Διήγημα | "Στο Καφενείο"

Διήγημα | "Στο Καφενείο"

Ημέρα 0

Ο κύριος Τσονγκ δεν άλλαζε ποτέ τη ρουτίνα του. Πήγαινε καθημερινά στο Τρίβιαλ, το παρακμιακό καφενείο της μικρής συνοικίας στην οποία ζούσε. Τρόπος του λέγειν καφενείο δηλαδή, μιας και πέρα από καφέ πουλούσε γλυκά, εφημερίδες και φρέσκα κουτσομπολιά από τον -πάντα σε εγρήγορση- καφετζή Τέο Λάιμ. Μακριά απ’ το κέντρο της πόλης, αλλά κοντά σε κεντρική αρτηρία που οδηγούσε εκεί, οι θαμώνες του ήταν άνθρωποι κάθε λογής. Ειδικά τα πρωινά, απολάμβανε τον καφέ του και τις συζητήσεις με επαγγελματίες από πολλούς κλάδους. Επαγγελματίες μονάχα, διότι μόνο η δική τους γνώμη μετράει.

 

Ημέρα 1

Τετάρτη, 11 Σεπτεμβρίου, 1957

Τίποτα δεν άλλαξε κι αυτή τη μέρα. Δηλαδή τίποτα στην πρωινή ρουτίνα του κυρίου Τσονγκ. Διότι στην πόλη άλλαξαν τα πάντα. Το τράνταγμα που ταρακούνησε αξημέρωτα την πόλη -κάτι που κανένας απ’ τους τσαρλατάνους που υποδύονταν τους μύστες και τους πολύξερους δεν είχε προβλέψει- άλλαξε ριζικά τη ζωή των κατοίκων. Ο κόσμος έξω κυκλοφορούσε με αυτοσχέδιες μάσκες για προστασία απ’ τη σκόνη.

«Έι, Τέο, τα έμαθες;» είπε ο Τσονγκ μπαίνοντας στο καφενείο.

«Τι εννοείς "τα έμαθα"; Μόνο κουφός δε θα άκουγε την έκρηξη».

«Και μόνο τυφλός δε θα 'βλεπε τη λάμψη που πρόλαβε τον ήλιο», είπε ο Τσονγκ. Έβγαλε το καπέλο του και το απίθωσε στο γνωστό του τραπεζάκι στη γωνία. Έπειτα έβγαλε τη μάσκα του και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Και μόνο νεκρός δε θα εισέπνεε όλη τη σκόνη που σηκώθηκε», είπε ο καφετζής.

Στο διπλανό τραπέζι, δύο αγουροξυπνημένοι νοσηλευτές έπιναν βιαστικά τον καφέ τους.

«Δεν έχει εφημερίδα σήμερα;» ρώτησε ο Τσονγκ.

Εκείνοι τον κοίταξαν βλοσυρά. «Οι εφημερίδες είναι για εσάς. Εμείς ζούμε τα γεγονότα».

«Δηλαδή;» ρώτησε με ενδιαφέρον.

«Ανάκληση αδειών. Ίσα που προλαβαίνουμε να κάτσουμε δυο λεπτά. Φεύγουμε για κέντρο».

Ο Τσονγκ περίμενε τις λεπτομέρειες αδημονώντας. Οι νοσηλευτές τον αγνόησαν και σηκώθηκαν βιαστικά απ’ το τραπέζι. Ο καφετζής μετά από λίγο έφτασε με ένα βρεγμένο πανί να καθαρίσει το τραπέζι. «Τι ακούγεται για το κέντρο;» ρώτησε ο Τσονγκ.

«Κανείς δεν ξέρει. Πρέπει να περιμένουμε την αυριανή εφημερίδα. Έγινε τόσο ξαφνικά όλο αυτό… Βέβαια από φήμες άλλο τίποτα».

Ο Τσονγκ ήπιε τον καφέ του σιωπηλός. Φόρεσε ξανά μια προστατευτική μάσκα για τη σκόνη. Έπρεπε να πάει στο γραφείο σε λίγο. Αριθμοί, υπολογισμοί, καταγραφές… Αναρωτιόταν τι καταμέτρηση θα έπρεπε να γίνει για τις ζημιές στο κέντρο. Ό,τι κι αν είχε συμβεί.

 

Ημέρα 2

Πέμπτη, 12 Σεπτεμβρίου, 1957

Οι άνθρωποι δεν έμοιαζαν καθόλου με αυτούς της προηγούμενης μέρας. Δηλαδή εμφανισιακά ίδιοι ήταν, αλλά η συμπεριφορά τους ξένιζε τον κύριο Τσονγκ. Η σκόνη είχε κατακάτσει. Υπήρχε πολλή κινητικότητα και σούσουρο. Όλοι ήταν με μια εφημερίδα στο χέρι. Ένας διάβαζε και δύο περίμεναν τη σειρά τους, καθώς ο κόσμος ήταν μαζεμένος σε πηγαδάκια. Αν και όλοι ήταν ανυπόμονοι, κανείς δε βιαζόταν να πάει στη δουλειά του.

Ο Τσονγκ χαμογέλασε. Μπορεί την προηγούμενη μέρα να είχε χορτάσει φήμες, αλλά στο γνωστό τραπεζάκι τον περίμενε σίγουρα η εφημερίδα.

Με το που μπήκε μέσα, το χαμόγελο χάθηκε απ’ τα χείλη του. Όχι μόνο δεν υπήρχε εφημερίδα διαθέσιμη, αλλά ούτε τραπέζι. Ο Τέο του έριξε ένα βιαστικό βλέμμα απογοήτευσης και ανασήκωσε τους ώμους. Ο Τσονγκ περίμενε ανυπόμονος δίπλα στην πόρτα μέχρι που άδειασε ένα τραπέζι. Έβγαλε το ημίψηλο καπέλο του και κάθισε. Περίμενε είκοσι λεπτά μέχρι να πάρει μία εφημερίδα στα χέρια του. Τα μάτια του πετούσαν καθώς διάβαζε το πρωτοσέλιδο. "Αγνώστου προελεύσεως καταστροφή έπληξεν το κέντρον της πόλεώς μας. Αι ζημίαι εκτεταμέναι". Μια φωτογραφία συνόδευε το πομπώδες κείμενο. Ο φωτογράφος πρέπει να είχε σκαρφαλώσει στο ψηλότερο δυνατό σημείο δίπλα στο σκηνικό, με προσωπικό ρίσκο. Πάντως το αποτέλεσμα φανέρωνε την καταστροφή σε όλη της την έκταση. Ο Τσονγκ μόνο χάρη στις λεπτομέρειες του χώρου τριγύρω μπορούσε να συνδέσει το κατεστραμμένο τοπίο με το κέντρο της πόλης που γνώριζε. Τα κτίρια, σε μια ακτίνα ενός χιλιομέτρου, είχαν σμπαραλιαστεί. Οι πολυκατοικίες που στέκονταν ακόμα, οριοθετώντας την περίμετρο του κύκλου, είχαν δεχτεί ισχυρά χτυπήματα και έλειπαν κομμάτια από τοίχους, απ' όσο διέκρινε ο Τσονγκ. Αυτό, όμως, που μαγνήτιζε το βλέμμα του ήταν ο κρατήρας που είχε ανοίξει εκεί που κάποτε στεγαζόταν το δημαρχείο. Το χάσμα βάθαινε και η φωτογραφία δεν ήταν ικανή να δείξει όλο του το βάθος. Το βλέμμα του Τσονγκ αιχμαλωτίστηκε απ' το σκοτάδι και το βάθος.

Ένας ήχος τον έκανε να πεταχτεί πάνω. «Ο καφές σου» είπε ο Τέο.

Αναστέναξε με ανακούφιση. «Πήγα στον άλλο κόσμο κι ήρθα» είπε ο Τσονγκ πιάνοντας την καρδιά του.

«Ποιον άλλο κόσμο;» είπε ο Τέο βλοσυρά. «Ο δικός μας κόσμος έγινε θρύψαλα».

«Τι έμαθες;»

«Όσοι έρχονται απ' το κέντρο είναι σαν φαντάσματα. Έχουν χάσει συγγενείς και είδαν τη ζωή τους να διαλύεται μέσα σε μια στιγμή. Προσπάθησα να πάρω μια κουβέντα από κάποιους αλλά δε θέλουν να μιλήσουν».

Ο Τσονγκ έσφιξε τα χείλη του. Έξω υπήρχε πρωτοφανής κοσμοσυρροή. Ασθενοφόρα έφευγαν προς το κέντρο απ' τη διπλανή λεωφόρο και ο ήχος της σειρήνας ακουγόταν από οχήματα παντού τριγύρω. Πώς θα πήγαινε ο ίδιος στη δουλειά του; Πώς θα συνέχιζε τη ζωή του;

 

Ημέρα 3

Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου, 1957

Δεν είχε καταφέρει να συγκεντρωθεί. Η χτεσινή μέρα ήταν η λιγότερο παραγωγική που θυμόταν. Είχε κάνει λάθη σε υπολογισμούς και όλη τη μέρα το σώμα του λειτουργούσε σαν αυτόματο. Αλλά αυτό είχε τη λιγότερη σημασία. Η ζωή του, όπως και αυτή των συμπολιτών του, είχε αλλάξει αμετάκλητα. Έπρεπε να μάθει.

«Τι νέα, Τέο;»

Το καφενείο δεν είχε την κίνηση της προηγουμένης, αλλά οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. Διαφωνίες και φωνές ακούγονταν από κάθε μεριά του καφενείου κι ο Τσονγκ αναρωτήθηκε τι τις είχε προκαλέσει. Η σιωπή του πένθους και η περισυλλογή για το αύριο τού έμοιαζαν πιο ταιριαστές για την περίσταση. Ο καφετζής τον σέρβιρε και του πάσαρε δύο εφημερίδες. «Γιατί δύο;» ρώτησε ο Τσονγκ.

«Διάβασε και θα καταλάβεις».

Η πρώτη, το Πολιτικόν, ήταν γνωστή για το συντηρητικό ύφος της. Ο Τσονγκ από την εμπειρία του την έκρινε έντιμη και συγκρατημένη. Ένιωθε πως ζει σε όνειρο όταν διάβασε τον τίτλο. "Ο ΣΩΤΗΡ ΜΑΣ ΚΑΤΗΛΘΕΝ ΕΚ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ". Τραβηγμένος τίτλος. Μόνο σε κάτι φρικαλέες φυλλάδες, που εκδίδονταν από απαράδεκτους, ημίτρελους εκδότες, έβλεπε τέτοιους τίτλους. Το να βλέπει πρωτοσέλιδα όπως αυτό στην πιο γνωστή εφημερίδα της πόλης ήταν ανήκουστο. Αλλά τι δεν ήταν ανήκουστο πια;

Έπιασε και την άλλη, την Προοδευτική. Εκεί δεν περίμενε κάτι αντίστοιχο αλλά το είδε. "Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΕ". Ε, αυτό πια παραπήγαινε! Πήρε μια βαθιά ανάσα και άκουσε τις φωνές των θαμώνων. Λογομαχούσαν έντονα γύρω από κάποιο πρόσωπο, χωρίς να το κατονομάζουν. «Ήρθε για μας!», έλεγε κάποιος. «Δεν υπάρχει, είναι ψέμα», φώναζε ένας νεαρός χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. «Ας προσευχηθούμε να μας σώσει», έλεγε με φωνή που έτρεμε ένας ηλικιωμένος.

Αφοσιώθηκε στο περιεχόμενο των δύο εφημερίδων. Ίσως η αλήθεια βρισκόταν κάπου στη μέση, αν μπορούσε να υπάρχει μέση στο χάος. Μετά από αρκετή ώρα προσεκτικής μελέτης, κατέληξε στα εξής γεγονότα: ενώ το κέντρο είχε κλείσει και αστυνομικές δυνάμεις απαγόρευαν την είσοδο στην πληγείσα περιοχή από κάθε μεριά, εθεάθη ένα αγοράκι να απομακρύνεται διακριτικά απ' τον χώρο από μαυροφορεμένους κουκουλοφόρους, υπό το βλέμμα των αστυνομικών. Διακριτικά τρόπος του λέγειν, μιας και το δέρμα του έλαμπε, ακόμα και μέσα απ' τα πρόχειρα ρούχα που του είχαν φορέσει. Σε αυτό συμφωνούσαν και οι δύο εφημερίδες, αν και η ερμηνεία δίχαζε.

Δεν έδειχνε ανήσυχο, σύμφωνα με τους ρεπόρτερ της Προοδευτικής που ήταν αυτόπτες μάρτυρες, ούτε τρομαγμένο. Ήταν απολύτως ανέκφραστο. Ένας ψυχολόγος, τακτικός συνεργάτης της Προοδευτικής, αυτόπτης μάρτυρας κι εκείνος της σκηνής, σε συνέντευξή του απαντούσε πως δεν υπήρχε περίπτωση το παιδί να ήταν κάτοικος του κέντρου. Δεν είχε αμυχές, δεν υπήρχε κανένα ίχνος τραυματισμού ή δείγμα προβλήματος στο βάδισμα, για όσα δευτερόλεπτα ήταν ορατό απ’ το κοινό.

«Άρα», κατέληγε ο ψυχολόγος, με ύφος εμπειρογνώμονα, «δεν είναι ένας από εμάς. Ήταν στο κέντρο του κρατήρα, άθικτος, από την πρώτη στιγμή της έκρηξης». Το δημοσίευμα ακολουθούσε μια φωτογραφία. Ήταν πάλι απ' τον κρατήρα, αλλά ο φωτογράφος βρισκόταν στο χείλος του και απεικόνιζε μόνο το χάσμα. Στο βάθος του φαινόταν αμυδρά μια σφαίρα φωτός. Ο Τσονγκ συμπέρανε ότι η φωτογραφία είχε τραβηχτεί τις πρώτες ώρες της έκρηξης, προτού οι αστυνομικές δυνάμεις αποκλείσουν τον χώρο.

Στην τρίτη σελίδα της εφημερίδας Πολιτικόν, ένας ιερέας έβρισκε εσχατολογικά σημάδια σε κάθε λεπτομέρεια των συμβάντων. "Ο Σωτήρ μας ευρέθη εις τα βάθη εκείνα, ίνα προφυλάξη την ανθρωπότητα από τα ανομολόγητα σκότη τα κείτοντα εκεί Κάτω. Προσευχηθείτε, Πιστοί!"

Ο Τσονγκ ήταν πιστός αλλά πάνω απ' όλα λογικός άνθρωπος. Αυτές τις μέρες ήταν σίγουρος πως μόνο η λογική του θα μπορούσε να τον οδηγήσει. Έκλεισε την εφημερίδα Πολιτικόν και κοίταξε γύρω του. Οι υπόλοιποι θαμώνες τάσσονταν υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Είχαν διαλέξει στρατόπεδα, σε μία μάχη που δεν ήξεραν ποιος είχε ξεκινήσει ούτε τι σκοπό είχε. Έβγαλε το ακριβό, ελβετικό ρολόι του απ' την εσωτερική τσέπη του σακακιού του. Αναστέναξε. Έπρεπε να φύγει σύντομα. Είχε να χαθεί στον δικό του κόσμο, τον κόσμο των αριθμών. Έναν κόσμο ψυχρό αλλά λογικό, μακριά από κραυγές και προειδοποιήσεις, ελπίδα κι απελπισία.

 

Ημέρα 4

Σάββατο, 14 Σεπτεμβρίου, 1957

Το καφενείο ήταν σχεδόν έρημο. Ο Τσονγκ παραξενεύτηκε. Σε κάθε εποχή, ακόμα και στις μεγαλύτερες τραγωδίες, πίστευε ότι οι αργόσχολοι είναι ένα πανταχού παρόν είδος ανθρώπου. Κι όμως, η ηρεμία στο καφενείο ήταν πρωτοφανής. Ο καφετζής γέλασε με το ύφος του. Καθόταν άπραγος έξω απ' τον πάγκο του κι έπαιζε μ' ένα κομπολόι. «Άλλα περίμενες, ε;» ρώτησε τον Τσονγκ.

Εκείνος κάθισε στο  πλησιέστερο τραπεζάκι, έβγαλε το καπέλο του και κοίταξε γύρω του. Ο Τέο στράφηκε σ' έναν ηλικιωμένο που καθόταν παραδίπλα. «Έι, Σάνι, έχουμε παρέα!»

Ο γέροντας γέλασε άκεφα. «Σε τέτοιες εποχές, αγόρι μου, η παρέα είναι το μόνο που μας απέμεινε!»

«Τι συμβαίνει, Τέο; Πού πήγαν όλοι;» ρώτησε ο Τσονγκ.

«Έλα, πάρε την εφημερίδα. Δίπλα σου είναι!»

«Αφού ξέρεις ότι…»

«Ότι τα Σάββατα δε διαβάζεις εφημερίδα; Ναι, την ξέρω τη λόξα σου! Αλλά ακόμα κι αυτές οι παραδόσεις θα χαθούν, φίλε».

«Πες μου ο ίδιος αυτά που ξέρεις και ίσως διαβάσω αργότερα», είπε ο Τσονγκ.

Ο καφετζής έτριψε τη μύτη του αμήχανα. «Από πού ν' αρχίσω; Α ναι. Φυσικά. Απ’ την καταραμένη φωτογραφία που πρόλαβε κι έβγαλε ο ρεπόρτερ της Προοδευτικής. Έχει κυκλοφορήσει παντού. Αυτή η μικρή σφαίρα φωτός στο βάθος του κρατήρα έχει ξεσηκώσει τους πάντες. Η κοσμοσυρροή στο κέντρο δεν έχει προηγούμενο».

«Ψάχνουν το αγόρι;» ρώτησε ο Τσονγκ.

«Ψάχνουν απαντήσεις. Και το αγόρι φαίνεται να είναι το κλειδί. Δεν έχουν ιδέα ποιος το πήρε και οι αστυνομικοί δε λένε κουβέντα».

«Κι ο δήμαρχος;»

«Ο δήμαρχος;» χαχάνισε ο Τέο. «Ο άστεγος δήμαρχός μας προσπάθησε να ηρεμήσει το πλήθος. Αλλά βλέπεις, μπροστά στον κρατήρα δεν υπάρχει ούτε ένα βάθρο! Όλα είναι ισοπεδωμένα. Όσο κι αν προσπάθησε, χανόταν μέσα στο πλήθος. Κανείς δεν αναγνωρίζει εξουσία πια».

Ο Τέο χάθηκε στις σκέψεις του. Έπαιζε με την τυλιγμένη εφημερίδα στο χέρι του, χωρίς να ξέρει αν θέλει να την ανοίξει. Σάββατο είχε πάθει το καρδιακό ο πατέρας του, διαβάζοντας εφημερίδα. Ήταν κακό σημάδι. Αλλά τι άλλο θα μπορούσε να μάθει; Τι παραπάνω μπορεί να ήξερε ο ένας ή ο άλλος αρθρογράφος; Τι γνώση μπορεί να έχει κανείς απ' το χάος;

 

Ημέρα 5

Κυριακή, 15 Σεπτεμβρίου, 1957

«Έχεις τα χάλια σου».

«Εμένα μου λες; Χτες όλη μέρα προσπαθούσα».

«Τι προσπαθούσες;» ρώτησε ο Τέο.

«Έλα ντε! Μια να ξεχαστώ, μια να μάθω κι άλλα. Βγήκα μια βόλτα και είδα διαδηλωτές. Πανό όσα θες κι ό,τι λογής θες! Πανικός!»

Ο Τέο του χαμογέλασε. «Φιλαράκι, δεν ξέρω τι μας περιμένει».

Ο Τσονγκ κοίταξε γύρω του το έρημο καφενείο. «Ο Σάνι πού είναι;»

«Τις Κυριακές πάει στην εκκλησία και μετά περνάει το πρωινό του στον τάφο της γυναίκας του. Μην τον περιμένεις».

Ο Τσονγκ σιώπησε. Ο Τέο τον κοίταξε χαμογελαστός. «Πρέπει να σε έχει επηρεάσει πολύ όλο αυτό».

«Προφανώς!» είπε ο Τσονγκ. «Αλλά γιατί το λες αυτό;»

«Γιατί ξέχασες ότι τις Κυριακές έρχεται ο Κοσμοπολίτης!»

Η καρδιά του Τσονγκ έχασε έναν χτύπο. «Καλά λες! Πού είναι;»

Ο Τέο τού πέταξε την εφημερίδα. Ο Τσονγκ την άρπαξε. Ήταν βαριά. Η μόνη που είχε νέα από όλη την υφήλιο. Στο πρωτοσέλιδο είχε οκτώ φωτογραφίες, συμμετρικά τοποθετημένες. Μία από αυτές ήταν από τη δική του πόλη, η πρώτη φωτογραφία της καταστροφής που είχε δει ο Τσονγκ. Αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που τον ενδιέφερε.

«Άρα αυτό… συνέβη παντού;»

«Έτσι φαίνεται», είπε ο Τέο μ' ένα πικρό χαμόγελο. «Στις είκοσι μεγαλύτερες πόλεις του πλανήτη».

Ο Τσονγκ έτρεμε. Έπιασε την καρδιά του. «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο…»

«Σίγουρα δεν είναι τυχαίο!» συμφώνησε κι ο καφετζής. «Αυτές οι πόλεις απέχουν πολύ η μία απ' την άλλη. Και η καταστροφή είναι η ίδια παντού. Μια έκρηξη, μια λάμψη κι ένας γιγαντιαίος κρατήρας στο κέντρο της πόλης».

«Και το παιδί;»

«Ναι, κι αυτό. Εθεάθησαν, λέει, αρκετά τέτοια παιδιά να βγαίνουν απ' τον κρατήρα. Άλλοτε οι αρχές πρόλαβαν να τα μαζέψουν αμέσως, άλλοτε η παρουσία τους σκόρπισε πανικό και δέος στο πλήθος πριν κάποιος τα μαζέψει. Τέκνα του Φωτός, Αστρόπαιδα, Γιοι της Καταστροφής, Προάγγελοι του Τέλους. Χίλια δυο ονόματα έχουν. Διάβασε τη δεύτερη σελίδα, δεν τα θυμάμαι όλα».

Ο Τσονγκ παραμέρισε την εφημερίδα. «Ποιος μπορεί να έχει τέτοια δύναμη; Ποιος μπορεί να φέρει τέτοια καταστροφή;»

Ο Τέο αναστέναξε. «Ποιος ή τι;»

«Τι εννοείς;»

«Φοβάμαι, φίλε μου, ότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που μας έφερε σ' αυτό το σημείο».

«Εξωγήινες δυνάμεις;»

Ο καφετζής έπιασε ένα παλιό μπρίκι κι άρχισε να το γυαλίζει. Από αμηχανία μάλλον. «Σίγουρα. Οι εκρήξεις έγιναν ταυτόχρονα, σε κάθε μέρος του πλανήτη. Βρισκόμαστε υπό πολιορκία. Μια πολιορκία πρωτόγνωρου μεγέθους, από έναν άγνωστο και σίγουρα πολύ πιο εξελιγμένο από εμάς εχθρό».

Ο Τσονγκ ρούφηξε μια γουλιά καφέ. «Και τι ακολουθεί αυτή την πολιορκία;»

«Ό,τι ακολουθεί κάθε πολιορκία. Πλιάτσικο, θάνατος, κυριαρχία από τις υπέρτερες δυνάμεις. Μόνο που εμείς δεν έχουμε ιδέα ποιος μας πολιόρκησε και ποιοι είναι οι σκοποί του».

«Ιστορικός έπρεπε να γίνεις».

Ο Τέο χαχάνισε. «Μου το έχουν ξαναπεί. Αλλά ξέρεις τι; Ήθελα την ηρεμία μου!»

Γέλασαν κι οι δύο και τα γέλια τους αντήχησαν στο έρημο καφενείο. Ο αντίλαλος ήταν ένας ήχος πένθιμος. «Η ηρεμία είναι πολυτέλεια, Τέο. Δεν είναι στο χέρι μας πια».

«Έτσι είναι. Το μέλλον μας είναι το μέλλον των αιχμαλώτων, αν παίρνουν αιχμαλώτους.

Δεν είναι ξένη η ιδέα. Απλά μέχρι τώρα συνηθίσαμε να είμαστε εμείς οι εισβολείς».

Ο Τσονγκ χτύπησε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Ξέρεις τι σκέφτομαι;»

«Τι;» ρώτησε ο Τέο, έχοντας αφήσει το μπρίκι στον πάγκο. Έλαμπε απ' το γυάλισμα.

«Ότι όλο αυτό το διάστημα ήμουν χωμένος στο γραφείο μου, στους υπολογισμούς, στα χαρτιά, στους νόμους…»

«Ο κόσμος χρειαζόταν λογιστές».

«Χρειαζόταν. Όχι χρειάζεται. Καλά τα λες, Τέο. Αλλά εγώ τι χρειαζόμουν όλα αυτά τα χρόνια, που έτρωγα τη ζωή μου εκεί μέσα; Τι μου στέρησε όλο αυτό;»

«Έπρεπε να ζήσεις. Κανείς δε θα σου χάριζε τα προς το ζην, ακόμα κι αν του περιέγραφες με τον ωραιότερο τρόπο τα όμορφα σχέδιά σου!»

«Με τρελαίνει αυτή η σκέψη, Τέο. Ξέρεις, το μέλλον μου. Τι θα μπορούσα να κάνω αν δε γίνονταν όλα αυτά, τι θα είχα κάνει αν ήξερα…»

«Κανείς δεν ήξερε. Αλλά για πες μου. Ποιο ήταν το μεγαλύτερο σχέδιό σου;»

«Να γυρίσω τον κόσμο! Να δω όσα μπορεί να δει κανείς. Αυτό ήθελα από παιδί».

«Δε θα έχουν μείνει και πολλά όρθια στον κόσμο για να τα δεις πια».

Ο Τσονγκ χτυπούσε ρυθμικά τα χέρια του στο τραπέζι. «Γεγονός. Αλλά από εδώ και πέρα θα κάνω μόνο ό,τι με ευχαριστεί. Όσος χρόνος κι αν μου απομένει».

Ο Τέο κοίταξε έξω απ' το παράθυρο. «Αυτά τα πλάσματα μπορούν να πέσουν με τεράστια ταχύτητα και να μείνουν άθικτα, ενώ η έκρηξη διαλύει τα πάντα γύρω τους. Και είμαι σίγουρος ότι πήραν τη μορφή παιδιού για να μας παραπλανήσουν».

Ο Τσονγκ σταμάτησε να χτυπά τα δάχτυλά του. «Τέο, δε με νοιάζουν όλα αυτά. Ας πάνε όλα στο βρόντο. Δεν έχω τη δύναμη να τ' αλλάξω. Ποτέ δεν την είχα!»

Ο Τέο άρπαξε τις εφημερίδες που είχε μπροστά του. «Κι όλα αυτά;»

«Ψευδαίσθηση ελέγχου. Νόμιζα πως αν διαβάζω, θα ξέρω και θα μπορώ να αντιμετωπίσω το μέλλον».

Ο Τέο έπιασε έναν αναπτήρα κι έβαλε φωτιά στις εφημερίδες. Ο Τσονγκ δεν τον σταμάτησε. «Βάλε μου έναν ακόμα καφέ, Τέο. Ή μάλλον όχι. Πιάσε κάτι με αλκοόλ».

«Έφτασε! Θα βάλω ένα και για μένα. Είσαι για ένα τάβλι;»

«Οπωσδήποτε!»

Ο Τσονγκ άνοιξε το επιτραπέζιο όσο ο Τέο έφερνε τα γεμάτα αλκοόλ και υπόσχεση λήθης ποτήρια. Μέχρι να κάτσει ο φίλος του απέναντί του, πρόλαβε να κοιτάξει γύρω του την ερημιά, τις εφημερίδες που σιγοκαίγονταν στο πάτωμα και τον άγνωστο πια κόσμο έξω απ' το παράθυρο.