Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Οι τυχοδιώκτες"

Στα ερείπια της Νέας Υόρκης - "Οι τυχοδιώκτες"

"Δεν γίνεται, θα πεθάνουμε άσκοπα! Ακόμα και ο ίδιος θα συμφωνούσε, άστον να πεθάνει βασιλιάς, έχει σωματοφύλακες, έχει ακολούθους, που ξέρεις, μπορεί και να την γλυτώσει!", απάντησε ο Τζον, με βλέμμα κουρασμένο από τη συζήτηση.
"Ο καθένας έχει τη μοίρα του. Η αποστολή μας είναι αυτός. Δεν μπορούμε να παραμείνουμε θεατές άλλο ακόμα".
"Εδώ που καταλήξαμε, δύσκολα εμείς τη βγάζουμε καθαρή, πόσο μάλλον αυτός. Γιατί δεν αποδέχεσαι την πραγματικότητα; Γιατί;", αναφώνησε βγαίνοντας από τη σκηνή για να ηρεμήσει.
Η τυφλή υπακοή τους στο Αφεντικό τον κούραζε. Ύστερα από αλλεπάλληλες αψιμαχίες η φρουρά ήταν σε πλήρη υποχώρηση, με την οπισθοφυλακή της πλέον, να περιφρουρεί την ενίσχυση των πυλών. Σύντομα η πολιορκία θα ξεκινούσε. Ήταν οι μόνοι που γνώριζαν τι διακινδυνεύονταν, οι μόνοι που ήταν εκεί για τη σωτηρία του κόσμου. Έπρεπε να τον σώσουν από τους πολιορκητές, από τους συμμάχους του, τον ίδιο του τον εαυτό.
Η Τζένη, βρήκε  τον Τζον χαμένο στις σκέψεις του, φέρνοντας του ένα ζεστό τσάι.

Βλέποντάς το χαμογέλασε και αφού την ευχαρίστησε, άρχισε να γεύεται το ζεστό ρόφημα. Ο ήλιος έδυε, αλλά το στρατόπεδο ήταν ζωντανό όσο ποτέ. Οι λοχαγοί εκπαίδευαν τους στρατιώτες και οι μηχανικοί κάνανε συντήρηση κάθε λογής μηχανημάτων. Προετοιμασίες πριν την τελική έφοδο. Αυτοί, στην άκρη του στρατοπέδου, πάνω στο λόφο μαζί με τους υπόλοιπους μισθοφόρους που απλά περίμεναν να δοθεί το σήμα, αγνάντευαν. Ήταν πέντε, ο Τζορτζ, ο Τζον, η Τζένη, η Σάρα και η Αγνή. Αρχικά χωρισμένοι, κατέληξαν στο ίδιο σημείο και ενώθηκαν όπως ήταν προσχεδιασμένο.
Ο Τζορτζ που είχε τα ηνία, κατάφερε και τους έφτασε μέχρι εδώ αλλά κατέληξαν σε αδιέξοδο. Ακόμα και αν κατάφερναν να τον προλάβουν, πριν από οποιονδήποτε άλλον, θα έπρεπε να δραπετεύσουν, αντιμετωπίζοντας έναν στρατό, ίσως δύο. Οποιασδήποτε μορφής τηλεπικοινωνία, ήταν κάτω από επιτήρηση. Η πόλη ήταν απόλυτα σφραγισμένη, με ένα στρατό από την μία μεριά και πληθώρα συμμοριών και αντιφρονούντων που μισούσαν τον βασιλιά μέχρι το μεδούλι, από την άλλη. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν "Η Αντίσταση της Νέας Υόρκης". Είχαν δηλώσει ότι θα λάβουν μέρος στην πολιορκία. Τουλάχιστον έτσι ακούγονταν. Δεν είναι  να εμπιστεύεσαι αντιστασιακούς τη σήμερον ημέρα. 
Ένας μικρός αντιπερισπασμός, μιας και οι "παίκτες" δεν θα βρουν δυσκολία στην αντιμετώπισή τους.

Το Δουκάτο της Νέας Υόρκης, έλεγχε τη βορειοανατολική ακτή προ πολλού αυτός έρθει και την κατακτήσει με τους συμμάχους του. Κτισμένη στα ερείπια της παλαιάς πόλης, μετά την καταστροφή, επαναπροσδιορίστηκε ως πρωτεύουσα. Κέντρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος από αυτή την πλευρά του ωκεανού και με απόλυτο έλεγχο των εισαγωγών, πλούτισε ξανά και εδραιώθηκε. Οι μεγάλες τράπεζες είχαν τον απόλυτο έλεγχο, ωσότου οι τεχνολογικοί γίγαντες της δύσης προκάλεσαν πραξικόπημα, για την εξασφάλιση υποστήριξης στο ασιατικό μέτωπο. Πλέον, ιδιωτικά τάγματα ασφαλείας και οι ‘’παίκτες’’, μπήκαν στην πόλη και η αστυνομία έγινε πολιτοφυλακή με ενισχυμένες δικαστικές και εκτελεστικές εξουσίες. Πέρασαν  δέκα χρόνια από τότε και οι σύμμαχοί του, είτε τον είχαν προδώσει, είτε είχαν καταστραφεί. Είχε μείνει μόνος, κρυμμένος πίσω από τα τείχη που έκτισε.
"Τι λες να συμβεί όταν αρχίσει η μάχη; Είναι ικανός να μας διαλύσει όλους αν κάνει το θέλημά του. Πώς κατέληξαν έτσι τα πράγματα; Τον γνώριζα.. παρά τις φιλοδοξίες του πάντα προστάτευε τους συμπολεμιστές του. Ίσως με ακούσει, αν μπορέσουμε και τον βρούμε, ίσως..", μονολόγησε χαζεύοντας τα κόκκινα από τις ηλιαχτίδες τείχη και τους λυγερούς ουρανοξύστες. Την πλήγωσε που τους πρόδωσε μετά από όσα πέρασαν μαζί. Τόσα χρόνια κι ακόμα δεν το είχε ξεπεράσει.
"Μόλις δείξουμε ποια είναι η αποστολή μας, θα εγκλωβιστούμε ανάμεσα σε δύο αντιμαχόμενες πλευρές, μόνοι, χωρίς διέξοδο. Ακόμα και αν μας ακούσει. εξακολουθεί να είναι ένας προδότης..",  απάντησε ο Τζον με στρυφνό ύφος και ρούφηξε ακόμα μια γουλιά από το ζεστό ρόφημα του.
"Αν τον πείσουμε θα μας βοηθήσει να διαφύγουμε όλοι", είπε με κρυμμένη ελπίδα στην φωνή της.
"Αμφιβάλλω. Ποιο πιθανό είναι να μας σκοτώσει μόλις μας δει. Κάτι στη Δύση, του διέφθειρε το μυαλό, ίσως και κάποιος. Θα ήθελα να ήξερα ποιος. Ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;"
"Η Αγνή θα μας πει όταν τον "γνωρίσει". Από εκεί και πέρα τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;"
"Το εύχομαι", ξεστόμισε ο Τζον με αυστηρό τόνο και την κοίταξε στα μάτια. Δεν περίμενε ότι η Αγνή θα μπορούσε να τον "γνωρίσει", ήταν πολύ δυνατός για εκείνη.
"Ο Τζορτζ είναι στη σκηνή του στρατηγού μαζί με τους υπόλοιπους αρχηγούς μισθοφορικών ομάδων και κοιτούν τα σχέδια μάχης. Θα ζητήσει από τον στρατηγό να είμαστε στην εμπροσθοφυλακή. Αυτό θα μας βοηθήσει"
"Θα δεχτεί πιστεύεις;"
"Ναι, περιμένω πως θα δεχτεί", είπε με σιγουριά η Τζένη.
"Εκτός αν είναι από τους άλλους"
"Δεν νομίζω, αλλά ακόμα και αν ήταν, δεν έχει λόγο να μας αρνηθεί. Δεν μας ξέρει, είμαστε αναλώσιμοι και θα κερδίσουμε τη μάχη για αυτούς"
"Ναι, έχεις δίκιο. Λιγότεροι μισθοφόροι στο τέλος της μάχης, λιγότερα χρέη. Αντί να μας βρει μαζί με τα πτώματα των εχθρών όμως, θα αντικρίσει τα θύματα μιας μάγισσας", σχολίασε με χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση.
"Πάψε, δεν ξέρεις ποιος μπορεί να μας ακούσει!", απάντησε φοβισμένα και κτύπησε απαλά τον Τζον στον ώμο.
"Ηρέμησε, κανείς δεν είναι τριγύρω. Ακόμα και αν μπορούσαν να διαβάσουν τις σκέψεις μας, δεν μπορούν να κάνουν κάτι", είπε με ένα πονηρό χαμόγελο εξετάζοντας τον περίγυρο τους. 
"Όπως και να ‘χει, δεν θέλω να το αναφέρεις ξανά, σε παρακαλώ τσιμουδιά"
"Δεν θα ξαναμιλήσω για αυτό, συγνώμη".

Της χαμογέλασε γλυκά, προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει άνετα. Την έφερε σε αμήχανη θέση. Ακόμα δεν είχε συνηθίσει την παρουσία της, την ιδιότητά της. Μια μάγισσα; Πόσο συχνά συναντάς μάγους; Αυτή και η Αγνή, ήρθαν από ένα μέρος αρχαίο, μακρινό και απρόσιτο. Εμπαθητικές και οι δύο, με την Αγνή πρώτη σε ικανότητα διόρασης, με την Τζένη όμως να περηφανεύεται έφεση στη μαγεία. Μόνο αυτό χρειαζόταν να γνωρίζει του είχαν πει. Δεν ήταν εμφανίσιμη, αλλά είχε μια χάρη, μια σαγήνη. Τα πιο καθαρά πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ του. Το βλέμμα της τον ξεγύμνωνε. Κάθε φορά που κοιτιόντουσαν, τον έκανε να νιώθει αδύναμος, ευάλωτος. Κοιτούσε μέσα στην ψυχή του, πτυχές που ούτε ο ίδιος δεν είχε γνωρίσει. Αυτή ήταν η ικανότητα των εμπαθητικών και τον τρομοκρατούσε. Ήταν μαζί από τότε που ο πόλεμος άρχισε. Ήταν μια ικανή πολεμίστρια, με έναν έντιμο χαρακτήρα. Πλέον είχε συνηθίσει το γδύσιμο που βίωνε από το βλέμμα της. Την συμπαθούσε, αλλά δεν ήταν φίλοι.

Η ώρα πέρασε και η νύχτα τους βρήκε γύρω από μια φωτιά, με διάφορους από άλλες μισθοφορικές ομάδες, να λένε πολεμικές ιστορίες και ανέκδοτα. Η Σάρα, ήταν κάπου απόμακρα και ερωτοτροπούσε με κάποιον, ο Τζον επίσης φλέρταρε με κάποια. Κάθε μάχη μπορεί να ήταν η τελευταία τους, οπότε φρόντιζαν να ξεδίνουν όποτε μπορούν. Έτσι ήταν η ζωή των μισθοφόρων στη νέα εποχή. Έπεσαν για ύπνο βαθύ, μόνο για να ξυπνήσουν λίγες ώρες αργότερα από τις σειρήνες. Οι πολιορκημένοι εφορμούσαν...