Watch Me | Candyman

Watch Me | Candyman

 

Εν αναμονή του remake μιας από τις πλέον cult ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, στο σημερινό Watch Me θα πάμε πίσω στο 1992 να θυμηθούμε το Candyman. Αποφάσισα να ζητήσω τη γνώμη του συγγραφέα και φίλου Μιχάλη Δαγκλή, ως μαιτρ του τρόμου και φαν του είδους!

Το Candyman είναι μια ταινία τρόμου, βασισμένη στο διήγημα "The Forbidden" του Clive Barker, που γράφτηκε και σκηνοθετήθηκε από τον Bernard Rose και πρωταγωνιστούν η Virginia Madsen και ο Tony Todd. Η Helen Lyle είναι μια φοιτήτρια που αποφασίζει να γράψει μια διατριβή για τους τοπικούς θρύλους και μύθους. Επισκέπτεται ένα μέρος της πόλης, όπου μαθαίνει για το μύθο του Candyman, ενός άντρα που εμφανίζεται όταν λένε το όνομά του πέντε φορές, μπροστά σε έναν καθρέφτη. Η Helen είναι, φυσικά, δύσπιστη μέχρι που δοκιμάζει να τον καλέσει η ίδια!

Ο Candyman στην αρχική ιστορία του Clive Barker περιγράφεται ως ένας επιβλητικός, πιθανώς λευκός, άντρας (είχε μια μάλλον αφύσικη απόχρωση κίτρινου που φυσικά προσθέτει στο θέμα) με μια ατημέλητη κόκκινη γενειάδα σε αντίθεση με τον μαύρο πρωταγωνιστή της ταινίας του Rose. Η παραγωγή για το remake της ταινίας ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2019 με τον επίσημο τίτλο να είναι επίσης Candyman. Η ταινία θα κυκλοφορήσει στις 27 Αυγούστου 2021.

Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι μετά την ταινία του 1992, ακολούθησαν άλλα δύο sequels, τα Candyman: Farewell to the Flesh (1995) και Candyman: Day of the Dead (1999) χωρίς να καταφέρνουν παρ' όλα αυτά να αγγίξουν σε ποιότητα την αρχική ταινία...
 


 


 

Ξέρατε ότι...

Υπήρχε, στην πραγματικότητα, ένας δολοφόνος με το ψευδώνυμο Candyman, αν και διαφορετικός από τον φανταστικό. Ο Dean Corill ήταν ένας serial killer στην περιοχή του Χιούστον που βίασε και δολοφόνησε πολλά αγόρια από το 1970 έως το 1973. Δελέαζε τα παιδιά στο σπίτι του χρησιμοποιώντας καραμέλες από το εργοστάσιο της οικογένειάς του, οπότε τα μέσα ενημέρωσης τον ονόμασαν Candyman. Ο Dean Corill είχε δύο εφήβους συνεργούς, αλλά όταν σχεδίασε να βιάσει και να σκοτώσει έναν από αυτούς, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν αυτοί.

Το "Sweets to the Sweet" που γράφεται στις σκηνές του εγκλήματος, είναι μια ατάκα από τον Άμλετ του Γουίλιαμ Σαίξπηρ.

Οι μέλισσες εκτράφηκαν ειδικά για αυτήν την ταινία. Έπρεπε να βεβαιωθούν ότι οι μέλισσες ήταν μόλις δώδεκα ωρών, έτσι ώστε να μοιάζουν ώριμες, αλλά το τσίμπημά τους να μην είναι αρκετά ισχυρό για να κάνει οποιαδήποτε πραγματική ζημιά. Ο Tony Todd τσιμπήθηκε 27 φορές κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Ο Candyman στην πραγματικότητα είναι ένας χαρακτήρας που προκαλεί συμπόνια μιας και, ως θύμα ρατσισμού στο παρελθόν, αναζητά εκδίκηση στο παρόν. Ωστόσο, η προσέγγιση του Rose εστιάζει πιο πολύ στη σκοτεινή και άγρια πλευρά του χαρακτήρα. Βέβαια σε αυτό βοήθησε και η επιλογή του Tony Todd, ως πρωταγωνιστή, χάρη στην επιβλητική του εμφάνιση και την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του. Το Candyman είναι μια από τις πλέον αγαπημένες μου ταινίες υπερφυσικού τρόμου. Όταν την πρωτοείδα, θυμάμαι ότι με συνεπήρε η ατμόσφαιρα της και φυσικά δεν τόλμησα ποτέ να πω το όνομά του πέντε φορές. Πάντα σταματούσα στην τέταρτη... Μιχάλη, εσύ;

___________________________


I am the writing on the wall, the whisper in the classroom

Δεν πιστεύω ούτε στην 'bloody Mary' ούτε στον 'μπαμπούλα', αλλά φοβάμαι να κάτσω τα μεσάνυχτα στον καθρέπτη και να πω το όνομα τους. Είναι όπως είχε πει ο Στίβεν Κινγκ, πως 'ξέρω ότι το πλάσμα κάτω από το κρεβάτι μου δεν είναι αληθινό, μα όσο έχω το πόδι μου κάτω από τα σκεπάσματα, δεν θα μου το αρπάξει'.

Σε μια σκηνή της ταινίας, ο καθηγητής και σύζυγος της πρωταγωνίστριας, λέει το εξής: οι ιστορίες για τεράστιους κροκόδειλους στους υπονόμους είναι η 'σύγχρονη προφορική λαογραφία… η ανώνυμη αντανάκλαση των φόβων της αστικής κοινωνίας'.

Ένα τέτοιο πλάσμα είναι και ο Κάντιμαν, σε μια ταινία τρόμου με τέτοιο, απροσδόκητο, βάθος, που δεν βλέπουμε συχνά. Προτού όμως καταδυθούμε στην ταινία, είναι σημαντικό να καταλάβουμε τον χαρακτήρα, καθώς και την ιστορία της περιοχής όπου διαδραματίζεται.

Το 1992 όλοι οι μεγάλοι κακοί των ταινιών τρόμου (ξέρετε, αυτοί με τις Μάσκες, τα Νύχια, τις Ματσέτες και τα Πριόνια) είχαν εδραιωθεί στην αντίληψη των θεατών και άραζαν στο βάθρο τους. Ξεκινούσε η (νέα) εποχή των slasher ταινιών (που 'άρχισε' και κορυφώθηκε με το Scream του 1996). Είχαμε βγει από τα 80s, και κανείς δεν πίστευε ότι ένας νέος κακός θα κατάφερνε να μπει στο πάνθεoν των 'μεγάλων'.

Όμως ο Κάντιμαν ήταν πολλά περισσότερα.

Ενώ ο Φρέντι, ο Μάικλ Μάγιερς, ο Τζέισον και ο Λέδερφεϊς κινούνταν από μια ανώμαλη αίσθηση εκδίκησης ή από καθαρό σαδισμό, ο Κάντιμαν είχε ένα έντονο ιστορικό υπόβαθρο, το αντίκτυπο του οποίου, επιβιώνει στην κοινωνία μας ως σήμερα. Στον πυρήνα του, είναι ένας τραγικός αντιήρωας, με τόσο βαθιά θλίψη, που τελικά είναι αυτή που καταφέρνει να σε συνταράξει και όχι τα φονικά και το σπλάτερ (που έχει μπόλικο και 'στέκει' ακόμα μια χαρά).

Η ιστορία λαμβάνει χώρα στο Cabrini–Green, του βόρειου Σικάγο. Πρόκειται για ένα συγκρότημα τετράγωνων κτιρίων που μοιάζουν με κλουβιά. Χτίστηκε το 1947 για να φιλοξενήσει κυρίως βετεράνους του πολέμου και έκτοτε επεκτάθηκε. Την δεκαετία του '80 όλα τα κτίρια είχαν κατοικηθεί από μειονότητες – κυρίως μαύρους. Ήταν η εποχή που η κυβέρνηση τους είχε παρατήσει στην τύχη τους, με αποτέλεσμα να ανέβει ραγδαία η εγκληματικότητα. Ναρκωτικά και βία ήταν καθημερινό φαινόμενο και το Cabrini–Green έγινε συνώνυμο της 'επικίνδυνης ζώνης'. Έγινε γκέτο. Οι λευκοί φοβούνταν να μπουν και οι μαύροι ένιωθαν αδικημένοι, που μια κοινωνία αδιαφορούσε για εκείνους. Βίωναν την εξαθλίωση. Υπήρχαν γυναίκες που μεγάλωναν μόνες τους τρία παιδιά και εργάζονταν σαν υπηρέτριες για τους λευκούς.

Όπως καταλάβατε, αναπτύχθηκε ένας φυλετικός διχασμός.

Η ταινία δείχνει πολλές φορές τους ουρανοξύστες των -ως επί το πλείστον- λευκών, μόλις λίγα τετράγωνα μακριά από το Cabrini–Green. Πελώρια σμήνη από σφήκες νεφελώνουν τον ουρανό. Είναι οι κηφήνες; Οι αναλώσιμοι εργάτες που δουλεύουν για τον μεσοαστό λευκό; Μπορεί. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1992 και ήταν αυτή η χρονιά που η καμπύλη εγκληματικότητας στο Cabrini–Green έφτασε στο μεγαλύτερο ύψος της.

Η ταινία μας πληροφορεί πως ο Κάντιμαν ήταν ένας νεαρός μαύρος ζωγράφος που έκανε το λάθος να ερωτευτεί μια λευκή κοπέλα. Όταν οι δικοί της το έμαθαν, τον έπιασαν, τον άφησαν να τον τσιμπήσουν εκατοντάδες σφίγγες και έπειτα τον έκαψαν. Η κινητήρια δύναμη του Κάντιμαν είναι η οδύνη, ο θρήνος. Ο μεγαλύτερος φόβος του είναι να μην ξεχαστεί η ιστορία του. Να μην χαθεί το όνομα του στην λήθη. Η μνήμη (δηλαδή το παρελθόν μας, η ιστορία μας - όσο ενοχλητική και αν είναι) πρέπει να διατηρηθεί. Ο Κάντιμαν είναι αυτή η μετουσίωση των συλλογικών φόβων μας.

Ο κακός της ταινίας, σε σχέση με άλλους iconic χαρακτήρες του σινεμά, έχει δημιουργηθεί από ένα βαθύ αίσθημα κοινωνικών ταμπού και προκαταλήψεων. Θα έλεγες πως ο άνθρωπος με τον γάντζο, που εμφανίζεται όταν τον καλέσεις, είναι η αντανάκλαση των φόβων δύο κοινοτήτων: από την μία οι ευκατάστατοι λευκοί που βλέπουν τους μαύρους σαν πηγή εγκληματικότητας, βίας και κάθε λογής τρόμων και από την άλλη οι φτωχοί μαύροι, που βιώνουν την εγκατάλειψη και τον παραγκωνισμό των υπολοίπων, σαν τον δικό τους 'τρόμο'. Για μένα, ο Κάντιμαν, καθρεφτίζει αυτές τις δύο δυναμικές.

Είναι μια μυθική φιγούρα. Ένας καταραμένος ήρωας που τόλμησε να αγαπήσει. Γεννήθηκε από τους φόβους, κυρίως των μαύρων, και σαν μορφή κέρδισε την αθανασία της από τις ιστορίες που έλεγαν για εκείνον. Ήταν το εκδικητικό πνεύμα, ο αδικημένος από τους λευκούς, που επέστρεφε - όχι για να τιμωρήσει - αλλά για να τους θυμίσει την ισοπεδωτική αδικία που υπέστη, και μέσα από την αποδοχή της, να λυτρωθεί. Όσο ο μύθος του παραμένει ζωντανός ανάμεσα στους ανθρώπους, έτσι και αυτός θα καταφέρει να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση.

Ο σκηνοθέτης αποτυπώνει άψογα τον θρήνο του ήρωα μέσα από το μελαγχολικό σάουντρακ του Φίλιπ Γκλας, από τα εναέρια πλάνα της πόλης και την εικονογραφία της περιοχής. Τα γκραφίτι στους τοίχους, και τον μπρουταλισμό των κτιρίων. Τέλος, με την επιβλητική φιγούρα του ίδιου του καταραμένου ήρωα του. Ψηλός, απόμακρος, με βαθιά, υπνωτιστική φωνή, βγάζει ένα δέος σε όποια σκηνή εμφανίζεται.Η ταινία διαθέτει μερικά εξαιρετικά jump scares, όμως τον σκηνοθέτη δεν τον ενδιαφέρει να αναλωθεί σε κάτι τέτοιο. Ο Κάντιμαν εμφανίζεται έπειτα από 44 λεπτά και δε σκοτώνει παρά ελάχιστους. Δεν έχει σημασία η σφαγή, αλλά η ιστορία.

Το Candyman είναι τρομαχτικό όχι γιατί έχει έναν άνθρωπο με γάντζο, αλλά επειδή προβάλει στους θεατές το πόσο ατελή πλάσματα είναι. Το πόσο εύκολα δαιμονοποιούμε τον άλλο, κι είμαστε σε θέση να φτάσουμε στα άκρα. Αυτό είναι που συμβαίνει ξανά, στο τέλος, ο χαρακτήρας του ολοκληρώνεται και οι φόβοι αυτοί (η μνήμη) μεταλαμπαδεύονται στην πρωταγωνίστρια, όπου γίνεται ο νέος 'μπαμπούλας' για τις επόμενες γενιές.

Έχουν γραφτεί πολλές αναλύσεις για την συγκεκριμένη ταινία και τα μηνύματα που περνάει, καθώς και το τι σημαίνει πως στο τέλος ο λευκός γίνεται ο νέος 'Κάντιμαν'. Η δική μου άποψη, είναι ότι η πρωταγωνίστρια δαιμονοποιήθηκε από τους ανθρώπους, όπως ακριβώς είχε γίνει με τον Κάντιμαν, και έτσι πέρασε στην αθανασία.

Στο τέλος δεν έχει σημασία αν είσαι λευκός ή μαύρος. Το μόνο που έχει πραγματική βαρύτητα είναι το τραύμα. Η ταινία είναι ένα κυνικό μοιρολόι για τον άνθρωπο και για αυτό το λόγο - για μένα - είναι ξεκάθαρα ένα γαμημένο αριστούργημα.

Our names will be written on a thousand walls, our crimes told and retold by our faithful believers.

___________________________

H ιστορία "Το Απαγορευμένο" που αποτέλεσε έμπνευση για την δημιουργία της ταινίας περιλαμβάνεται στο

Βιβλία του Αίματος V