Οι Ψαλμωδίες της Απώλειας, μια συλλογή 15 ποιημάτων

Οι Ψαλμωδίες της Απώλειας, μια συλλογή 15 ποιημάτων

ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Ξύπνησα ανήσυχος σήμερα
Δε θυμόμουν ποιος είμαι,
ούτε ποιος είναι εκείνος που κρύβεται στη σκιά μου
και μου χαλά το περίγραμμα των ονείρων μου
Δεν είμαι εγώ αυτός που ταξιδεύει στο διάστημα;
Δεν είναι ο άλλος, ο νυσταγμένος
που σέρνει υπόκωφα τα πόδια του μέσα στο αστρόπλοιό μου;
Αυτός δεν είναι που όλη μέρα μασουλά
τις σελίδες των βιβλίων και των πόθων μου
και όμως τον αφήνω ατιμώρητα
να τα ξεφυλλίζει άσκοπα;
Αυτός δεν είναι ο στολισμένος αλαζόνας
που περιφρονεί τις αδύναμες ανησυχίες μου
και παριστάνει πως ξεχνά τα λόγια και τις εντολές μου;
Αυτός δεν είναι ο αθόρυβος επισκέπτης μου
που μετρά τον τρόμο και τους ψιθυρισμούς μου
καθώς νιόβγαλτος ταξιδευτής στο κενό της αϋπνίας
καβγαδίζω με τον αποκηρυγμένο εαυτό μου
και αυτός ο άγνωστος κρύβεται στην σκιά του;
Δεν παίρνω απάντηση από κανέναν


ΤΑ ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ

Κοίτα τον αστεροειδή πως σου κεντά τα όνειρα
Σου αφήνει τις φλέβες ανοιχτές
Άνεμος υπνοβάτης φυσά με θράσος μέσα σου
το μίασμα των αποτυχιών σου
Η κραυγή σου ένας μυστικός ψίθυρος

Θυμήσου!
Οι ακυρώσεις των πόθων σου
έρχονται απ’ τα βάθη των αιώνων,
όπως το αίμα, όπως η ίδια η ζωή
Μόνο ένας πλανήτης γεμάτος κόκκινο χρώμα
έχει παραδοθεί σ’ ένα σου φιλί

Άκου της καρδιάς σου τις σιωπές,
καθώς υφαίνει τις άλικές σου επιθυμίες
και σε ξεντύνει από κάθε πιθανότητα Ανάστασής σου
Ας είναι οι λέξεις της
κλεμμένες απ’ την αποθήκη της συμπόνιας


ΑΓΝΩΣΤΟΙ

Τα βράδια μετά την ανήλεη μάχη της ημέρας
οι καθημερινοί άνθρωποι μαζευόμαστε γύρω απ’ τη φωτιά
και αλλάζουμε τα προσωπεία μας
Προσπαθούμε να γίνουμε παντελώς ξένοι ο ένας για τον άλλο,
στραγγαλίζοντας τα όνειρά μας που γυρίζουν ξανά στην ίδια θάλασσα
να συναντήσουν τους χθεσινούς πνιγμένους
Δεν ξέρουμε ποιανού τα χέρια σφίγγουμε,
όταν ανταλλάζουμε προσωπίδες, ευχές, χειροπέδες
Όταν συναντιόμαστε στον βραδινό περίπατο
προσπερνάμε βιαστικοί ο ένας τον άλλο,
μην κατά λάθος αναγνωρίσουν τους κλώνους μας
Τα μεσάνυχτα,
καθώς τελειώνουν οι περιπλανήσεις
των μιασμένων σωμάτων μας
και απλώνεται επάνω μας η κατάρα της σιωπής,
σμίγουν οι μακρινοί χτύποι της καρδιάς μας
με το ίδιο άγνωστό μας όνομα


ΖΩΟΓΟΝΟΣ ΣΥΡΙΓΜΟΣ

Άσε με να ταξιδεύω όπως εγώ το θέλω,
με το κεφάλι μου ψηλά, κοιτώντας τ’ άστρα
και ας είναι οι πατούσες μου γυμνές και ματωμένες
από σκληρούς βράχους
στο δρόμο του Σύμπαντος διασκορπισμένους
Όσο το αίμα μου είναι ζεστό και καθαρό κυλάει
μες στις φλέβες, μες στο μυαλό μου,
μη με φοβάσαι, θα προσέχω σε κάθε μου βήμα
και ας με τρυπάει ο πόνος, ας φθάνει στην καρδιά μου
Ν’ ανησυχήσεις μόνο, στο βλέμμα μου αν δεις σκεφτικό το Θεό
και το κεφάλι μου στραβά να τον προσκυνάει
σαν δέντρο που βάρυνε γεμάτο από καρπό απ’ τη μια πλευρά
και η άλλη να την κοιτά δεν το αντέχει
Τότε, αν έχεις μέσα σου μια σταγόνα αγάπης για εμένα
έλα και πιάσε μου σφιχτά το μολυσμένο μου χέρι
Μ’ ένα μορφασμό φρίκης στο σκοτάδι ανάστησέ με
Το ζωογόνο συριγμό χάρισέ μου απ’ τα ζεστά σου χείλη


Η ΑΛΛΟΚΟΣΜΗ ΘΕΑ

Μες στης αιώνιας νύχτας τις υγρές γωνιές,
ακλόνητη φιγούρα αλλόκοσμης θεάς στέκεται,
στα χείλη της ανθίζουν εξώκοσμοι ανθοί
και με αστρόσκονη είναι πασπαλισμένα τα ερπετικά της μάτια
Πάντα εκεί, στο γνώριμό της τον πλανήτη,
την ψάχνουν και τη βρίσκουν,
σκιές βουβές, με απαστράπτουσες στολές
ταπεινά να την προσκυνήσουν
Πομπή ολόκληρη προχωρά σε νωχελικούς ρυθμούς
Η φοβερή θεά κλέβει το χρόνο τους, τις σκέψεις τους ληστεύει,
νότες φυσώντας απαλές
γλυκά στο ντεκολτέ της
Σε θόλους ετοιμόρροπους
παλλόμενα κορμιά ηχούν μυστήρια,
καθώς η θεότητα ανοίγει τα πανώρια φτερά της
Κι εκεί,
στο αποκορύφωμα τρελού χορού,
με αλαλαγμό φριχτό μπήγει μαχαίρι
στων σκοτεινών μορφών τα μυστικά όνειρα
Μαινάδα τρομερή, Μέδουσα ψυχρή
χτυπά ανελέητα και τα σκοτώνει


ΨΑΛΜΩΔΙΕΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ

Στον πλανήτη των υπόκωφων ψιθυρισμῶν
κρατάς ιερό ποτήρι ελπίδας γεμάτο
για όσους διψούν
της αναζήτησης το καθαρό πιοτό
που φέρνει τη μέθη στιγμών εκρηκτικών

Στο νανοπλανήτη των άφωνων κραυγών
θεραπεύεις τους αστροταξιδευτές της σιγής,
σα νεογέννητα τα όνειρα τους φροντίζεις
Τους θηλάζεις με το νέκταρ της θλίψης και της οδύνης σου
Τους χαρίζεις ηδονὲς παιχνίδια να παίζουν και να ξεχνιούνται
ανάμεσα στους πόλους της μνήμης και της λήθης
Με το τρελό παιχνίδι τους να ξεγελούν τον πρόσφατο θάνατό τους

Κρατάς δισκοπότηρο πρωτόγνωρων πόθων ξέχειλα γεμάτο
Με τα ιερά χέρια σου σε στάση προσευχής προσφέρεις
την προαιώνια παράκληση σου τροφή
στων αρχαίων θεών την ακόρεστη όρεξη
Προσμένεις στης πληγωμένης ψυχής σου την κόμη
να φορέσουν στεφάνι πλεγμένο
απὸ αγκάθια και δηλητηριώδη βότανα,
υμνώντας τη δική τους ύπαρξη
Την ερωτική σου κλίνη να ραντίσουν με πόθους
στα πρόθυρα της αυτοχειρίας
Τους αντικρίζεις να κουρδίζουν τις χωμάτινες χορδές σου
στις ζοφερές τους νότες να ταιριάξουν
Αναρωτιέσαι απεγνωσμένα
ποιον άραγε ύμνο τους να έχεις λησμονήσει;
Ποια γνώση απ’ τα βάθη του ποταμού της λήθης να έχεις χάσει;
Μήπως κάποιων ζωντανών θεών τις ψαλμωδίες
στα σκουπίδια έχεις πετάξει
και δεν ανακαλύπτεις στους δρόμους των άστρων
μουσικούς κατάλληλους να ξεφαντώσουν
μες στη δίνη της μολυσμένης ζωής σου;


ΑΛΛΟΚΟΣΜΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Αλλόκοσμοι απ’τις εσχατιές της αιώνιας νύχτας,
επισκέπτες της απευκταίας μνήμης μου
ντυμένοι τις κίβδηλες στοργὲς
που χάιδευαν κάποτε
τα λευκὰ περιστέρια του προδομένου έρωτά μου
ήρθαν να μου κρατήσουν συντροφιά και αυτό το απόβραδο
Οι οσμὲς και τα χρώματα της πρώιμης μου Άνοιξης
έκαναν το λάθος να πάρουν το χρώμα του γέλιου τους
Χάθηκαν χωρίς να προλάβουν να γελάσουν
στη δίνη του ζόφου τους,
όταν το σκότος των ματιών τους στο κορμί τους ἀστραψε
Γδύθηκα από κάθε ελπίδα,
καθώς οι παγεροί του κοσμικού χειμώνα άνεμοι
με απογύμνωναν απ’ τις ανάσες της ζωής
Οι ώρες περνούσαν επικίνδυνα
με τους αλλόμορφους επισκέπτες μου τριγύρω
Όταν δίψαγαν τα ποτήρια τους με το αίμα μου τα γέμιζα,
με το δροσερό νερὸ των πόθων μου
που σ’ ένα ερμάρι της μνήμης μου φύλαγα κρυφά
Τα δάκρυα μου άδειασα
από αρχαίους θριάμβους
Μιλούσαν κι έλεγαν διάφορα παράξενα
οι επισκέπτες απ’ το άπειρο μακριὰ
κι εγὼ κοιτούσα παράλογα
τ’ αστέρια που πικρά πέθαιναν στου χάους τα βάθη
Τις νοσταλγίες οι εξώκοσμοι επισκέπτες
μαστίγιο τις έκαναν για να μου τραβήξουν έξω
απ’ το υποσυνείδητό μου
τα μαρτυρικά μου πάθη,
κρύβοντας απ’ το φως του ήλιου το τέλος των άστρων μου,
γεμίζοντας τα πόδια μου χρυσοποίκιλτα καρφιά
και την καρδιά μου με μιασμένους πόνους


ΠΟΡΕΙΑ

Στη μέση της επουράνιας αποικίας μου
εκεί ακριβώς που στάζει όνειρα το άπειρο,
χτυπώντας το χέρι στο γόνατο,
πόνταρα τη ζωή μου στα σπασμένα δόντια του Θεού
Συντρίφτηκαν όταν θέλησε πολλά σύμπαντα να φτιάξει

Έβλεπα πίσω απ’ την γκρίζα ζώνη
του φλογισμένου ουρανίσκου Του,
πέρα απ’ τους πόθους μου που καίγονταν μέσα τους
κινήσεις επικίνδυνων ίσκιων
που δεν έκαναν άλλο από το να ζητούν χώμα
να ξεπλύνουν το ματωμένο στόμα του Δημιουργού
Πάλεψα γενναία, αναζητώντας
τον σπαταλημένο πηλό του διαστήματος
Βαρέθηκα να μηρυκάζω το αλάτι των αιώνων
Με όνειρα επιούσια κουράστηκα να αναπνέω
Έρεψε η φωνή μου μολυσμένη μες στους ουράνιους κήπους
και ο θάνατος ακόμη δίστασε να διασχίσει τόσα έτη φωτός
μόνο και μόνο για να με πάρει μαζί του στου πουθενά τα βάθη


ΑΠΟΚΟΣΜΗ ΣΑΥΡΑ

Στέγνωσαν επάνω μου ανάσες αλλόκοσμων,
όταν γεννήθηκα στη μήτρα του Σύμπαντος
Μεγάλωσα εκεί που με παράτησε ο χωροχρόνος
Δεν αναδύθηκα ποτέ μέσα απ’ την κολυμπήθρα των ευχών
ούτε έκανα φαντασιώσεις που δεν εκπληρώνονται
Το δέρμα μου θέρισα χωρίς να σπείρω μέσα του την ιερή προσδοκία,
ούτε μια προσευχή ζωγραφισμένη στα γόνατά μου
για το φύλακα άγγελο που ακολούθησε αγόγγυστα τη μοίρα μου
έως το τέλος των κόσμων
Υπέφερα, όταν ήμουν άμαχος
Άντεχα ως γνήσιος μάρτυρας τ’ ακάνθινα στεφάνια της ζωής μου
Κάθε που έπλεκα ένα ανώδυνο όνειρο
απ’ την πλάτη μου πίσω άκουγα γέλια από πλανεμένα πεφταστέρια
Τώρα είμαι ό,τι απέμεινε από εμένα
Είμαι αυτός που φαίνεται μίασμα στο πρωινό μου βλέμμα,
μια λησμονημένη αποικία ρημαγμένη από ιούς,
μια θολή αντανάκλαση της παρωχημένης αίγλης μου,
μια απόκοσμη σαύρα που σέρνεται αδύναμα επάνω στις πληγές μου


ΤΟ ΦΘΑΡΤΟ ΜΟΥ ΣΩΜΑ

Μες απ’ την καυτή σάρκα του Σύμπαντος ταξίδεψα
σε άλλους κόσμους παράξενους και μοναχικούς
στη μοναξιά, στην απελπισία, στην εγκατάλειψη
Έψαξα μες την άμμο του διαστήματος να βρω
χαμένους θησαυρούς που γνώριζα πως δεν υπήρχαν
Μες στην καρδιά μου κράτησα σφραγισμένο

μυστικά το όνομά σου
Όταν με αναζήτησαν αιθέριες υπάρξεις
της φρίκης και του τρόμου
να μου προσφέρουν τα όσα δεν φαντάστηκα ποτέ,
δεν ενέδωσα
Πυξίδα έβαλα στην καρδιά μου την αγάπη σου

Μες στην καυτή σάρκα του απείρου ταξίδεψα
Τις φλέβες του έβλεπα σα διαμάντια
να λαμπυρίζουν μες στη ψυχή μου
Μέχρι που ξύπνησα απ’ τον εφιάλτη λουσμένος στον ιδρώτα
Στα δικά μου νοτισμένα μονοπάτια σεργιανίζω τώρα
Της ζωής μου καρπώνομαι την υγρή φύση
Κάθε σταγόνα ένα χαμένο όνειρό μου, σιγοτραγουδώ
Είμαι εθισμένος απόλυτα στον ανίατο έρωτά σου
Σε θέλω, σε αποζητώ
Στα νερά σου καθρεφτίζομαι
Μίασμα το φθαρτό μου σώμα μα μου φαντάζει θεσπέσιο,
καθώς χιλιάδες αστέρια φωσφορίζουν
στον τρελό χορό των σκοτεινών σου πόθων


Η ΠΛΑΝΗ

Έρχονται οι αλλόμορφοι στην αποικία μας
Δε δείχνουν έλεος αυτοί
Προτάσσουν πάντα τη μαύρη καρδιά τους

Μας ζώνουν από παντού,
επιζητώντας να μας αγγίξουν
Κρυφτείτε εδώ,
πίσω απ’ το φλεγόμενο κομήτη του στήθους μου
Εδώ να κουρνιάσετε ήσυχα
Δεν υπάρχει μέρος πιο ασφαλές για εσάς
Εδώ δίπλα στην καρδιά μου
Εδώ δε θα σας ανακαλύψει η απονιά τους
Φωτιά, φωτιά δε θα γίνουμε
στη φωτιά τους
Μη φοβάστε, κρατήστε με,
σφίξτε με δυνατά
Μη φοβάστε,
κοιμηθείτε στην αγκαλιά μου άγγελοί μου
Κανείς δε θα σας ξυπνήσει
πριν φθάσουμε στον πλανήτη της σωτηρίας μας
Ούτε καν ο θάνατος


ΥΠΝΟΣ ΒΑΡΥΣ

Ο ύπνος είναι βαρύς μες στην κοσμική νύχτα
σκοτεινός, χωρίς όνειρα, χωρίς μνήμη
χαρακώνει τη λησμονιά με το μαστίγιό του
Η παραστρατημένη ψυχή μου αναδύεται,
κρατώντας συντρίμμια από φθαρμένες ζωγραφιές,
χορεύοντας με ανώφελες κινήσεις,
με πόδια που τρεκλίζουν μωλωπισμένα
απ’ τον πολύωρο χορό
στην καταποντισμένη πολιτεία
εκεί πέρα στον ορίζοντα του πλανήτη
των προδομένων μου υποσχέσεων
Ο ύπνος είναι βαρύς πριν την κοσμική αυγή
Και ο ένας πλανήτης χειρότερος απ’ τον άλλον,
η μια αποικία πιο καταστραμμένη απ’ την άλλη
Σπασμένα οστά προγόνων βγαίνουν,
χορεύοντας απ’ τα χαλάσματα,
τραβώντας σκουριασμένα καροτσάκια
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή
με αίμα αγορασμένο απ’ τη μαύρη αγορά του Χάρου,
με αίμα μοιρασμένο στα νεκρά παιδιά του Οιδίποδα

Αδειανοί οι δρόμοι των άστρων
Εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζονταν αδιάκοπα
Οι ξεχασμένες σκιές χώνονταν στις γωνιές
σαν τα τυφλά περιστέρια
Κι αυτοί οι αλλόμορφοι καταστροφείς μας,
ψηλαφώντας βάδιζαν
στην Κοιλάδα του Θανάτου
Μιάσματα που αντίκριζαν σκοτάδι
αντί για φως


ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΩ

Ξεχνώ τους παλιούς μου συμπολεμιστές
πολύ γρήγορα
Δεν έχω συνηθίσει να ψηλαφώ
τις ουλές στα πληγωμένα μάγουλα,
στις ρημαγμένες καρδιές
Μια νύχτα όμως θα τους ακούσω
να σιγοψιθυρίζουν τ’ όνομά μου
απ’ τα βάθη της αιώνιας νύχτας
Ν’ ανοίγουν την πόρτα του αστρόπλοιού τους απαλά,
γιατί νομίζουν πως κοιμάμαι τα βράδια
Να ζητούν να βάλουν φωτιά στο πρόσωπό μου
Θα τους υποδεχθώ καιγόμενος στα πάθη μου,
χαμογελώντας για να μην τους φοβίσω
Είμαι πολύ αδύναμος
για να τους ξεκάνω όλους μαζί με μια μαχαιριά
Θα περιμένω ν’ απομακρυνθεί πρώτα ο ένας απ’ τον άλλο


ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ;

Πάει καιρός που ακούσαμε τις σταγόνες
της τελευταίας μαγνητικής βροχής
να πέφτουν επάνω στ’ αστρόπλοια
και τις τραχιές μας προσδοκίες
για το κτίσιμο αποικιών
στο απέραντο στερέωμα
Τ’ αστέρια βάφουν τώρα το κορμί μας
με τα χρώματα των ξαφνικών εκρήξεων τους
Του διαστήματος η σκοτεινή αγκαλιά ανοίγει σιγά σιγά
και δίπλα απ’ τα πεφταστέρια που κυλούν ασταμάτητα,
συλλαβίζοντας τ’ όνομά μας
ένα πελώριο πλάσμα κοιτάει
κατάματα και βλοσυρά τη ζωή μας
Ποιος είναι αυτός που χορταίνει
με τις σάρκες της αυριανής μας ημέρας;
Οι κραυγές μας ζεσταίνουν τ’αυτιά του
Απ’ τις ρίζες των γιγάντιων ποδιών του ξεφυτρώνουν
σαρκοφάγοι ανθοί
που καταβροχθίζουν ανελέητα τα όνειρα και τους πόθους μας
Κάποιοι τον αποκαλούν Θεό και κάποιοι άλλοι μοχθηρό δαίμονα


Η ΕΞΩΚΟΣΜΗ

Γιατί περιπλανιόταν μέσα στην αποικία μου προσεκτικά;
Της έδειξα τα χέρια μου σ’ ένδειξη πόθου γνωριμίας,
της τύλιξα τη ραχοκοκαλιά με τις φλέβες μου,
το γεμάτο αμαρτίες κορμί της κάλυψα με την καρδιά μου
Την είδα τότε να με αγκαλιάζει ερωτικά
Αντίκρισα όμως μαύρα φυτά και τρόμους κάτω απ' τα βλέφαρά της,
τεράστια, παράξενα, τραυματισμένα θηρία πίσω απ' το βλέμμα της, .
πρόσωπα κομματιασμένα γόγγυζαν μέσα του,
μορφές έκφυλης αθωότητας στα μάτια της
ύφαιναν την καταστροφή του κόσμου μου
Ύστερα τα μολυσμένα νερά του ποταμού των παθών της
κύλησαν μέσα μου
Ξέσπασαν με ορμή
τα ορθάνοιχτα μάτια της,
τα βέβηλα, οργισμένα βλέφαρά της,
το πέτρινο βλέμμα της,
το μιαρό αδηφάγο στόμα της,
τα φιδίσια μαλλιά της