Το Midsummer O.P.A. Festival 2024 και ένα εργαστήρι συγγραφής...
Midsummer O.P.A. Festival 2024! Τι να πρωτοπώ και που να σταθώ γι’ αυτό το τριήμερο.
Να μείνω μονάχα σε όσα έγιναν αυτές τις τρεις ημέρες; Να μεταφέρω το πακέτο της εμπειρίας από την 10ήμερη παραμονή μου στη Λάρισα; Να αναφέρω το πλούσιο παρασκήνιο και τις χρόνιες διεργασίες που μας έφτασαν τελικά ως εδώ; Το καθένα από αυτά τα ερωτηματικά κουβαλάει μια ιστορία. Ιστορία από αυτές που είναι πιο όμορφο να τις ακούς παρά να τις διαβάζεις (ιδανικά με τη συνοδεία τσίπουρου).
Ας ξεκινήσω, λοιπόν, με ένα μικρό ευχαριστήριο και θα περάσω μετέπειτα στο κομμάτι που διακαώς ποθώ να μοιραστώ.
Ευχαριστώ, λοιπόν, τον Ζήση Αποστολίδη και το Owls Club για την διοργάνωση, μα πάνω απ’ όλα για το όραμα να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Αν με στεναχωρεί κάτι που έχω φύγει από την Λάρισα, είναι το γεγονός ότι δεν μπορώ να γίνομαι πιο συχνά κομμάτι ανάλογων δράσεων. Ευχαριστώ επίσης τους Tin Punk Games, τους Story of many και την Dracon Rules Design Studio. Όλοι τους δημιουργοί, σαν κι αυτό που καμώνομαι πως είμαι εγώ. Βέβαια, εκείνοι φτιάχνουν παιχνίδια κι ούτε να φανταστώ δεν μπορώ πως θα είναι να μπαίνει κανείς στα παπούτσια τους. Εδώ, όμως, πρέπει να κλείσω τις ευχαριστίες, γιατί αν αρχίσω να αναφέρω το κάθε άτομο ξεχωριστά θα κουράσω.
Warhammer! Cowards die in shame! [φωτό: Νίκος Χαρπαντίδης]
Φτάνουμε, λοιπόν, στο δικό μου κομμάτι. Στις δικές μου εμπειρίες από το φεστιβάλ και στα δρώμενα που διοργάνωσα. Ούτε και τώρα, ωστόσο, επιθυμώ ν’ αναφερθώ εκτενώς σε όλα, καθώς υπήρξε ένα τετράωρο που λάμπει (και θα λάμπει για πολύ καιρό ακόμα) μέσα στη μνήμη μου πολύ πάνω από τα άλλα.
Πρόκειται για το εργαστήρι συγγραφής που διοργάνωσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ στις 13/07/24 από τις 18.00 μέχρι τις 22.00 το απόγευμα. Πρώτη φορά έκανα κάτι τέτοιο, μα κάτι μου λέει πως δε θα είναι η τελευταία. Πρώτη φορά, κι όταν ανακοίνωσα την πρόθεσή μου σε φίλους και οικογένεια, εξέλαβα από πολλούς ΕΚΕΙΝΟ το βλέμμα. Λίγο καχυποψία, λίγο άρνηση, λίγο «που πας να μπλέξεις;», λίγο «είσαι σίγουρος;» και μπόλικο «δεν έχω ιδέα, πως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο!». Φυσικά κανείς τους δεν τα εξέφρασε αυτά, είτε γιατί δε θέλανε να μου κόψουν τα φτερά, είτε γιατί με γνωρίζουν.
Με ρώτησαν, ωστόσο, αρκετοί εκείνοι την ημέρα «Δεν αγχώνεσαι;» και η απάντησή μου ήτανε, «όχι». Αυτό το «όχι», μάλιστα, το έλεγα με όλη μου την ειλικρίνεια. Βλέπετε ποτέ μου δεν ένοιωσα αγχωμένος ή πως κουβαλάω κάτι βαρύ, καθώς πλησίαζε η ώρα του εργαστηρίου. Ενός εργαστηρίου συγγραφής.
Συγγραφής διηγήματος με θεματολογία fantasy ή horror. Εργαστήρι, όχι μάθημα. Δεν νιώθω ότι γνωρίζω τόσο καλά το θέμα για να παραδίδω μαθήματα και ποτέ δε μου άρεσαν οι «ξερές» διαλέξεις. Ούτε οι αυθεντίες. Εξάλλου, αν ρωτήσετε κάποιον που με γνωρίζει καλύτερα, θα σας διαβεβαιώσει πως δεν αισθάνομαι άνετα με το να μοιράζομαι γνώσεις για θέματα που αντικειμενικά κατέχω πολύ πιο βαθιά απ’ ότι τη συγγραφή. Εργαστήρι, λοιπόν, με διάλογο και ανταλλαγή απόψεων.
Πως προέκυψε, όμως, αυτή η ιδέα κι από πού πήγαζε η τόση άνεσή μου; Ας αναλύσω λιγάκι αυτό και μετέπειτα, υπόσχομαι, πως θα μιλήσω και για το δρώμενο. Φέτος το O.P.A. έβαλε ένα στόχο. Στόχο που με μια λέξη θα μπορούσε να μεταφερθεί ως «εξωστρέφεια». Εξωστρέφεια στο παιχνίδι, στα χόμπι και στην τελική στο άτομο. Κι ο στόχος αυτός με βρίσκει 100% δίπλα του. Γιατί να ντρέπομαι που παίζω ακόμη -λίγο πριν τα 40- επιτραπέζια παιχνίδια, που βάφω μινιατούρες και που διαβάζω Fantasy;
Όπα! Fantasy; Μα εγώ δεν διαβάζω απλά fantasy, αλλά γράφω κιόλας! συνειδητοποίησα και οι σκέψεις άρχισαν να παίρνουν σιγά σιγά μορφή. Αρχικά, στο Φεστιβάλ θα έφερνα τα βιβλία μου κι έπειτα θα διοργάνωνα και μια παρουσίαση. Αυτά, όμως, δεν μου αρκούσαν. Ιδιαιτέρως εφόσον στο μυαλό μου είχε κολλήσει εκείνη η «εξωστρέφεια».
Ο Άρης Γκρίμπας κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου συγγραφής [φωτό: Νίκος Χαρπαντίδης]
Έτσι γεννήθηκε η ιδέα του εργαστηρίου. Τι πιο εξωστρεφές από έναν που καμώνεται τον συγγραφέα, από το να μιλήσει για τις εμπειρίες του, να ρωτήσει τον κόσμο, να ανταλλάξει απόψεις κι έπειτα να γράψει στο πλάι όσων το επιθυμούν. Ωραία, πάνω σε αυτό χτίζουμε, σκέφτηκα και στρώθηκα στη δουλειά.
Κατέληξα, λοιπόν, σε μια μορφή, που στο μυαλό μου έδειχνε να λειτουργεί. Παραλλήλισα τη συγγραφή ενός διηγήματος με το χτίσιμο ενός σπιτιού. Αν έχουμε εργαλεία και σχέδιο μπορούμε να δώσουμε αποτέλεσμα. Μετά μένει μονάχα η μαστοριά. Όσο για εκείνη, έρχεται με την εξάσκηση.
Κατέθεσα, λοιπόν, στο κοινό ορισμένα εργαλεία που βοηθούν εμένα κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Σε κάποιους άρεσαν, σε άλλους όχι. Παρ’ όλα αυτά ο διάλογος βοήθησε όλους μας (θέλω να πιστεύω) κι έκανε τη σκέψη μας να πάει ένα βήμα παραπέρα. Έπειτα, εφόσον, πλέον, είχαμε στα χέρια μας ορισμένα εργαλεία, έμενε το προσχέδιο. Το σενάριο, δηλαδή, στη δική μας περίπτωση. Εκεί, εγώ έκανα ορισμένες ερωτήσεις, το κοινό απαντούσε και μετά ψήφιζε. (π.χ. Ποιος είναι ο χαρακτήρας μας; Τι συνταρακτικό του συνέβη, που να μας κάνει να θέλουμε να το αφηγηθούμε; Πώς αλλάζει πλέον η ζωή του;)
Smile! [φωτό: Νίκος Χαρπαντίδης]
Εδώ θα πρέπει να κάνω, όμως, και μια ξεχωριστή αναφορά. Βλέπετε, ανάμεσα στο κοινό, υπήρχαν και δύο ανήλικα κορίτσια. Μόλις ένοιωσαν άνετα, αφήσανε την φαντασία τους ελεύθερη και διαμόρφωσαν (με τη βοήθεια των υπολοίπων που ψήφιζαν σχεδόν αποκλειστικά τις προτάσεις τους) ένα άκρως ιδιαίτερο σενάριο. Σενάριο σκοτεινό, θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ακόμη και καταθλιπτικό, που όμως μου ζήτησαν να γραφεί σε πλαίσια, που να μην αγγίζουν πολύ το Horror.
Εκεί, πρέπει να παραδεχτώ, πως φοβήθηκα. Για λίγα δευτερόλεπτα φοβήθηκα. Ένιωσα πως, ίσως, δεν θα καταφέρω να φέρω εις πέρας την αποστολή μου. Βλέπετε, στην ανακοίνωση του εργαστηρίου είχα υποσχεθεί πως στο τέλος θα γράψω την ιστορία που θα προκύψει, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, και τα συγγραφικά εργαλεία που κατέθεσα νωρίτερα.
Ο φόβος μου, όμως, έσβησε γρήγορα. Έσβησε όταν θυμήθηκα εκείνη την «εξωστρέφεια» και πως λόγο εκείνης δε θα μπορούσα να αποτύχω. Στόχος μου δεν ήταν να γράψω το τέλειο διήγημα. Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα πως αυτό δεν θα το καταφέρω ποτέ. Στόχος ήταν η «εξωστρέφεια» και τμήμα αυτής, εφόσον μιλάμε για συγγραφή, είναι και η αποτυχία. Αυτές οι σκέψεις περάσανε σχεδόν αυτούσιες από το μυαλό μου τότε και με κάνανε να χαμογελάσω. Ελπίζω να μη με περάσανε για τρελό.
Πέρασαν, ωστόσο, σχεδόν τρεις ώρες μέχρι να φτάσουμε εδώ. Τρεις ώρες συνεχόμενου διαλόγου κι ανταλλαγής απόψεων κι έφτασε η ώρα της σιωπής. Κάναμε ένα μικρό διάλλειμα, κατά το οποίο ο καθένας σκέφτηκε το σενάριο για περίπου πέντε λεπτά μοναχός κι επιστρέψαμε στην αίθουσα. Από τους δεκαοκτώ οι οκτώ. Αυτοί που αποφάσισαν να γράψουν. Μπροστά μας είχαμε μία ώρα. Στυλό, μολύβια και πληκτρολόγια πήρανε φωτιά. Κανείς δε μιλούσε, μονάχα γράφαμε.
Χαλάρωση μετά την συγγραφή... [φωτό: Νίκος Χαρπαντίδης]
Πέρασε η ώρα κι εγώ σηκώθηκα όρθιος. Όλοι με κοιτάξανε γεμάτοι απορία. Είχανε ξεχάσει -ή δεν είχανε ως τώρα συστηθεί με την εμπειρία- πως ο χρόνος τρέχει όταν γράφεις, κι αυτό που γράφεις το αγαπάς. Θα μείνουν για πολύ καιρό χαραγμένα στη μνήμη μου εκείνα τα βλέμματα. Τους έδωσα, τελικά, άλλα πέντε λεπτά, πήγα στη τουαλέτα να βρέξω το πρόσωπό μου κι έπειτα επέστρεψα.
Στην περιγραφή του εργαστηρίου, είχα ανακοινώσει πως κανένας δεν θα είναι υποχρεωμένος να μοιραστεί το γραπτό του με τους υπόλοιπους. Ετούτο το «βάρος» έπεφτε μονάχα πάνω σε εμένα. Βλέπετε, δεν ήθελα να νιώσουν οι πιθανοί καλεσμένοι μου άβολα. Τόσο κοντόφθαλμος ήμουν! Όχι, μόνο θέλανε, αλλά όλοι τους ήταν υπερήφανοι γι’ αυτό που είχανε γράψει. Είτε το ολοκλήρωσαν, είτε όχι. Απίστευτο συναίσθημα.
Όμως, όπως είχα υποσχεθεί ξεκίνησα εγώ. Διάβασα στο κοινό το διήγημα που έγραψα κι έπειτα το συζητήσαμε. Μετά πήρανε σειρά και οι άλλοι. Εδώ, οφείλω να πω, πως σε κάποιους άρεσαν περισσότερο ορισμένα από τα υπόλοιπα διηγήματα. Τεράστια η χαρά μου. Ακόμη μεγαλύτερη όταν συνειδητοποίησα ότι οι περισσότεροι γράφανε για πρώτη φορά.
Παρακάτω θα σας παραθέσω την ιστορία της Ιζαμπέλα, όπως συλλογικά δημιουργήθηκε από εκείνους που παραβρέθηκαν στο εργαστήρι. Στο τέλος του άρθρου θα αφήσω και τα στοιχεία πάνω στα οποία είχαμε να δουλέψουμε. Σαν υποσημείωση θα πω μονάχα το εξής. Δεν έχω επιμεληθεί - κι ούτε θέλω να το κάνω - καθόλου αυτό το κείμενο. Θέλω να το αφήσω ατόφιο στον υπολογιστή μου, όπως ακριβώς γεννήθηκε εκείνο το απόγευμα. Με λάθη, παραλήψεις και ατέλειες. Στην τελική, αν φοβάμαι αυτά θα είναι σαν να ξεχνώ την «εξωστρέφεια»!
***
Γιατί πονάει τόσο; Πάντα πονούσε το κλάμα, μα ως τώρα πλήγωνε μονάχα την ψυχή της. Τι άλλαξε; Γιατί τώρα; σκέφτεται η Ιζαμπέλα σκουπίζοντας τα δάκρυά της.
«Απίστευτο!» μονολογεί, αντικρύζοντας τα μικροσκοπικά γαλάζια αιχμηρά πετράδια, που πληγιάζουν τις παλάμες της. Τα κοιτά απορημένη, αδυνατώντας ν’ αναλογιστεί τι μπορεί να έχει συμβεί. Κι όμως, θυμάται. Προτού σβήσει, προτού εκείνες οι ζοφερές δίνες την τυλίξουν, είχε διαβάσει ένα γράμμα. Που να ‘ναι; Που να βρίσκεται τώρα; Να το, στέκει ασάλευτο στο πάτωμα, μέσα σε μια λίμνη από ακάθαρτο νερό!
Σηκώνεται όρθια τρεκλίζοντας, ενώ τα σωθικά της πονούν και νιώθει μαύρη την ψυχή της. Ωστόσο τα καταφέρνει. Δεν έφτασε ως εδώ για να αφήσει μια αναποδιά να της αλλάξει τα σχέδια. Όχι, πρέπει να το κάνει. Το οφείλει στην γιαγιά της, σ’ εκείνη την ανάμνηση της τόσο θερμής αγκαλιάς.
Τρέμουν τα γόνατά της, μα καταφέρνει να βάλει το ένα πόδι εμπρός από το άλλο. Κι έπειτα από λίγα ακόμη επίπονα βήματα, φτάνει πάνω από τον παλιό σκοροφαγωμένο πάπυρο.
«Ιζαμπέλα Τόμσον» αναγράφεται στην εξωτερική του επιφάνεια και οι σκέψεις πως μια πρωτοφανής κι αλλόκοτη σύμπτωση λαμβάνει χώρα, ξεκινούν ξανά να χορεύουν άναρχα μες το μυαλό της. Απλώνει το χέρι της, δεύτερη φορά απόψε, προς τον πάπυρο και κάνει να τον σηκώσει μέσα από τα νερά.
«Μη το κάνεις.» Την προειδοποιεί δυσοίωνα μια φωνή, αναδυόμενη από τα βάθη του μυαλού της. «Μη το κάνεις, θυμήσου!» κραυγάζει και πάλι η φωνή, ετούτη τη φορά, ακόμη πιο απελπισμένα.
Η Ιζαμπέλα σταματά. Τι κι αν άγνωστη της ήταν ως πρότινος ετούτη η λαλιά; Πλέον, έχουν τα πάντα αλλάξει. Σταματά, με το χέρι της να αιωρείται σαν ξερόκλαδο, πάνω από τον πάπυρο και κοιτάζει μες τη λιμνούλα.
«Ω, Θεέ μου, τα μάτια μου!» ξεστομίζει, αντικρύζοντας την αντανάκλασή της. «Τα μάτια μου!» επαναλαμβάνει κλαυθμυρίζοντας, ενώ δάκρυα, πέτρινες φλοίδες κοφτερές, χαράσσουν τα μάγουλά της.
Κόβεται η ανάσα της και ο κρύος ιδρώτας παγώνει το κορμί της. Συγκρατεί το κλάμα της, σφίγγει τα δόντια και καταπίνει τον πόνο. Τρέμει, τρέμει ολόκληρη μα έπειτα από δυο στιγμές, ξεκλέβει μία ακόμη ματιά. Αντί για μάτια, δυο καταγάλανα πετράδια, κοσμούν το πρόσωπό της. «Ω, Θεέ μου, βοήθα με.» ξεσπά, μην επιτρέποντας ετούτη τη φορά, ούτε σ’ ένα δάκρυ να κυλήσει.
Και τότε, θυμάται. Να ακόμη μια ανάμνηση που μοιάζει σαν να προήλθε από κάποιαν άλλη ζωή. Είχε πλησιάσει μεσάνυχτα την είσοδο του εγκαταλειμμένου ορφανοτροφείου και άρον άρον πήδηξε τον ετοιμόρροπο φράχτη. Τότε, είχε την αίσθηση πως κατάφερε κάτι σπουδαίο, αφήνοντας πίσω της για τα καλά τα σφυρίγματα των αστυνομικών. Κανείς δεν επιτρέπετε να κυκλοφορεί εδώ κι ας εδράζεται ετούτο το κτήριο σ’ ένα τόσο κεντρικό σημείο του Λονδίνου.
Δέκα λεπτά έκανε η καρδιά της να σταματήσει να χτυπά κι άλλα δέκα χρειάστηκε για να ηρεμήσει την αναπνοή της. Έτσι της φάνηκε τότε, τουλάχιστον. Κι έπειτα, οι μνήμες από εκείνο το τόσο αλλοπρόσαλλο όνειρο, ξυπνούν. Όλα διαδραματίστηκαν όπως ακριβώς τα είχε δει δυο νύχτες πριν. Η κάθε λεπτομέρεια του κτηρίου, της αποκάλυπτε αβίαστα τα μυστικά της, λες και στο μυαλό της να φώλιαζε ένας χάρτης. Ένας χάρτης αφύσικος, άυλος μα τόσο ακριβείς. Εκείνος την έφερε μπροστά από το γράμμα. Πόση χαρά είχε αισθανθεί όταν το αντίκρυσε και πόσο δέος καθώς διάβασε για πρώτη φορά το όνομα του παραλήπτη.
«Ιζαμπέλα Τόμσον» Αυτή. Πρέπει να απευθυνόταν σε αυτή ή έστω σε κάποια πολύ μακρινή πρόγονό της. Και να την πάλι, μπροστά στο ίδιο δίλημμά, να σκέφτεται αν θα πρέπει να ξανά να το σηκώσει. Να λογαριάζει το πόσα μέλλονται ν’ αλλάξουν από δω και μπρος.
«Δεν είμαι καμιά δειλή.» ανακοινώνει τελικά εμφατικά, λες και προσπαθεί πιότερο να πείσει τον εαυτό της. Κι άξαφνα, ο πάπυρος φωλιάζει για δεύτερη απόψε φορά στα χέρια της, μονάχα που τώρα τα ματωμένα δάκτυλά της τον λεκιάζουν. Δε δίνει, ωστόσο, την παραμικρή ευκαιρία στις αναστολές κι εμφατικά αποκαλύπτει εκ νέου το μυστικό του.
«Σαν τέλος η ευχή
στη δικιά σου ζωή
Θα έρθει για πάντα
Σε ημέρες σαράντα.»
***
ΣΕΝΑΡΙΟ
Το σενάριο που δημιουργήθηκε συλλογικά είχε ως εξής: Η Ιζαμπέλα είναι ένα κορίτσι 16 ετών, που κατοικεί κάπου στο Λονδίνο. Δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς της και έχει μονάχα μνήμες από την ηλικιωμένη γιαγιά της. Ένα όνειρο που είδε δυο μέρες πριν, την οδήγησε στα άδυτα ενός εγκαταλειμμένου ορφανοτροφείου. Εκεί ανακάλυψε ένα πολυκαιρισμένο γράμμα, που έφερε το όνομά της, ή το όνομα μιας μακρινής προγόνου της. Όταν το διάβασε, τα μάτια της μετατράπηκαν σε γαλάζια πετράδια και τα δάκρυά της σε θραύσματα αυτών. Αν είναι κατάρα ή κάποια δύναμη αυτό, η Ιζαμπέλα δεν το γνωρίζει, αλλά σίγουρα φοβάται για το μέλλον.