Συμπαντικός μέτοικος | 14 ποιήματα

Συμπαντικός μέτοικος | 14 ποιήματα

ΑΛΛΟΠΡΟΣΑΛΛΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

Βαθιά στη μεσοαστρική λάσπη
έκρυψα τα όνειρά μου
Σφράγισα την ουσία
της αβεβαιότητας μου 
με χιμαιρικές εκλάμψεις
Συναρμολόγησα την απολυτότητα των αστεριών
Ιχνηλάτησα τους δρόμους
των ανεκπλήρωτων ερώτων μου
Καταμέτρησα τους αμφίπλευρους συνειρμούς
των δισταγμών και των αναστολών μου
Αρνήθηκα το αγνό φέγγος
των διπλών φεγγαριών
που φωτίζουν τον εξωπλανήτη μου
τις ατελείωτες ώρες της νύχτας
Περπάτησα σκεπτικός
στα μονοπάτια του ανέφικτου
Δεν υπέκυψα στην πλανερή
ανέλιξη ευκλεών στιγμών
ούτε στο σκήπτρο της έπαρσης μου
προσκύνησα
Ύμνησα τ’ ανομήματα
της φθαρτότητας μου
Φόρεσα το προσωπείο της φωτιάς
και με θάρρος μετοίκησα
σε κόσμους αλλοπρόσαλλους
και μόνους

 

ΙΑΧΗ ΖΩΗΣ

Αναζήτησα το λυσίπονο
βλέμμα άγνωστων πλανητών
Σε παράξενες ματιές
περαστικών αλλόμορφων,
σε χαμόγελα ενστικτώδη,
σε κρυστάλλινα δάκρυα,
σε παραμορφωμένες εκφράσεις
διέκρινα την ύπαρξη μου
να εξαθλιώνεται, να εκμηδενίζεται
μέσα στο θόρυβο και την σκόνη
της ανθρώπινης μου μιζέριας
Που είναι η ελπίδα 
μιας νέας Χαναάν στο διάστημα
που μου υποσχεθήκατε 
ιθύνοντες της Γης;
Που είναι η απαστράπτουσα 
καινούργια ζωή μου
που μου τάξατε πως θα ζήσω;
Δε λυπάμαι για την αθλιότητα μου, όχι!
Αρκεί που ξέφυγα απ’ τα μικρά όνειρα
και τα πάθη των κατοίκων της υδρογείου
Κάποτε το ξέρω
θ’ ανακαλύψω το μυστικό της ισορροπίας
ανάμεσα στο μάταιο και το ανέφικτο,
στο προσβάσιμο και το ανεκπλήρωτο
Σύντομα η φωνή μου θα γίνει ηχηρή
Μια ιαχή νέας αρχής
στο συμπαντικό μου είναι


Η ΑΥΛΑΙΑ

Μια νύχτα θ’ ανοίξω την πόρτα μου
και από μέσα θα βγει ο πόθος
για μια νέα ζωή
επάνω σε άγνωστα χώματα
Δε θα έχω καμιά έγνοια
για τα παρωχημένα πράγματα
που θα παρατήσω πίσω στη Γη
Με σφιγμένα χείλη
θα μουρμουρίσω λόγια ακατάληπτα
για λευκές αυγές 
και αναστημένες προσδοκίες
για μια αγέραστη αναπνοή
μέσα στο σκοτάδι το ζωογόνο
της αιώνιας νύχτας
Θα πιώ το νερό της λήθης
για τις εποχές μου στην υδρόγειο
μα θα δυναμώσω με νέκταρ και αμβροσία
τη μνήμη των επερχόμενων ημερών μου 
στο ελπιδοφόρο άπειρο
Θα φτιάξω ολοκαίνουργιους τόπους
αγιασμένους και θα σπείρω θαύματα
Με τα τραγούδια μου θα συναρμολογήσω
τα κομμάτια των διασκορπισμένων 
ονείρων και των πόθων μου
που δε μπόρεσα να φυτέψω 
στο μολυσμένο κορμί της Γης
Θα θρυμματίσω την αδιαφορία
των αρχαίων θεών
Θα τους υποχρεώσω 
να σηκώσουν την αυλαία
ενός ολόφωτου κόσμου

 

Η ΟΠΗ

Κάθισε δίπλα μου αστροταξιδευτή
Μη διστάζεις!
Δε βαστώ δρεπάνι στο χέρι,
ούτε διαβήτες και αλφάδια
κρύβω στις μεγάλες μου τσέπες
Τα κλειδιά της καρδιάς μου
τα έχω χάσει πριν πολλά χρόνια
μα πάντα στη ψυχή μου
διατηρώ ένα μυστικό μέρος
για τ’ άρρωστα όνειρα 
και τους λαβωμένους πόθους μου
να φωλιάζουν μέσα του
κυνηγημένα απ’ την αγωνία
του ανεκπλήρωτου
Μη φοβάσαι, δε θα φύγω από κοντά σου!
Νιώθω μουδιασμένα τα πόδια μου
Δε μου επιτρέπουν τη φυγή
Μόνο κύκλους μπορώ να κάνω
γύρω απ’ το κέντρο των προσδοκιών σου
για μια αρχαία εκτόξευση του είναι σου
μέσα στην οπή
ενός εξαθλιωμένου χωροχρόνου
Ποτέ δε θα ξεφορτωθείς
το βάρος των ερωτήσεων μου
και ας μην έχεις τις κατάλληλες απαντήσεις
για την αβέβαιη πορεία της ζωής σου

 

Η ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ

Η θνητότητα των ονείρων μου
σμιλεύεται στο κέλυφος
του σκοτεινού χωροχρόνου 
αμετάκλητα
Τα κοίλα τοιχώματα της ζωής μου
καταδιωγμένα από αβέβαιες πράξεις
αλλάζουν την πορεία του αστρόπλοιου μου
Δε γκρινιάζω!
Δε διαμαρτύρομαι!
Δε χαλώ το ειδικό βάρος
των αδέσποτων προσδοκιών μου
για την ανακάλυψη 
του μυστικού της αιωνιότητας,
ούτε μ’ επηρεάζει το άχρονο που γεννιέται 
φθαρτό, ακαθόριστο, ανερμάτιστο,
ούτε φοβάμαι το κενό που αφήνει
μια έκρηξη του είναι μου
Μόνο ο φόβος του ανεκπλήρωτου με τρομάζει
καθώς επιτρέπει στο σαθρό του σώμα
να παλινδρομεί ακατάπαυστα
επάνω απ’ τη μνήμη μου

 

Η ΠΑΡΟΔΟΣ

Η κεντρική οδός των αστεριών
δεν ανήκει πια στα όνειρα μας
Δεν έχει σταθμούς αποικιών
Δεν έχει αστεροειδείς που κρύβουν 
ουράνιες υπάρξεις
Κούφιος είναι ο ήχος των ελπίδων μας
Ποιος να τον ακούσει;
Τα νεκρά μάτια των συντρόφων μας
μας σταυρώνουν καθημερινά

Η κεντρική οδός των αστεριών
δεν ανήκει πια στους πόθους μας
Έχει αδιαφορήσει 
για το φλογισμένο αίμα μας
Έχει κάψει το εγώ μας
Η υπεροψία μας βγάζει τώρα καπνούς
Κρυβόμαστε στο λαβύρινθο του απείρου,
ακούγοντας τα βαριά βήματα του θανάτου
ολοένα να μας πλησιάζουν περισσότερο
Τι ωφελούν πια τα λίγα ψήγματα του θάρρους μας;
Οι ηλιακοί άνεμοι έχουν κατακάψει 
τις αβέβαιες ιαχές μας

Η κεντρική οδός των αστεριών
δεν ανήκει πια στις προσδοκίες μας
Πρέπει να βρούμε γρήγορα
μια άλλη, μυστική πάροδο
για να φθάσουμε επιτέλους
στο επουράνιο πεπρωμένο μας

 

Η ΣΑΡΩΣΗ

Σάρωσα πια την σιωπή των αστεριών
μα δε βρήκα κάποιο μυστικό
μονοπάτι επιστροφής
στην υπερηφάνεια του καινούργιου μου κόσμου
Χάθηκα ανάμεσα στα φωτεινά πέπλα
λησμονημένων ήλιων
Όνειρα, πόθοι, προσμονές
έσβησαν όλα γύρω μου
Ούτε μια κραυγή ελπίδας
έμεινε να πλανιέται
στο μαύρο βελούδο του Σύμπαντος,
ν’ ακούω το κάλεσμα της
και να προχωρώ με βήματα βαριά
προς την απόλυτη αδιαφορία του ανέφικτου

 

ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ

Πάντα αυτό το φως
Πάντοτε αυτό το λυκόφως
των ονείρων μου
απλώνεται επάνω στις πέτρες της σιωπής
πριν ακόμη οι πόθοι μου γεννηθούν
Πάντα αυτό το άγνωστο ημίφως
ξεπηδάει από μέσα μου,
απ’ τη θλίψη της ένδον μου ύπαρξης,
σκορπίζοντας ξεψυχισμένους ήχους
ανάμεσα στ΄αστέρια
και τους γλαυκοπράσινους πλανήτες,
προκαλώντας το είναι μου
να μαραθεί σαν ένα κυκλάμινο
παρασυρμένο απ’ τον άνεμο του ανέφικτου

 

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ

Ένα αστέρι σκύβει και με κοιτάει
Του αρέσει η λευκή απαστράπτουσα στολή μου,
οι φτερούγες στην πλάτη μου,
το στήθος που προφυλάγει την καρδιά μου,
το φως που τρεμοπαίζει
από θαυμασμό κι ελπίδα
πως κάποτε θα το κρατήσω
στις γυμνές μου φούχτες
Θα του επιτρέψω του περίεργου άστρου
ν’ ακούσει τη φωνή μου,
να ελαφρύνει την καρδιά μου
απ’ το δυσβάσταχτο βάρος 
μιας μονότονης ζωής
Είναι μακρύς ο δρόμος για τη θέωση
μα βαρετός και απαιτητικός
χωρίς καμιά παρέκκλιση αμαρτίας

 

Η ΜΙΚΡΗ ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ

Μια μικρή μαύρη τρύπα
δραπετεύει απ’ τον άχρωμο γαλαξία της
Σέρνει στο διάβα της γοργά
ένα κομμάτι του μόνο
πολύχρωμο να μη χαθεί
Στο φως του να διακρίνει
το δρόμο της μέσα στο Σύμπαν
Στο άγγιγμα του να μη νιώθει μοναξιά
Με τις φωτεινές δέσμες του φωτός του
να κεντρίζει την σιωπή της
Κινείται με ταχύτητα που χλευάζει τον ήχο
Πίσω της αφήνει
λεπτές γραμμές σκοταδιού
που βιάζονται να συναντήσουν 
τα μικρά αστέρια της ελπίδας μου
για ένα πιο απαστράπτον αύριο

 

ΑΠΟ ΨΗΛΑ

Από ψηλά ένα αστέρι λυπημένο
σκύβει προσεκτικά
την σιωπη μου ν’ ακούσει
με ανοιχτή τη φωτισμένη αγκαλιά του
Κρύβομαι μέσα της
σα νυχτοπούλι που προστατεύεται
από αδιόρατους φόβους
κάτω απ’ της μητέρας του τις φτερούγες
Ξεφεύγω απ’ της νύχτας τη βουλιμία
με φτερουγίσματα τρελαμένα από καιρό
Μέσα στη ζεστή φωλιά
μετέωρη στέκεται η καρδιά μου
για ν’ αγναντεύει το σκοτάδι
και του αστεριού το φως
που ταξιδεύει σε άλλους κόσμους

 

Ο ΑΝΑΠΗΡΟΣ ΘΕΟΣ

Έπεσαν σύντροφοι στο πλευρό μου
από σπαθιά φτιαγμένα
να σκοτώνουν όνειρα και πόθους
Είδα τους εχθρούς να παραμονεύουν
μέσα στις λόχμες του ανείπωτου
την ανυποψίαστη μου ελπίδα
για ένα γρήγορο βλέμμα
στον ουράνιο θόλο,
για μια απελπισμένη φυγή στο ανέφικτο
ενός καινούργιου κόσμου,
για μια σύντομη ματιά
στην ωραιότητα των ονείρων
Έτσι κυλούσε η ζωή μου
Μέσα στη νομοτέλεια της παρασύρθηκε όμως
απ’ τους ανέμους των δισταγμών και της αποτυχίας 
ανυποπτη, ανυπεράσπιστη, ανέτοιμη,
πολεμώντας με φαντάσματα,
με γίγαντες πελώριους ανεμόμυλους,
με σκιές μέσα στην ομίχλη της μνήμης
σαν άλλος Δον Κιχώτης
Τώρα πια όλα αυτά
μ’ έχουν καταντήσει ανάπηρο θεό

 

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΣΤΕΡΙ

Κάθε απόβραδο ένα κομμάτι της αβύσσου
φεγγοβολάει από ένα μικρό αστέρι,
ένα μικρό όγκο φωτός που αιωρείται επάνω
απ’ το πληγωμένο μου κεφάλι

Ήταν καιρός που ο καημός της μοναξιάς
στέγνωνε το λαιμό μου
Ηταν πολύς ο καιρός που ο γλυκός
ήχος της ευτυχίας σιωπούσε μέσα μου
Ήταν πολύς ο καιρός
που ένα κοράκι μαύρο σαν την αιώνια νύχτα
φτεροκοπούσε μέσα στο μυαλό μου
Ήταν πολλές ημέρες 
που η γαλήνη της ψυχής μου
έμοιαζε με θάνατο πικρό
μα τώρα εμφανίζεται τα βράδια
το μικρό αστέρι
με μια δέσμη εκτυφλωτικές αχτίδες φωτός 
στα λαμπερά του χέρια
Δώρο αναλλοίωτο μου τις χαρίζει,
γιατρεύοντας μου όλες τις πληγές 
με την πρώτη του αθώα αγάπη

 

ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΣ ΜΕΤΟΙΚΟΣ

Ω, πληγωμένο λίκνο μου, Γη,
πες μου ένα λόγο μονάχα
για να μείνω κοντά σου!
Δείξε μου ένα βουνό
που να μην είναι λαβωμένο,
μια θάλασσα χωρίς δηλητήρια μέσα της,
μια πολιτεία χωρίς θρήνους κι εγκλήματα,
μια τούφα σύννεφου
που να μη γεννάει όξινη βροχή,
μια γειτονιά του κόσμου
γεμάτη τραγούδια ευτυχίας
και ρόδινα χαμόγελα παιδιών!
Πες μου μια δικαιολογία
να μη ξανοιχτώ στο σκοτεινό διάστημα!
Λίκνισε με, όπως παλιά,
στα δύο τρυφερά σου χέρια!
Ξέχασα!
Στα έχουμε κόψει εδώ και πολύ καιρό
εμείς οι άνθρωποι άπονα
με τους κοφτερούς άπληστους πόθους μας
και την πριονωτή μας ματαιοδοξία
Σου κρύψαμε τον ήλιο της ζωής
με το μαύρο πέπλο 
του εύκολου και άνομου κέρδους
Σε παρατήσαμε στα βέβηλα σχέδια
της αδυσώπητης μοίρας σου

Τώρα πες μου ένα λόγο
να μη φύγω μέτοικος στο άπειρο