“Σιβηρία” και “Το τραγούδι των σκλάβων” του Μανώλη Παλαβούζη

“Σιβηρία” και “Το τραγούδι των σκλάβων” του Μανώλη Παλαβούζη

Θα ξεκινήσω αυτή τη βιβλιοπαρουσίαση με μια παραδοχή, με μια -τρόπος του λέγειν- ελαφρώς απολογητική διάθεση και έναν πρόλογο που ίσως φανεί παράξενος σε πρώτο χρόνο. Ο λόγος είναι αρκετά σημαντικός κατά τη γνώμη μου, είμαι σίγουρος πως θα καταλάβετε γιατί, ολοκληρώνοντας το άρθρο.

Η επαφή μου με την πένα του Μανώλη Παλαβούζη άργησε πολύ. Άργησε, κατά κύριο λόγο, ως συνέπεια της πληθώρας των βιβλίων που κυκλοφορούν στην αγορά, αρκετά από τα οποία είναι -ας μην κρυβόμαστε- άγουρες συγγραφικές προσπάθειες/ βιαστικές απόπειρες έκδοσης. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει όλους, τόσο ως συγγραφείς, όσο και ως αναγνώστες. Είναι πεποίθησή μου πως έχουμε χρέος ως λάτρεις της λογοτεχνίας του φανταστικού να στηρίζουμε τις καλές δουλειές, εφόσον θέλουμε το ελληνικό φανταστικό να ανέβει επίπεδο και να αγγίξει ένα μεγαλύτερο κοινό. Αυτό σημαίνει πως τα καλά βιβλία, αυτά που βγάζουν «ασπροπρόσωπη» την κοινότητα, πρέπει να ξεχωρίσουν, πρέπει να αναδειχτούν. Όπως καταλάβατε, σήμερα σας παρουσιάζω δυο τέτοιες περιπτώσεις.

Ο Μανώλης Παλαβούζης είναι ο συγγραφέας των βιβλίων της διλογίας βιολογικού τρόμου Τέταρτος Καβαλάρης (Επώαση και Όλεθρος), του περιβαλλοντικού θρίλερ Έτος χωρίς Καλοκαίρι, του τρομοκρατικού θρίλερ Αττική Καταιγίδα, και των δυο πιο πρόσφατων βιβλίων που κυκλοφόρησαν με λίγους μήνες διαφορά, το Τραγούδι των Σκλάβων και τη Σιβηρία (βιβλία φαντασίας αμφότερα, με τη νουβέλα να προσιδιάζει στο είδος του τρόμου).

Όσο το αναλογίζομαι, είναι αρκετά παράξενο που καθυστέρησα να διαβάσω κάποιο από τα βιβλία του Μανώλη: ενώ ανήκω από άποψη θεματολογίας 100% στο target group των έργων του, όλο και κάτι συνέβαινε και μετέθετα την αγορά των βιβλίων του για αργότερα. Ίσως έφταιξε και το γεγονός πως με τον Μανώλη δεν είχαμε στενές σχέσεις (είχαμε ανταλλάξει κάποιες διαδικτυακές κουβέντες, κι έναν τυπικό χαιρετισμό στο τελευταίο ΦantastiCon -τον θυμάμαι επίσης να παρακολουθεί όρθιος στην πόρτα την κοινή παρουσίαση της Κόκκινης Αυγής, του Θησαυρού της Δαμασκού της Δανάης Ιμπραχήμ, του τρίτου βιβλίου της Αυτοκρατορίας του Φεγγαριού του Γιώργου Αγγελίδη και του Σκοτώνοντας το Παιδί των Καταρρακτών του Σταύρου Μαμούτου στο Fantasmagoria του 2019 αν δεν κάνω λάθος). Τέλος πάντων, για να περάσουμε επιτέλους και στην ουσία του θέματος, η «αμέλειά» μου να τιμήσω έναν άξιο Έλληνα δημιουργό διορθώθηκε έστω και καθυστερημένα και τολμώ να πω πως μετά την επαφή του με το έργο του έμεινα όχι απλά ικανοποιημένος, μα ενθουσιασμένος. Αποδείχτηκε πως ήταν πολλά παραπάνω από ό,τι περίμενα. Η γραφή του είναι εξαιρετική, μεστή, ώριμη και εμβριθής, ακριβώς όπως μου αρέσει.

Ξεκίνησα ανάποδα τη βιβλιογραφία του -το μικρό μέγεθος της νουβέλας Σιβηρία σε συνδυασμό με την ελκυστική θεματολογία της ιστορίας, με ώθησε να το διαβάσω πρώτο, με το που κυκλοφόρησε. Ήταν τόσο απολαυστική εμπειρία, που αποφάσισα να αγοράσω και να διαβάσω άμεσα και το Τραγούδι των Σκλάβων ώστε να ολοκληρώσω αυτή την πρώτη (και σίγουρα όχι τελευταία) επαφή με την πένα του Μανώλη.

Ολοκληρώνοντας, λοιπόν, και τα δύο βιβλία, έφτασα στην ασφαλή διαπίστωση πως ο συγγραφέας, παρόλη τη μικρή ηλικία του, ανήκει στους καλύτερους εκπροσώπους του ελληνικού φανταστικού.

Πάμε να δούμε γιατί.

Σιβηρία

Στα παγωμένα εδάφη της Σιβηρίας ένας σκοτεινός εφιάλτης αφυπνίζεται. Ένα αρχαίο κακό δίχως όνομα, που καιροφυλακτεί, που καραδοκεί θαμμένο στα βάθη του χρόνου. Η άγρια φύση, τα προϊστορικά δάση και τα αφρισμένα ποτάμια είναι το σπίτι του. Κάτι επικίνδυνο και αιμοβόρο κείτεται αδρανές στον ρου των αιώνων που το προσπερνούν, ώσπου ο ήρωας της ιστορίας, ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος στο δικό του προσωπικό αδιέξοδο, το ξυπνάει άθελά του από τα δεσμά της λήθης.

Η αχανής, παγωμένη έκταση της Σιβηρίας και η νύξη ενός αρχέγονου κακού που αφυπνίζεται ξαφνικά ήταν κάτι παραπάνω από δελεαστική πρόταση για μένα, όσον αφορά την ανάγνωση μιας νουβέλας σκοτεινής φαντασίας που αγγίζει παρυφές του τρόμου. Και όπως ανέφερα προηγουμένως, η εκτέλεση αυτού του έργου με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο.

Μέχρι τη στιγμή που αποκοιμήθηκε στη σκηνή του, λίγο πριν η αυγή ροδίσει στον ανατολικό ορίζοντα, ήταν σίγουρος πως το κακό δεν είχε εξοντωθεί ολότελα. Απλώς περίμενε, κοιμόταν στην παγωμένη του κλίνη, προσμένοντας να εγερθεί

Η ιστορία είναι ουσιαστικά ένα οδοιπορικό εσωτερικής αναζήτησης, μια ατμοσφαιρική διήγηση γεμάτη νοήματα, πλούσια σε σκέψη και ιδέες. Έμφαση δίνεται κυρίως στις αλλαγές που συντελούνται στον ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή, ενώ το υπερφυσικό εισβάλει στη ζωή του και τα θαμμένα μυστικά του παρελθόντος αποκαλύπτονται στο φως. Η θεματική του βιβλίου είναι η επιβίωση στη σύγχρονη εποχή, η εσωτερική σύγκρουση ως συνέπεια της ατολμίας και της στασιμότητας, η επιτακτική ανάγκη για αλλαγή, για προσαρμοστικότητα. Η σκοτεινή φαντασία θρέφει και προσδίδει λάμψη στην ιστορία, ωστόσο ο κεντρικός πυρήνας της, το βαθύτερο πνεύμα της, δεν είναι η υπερφυσική απειλή που καλείται να αντιμετωπίσει ο ήρωας, μα ο κίνδυνος της κωλυσιεργίας και η απειλή της κλιματικής αλλαγής, η διορατικότητα, η τόλμη για το επόμενο μεγάλο βήμα και η συναίσθηση του ασύλληπτου μεγέθους της φύσης που μας περιβάλλει.

Δεν θέλω να πω περισσότερα, το βιβλίο κρύβει στις σελίδες του ένα κομψό και μικρό σε μέγεθος κείμενο, οπότε άνετα μπορεί να το διαβάσει ο οποιοσδήποτε χωρίς να θυσιάσει πολύ χρόνο για να δει περί τίνος πρόκειται. Διαβάστε το δίχως δεύτερη σκέψη, είμαι σίγουρος πως δεν θα απογοητευτείτε.

Το Τραγούδι των Σκλάβων

Το Τραγούδι των Σκλάβων διηγείται τη ιστορία του Άρμιν, ενός νεαρού σκλάβου που έπειτα από χρόνια στυγνής και άσπλαχνης εκμετάλλευσης αποφάσισε να πάρει τη ζωή στα χέρια του και να αντιταχθεί σθεναρά στον ζυγό της υποδούλωσης. Πρόκειται για ένα χορταστικό μυθιστόρημα, πλούσιο σε γραφή, σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα. Ένας ύμνος για την αγάπη, τη φιλία και την ελευθερία. Ένα συγκινητικό ταξίδι που καταδεικνύει τον ανθρώπινο πόνο και την αδικία ως συνέπειες της καταπίεσης.

Για ακόμα μια φορά, έχουμε μια εξαιρετική δουλειά από τον Μανώλη Παλαβούζη. Η γραφή του είναι μαγική. Σε γραπώνει και σε αιχμαλωτίζει στη στιγμή, σε βυθίζει στον κόσμο των βιβλίων του. Δεν διαβάζεις απλά για το ταξίδι του Άρμιν… το ζεις πραγματικά. Βιώνεις όλες τις κακουχίες και τις λύπες, αισθάνεσαι στα βάθη της ψυχής σου τη μιζέρια, τη θλίψη, το παράπονο, την απελπισία. Νιώθεις την καρδιά σου να καίει γεμάτη οργή και μίσος, την ανάγκη για ελευθερία να ασφυκτιεί στο στέρνο σου. Οι αισθήσεις σου εισβάλουν στην ιστορία και μοιράζεσαι τις στιγμές και τα πάθη του Άρμιν, βρίσκεσαι εκεί, πλάι του. Λίγοι συγγραφείς κατορθώνουν να μεταδώσουν με τόση μαεστρία τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις των ηρώων τους και ο Παλαβούζης είναι ένας απ’ αυτούς.

Δεν είναι πως δεν έχει δράση και σασπένς το βιβλίο (η απόδραση, η φυγή και η επική σκηνή στο τέλος ανεβάζουν την αδρεναλίνη και εξάπτουν τη φαντασία) όμως η μεγάλη δύναμη του συγγραφέα, το βασικό του πλεονέκτημα -και κατ’ επέκταση του μυθιστορήματος- είναι τα συναισθήματα που προκαλεί, οι εικόνες που πλάθει στο νου, θρέφοντας με το κατάλληλο υλικό τη φαντασία σου.

Ειδική μνεία θέλω να κάνω στο εξαιρετικά πλούσιο και προσεγμένο λεξιλόγιο, αλλά και στην υπέροχη δουλειά που έγινε στην κοσμοπλασία. Ο κόσμος της χερσονήσου Νάζαρ είναι γεμάτος λεπτομέρειες, τόσο αληθοφανής, πλήρης και ζωντανός που άνετα θα μπορούσε να πει κανείς πως αντικατοπτρίζει κάποιο υπαρκτό μέρος του κόσμου, μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (κατά τον μεσαίωνα, προφανώς). Το υπερφυσικό δυστυχώς λάμπει δια της απουσίας του (δεν υπάρχει μαγεία, γίνεται μονάχα κάποιες αναφορές σε σκοτεινά όντα που ζουν στα δάση και λυμαίνονται τους οικισμούς των ανθρώπων, πληροφορίες που κάλλιστα θα μπορούσαν να ενταχθούν στη σφαίρα των θρύλων), ωστόσο στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι το τελευταίο πράγμα που σε νοιάζει. Εδώ ενδιαφέρεσαι για τη μοίρα των ηρώων, για τα βάσανά τους και για τις στεναχώριες τους, είναι μια ιστορία που μιλάει για πολύτιμα ιδεώδη και για το σθένος της ανθρώπινης ψυχής. Δεν θα βρείτε αιματοχυσίες και πομπώδη μεγαλεία, θα βρείτε ωστόσο -και θα θαυμάσετε- την ανάγκη που οδηγεί τον άνθρωπο να μοχθήσει για τη λευτεριά του, την επιθυμία του να ατενίσει ένα μέλλον όπου η ελπίδα δεν θα είναι ένα άπιαστο όνειρο και η κοινωνία θα χτίζεται πάνω σε βάσεις θεσμών που θα έχουν ως πρώτο μέλημα τη δίκαιη μεταχείριση.

Ακόμα και στο πιο σκοτεινό και βαθύ πηγάδι να πέσεις, πάντα υπάρχει ένα ακόμα που φτάνει βαθύτερα

Όλοι οι χαρακτήρες είχαν κάτι να δώσουν, κάτι να προσφέρουν, τόσο στην ιστορία όσο και σε εμάς τους αναγνώστες. Ο Άρμιν ήταν υπέροχα δοσμένος, όπως και η πατρική φιγούρα του Τόρβαλντ, η παρουσία του Μάρτεν έδωσε ένα πρόσθετο ενδιαφέρον στην αφήγηση από τη στιγμή που το ταξίδι με τον Θαλάσσιο Λέοντα ολοκληρώθηκε και τα γεγονότα επικεντρώθηκαν στο Μασγκάτ, και η Ντάνικα χάρισε μια οπτική που έλειπε από τον ήρωά μας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Ραντού στο Τιγκάρ, ο Ντρούγκα, και ο Γιάτσεκ ήταν ιδιαίτερα μισητοί -αλλά και αληθοφανείς- ώστε να προσδοκά κανείς με ανυπομονησία τη θεία δίκη για τα βάσανα στα οποία είχαν υποβάλει τους σκλάβους.

Αγαπημένα μου σημεία στο βιβλίο ήταν οι δυο φορές που ακούστηκε το Τραγούδι των Σκλάβων, αν και μπορώ να πω πως σε όλη τη διάρκεια της διήγησης ήμουν τόσο απορροφημένος με την ιστορία που δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη για κάποια έξαρση στην πλοκή. Τέτοια είναι η δύναμη της αφηγηματικής δεινότητας του Μανώλη, που πραγματικά είναι σαν να σε γραπώνει από τον λαιμό και να σε βυθίζει στις σελίδες του βιβλίου.

Αρνητικά σημεία δεν έχω να αναφέρω. Θα μπορούσε να αναφερθεί ίσως κάποιος στην αργή και δίχως πολλές εκπλήξεις πλοκή (που ίσως κουράσει εκείνους που διψάνε για ξέφρενη δράση, δύσκολες καταστάσεις και ανατροπές), να αναλωθεί σε λεπτομέρειες πρακτικής φύσεως (όσον αφορά την απόδραση), να μιλήσει για εκτενείς περιγραφές (εδώ γελάμε, αν σκεφτείς ποιος το αναφέρει) ή να γκρινιάζει για την τροπή που πήρε η επαφή με τους Χάκα (βάσει των προοικονομιών, αλλά και το πόσο βολικά εξελίχθηκε η σκηνή μετέπειτα), όμως αποφάσισα να μην παραθέσω τίποτα ως αρνητικό γιατί πραγματικά θεωρώ πως τα στοιχεία που ανέφερα είναι ασήμαντα εν συγκρίσει με την αξία του ίδιου του βιβλίου. Αυτό το έργο έχει να σου προσφέρει τόσα πολλά, τόσες αξίες, εικόνες και συναισθήματα, που είναι κρίμα να αναλώνεται κανείς με ανούσιες σκέψεις που εν τέλει δεν έπαιξαν τον παραμικρό ρόλο ώστε να χαλάσουν την αναγνωστική εμπειρία. Η πλοκή έχει, κατά τη γνώμη μου, τον ιδανικό ρυθμό για να σε βυθίσει στον ψυχισμό του ήρωα, τα πρακτικά ζητήματα ωχριούν μπροστά στο σθένος ενός απελπισμένου ανθρώπου που παίζει κορώνα γράμματα τη ζωή του προκειμένου να κερδίσει ξανά την ελευθερία του, οι περιγραφές ήταν υπέροχες, και η σκηνή με τους Χάκα ήταν μια καλή ευκαιρία για να περάσει ο δημιουργός ένα σημαντικό μήνυμα. Επομένως, όπως τα περισσότερα πράγματα σε τούτη τη ζωή, όλα είναι θέμα οπτικής… αυτή η ιστορία, γι’ αυτά που προσφέρει και γι’ αυτά τα θέματα που θέλει να αναδείξει, είναι πολύ κοντά σε αυτό που λέμε «αψεγάδιαστη».

Φτάνοντας στην κατακλείδα αυτού του άρθρου, έχω να δηλώσω πως το Τραγούδι των Σκλάβων είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει την προσοχή όλων.

Είναι ένα ανάγνωσμα που μπορεί να στέκεται επάξια εκεί έξω και να κοιτάει στα μάτια τους μεγάλους συγγραφείς του είδους. Όσο υπάρχουν βιβλία σαν κι αυτό στα ράφια των βιβλιοπωλείων, το ελληνικό φανταστικό δεν έχει να φοβάται τίποτα. Απεναντίας, το μέλλον διαγράφεται ευοίωνο και ελπιδοφόρο.

Θα κλείσω με μια ευχή: μακάρι το ευρύ κοινό να εκτιμήσει, έστω και αργά, όπως εγώ, το ταλέντο του Μανώλη Παλαβούζη.

Επενδύστε στα βιβλία του άφοβα. Είμαι βέβαιος πως θα εκπλαγείτε ευχάριστα.