“Demon Cleaner”

“Demon Cleaner”

Το πέρασμα ήταν πολύ στενό. Συχνά έστριβε το σώμα του για να περνάει. Σκόνη και ζέστη κάναν την ατμόσφαιρα αφόρητη και τα πόδια του με το ζόρι τον βαστούσαν. Οι ανάσες είχαν γίνει πλέον πολύ δύσκολες. Ένιωθε ένα βάρος να τον τραβάει κάτω. Κρατούσε κάτι σφιχτά. Τόσο σφιχτά, που είχε αρχίσει να πονάει. Έσκυψε το κεφάλι, είχε ένα κοντό σπαθί στο χέρι του. Δεν είχε διακοσμητικά, ήταν ένα απλό, βαρετό μικρό σπαθί. Ρωμαϊκής εποχής, σκέφτηκε. Στο στήθος του φορούσε μια πανοπλία, μα αυτά ήταν όλα όσα μπορούσε να διακρίνει στο λιγοστό φως που διαπερνούσε αυτή τη ρωγμή της γης και έφτανε σ’ αυτό το στενό και κλειστοφοβικό μονοπάτι.

Το σώμα του δεν υπάκουγε απόλυτα στις προθέσεις του, θα πρέπει να είχε πληγωθεί. Κάτι υγρό κυλούσε στα γυμνά του πόδια ως χαμηλά μαζί με τον ιδρώτα. Αίμα προτίμησε να είναι. Συνέχισε να προχωρά, αργά και σταθερά μες στο στενό χάσμα προς το άγνωστο. Μια πάχνη σκόνης ακολουθούσε κάθε του βήμα. Πίσω όμως δεν κοίταξε ποτέ. Κυριαρχούσε παντού η σιωπή, μόνο τα βήματά του ακούγονταν και πότε-πότε, η πανοπλία ή το σπαθί που ακουμπούσαν στο χώμα ή σε ρίζες που προεξείχαν από τις πλαγιές. Αυτός ήταν ο μόνος δρόμος.

Χέρια αρχίσαν ξαφνικά να βγαίνουν από αριστερά και δεξιά του. Μα δεν τον κράτησαν, δεν ήταν στις προθέσεις τους να βλάψουν. Τον ακουμπούσαν ευλαβικά, τον έπιαναν για λίγο, μα αμέσως κάναν πίσω. Σαν να τον επαινούσαν, να του ’διναν κουράγιο. Το πέρασμα έγινε πιο δύσβατο από πριν. Και εκείνος, ένιωσε νικητής μιας μάχης ξακουστής, σαν ήρωας, σαν θεός, όπου οι θνητοί θέλαν απλά να τον αγγίξουν. Μια σκέψη έκανε για μια στιγμή να σταματήσει, να κάτσει εκεί και να ακούσει τι είχαν να του πουν. Οι νεκροί όμως δεν λένε πάντα ιστορίες.

Το λιγοστό φως έγινε χείμαρρος. Βγήκε απ’ το ράγισμα της γης. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά με το ένα χέρι του στο μέτωπο. Ο ήλιος έψηνε τα πάντα. Τα μάτια του είχαν στεγνώσει και πονούσαν. Περίμενε μέχρι να προσαρμοστούν στο νέο θέαμα που απλώθηκε μπροστά του. Όταν η όρασή του επανήλθε, είδε πως βρισκόταν σε μια αγορά.

Είδε πολύ κόσμο μπροστά του, μέσα σε μια οχλοβοή που κάλυπτε τα πάντα. Η μυρωδιά από σάπιο κρέας, ξύδι και αμμωνία, ταξίδευε παντού. Μύγες είχαν κολλήσει σε όλες τις επιφάνειες, μα όσες πετούσαν, ήταν σωστό μαρτύριο. Μαστίγωναν τα πάντα στο διάβα τους. Ζευγάρια χέρια ανέμιζαν στον αέρα ολόγυρα για να τις διώχνουν. Μάταια όμως.

Λατινικά ήταν η γλώσσα που μιλούσαν, μα ήταν σε θέση να καταλάβει τα πιο πολλά. Δεν είχε χρόνο για κουβέντες. Προχώρησε αργά, έγινε ένα με το πλήθος. Κανείς δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Περνούσε σχεδόν απαρατήρητος ανάμεσά τους. Δύο φορές τον έριξαν στο έδαφος, όταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με δύναμη έπεσε άγαρμπα επάνω του, κι ένας άλλος τον χτύπησε επίτηδες ώμο με ώμο. Κανείς δεν γύρισε να τον βοηθήσει σε τούτο το αφιλόξενο το μέρος. Κανείς.

Τα κρέατα ήταν στοιβαγμένα σε σωρούς. Κάποιοι πουλούσαν ζώα ξερακιανά και άρρωστα, κάποιοι άλλοι γυμνές γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά. Είδε και άγρια ζώα μέσα σε κλουβιά. Η δυστυχία και η μιζέρια ήταν παντού, σε όλα τα ζωντανά πίσω απ’ τους πάγκους. Πιο δίπλα σφάζανε ζώα σε κοινή θέα, ζώα ετοιμοθάνατα κι άλλα ήδη νεκρά. Τα γδέρναν, τα κόβαν σε κομμάτια και τα στοιβάζαν κάτω απ’ τον ήλιο ή τα κρεμούσαν σε τσιγκέλια. Και οι μύγες ξεκινούσαν δαιμονισμένες το χορό.

Δεν ένιωσε τίποτα καθώς περνούσε από τις ξύλινες αυτοσχέδιες παράγκες. Τίποτα δεν τον άγγιζε απ’ όλα αυτά. Δεν στάθηκε πουθενά για να κοιτάξει περισσότερο από μια κλεφτή ματιά. Δυο άντρες δίπλα του ξεκίνησαν ένα καβγά. Ο ένας, έβγαλε ένα μακρύ μαχαίρι από τη ζώνη του και κάρφωσε τον άλλο πολλές φορές. Φώναξαν από δίπλα, με μια χροιά ευχαρίστησης, λες και το αίμα των ζώων -που ήταν παντού- δεν έφτανε. Κανείς δεν έσκυψε να δει, να τον βοηθήσει, καθώς έπεσε στην καυτή άμμο, κρατώντας στα χέρια του τα σωθικά του. Μα είχαν κι άλλοι στην αγορά την ίδια τύχη. Πεσμένοι κάτω σαν τσουβάλια, βρίσκονταν κι άλλοι άντρες. Γυμνοί, παρατημένοι. Μαζί με την αξιοπρέπεια, είχαν ληστέψει και όλα τους τα υπάρχοντα. Η ζωή εδώ ήταν σκληρή. Σκληρή και φθηνή. Μα ούτε αυτό τον ένοιαζε.

Στάθηκε λίγο σ’ ένα πάγκο. Ένας πολύ χοντρός και άξεστος τύπος ήταν μπροστά. Η φανέλα του είχε έναν κίτρινο σκούρο λεκέ, που ξεκινούσε απ’ το λαιμό και έφτανε μέχρι τον αφαλό του. Η περισσότερη κοιλιά του ήταν έξω. Μύριζε άσχημα. Πουλούσε άλογα. Έβγαλε την πανοπλία και την ακούμπησε μπροστά του. Με ένα νεύμα του πρότεινε ένα άλογο. Φαινόταν πιο γερό από τ’ άλλα, μα όλα ήταν σε άσχημη κατάσταση. Ο αλογάρης, του έδειξε και το σπαθί, αλλά αρνήθηκε.

Άφησε πίσω του την αγορά. Καβάλα σ’ ένα ψωράλογο έτοιμο να πεθάνει. Κάθε του βήμα έμοιαζε με το τελευταίο του. Κι ένα από τα επόμενα, τελικά ήταν. Το άφησε πίσω. Περπατούσε πλέον σαν να γνώριζε καλά που πηγαίνει. Λες και ακολουθούσε τα ίχνη κάποιου, που μόνο αυτός ήταν σε θέση να διακρίνει. Το σώμα του πονούσε. Και όσο πλησίαζε -ό,τι κι αν ήταν αυτό- οι πόνοι γίνονταν αφόρητοι. Σταμάτησε για μια στιγμή. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και άφησε ελεύθερο το ασθενικό, αδύναμο λευκό του σώμα να αναπνεύσει κι αυτό. Φορούσε μόνο ένα βρώμικο κομμάτι ύφασμα κάτω απ’ τη μέση. Είχε πληγές παντού και σύμβολα από μελάνη μαύρη σ’ ολόκληρο το σώμα. Η σκόνη έμπαινε στα πνευμόνια του και η καυτή άμμος του έκαιγε τα πόδια. Μα δεν έδειχνε να ενοχλείται. Ήταν ανήσυχος, μα πάντα ήταν όταν πλησίαζε.

Περπάτησε για λίγη ώρα ακόμα. Ώσπου έφτασε σ’ ένα μικρό χωριό. Ο ήλιος ακόμα ήταν ψηλά, έκαιγε τα πάντα με βασανιστικό ρυθμό, δεν έλεγε να δύσει. Σε όλους τους δρόμους του χωριού, σκόρπια νεκρά οικόσιτα ζώα σαπίζανε αργά, σχηματίζοντας ένα μακάβριο τοπίο, αλλά αυτό, ήτανε μόνο μια πινελιά, σ’ ολόκληρο τον καμβά. Στον τόπο αυτό, ποντίκια τρώγαν μαζί με τους ανθρώπους και μύγες θήλαζαν με τα μωρά. Τα σκυλιά ήταν νεκρά κι αυτά έξω απ’ τα σπίτια, με τα λουριά τους ακόμα περασμένα στο λαιμό. Το κακό ήταν παρών σε κάθε σπιθαμή της γης. Παρατημένα όλα στη μοίρα τους. Μα αυτό, δεν ήταν έργο της μοίρας, ούτε του ανθρώπου. Το κακό είχε αλλοιώσει τα πάντα στο πέρασμά του. Δεν κάνει ποτέ διακρίσεις. Είμαστε όλοι ίσοι και ευάλωτοι μπροστά του.

Ακολούθησε τα ίχνη σωστά απ’ την αρχή. Η μυρωδιά δεν κάνει ποτέ λάθος. Έμεινε για λίγο ακίνητος μπροστά στην τελευταία καλύβα. Στην πόρτα υπήρχε ένα μωβ σημάδι, μα αυτό δεν είχε χαραχτεί γι’ αυτόν. Κοιτούσε μπροστά με μάτια κενά για αρκετή ώρα. Λες και μπορούσε να δει τα πάντα στο εσωτερικό της, μέσα από τους σαθρούς τοίχους, μέσα από την κλειστή πόρτα και τα αμπαρωμένα παράθυρα. Μέσα απ’ τα ίδια τα σκοτάδια. Έμεινε εκεί για λίγο ακόμα, σαν να περίμενε την ίδια την κατάλληλη στιγμή να τον ειδοποιήσει.

Έκανε βήματα μπροστά. Άγγιξε το σημάδι, άνοιξε την σακατεμένη πόρτα πολύ προσεκτικά και μπήκε μέσα. Η μυρωδιά μες στην καλύβα ήταν πολύ χειρότερη απ’ ότι έξω. Μαζί με όλα τ’ άλλα που πνίγαν τα πνευμόνια του, ήρθε η χολή, το θειάφι, η στάχτη και το παχύ σκοτάδι. Κάθε άνθρωπος αν έβλεπε τα όσα είδε, θα έφευγε τρέχοντας. Ακαθαρσίες υπήρχαν παντού στο χώρο. Και μια περίεργη κινητικότητα στο πάτωμα. Μια γυναίκα στεκόταν όρθια σε μιαν άκρη και χτυπούσε ρυθμικά το κεφάλι της στον τοίχο. Το αίμα κυλούσε μέχρι κάτω, μα αυτό δεν ήταν αρκετό για να την αποτρέψει. Ένας ηδονικός ήχος απόλαυσης έβγαινε από το στόμα της.

Στο κέντρο της καλύβας, καθόταν ένα παιδί στα πόδια του. Μισός άντρας, μισό τίποτα. Δεν είχε τρίχες πουθενά, κι αυτό, το έκανε αλλόκοτο στην όψη. Κάτι μονολογούσε σιγανά. Έκανε σχήματα με το ένα δάχτυλο στο χώμα χωρίς να τα κοιτάζει. Ήταν γυμνό. Ποντίκια, φίδια και κάτι παράξενα σκαθάρια, όλα σαν ένα, έκαναν κύκλους γύρω από το παιδί. Οι μύγες δεν κάθονταν επάνω του. Μόνο κάποια σκαθάρια ξεκόβαν λίγο απ’ τον ανίερο και τελετουργικό χορό, κι ανέβαιναν επάνω του. Λες και είχαν άγνοια κινδύνου.

Το παιδί, κοιτούσε μπροστά, με μάτια κρύα, κάτασπρα. Μα σίγουρα έβλεπε. Δεν αντέδρασε στην εισβολή του νέου επισκέπτη. Ακίνητο έμεινε όπως και πριν, λες και μπορούσε να μαντέψει τι θα συμβεί και είχε αποδεχτεί με ηρεμία ό,τι του φύλαξε η μοίρα για το τέλος. Ή δεν το ένοιαζε.

Πλησίασε τότε το παιδί και με αργές κινήσεις, γονάτισε, το έπιασε με το αριστερό του χέρι από το σβέρκο δυνατά και κόλλησε το μέτωπό του στο δικό του. Ψιθύρισε μια φράση σε μία γλώσσα άγνωστη:

“ΛΑΛΛΕ † ΜΠΑΧΕΡΑ † ΜΑΓΚΟΤΕ † ΜΠΑΦΙΑ † ΝΤΑ † ΓΙΑΜ † ΒΑΓΚΩΘ † ΧΕΝΕΧΕ † ΑΜΜΙ † ΝΑΖΑΖ † ΑΝΤΟΜΑΤΟΡ...”, μα πριν προλάβει να την ολοκληρώσει, τα μάτια του παιδιού άνοιξαν διάπλατα, το ίδιο και το στόμα του. Ήχος δεν βγήκε. Βγήκε όμως ένα σκοτάδι μαύρο, πυκνό σαν υγρή πίσσα και κάλυψε τα πάντα. Σε μια στιγμή όλα χάθηκαν. Έμεινε μέσα στο πνιγηρό το σκότος, δυο μάτια να κοιτάζει.

“Τολμάς;”, είπε μια αλλόκοσμη αλλά ξέψυχη φωνή από πολύ μακριά. Μα απάντηση δεν πήρε. Τα σύμβολα κάναν μια λάμψη και άλλαξαν, τρεμόπαιξαν και βγήκαν απ’ το σώμα του. Καρφώθηκαν στους τέσσερις τοίχους και μείνανε εκεί. Δείχναν τεράστια, βγάζαν ένα γλυκό ημίφως μα δεν βοηθούσε και πολύ σε τούτο το σκοτάδι. Η απάντηση όμως, είχε δοθεί.

“Ναι”. Ήταν μια σίγουρη απάντηση που δεν ειπώθηκε ποτέ. Ένα γέλιο ακούστηκε. Ένα μοχθηρό, κακόβουλο γέλιο το ίδιο ασθενικό με την προηγούμενη φωνή, που πάγωσε τον αέρα. Μα η χλομή φιγούρα δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω από ένα ανοιχτό στόμα και το που βρίσκεται. Κάρφωσε το σκοτάδι στην καρδιά με το ένα χέρι, κι αυτό ήταν. Όλα ξανάγιναν κανονικά.

Κρατούσε ακόμα το παιδί από το σβέρκο με το ένα χέρι δυνατά. Στο άλλο, είχε το σπαθί. Με τη λαβή ακουμπισμένη στην κοιλιά του παιδιού και το υπόλοιπο σπαθί, βαμμένο να εξέχει πίσω απ’ την πλάτη του. Αίμα σκούρο κυλούσε στο χέρι του και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη στα πόδια τους. Πνοή δεν είχε πια. Το μόνο που τον κρατούσε ακόμα στην θέση του, ήταν τα χέρια και τα ακόμα ενωμένα μέτωπά τους.

Το άφησε να πέσει στην σκούρα λίμνη, σηκώθηκε και έκανε ένα βήμα πίσω. Άφησε το σπαθί στη νέα του θέση και γύρισε να φύγει, παρέα με τα ζωύφια που φεύγαν άτακτα. Η δουλειά του εδώ, είχε τελειώσει. Το παιδί έμεινε άψυχο στο πάτωμα μέσα στο ίδιο του το αίμα.

Η γυναίκα έβγαλε τότε μια κραυγή. Η μάνα πάντα ξέρει. Γνώριζε πως το παιδί αυτό δεν ήταν το δικό της. Χρόνια τώρα. Από τότε που εκείνος ο ιερέας είχε μπει μες στην καλύβα. Με τα απαραίτητα χαρτιά, τις σφραγίδες και όλα εκείνα τα παράξενα εργαλεία. Δεν είχε αφήσει κανέναν να μπει μες στην καλύβα.

“Η δουλειά μου εδώ, έχει τελειώσει”, είπε όταν βγήκε, μα το παιδί, δεν ήταν ποτέ το ίδιο ξανά. Το ίδιο και ολόκληρο το χωριό. Η μάνα ξέρει. Μα η αποδοχή είναι δύσκολη. Και ο χαμός του παιδιού της, ολέθριος. Ακόμα κι αν ήξερε τι είχε συμβεί, κι αν γνώριζε τα πάντα, δεν θα άλλαζε τίποτα.

“Φύγε διάβολε, η κατάρα μου να σε κυνηγάει για όσο ζεις”, είχε πει τότε με παραμορφωμένη φωνή και δάκρυα στα μάτια. Και ακριβώς το ίδιο είπε και τώρα. Ύστερα ξέσπασε σε λυγμούς. Έπεσε στο πάτωμα και συνέχισε να ψελλίζει κάτι που δεν κατάλαβε κανείς. Αγκαλιά, με ό,τι είχε απομείνει από αυτό που κάποτε υπήρξε το παιδί της, μέσα στην μαύρη λίμνη. Μα ο επισκέπτης είχε χαθεί, μαζί με τις ευχές, μαζί με τις κατάρες...

Αυτός, είναι ο Τζαζ. Μια μυθική κενόδοξη ύπαρξη, ο τελευταίος μιας κληρονομιάς στοιχειών που αιώνες τώρα έχουν εκλείψει. Διαβαίνει ανάμεσα στο χρόνο, το μύθο, την ανυπαρξία και διορθώνει. Αυτή είναι η δουλειά του. Σβήνει τα ίχνη του κακού που πάτησε πάνω στη γη. Το κακό, σε όλες του τις μορφές. Ψάχνει και βρίσκει, αυτό μονάχα ξέρει. Ψάχνει όλες αυτές τις ταλαιπωρημένες τις ψυχές, που το κακό έχει αγγίξει. Εκείνες που οι ιερείς και οι σαμάνοι έχουν γιατρέψει. Το κακό αφήνει πάντα ανεξίτηλα σημάδια βαθιά μέσα σου. Ακόμα κι όταν εκδιωχθεί.

Ο Τζαζ δεν είναι ήρωας. Είναι ένας καθαριστής. Το κακό, θα πρέπει να έχει εξασθενήσει για να επέμβει. Όσο κι αν η όψη του τρομάζει ακόμα τις θνητές υπάρξεις και αλλοιώνει τα πάντα γύρω του.

Το έργο του είναι σχετικά εύκολο. Και λέω σχετικά, γιατί σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, ανάμεσα στις στάχτες και τα αποκαΐδια, μπορεί να κρύβεται και κάτι ακόμα. Κάποιο αρχέγονο κακό μπορεί να συναντήσει, ενώ δεν θα έπρεπε. Κι αυτό κάνει τα πράγματα κάπως περίπλοκα. Εκεί, υπάρχει πρόβλημα...

Γι’ αυτό, αν το κακό σε βρει, περάσει το κατώφλι σου και πέσει επάνω σου. Να ξέρεις πως ο Τζαζ, αργά ή γρήγορα θα σε βρει. Θα σε βρει, είτε νεκρό, είτε ζωντανό... Και είτε νεκρό, είτε ζωντανό, θα σε αφήσει...

Μα το κακό, θα έχει για πάντα σβήσει...