βαθιά μέσα στην άβυσσο, στην οποία συρόμασταν και οι ίδιοι απ’ το μακάβριο χέρι του απόλυτου τρόμου, που μας τραβούσε με μανία προς τα κάτω.
-Χριστόφορε δε με ακούς; Τι έπαθες; Σε φωνάζω τόση ώρα και δε μου δίνεις καμιάν απάντηση. Ανησύχησα και γι’ αυτό σε τράβηξα απ’ το χέρι. Έλα να δεις τι ανακάλυψα.
Έμεινα ακίνητος για μια στιγμή, κοιτάζοντας αμήχανα τον ανοιγμένο μπροστά μου ηλεκτρονικό φάκελο. Κατόπιν σηκώθηκα βιαστικά όρθιος κι έτρεξα κοντά στην Ελεάννα. Εκεί ανάμεσα στην κρυσταλλική σκόνη και τα φωσφορούχα περιττώματα των κατσαρίδων κειτόταν ένα σαρακοφαγωμένο κατάμαυρο βιβλίο, κοκαλωμένο απ’ το χρόνο. Το σήκωσα στα χέρια μου, επιτρέποντας να ξεσπάσει μια βροχή σκόνης. Χαμήλωσα το βλέμμα μου στα τσαλακωμένα φύλλα με κάτι σαν κατάπληξη, κάτι που άγγιζε ανατριχιαστικά το δέος. Τα γράμματα με προκαλούσαν με προαιώνια, φρικτά μυστικά, η ακρίβεια των περιγραφών τους χλεύαζε το χάος μέσα μου και μου αποκάλυπταν την τρομερή αλήθεια. Τελικά, σκορπίζοντας όσο μπορούσαμε μ’ ένα μεγάλο φακό τα σκοτάδια του υπόγειου ναού, όπου βρισκόμασταν, διαβάσαμε με γουρλωμένα μάτια ανάμεσα σ’ ένα πλήθος καταχθόνιων μυστικών και τα εξής φοβερά πράγματα:
“Στις διάφορες αρχέγονες θρησκείες συναντάται ως επικρατέστερη μορφή θεοποίησης αυτή του φιδιού. Χαρίζουν δηλαδή τη μορφή του φιδιού στην πρώτη ουσία της ζωής, στον πρώτο Λόγο, ο οποίος ως μια παγκόσμια θεϊκή “συνείδηση”, υπακούει σε κάποιους κώδικες. Αυτοί οι κώδικες αποτελούν γενικότερα και τη γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, όταν μιλούμε για τον Δημιουργό. Η ανάγκη εξάλλου σχηματοποίησης της θεϊκής ύπαρξης, που νιώθουμε βαθιά μέσα μας, μας οδηγεί στο να ονοματίζουμε την πρώτη ουσία, ώστε να την κάνουμε πιο ταιριαστή σε μας και τους γύρω μας. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ο πρώτος Λόγος “έρπει” ανάμεσα σε όλους μας, από τον ένα στον άλλο, όπως το φίδι από το ένα μέρος στο άλλο. Γι’ αυτό πολλοί υποπολιτισμικοί, αλλά και πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας, είδαν το Θεό σαν ένα φίδι, που αργοσέρνει τη μεταφυσική του υπόσταση από το ένα άτομο στο άλλο”.
Λίγο παρακάτω διαβάσαμε:
“Σήμερα, με την είσοδο της ανθρωπότητας στον 21ο αιώνα, η λατρεία του φιδιού εξακολουθεί να επιβιώνει στην Αφρική, στην Ινδία και στις περισσότερες χώρες της Ωκεανίας. Το διαπιστώνουμε μέσα από μία περιήγηση στις περιοχές και τους πολιτισμούς αυτούς, που συνεχίζουν να λατρεύουν μέσα από διάφορες τελετουργίες το φίδι, στο οποίο αποδίδουν θεϊκές ιδιότητες. Βλέπουμε τα ερπετά να επιστρέφουν για να στοιχειώσουν τη φαντασία των ανθρώπων και να ξαναβρίσκουν το δρόμο τους στην ανακύκληση των αρχαίων μύθων, που παρατηρείται στην εποχή μας. Το σύμβολο του φιδιού χρησιμοποιήθηκε σε αμέτρητες μυστικιστικές έννοιες και συνεχίζει να είναι για άλλους το σύμβολο της θεϊκής δύναμης και για άλλους να αντιπροσωπεύει την αμαρτία, το Απόλυτο Κακό. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος από παράξενες ιστορίες, που πηγάζουν μέσα από αυτήν την παράδοξη προϊστορική θρησκεία του Μεγάλου Νάγκα, τον οποίο η ιερή παράδοση των λαών τον θέλει να κατοικοεδρεύει στα έγκατα της Γης, απ’ όπου κάποια μέρα θα επανέλθει με σκοπό να καταστρέψει το ίδιο το δημιούργημά του, τον πλανήτη μας”
Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Η αποστολή μας μόλις άρχιζε και θα τη φέρναμε σε πέρας με οποιοδήποτε κόστος...