Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Ίρια η ελεύθερη"

Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Ίρια η ελεύθερη"
Η Ίρια, σχέδιο του Σεραφείμ Παππά

Ανάμεσα στα συντρίμμια και τη σκόνη, στο κουφάρι ενός ουρανοξύστη, ο Τζον βρήκε την Ίρια κουρνιασμένη να διαβάζει ένα παλιό βιβλίο κάτω από το φως λαμπών φθορισμού. Καλωδιώσεις και μικρές φορητές γεννήτριες γέμιζαν τον μικρό αυτό χώρο. Μια φωλίτσα για το ζευγάρι, κρυμμένο από τον γαλάζιο ουρανό και τους θηρευτές του.

"Γεια", της είπε με ένα βλέμμα όλο τρυφερότητα. "Aκόμα διαβάζεις αυτό το βιβλίο; Αφού το μισό λείπει, ποιο το νόημα;"

"Είναι πολύ ωραίο, εξάλλου θα βρω το υπόλοιπο προτού φτάσω στο τέλος".

"Δεν θα το βρεις και θα υποφέρεις πάλι. Δεν λες να μάθεις;"

"Πάψε γκαντέμη", του απάντησε περιπαιχτικά και του έδωσε ένα φιλί όταν κάθισε δίπλα της. "Έλα εδώ", συνέχισε κάνοντας ένα νεύμα να ξαπλώσει δίπλα της.

Ο Τζον πλάγιασε, ξεφυσώντας ένα επιφώνημα κόπωσης. Γύρισε το πλευρό του και αφού τη κοίταξε βαθιά στα μάτια, της έδωσε μερικά ακόμα τρυφερά φιλιά. Ήταν ξαπλωμένοι στο σκληρό, κρύο πάτωμα, αλλά δεν τους ένοιαζε. Τόσα χρόνια στο δρόμο είχαν συνηθίσει. Δύο στρώσεις από λεπτά χαλιά, ραμμένα κομμάτια παιδικών αρκούδων για μαξιλάρια και κουρέλια για κάλυμμα τους ήταν αρκετά πλέον. Άφησε στην άκρη το βιβλίο, τον αγκάλιασε και συνέχισαν να φιλιούνται, ώσπου ξαφνικά σταμάτησε.

"Πως πήγε με τα πολεμοφόδια, είμαστε εντάξει;", ρώτησε με αγωνία η Ίρια.

"Έχουμε αρκετές σφαίρες να μοιράσουμε ανάμεσά μας και μια ειδική διατρητική που θα την έχει ο Αρχηγός κρατημένη για εκείνον", της απάντησε ο Τζον.

"Πες μου την αλήθεια, όλοι ξέρουμε πως τα πράγματα δεν είναι καλά’’.

"…εκτός και αν βρούμε κάποιο απόθεμα, κάπου σύντομα, αλλιώς θα παλεύουμε με λοστούς και τόξα πάλι.’’

"Και με πυροτεχνήματα, ας μην ξεχνάμε τα πυροτεχνήματα", του είπε με ένα χαμόγελο.

Λάτρευε τα πυροτεχνήματα όταν ήταν παιδί. Καθόντουσαν και τα χάζευαν με τους γονείς της στις γιορτές. Τότε ήταν ένα εργαλείο διασκέδασης, τώρα μάχης και επιβίωσης. Ήταν ικανή τοξότρια, γνωστή για τα χειροποίητα εκρηκτικά βέλη της. Μέρα με τη μέρα όμως, τα πολεμοφόδια τελείωναν και ήταν ευθύνη του Τζον να βρίσκει καινούρια και να τα μοιράζει ανάμεσα στην ομάδα.

"Μπορούμε πάντα να αγοράσουμε από τον λαθρέμπορα", συνέχισε η Ίρια.

"Καλή μου, το ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται! Δουλεύει για αυτούς πλέον και εξάλλου δεν έχουμε άλλα λεφτά να του δώσουμε. Το μόνο σίγουρο είναι, ότι δεν πρόκειται να την πατήσουμε στέλνοντας εθελοντές".

"Ναι, το ξέχασα", απάντησε θλιμμένα. Γνώριζε πως η ομάδα δεν είχε λεφτά, αλλά ο λαθρέμπορας ήταν πάντα ανοικτός στην ιδέα μερικών πρόθυμων ατόμων χωρίς ηθικές αναστολές για να τον βοηθήσουν σε άλλες ασχολίες του. Εθελοντές που δεν επέστρεψαν ποτέ.

"Οι συμμορίες και οι αντάρτες λένε πως θα μας παρέχουν φαγητό, ρούχα και πολεμοφόδια αν συμμαχήσουμε στον αγώνα τους" συνέχισε ο Τζον.

"Για να καταλήξουμε βαποράκια ή ακόμα χειρότερα χρήστες, ή υποχείρια σε ιδεοληπτικούς γέρους. 'Οχι ευχαριστώ, επέλεξα να είμαι ελεύθερη κι ας κρυώνω το βράδυ", του απάντησε αποφασισμένα.

"Είτε σου αρέσει, είτε όχι, ο Τζιμ θα πρέπει να συμφωνήσει μαζί τους. Ανιχνευτές βρήκαν το προηγούμενο κρησφύγετό μας, τους νικήσαμε, εντάξει. Ήταν καλά τα λάφυρα, αλλά μας εντοπίζουν πλέον ολοένα και πιο γρήγορα, σπρώχνοντας μας προς την ακτή. Τι νομίζεις θα γίνει όταν μας στριμώξουν;"

"Το ξέρω", απάντησε σκεπτικά.

"Ακούγεται στο ράδιο πως η συνομοσπονδία της Μέριλαντ ετοιμάζεται να πολιορκήσει τη πόλη. Ψάχνουν σύμμαχους από αυτή την πλευρά και ο Τζιμ με τον Αρχηγό το σκέφτονται σοβαρά! Ή τώρα ή ποτέ. Σαν αντάλλαγμα θα μας αφήσουν, μετά την μάχη, να εγκατασταθούμε, όπου θέλουμε, ανάμεσα στις λίμνες της Μέριλαντ".

"Αν νικήσουμε και ζήσουμε", απάντησε με θλιμμένο ύφος η Ίρια.

"Έλα, μην το λες αυτό, μετά από τόσα δεινά είμαστε ακόμα μαζί. Θα τα καταφέρουμε. Πάντα επιζούμε, θα το δεις και τώρα. Θα κάνουμε οικογένεια ανάμεσα στα δέντρα, όπως ονειρευόμασταν", της είπε, αγκαλιάζοντας την σφιχτά και φιλώντας την στο μέτωπο.

"Ναι, σε ευχαριστώ για την εμψύχωση. Το ξέρεις πόσο σ' αγαπώ", είπε και κούρνιασε στη ζεστασιά που της παρείχε.

Η Ίρια1

Κοιμόντουσαν αγκαλιά, μέχρι που ένας θόρυβος τους ξύπνησε. Ήταν ο μικρός Ρον, ένα δεκατριάχρονο αγοράκι που βρήκαν μετά από μια επιδρομή ληστών, κρυμμένο στο υπόγειο του σπιτιού του. Μικροκαμωμένος από την πείνα και τις κακουχίες, ορφανός πλέον, τον πήραν υπό την προστασία τους, στην ομάδα. Οι επίδεσμοί του ήταν βρώμικοι, αλλά οι πληγές επουλώνονταν καλά. Μερικές ουλές θα τον κάνουν ελκυστικό όταν μεγαλώσει, σκέφτονταν, βρίσκοντας παρηγοριά σε αυτό.

Η ώρα είχε περάσει και είχε έρθει η σειρά της Ίρια για σκοπιά. Τον Τζον τον ξαναπήρε ο ύπνος, το είχε ανάγκη. Άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστεί να μείνεις άγρυπνος για δυο ή και τρεις ακόμα μέρες συνεχόμενα. Τον φίλησε απαλά και έφυγε, ενώ ο μικρός Ρον τράβηξε και αυτός για το κρεβάτι του.

Η Ίρια, βρήκε τον Τζιμ μπροστά στις οθόνες του. Άνηκε σε μια ομάδα κράκερς2, οι οποίοι προσπάθησαν να απενεργοποιήσουν το δίκτυο των αυτοματισμών στο παρελθόν. Ανυποψίαστοι, οι δυστυχείς, είχαν την ατυχία να πέσουν σε ενέδρα. Από την αρχική ομάδα, απέμεινε μόνο αυτός και ένας φίλος του, που πλέον δουλεύει για την Αντίσταση. Το μυαλό τους ήταν από τα λίγα εφόδια που τους είχαν απομείνει. Τώρα κοιτούσε για απειλές που τυχόν αντιλαμβάνονταν οι αισθητήρες, με τους οποίους είχε ζώσει τη περιοχή. Πάντα όμως υπήρχαν τυφλά σημεία και μέθοδοι για να τους ξεγελάσει κανείς, οπότε η Ίρϊα και οι άλλοι, έπρεπε να φυλάνε σκοπιά. Θα σκαρφάλωνε τον λόφο από συντρίμμια και με τον φακό της θα έβλεπε όλη την περιοχή. Θα ζεσταινόταν από το ειδικό παλτό που είχαν για αυτό το πόστο, το οποίο έκρυβε την εκπεμπόμενη θερμότητα. Εκεί, καλά κρυμμένη από τους ανιχνευτές θα καθόταν ακίνητη για ώρες.

Η δύση άπλωνε το πορτοκαλί και ιώδες μανδύα της. Στο βάθος έβλεπε τα λευκά τείχη και μέσα σε αυτά, οι κρεμαστοί κήποι, μέσα σε διαφανείς τρούλους και τα στιλπνά κομψά κτίρια, διακοσμούσαν την πόλη. Η πρωτεύουσα αυτού του τόπου, μια πόλη που κάποτε γιόρταζε την διαφορετικότητα, την επιχειρηματικότητα και το καλό γούστο, πλέον είχε καταντήσει ένα ολοκληρωτικό φέουδο ενός πολυεθνικού κολοσσού. Ενδιάμεσα από τα τείχη και το κρησφύγετο τους, βρίσκονταν φτωχογειτονιές, καθεμία με τα ταπεινά μαγαζιά και καταγώγια της, μοιρασμένες ανάμεσα σε εγκαταλελειμμένες συνοικίες, γκρεμίσματα και μπάζα. Λοφίσκοι, δημιουργημένοι από γκρεμισμένους ουρανοξύστες, λειτουργούσαν σαν άντρα συμμοριών, που δρούσαν στις γύρω περιοχές. Γύρω τους βασίλευε μια πληθώρα λεηλατημένων γειτονιών, γεμάτες από τα μακάβρια "διακοσμητικά" σημάδια τους.

Η Ίρια μπορούσε να διακρίνει τα γυαλιστερά σώματα των αυτόματων φρουρών που πετούσαν από γειτονιά σε γειτονιά, πολύ μακριά όμως για να αποτελέσουν κίνδυνο. Αυτόματοι μηχανικοί κηφήνες οπλισμένοι με μυδραλιοβόλα και χημικές βομβίδες πετούσαν ψάχνοντας για εγκληματικά στοιχεία. Πλέον όμως, εγκληματίες και αμφισβητίες αυτού του ανελεύθερου καθεστώτος, ήταν το ένα και το αυτό. Οι τελευταίοι ελεύθεροι άνθρωποι, σε μικρές ομάδες, έψαχναν διέξοδο στα σύνορα μακριά από τις μάχες και τις ληστρικές επιδρομές. Και ενώ ο πόλεμος ρήμαζε την περιοχή, οι περιπολίες έλεγχαν κάθε συνοικία, κάθε μέρα σε όλο και πιο κοντινή απόσταση.

Υπήρξαν διάφορες ομάδες αντιφρονούντων και αναρχικών πριν την δικιά τους. Αρκετές κατάφεραν και δραπέτευσαν, άλλες αποτέλεσαν παράδειγμα προς αποφυγήν. Η ομάδα που άνηκε η Ίρια, μάχονταν για την επιβίωσή της πολλούς μήνες τώρα. Οι μισοί είχανε απομείνει από την αρχική σύνθεση πλέον. Δύο οικογένειες, δύο διωγμένοι από συμμορίες και μερικοί ιδεοληπτικοί αναρχικοί που αποτελούσαν τον πυρήνα της ομάδας. Κάθε απόπειρα για έξοδο από τη χώρα έβρισκε ενέδρες ληστών και ένοπλών δυνάμεων και με την προσπάθεια τους να παρακάμψουν τις ουδέτερες ζώνες βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στο Λονγκ Άϊλαντ.

Θα σκεφτόταν κανείς λάθος, αν νόμιζε πως τα συντρίμμια αποτελούν κακή κρυψώνα. Μετά το χάος της καταστροφής, επιζώντες, δημιούργησαν ο καθένας με τη σειρά του, ένα δίκτυο από σπήλαια, εσοχές και λαγούμια. Οι περισσότεροι έμεναν μακριά από την επιφάνεια, όπου η αντίσταση διεκπεραίωνε τον πόλεμό της και οι συμμορίες έσπερναν τον τρόμο. Πολλοί ήταν αυτοί που δημιούργησαν τις δικές τους μικρές κοινότητες σε υπόγεια και εγκαταλελειμμένους σταθμούς του μετρό. Αυτές οι κοινότητες, ασφαλείς και ανεξάρτητες, αποτελούσαν τον προορισμό κάθε κυνηγημένου.

Στη μοναξιά και την ησυχία της σκοπιάς, η Ίρια, προσπαθούσε να θυμηθεί μελωδίες για να σιγοτραγουδήσει ή κάτι σοφό για να χαράξει σε κάποια πλάκα αργότερα. Ήταν συνηθισμένο να γράφουν προειδοποιήσεις ή συμβουλές για τους επόμενους, που ίσως έμεναν στο κρησφύγετό τους. Ή απλά, κάποιος να θυμάται το τέλος τους... "Σήμερα δικό μου, αύριο αλλουνού και ποτέ κανενός", όπως έλεγε στον εαυτό της! Η θεμελιώδης αρχή της ελεύθερης ζωής της.

Την σιωπή, έσπασε απαλά η Έλεν. "Η βάρδιά σου τελείωσε, τράβα μέσα να φάς κάτι και να ξεκουραστείς".

Μουδιασμένη από τη μέση και κάτω στηριζόμενη στους τοίχους άρχισε την κατάβαση. Εκεί, την περίμενε ο Τζον με ένα θερμός στο χέρι.

"Πιες να ζεσταθείς", της είπε και έτεινε προς το μέρος της μια κούπα.

"Ευχαριστώ", ξεστόμισε και πήρε μερικές μεγάλες γουλιές από το ζεστό ρόφημα που της είχε προσφέρει.

Εκείνη την ώρα πλησίασε ο αρχηγός. Το όνομα του ήταν Νάθαν, αλλά ζητούσε να μην τον προσφωνούν με το όνομά του.  Ήταν ένας μεσήλικας, με δυνατή κράση. Είχε καστανά μαλλιά, μπλε μάτια και ένα πρόσωπο που μετέδιδε εμπιστοσύνη με την αρρενωπότητά του. Όταν ήρθε η καταστροφή, βρισκόταν μαζί με την οικογένειά του. Ενώ αρχικά δούλευε για το καθεστώς, στην πορεία λιποτάκτησε και δημιούργησε τούτη την ομάδα, μαζί με τον Τζιμ, προτού τους βρούνε ο Τζον και η Ίρια. Διατηρούσε ένα ετοιμοπόλεμο πνεύμα, αλλά ποτέ πολεμοχαρές. Απτόητος και δυναμικός, ήταν η ψύχη και το μυαλό της ομάδας!

"Είδες τίποτα ανησυχητικό;", τη ρώτησε.

"Τίποτα ιδιαίτερο, περιπολίες και μεταγωγικά, αλλά μακριά από εμάς", απάντησε η Ίρια, εκπληρώνοντας την αίσθηση του καθήκοντος της.

"Καλό αυτό, ο πόλεμος τους κρατά απασχολημένους. Με λίγη τύχη θα μπορέσουμε να χτυπήσουμε κάποια περιπολία αυτόματων μαζί με την Αντίσταση", απάντησε σκεπτικός.

"Σου βρήκα αυτά, θα μπορέσεις να τα έχεις έτοιμα σύντομα;", φανερώνοντας μια σακούλα, γεμάτη με κεφαλές βελών, ακμές και λαμαρίνες, προς την Ίρια.

"Ναι, φυσικά", απάντησε εκείνη με σιγουριά προς τον Αρχηγό.

Η Ίρια βοηθούσε την ομάδα σε διάφορες αγγαρείες, μία εκ των οποίων ήταν το ακόνισμα βελών, τσεκουριών και την μετατροπή λαμαρινών σε όπλα. Είχε ένα έμφυτο ταλέντο που φαινόταν καθώς κάθε λεπίδα που ακόνιζε έκοβε πανοπλίες σαν βούτυρο. Κάθε φορά που έσκυβε πάνω από τις λεπίδες θυμόνταν τους γονείς της. Καθόταν με τη μητέρα της τα απογεύματα, όταν ήταν μικρή, και ασχολιόντουσαν με αγγειοπλαστική. Βοηθούσε τον πατέρα της, που ήταν μεταλλουργός. Της είχανε μάθει πως να χαράζει διακοσμητικά σύμβολα και μοτίβα. Δεν πρόλαβαν όμως να της πούνε την αλήθεια για τα σχέδια που της μάθανε να χαράζει. Έτσι, κατέληξε να τα χαράζει πάνω στις λεπίδες, προς ανάμνηση των γονέων της και μάχες πολλές νικήθηκαν και ήτανε ακόμα ζωντανή.

Ο Τζον θα έλειπε για κυνήγι απόψε. Θα μάζευαν αρουραίους και αν ήταν τυχεροί κάποιος παχουλός σκύλος θα πιανόταν στις παγίδες τους. Η Ίρια, καθόταν σε μια ζεστή γωνιά μπροστά από την ηλεκτρική σόμπα και κάπου κάπου όλο και κάποιος ερχόταν να της κάνει παρέα. Πρόσχαρη και κοινωνική, ήταν πολύ συμπαθής σε όλους. Κάποια στιγμή την πλησίασε ο αρχηγός με φαγητό στο χέρι.

"Ξέρεις μήπως πότε θα γίνει η επίθεση;" τον ρώτησε κοφτά.

"Σύντομα, μέσα στην επόμενη εβδομάδα", της αποκρίθηκε με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία.

"Τόσο σύντομα;" απάντησε η Ίρια και του έδωσε μερικά από τα όπλα που είχε ήδη ετοιμάσει.

"Θα πάμε τελικά με την Αντίσταση;", απευθύνθηκε ξανά προς τον Αρχηγό.

"Δεν έχουμε λάβει την τελική απόφαση, θα κάνουμε συμβούλιο αύριο".

"Μάλιστα", του αποκρίθηκε...

Κάθισαν και μίλησαν για λίγη ώρα, γέλασαν όσο μπορούσαν και φάγανε λίγο. Ο Αρχηγός έφυγε για να μιλήσει με κάποιους άλλους και η Ίρια βρήκε τον εαυτό της αργότερα, με το βιβλίο στα χέρια της, να την παίρνει ο ύπνος.

Άλλη μια μέρα τελείωσε, ημέρα καλή μιας και κανείς δεν πέθανε...