Μέλλοντας Χρόνος | Μια συλλογή 12 ποιημάτων

Μέλλοντας Χρόνος | Μια συλλογή 12 ποιημάτων

AΝΑΧΩΡΗΣΗ

Έσβησα οριστικά το φως 
του ετοιμοθάνατου Ήλιου
λίγο πριν αποχωρήσω απ’ τον πλανήτη μου
Μάζεψα τα χρυσά δάκρυά του ως ιερό φυλακτό,
προστασία απ’ την ανομβρία 
των συμπαντικών κόσμων
Χαιρέτησα το πορφυρό χρώμα
των αποτρόπαιων οριζόντων
που δε φύλαγαν τίποτα ευοίωνο για εμένα
Ένιωσα την ανάγκη για τον εξαγνισμό του εαυτού μου
Δέχτηκα επίθεση άγρια
απ’ τους μύθους και τους θρύλους των προγόνων μου
Πέρασαν επάνω απ’ το κορμί μου σαν το λίβα
κι έκαψαν τη ζωή μου
Τώρα φεύγω στις εσχατιές του απείρου,
βαστώντας ένα σβώλο ελπίδας στα χέρια μου

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 

Όλοι οι τρανοί δρόμοι των άστρων
κάτι κρύβουν μέσα τους
Θα το δεις να ξεπηδάει
μέσα απ’ τις υπέροχες λάμψεις τους
που φυλάγουν φοβερά μυστικά 
στα ολόφωτα χέρια τους,
τέρατα με στόματα γεμάτα φωτιά
Θα ξεσχίζουν το σκοτάδι της ψυχής σου
Με τις φλόγες τους θα κατακαίνε 
τα όνειρα και τους πόθους σου
που προστάτευες στην πίσω πλευρά του φεγγαριού
Μέσα απ’ τις απαστράπτουσες τροχιές τους 
θ’ αντικρίσεις δαιμονικές μορφές
να κουβαλούν για εσένα μόνο
τη γυμνή αλήθεια του αποτρόπαιου
και ανίερου κόσμου τους

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ 

Υπνωτισμένος θα φθάσω
στον άγνωστο πλανήτη
Μανδάτορας μυστικός
σαν ταχυδρομικό περιστέρι θα γίνω,
σαν τον αμετάπειστο θάνατο
Μετά θ’ ακουστεί η σιωπή της κραυγής μου
Χάδι και απειλή 
ο αποχωρισμός των φίλων μου
από ό,τι έχει χαθεί
με τη φυγή μου στο ανέφικτο
Τα όνειρα της υδρογείου
πνίγηκαν πια στην ουράνια θάλασσα
μα το ταξίδι μου δε θα είναι μάταιο
Θα έρθει μια ηλεκτρισμένη βροχή
και θα με ξυπνήσει

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΧΡΟΝΟΣ 

Διάστημα ατελεύτητο
Αφορισμένος αστροταξιδευτής είμαι
που πλήττω, κοιτώντας
τις φωτογραφίες των προγόνων μου
Η παγωνιά του Σύμπαντος
εισχωρεί ορμητικά στο αστρόπλοιό μου 
Κρυώνω μέσα στην στολή της μνήμης
Δεν έχω προνοήσει
για τη ζεστασιά που προσφέρει η λήθη
Απ’ τη Θεία Πρόνοια 
προσμένω τώρα να θερμάνει 
το μέλλοντα χρόνο μου
που φυλάγω μέσα στις τσέπες μου,
θησαυρό πολύτιμο εδώ στην ερημιά του απείρου

ΣΗΜΕΙΟ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Η φωτογραφία σου κρεμασμένη
επάνω απ’ την κονσόλα πλοήγησης
του αστρόπλοιού μου
μου θυμίζει την απουσία σου
Άλλοι κόσμοι με τυλίγουν τώρα σιγά
μέσα στην αραχνοῢφαντη ερημιά τους
Ο θάλαμος μου όμως είναι ποτισμένος
με την έλλειψη του μεθυστικού αρώματός σου
Δε μπορώ να προφυλαχθώ 
απ’ την απώλεια των φιλιών και των χαδιών σου
Θυμάμαι μου έκανες όλα τα χατίρια 
Μου πρόσφερες την συγκίνηση της στοργής σου
Μου κέρασες το νέκταρ του πιο άσπιλου έρωτα
Μου έδειξες την ανίσκιωτη έξοδο 
στο μονοπάτι των άστρων
Τώρα βρίσκομαι πια στο σημείο
όπου το σκοτάδι της μοναξιάς 
κυριεύει το είναι μου

ΑΓΝΩΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 

Απ’ το μυστικό πέρασμα του χωροχρόνου
σκιές ξεπηδούν για λίγο
Σαν από πέτρα γυαλισμένα 
τα φασματικά κορμιά τους
Απ’ την πνοή άνομων παθών
παίρνουν ζωή
Με απόκοσμες πιρουέτες στροβιλίζονται
γύρω απ’ την ύπαρξή μου
Η θολή μορφή τους το παζλ
της δικής μου συμπληρώνει
Όταν χάνονται και διαλύονται,
βουλιάζω σε μια ανήσυχη σιωπή
που τη μοίρα μου ζωγραφίζει
στις γραμμές της παλάμης μου
Βυθίζομαι στην κινούμενη άμμο της μοναξιάς,
καθώς άυλα τείχη υψώνονται
μπροστά στο άγνωστο μέλλον μου

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΞΕΨΥΧΑΕΙ  

Το Σύμπαν ξεψυχάει 
μέσα στην ένδον μας σιωπή
Ο άχρονος χρόνος του
δεν καταγράφεται στα όνειρα μας,
αλλά το βιώνουμε
μέσα στην ανάσα της αβύσσου 
Στην σιγή βαθαίνει το διάστημα μεταξύ μας
Στα μύχια της ψυχής μας
εξαϋλώνεται της ενσυναίσθησης μας το στίγμα
Τα συναισθήματα μας στάζουν αίμα
απ’ την αφαίρεση της σάρκας του έρωτά μας

Έτσι πορευόμαστε 
έκπτωτοι άγγελοι χωρίς σκοπό
στα προπύλαια του Παραδείσου
ώσπου να ωριμάσει
μέσα μας το πρόσφορο της συγγνώμης
Ύστερα οδεύουμε προς το πρώτο φως

ΟΙ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ 

Το Σύμπαν λείο και σκληρό
Κρανίου τόπος για τιμωρημένους
πριν από πολύ καιρό
Η ματαιοδοξία τους ντυμένη
με το χρώμα του θανάτου
Με λαιμαργία ρουφούν το όξος
που τους κερνά
η αρχέγονη ουσία του Αγίου Πνεύματος
Σ’ ένα παράλληλο Σύμπαν
τρυπούν με λύσσα το κορμί τους
με το ξίφος του άκαρδου Θείου Λόγου
Απ’ την πληγή εξέρχεται 
το γενεσιουργό αυγό του κόσμου
Με δεμένα μάτια προσμένουν την εκτέλεσή τους
ως παραβάτες έκπτωτοι άγγελοι
Με αγωνία περιμένουν 
του αιώνιου φιδανθρώπου την ετυμηγορία
Μα αυτός τους στέλνει μόνο
ένα ματωμένο περιστέρι

ΠΡΟΔΕΔΙΑΓΡΑΜΜΕΝΟ ΜΕΛΛΟΝ 

Σύμπαν άσπιλο και σκοτεινό
μυριάδες αστέρια σε χαιρετούν καθημερινά,
παλεύοντας να σβήσουν το αιώνιο σκοτάδι σου
Οι καρδιές των αστροταξιδευτών
εμπλέκονται σε άνισες μάχες μέσα σου
με την Ειμαρμένη και το ανέφικτο
Πονούν απ’ τη νοσταλγία του γήινου λίκνου τους
μα δεν τα παρατούν ποτέ
Τα όνειρά τους βογκούν
κάτω απ’ τις διάπυρες αχτίδες του Ήλιου,
κάτω απ’ τις παιχνιδιάρικες λάμψεις των άστρων
Οι πόθοι τους για μια νέα ουράνια πατρίδα
φτερουγίζουν από επάνω τους,
κρώζοντας σαν όρνεα πεινασμένα
Δεν αφήνουν στην ησυχία τους
τις διψασμένες τους αναμνήσεις,
τον ιερό σκοπό τους κρατώντας σ’ εγρήγορση
Πόσες φορές πληγώθηκε το όραμα του προορισμού τους;
Πόσες φορές προδόθηκε η ελπίδα τους
πως τάχα ανακάλυψαν φιλόξενο πλανήτη 
στη ράχη του να κτίσουν την αποικία τους;
Και όμως συνεχίζουν ακάθεκτοι
την πορεία τους στο δρόμο
του προδιαγεγραμμένου μέλλοντός τους

ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ 

Θυμάμαι της αναχώρησής μου την ημέρα
με το απαστράπτον αστρόπλοιό μου
απ’ τη μολυσμένη υδρόγειο
Του Σύμπαντος ο καταραμένος
θα ήμουν πλέον
Επιτέλους θα έπιανα
με τα μικρά μου δάχτυλα
τη χρυσή άμμο του διαστήματος
Ο διαστρικός άνεμος θα δρόσιζε
ευσπλαχνικά το μέτωπό μου
Τ’ ανήσυχα νιάτα μου θα στεφανώνονταν
με τον στέφανο της ψυχικής ανάτασης
Επ’ ευκαιρίας θ’ αναζητούσα να βρω 
και την πύλη του Παραδείσου
που εδώ κι αιώνες ταλανίζει την σκέψη μου
Στη μνήμη μου εγκλωβισμένη η ομορφιά του
από εικόνες προηγούμενης ζωής μου
Γι’ αυτόν θα ξεπεράσω όλα τα εμπόδια 
του απείρου και ας ματώσω

Η ΟΚΝΗΡΙΑ

Εκτοξεύτηκε πάλι
μέσα στο διαστημικό μου κόσμο
η απουσία σου
Μη λιθοβολείς όμως αθέατη
τα δέντρα των αναμνήσεων μου
Θα βγάλουν σε λίγο καρπούς
που θα με κοιτούν με άφθαρτα μάτια
Τι θα τους πω ως δικαιολογία
για τις μελανιές και τις πληγές τους;
Θα με χτυπήσουν αλύπητα
με τη σφοδρή πτώση τους
Θα πληγωθώ τότε και λερωμένος
θα τρέχω να φορέσω ρούχα καθαρά

Άλλες φορές πάλι χαίρομαι,
γιατί με την απουσία σου
χορταίνω τη μοναξιά μου,
γεμίζω τα ιδιωτικά μου όνειρα
με το νέκταρ της ζωντάνιας τους
Μετά με τη βαριοπούλα της ανίας μου
σπάζω τα επιτεύγματά μου σε μικρά κομμάτια
και ξαπλώνω επάνω τους μικρός και ανόητος

Ο ΠΟΝΟΣ ΜΟΥ 

Ποτέ δε δοκίμασα την ηδονή της αγκαλιάς σου
Δε χόρτασα τον έρωτά σου
Τη ζωή μου στο γαλαξία σου χαρακτήριζε πάντα 
μια άγουρη εγκατάλειψη,
μια ευτυχία αδοκίμαστη,
γιατί τα δάχτυλά μου έσφιγγαν αμετάπειστα
τη δύστοκη ώρα του δισταγμού

Γύριζα πίσω
στη μετέωρη σιωπή
του απαρχαιωμένου πλανήτη μου
Μετάνιωνα μα τι σημασία έχει;
Κανείς δε με περίμενε
Κανείς δεν επιθυμούσε να επιστρέψω
Με υποδεχόταν μόνο η ερημιά
και άγνωστες σκιές
μέσα σε ξεχασμένους δρόμους
Την καρδιά μου μόνο λυπόμουν
που παρατούσα στο στήθος της Ειμαρμένης
να θηλάζει αμετάκλητα πίκρα και πόνο