Διήγημα | "Το γκρι σύννεφο"

Διήγημα | "Το γκρι σύννεφο"

Μια φορά και ένα καιρό στην Νεραιδοχώρα, υπήρχε ένα μικρό χωριό που το έλεγαν Συννεφούπια. Το χωριό είχε αυτή την ονομασία, γιατί δεν είχε σπίτια, παρά μικρά πολύχρωμα σύννεφα που σε αυτά ζούσανε νεράϊδες. Το μαγικό όμως, δεν ήταν μόνο ότι εκεί ζούσαν νεράϊδες. Ήταν ότι τα σύννεφα είχαν την δυνατότητα να αντανακλούν την διάθεση των νεραϊδών και να παίρνουν διάφορα χρώματα.

Το κόκκινο για την αγάπη και τον έρωτα,
το ροζ για τα όνειρα,
το πράσινο για τα παιχνίδια,
το μαύρο για την θλίψη,
το γκρι για την μελαγχολία
και το λευκό για την χαρά.

Εκεί ζούσε μια μικρή και όμορφη νεράϊδα, με μαύρα μαλλιά, που την λέγανε Μελαγχολία. Το όνομα της το είχε πάρει από το γκρι σύννεφο. Δυστυχώς για αυτήν δεν μπορούσε να κρύψει τα συναισθήματα της και έτσι τον περισσότερο καιρό το σύννεφο της ήταν γκρι. Η Μελαγχολία λοιπόν, όπως είπα και παραπάνω, ήταν μια μικρή νεράϊδα με μαύρα μαλλιά, αλλά μπορούσες να την ξεχωρίσεις, εκτός του χρώματος που είχε το σύννεφο της, και από τα σπασμένα της φτερά. Τα φτερά της, τα είχε σπάσει ένας μικρός Σαολίν που είχε γνωρίσει κάποτε στην Συννεφούπια.

Ο μικρός Σαολίν ζούσε, μαζί με τους υπόλοιπους μοναχούς Σαολίν, στην μακρινή Κουλιάνα, ένα χωριό έξω από την πόλη της Σαλιόνκα. Δεν είχε κάποιο όνομα, όλοι τον αποκαλούσαν «Μικρό Σαολίν» και έτσι έμεινε. Ήταν ένας καλός μαχητής, είχε εκπαιδευτεί πολύ σκληρά και το όπλο του ήταν ένα σπαθί. Το σπαθί του δεν ήταν σαν όλα τα άλλα, είχε μαγικές δυνάμεις και μπορούσε να κάνει σχεδόν τα πάντα με αυτό. Ένα από αυτά που δεν μπορούσε όμως να κάνει, ήταν να γιατρεύει τις πληγωμένες καρδιές. Ο μικρός Σαολίν δεν το ήξερε αυτό, όπως και πολλά άλλα για το σπαθί του, αλλά δεν κάθισε ποτέ του να αναζητήσει περισσότερα. Νόμιζε ότι είναι ένα μαγικό σπαθί που μπορεί να κάνει ότι του ζητήσει. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθε ένας άριστα εκπαιδευμένος Σαολίν, την πραγματική δύναμη του όμως δεν την έμαθε ποτέ, υπερεκτιμώντας τον εαυτό του. Έκανε πράγματα που δεν ήξερε και δεν ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτά. Έτσι λοιπόν σκόρπιζε θλίψη με την μανία του ότι είναι καλός σε όλα! Ωστόσο συνέχιζε να παλεύει, πότε έχοντας και πότε όχι την τύχη με το μέρος του. Ο μικρός Σαολίν προσπάθησε πολλές φορές να κάνει τα όνειρα του πραγματικότητα και δεν τα κατάφερνε. Μέχρι που μια μέρα γνώρισε την μικρή νεράϊδα.

Έτσι λοιπόν ξεκινάει η ιστορία…

Η μικρή νεράϊδα ζούσε στην Συννεφούπια. Ήταν δασκάλα και κάθε μέρα μάθαινε κάτι καινούργιο και δημιουργικό στα μικρά νεραϊδόπαιδα. Ήταν πολύ καλή σε αυτό που έκανε και έτσι είχε κερδίσει τις καρδιές των όλων των παιδιών. Μια μέρα, ένα νεραϊδόπαιδο, ρώτησε την δασκάλα «Κυρία, γιατί τα φτερά σας είναι σπασμένα;»

Εκείνη του χαμογέλασε και του είπε «Όταν ήμουν μικρή, είχα γνωρίσει έναν μικρό Σαολίν, που το όπλο του ήταν ένα σπαθί. Είχα ενθουσιαστεί από την ομορφιά και το περίεργο βλέμμα του και θέλησα να τον γνωρίσω. Και τον γνώρισα. Μια μέρα του καλοκαιριού τον είχα δει να ακονίζει το σπαθί του κάπου στην Συννεφούπια και έτσι τον πλησίασα και του μίλησα…

«Ένας μικρός Σαολίν! Πως βρέθηκες εδώ;» τον ρώτησα με αυστηρό τόνο.

Γυρνάει, με κοιτάει και μου λέει «Ήρθα γιατί με κάλεσε η αγάπη» είπε και συνέχισε να ακονίζει το σπαθί του

«Η αγάπη; Και ποια είναι αυτή που φέρνει ξένους στο χωριό μας;»

«Η αγάπη είναι αυτή που θα κάνει εμένα και αυτή που θα κρατάω δίπλα μου ευτυχισμένους»

«Και που το ξέρεις ότι θα την βρεις εδώ;»

«Το ένστικτο ενός Σαολίν δεν πέφτει ποτέ έξω» μου απάντησε...

Η μικρή νεράϊδα, γοητευμένη από την αμεσότητα του μικρού Σαολίν, συνέχισε να τον παρατηρεί. Ο μικρός Σαολίν σκέφτηκε «τι όμορφη νεράϊδα, θέλω να την γνωρίσω» 

Και την γνώρισε…

«Εσύ τι κάνεις εδώ;» μου αποκρίθηκε τότε

«Εγώ μένω εδώ» του απάντησα

«Είσαι πολύ όμορφη!»

Η μικρή νεράϊδα είχε κοκκινίσει…

«Σε ευχαριστώ πολύ» του απαντάω και τον χαιρετάω φεύγοντας.

Καθώς πήγαινε στο σύννεφο της, έβλεπε από μακριά ότι το χρώμα του ήταν κόκκινο, όπως και το πρόσωπο της. Δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί και έτσι άρχισε να μελαγχολεί για να αλλάξει χρώμα. Το σύννεφο όμως δεν μπορείς να το κοροϊδέψεις. Ο μικρός Σαολίν ξέροντας ήδη την ιδιαιτερότητα αυτού του χωριού, είχε παρακολουθήσει την νεράϊδα και είδε το σύννεφο της. «Τέλεια! Αυτό είναι το κορίτσι» είπε μουρμουρίζοντας.

«Ήθελα να περάσει αυτό το βράδυ γρήγορα, για να πάω να συναντήσω ξανά τον Σαολίν. Έτσι λοιπόν, όταν ξημέρωσε πια, με ένα πολύ μεγάλο χαμόγελο, το σύννεφο μου είχε γίνει λευκό. Αντίκρισα τότε ότι υπάρχει κάτι στο τελείωμα του σύννεφου. Πλησίασα και παρατήρησα ένα μικρό ξύλινο κρεμαστό συννεφάκι για το λαιμό»

«Και μετά κυρία;» ρώτησε γεμάτο αγωνία το νεραϊδόπαιδο

«Μετά, ενθουσιασμένη όπως ήμουν από το κρεμαστό συννεφάκι, το φόρεσα και άκουσα μια φωνή να λέει: “Αυτό είναι ένα δείγμα για να σου δείξω από την αρχή πόσο αγάπη μπορώ να δώσω” και τότε ο μικρός Σαολίν με βοήθησε να κατεβώ από το σύννεφο μου»

«Πρώτη φορά μου κάνουν ένα τέτοιο δώρο. Αγαπάω τα σύννεφα, ταξιδεύω με αυτά! Ηρεμώ και σκέφτομαι συνάμα! Μα εσύ μικρέ Σαολίν, είπες πως σε έφερε η αγάπη εδώ. Γιατί αυτό το δώρο το κάνεις σε μένα;»

«Η αγάπη με έφερε εδώ! Κοίτα λίγο γύρω σου, βλέπεις άλλο κόκκινο σύννεφο;»

«Όχι δεν βλέπω»

Η μικρή νεράϊδα δεν έβλεπε άλλο, παρά μονάχα το δικό της...

«Ήρθα εδώ για εσένα μικρή μου, έκανα όλο αυτό ταξίδι για να σε βρω»

«Μα δεν με ξέρεις, πως;» τον ρώτησα γεμάτη περιέργεια

«Μου το είπε το σπαθί μου»

«Μααααα....»

«Είναι μαγικό» μου αποκρίθηκε χωρίς να με αφήσει να συνεχίσω

«Είμαστε τόσο διαφορετικοί. Κοίτα, εγώ έχω φτερά και πετάω, μένω σε ένα σύννεφο, ενώ εσύ είσαι ένας πολεμιστής. Δεν έχουμε τίποτα κοινό»

«Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο μικρός Σαολίν μου λέει "Θέλω να γίνεις το κορίτσι μου, θέλω να σου κρατάω το χέρι και να βαδίζουμε μαζί σε αυτό τον κόσμο"»

«Και τα φτερά σας κυρία;;;»

Η νεράϊδα χαμογέλασε θλιμμένα και τους είπε

«Τα φτερά μου ήταν μεγάλα και χρωματιστά. Είχαν πάνω τους τα χρώματα της ίριδας. Όταν λοιπόν ο μικρός Σαολίν είχε πει ότι θέλει να είμαι το κορίτσι του, εγώ δέχτηκα και από τότε ζούσαμε μαζί πολύ ευτυχισμένοι. Ήταν πολύ εργατικός και δημιουργικός και τον θαύμαζα. Μου άρεσε η αφέλεια και η παιδικότητα που έβγαζε ο χαρακτήρας του. Μου άρεσε πολύ να παίζω μαζί του και το σύννεφο μου γινόταν πράσινο. Έκανα όνειρα μαζί του και το σύννεφο μου γινόταν ροζ. Άλλες φορές ήμουν θλιμμένη μαζί του και το σύννεφο μου γινόταν μαύρο»

Ο καιρός περνούσε και ο μικρός Σαολίν προσπαθούσε να είναι όλα αυτά που θαύμαζε η μικρή νεράϊδα. Στην προσπάθεια του όμως να τα καταφέρει, το σπαθί του δεν τον υπάκουε. Έτσι άρχισε να γίνετε απαισιόδοξος και μονίμως κατσουφιασμένος. Συζητούσε πάντα για το δικό του πρόβλημα, δίνοντας σημασία μόνο στον εαυτό του, χωρίς να σκέφτεται πόσα άλλα είχε δημιουργήσει. Η μικρή νεράϊδα, ενώ προσπαθούσε να τον ταρακουνήσει και να τον συνεφέρει, λέγοντας του ότι δεν πρέπει να γίνετε μίζερος, στην πραγματικότητα δεν κατάφερνε να τον αλλάξει. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, παρά μόνο το δικό του πρόβλημα. Είδε ότι το σύννεφο της νεράϊδας έγινε μαύρο, γιατί ήταν θλιμμένη και τότε σκέφτηκε «Το σύννεφο της μικρής μου νεράϊδας είναι μαύρο και πρέπει να κάνω κάτι.

Και έκανε! 

Της έκανε δώρα. της τραγουδούσε τραγούδια, της έλεγε κάθε μέρα πόσο πολύ την αγαπάει και πόσο σημαντική είναι για αυτόν. Το σύννεφο όμως από μαύρο είχε γίνει γκρι, γιατί η νεράϊδα είχε ήδη μελαγχολήσει και τα φτερά της έχασαν το χρώμα τους. Τον αγαπούσε πολύ, αλλά δεν έφτανε αυτό. Έκανε όνειρα μαζί του, αλλά πλέον είχε σταματήσει. Είχε κουραστεί να ανέχεται αυτή την κατάσταση, γιατί απλά δεν του πήγαινε να είναι έτσι. Είχε γνωρίσει έναν άλλο Σαολίν, χαρούμενο και αισιόδοξο και σταμάτησε να τον θαυμάζει. Σταμάτησε να νιώθει στην καρδούλα της αυτό το φτερούγισμα και ένιωθε μονάχα ότι χάνει τον εαυτό της. Είχε παλέψει για να είναι μαζί του, αλλά μάταια. Για τον μικρό Σαολίν ήταν πια αργά… 

«Και πως χάσατε τα φτερά σας κυρία;» την ρώτησε ένα άλλο νεραϊδόπαιδο

«Τα φτερά μου τα έχασα γιατί μια μέρα πήγα κοντά στον μικρό Σαολίν και του είπα ότι έχω την ανάγκη να μείνω μόνη μου, να ξαναβρώ τον εαυτό μου, να επαναφέρω το λευκό χρώμα στο σύννεφο μου. Ο μικρός Σαολίν όμως δεν μπόρεσε να το αντιμετωπίσει αυτό και σήκωσε με δύναμη το σπαθί του, λέγοντας “Σπαθί μου, βοήθησε με να κάνω ξανά χαρούμενη την μικρή μου νεράϊδα”. Ενώ έφευγα, ο μικρός Σαολίν έστρεψε το σπαθί του πάνω μου και σχεδόν με οργή του απευθύνθηκε ξανά “Σπαθί μου, φέρε πίσω την νεράϊδα μου, θέλω να την κάνω χαρούμενη όπως πριν”. Το σπαθί όμως, για ακόμη μια φορά δεν υπάκουσε, βγάζοντας από μέσα του μια λάμψη και κατευθύνθηκε με δύναμη πάνω μου, σπάζοντας μου τα φτερά»

Τρομαγμένη η μικρή νεράϊδα, στην θέα των σπασμένων φτερών της που κείτονταν στο έδαφος, έσκυψε. τα πήρε στην αγκαλιά της και με δάκρυα στα μάτια του αποκρίθηκε...

«Μου έσπασες τα φτερά, μου τσάκισες την καρδιά! Τι άλλο θέλεις από μένα τώρα; Πρέπει να τα βρεις με τον εαυτό σου μικρέ Σαολίν και να μάθεις την δύναμη σου. Αυτό είναι κάτι που θα το καταφέρεις μόνος σου» του είπα και έφυγα.

Ο μικρός Σαολίν τρομαγμένος, άρχισε να κλαίει και να τα βάζει με τον εαυτό του, που έκανε τέτοιο μεγάλο κακό στην μικρή του νεράϊδα! Έκανε κακό σε κάτι που αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε σε αυτόν τον κόσμο…

«Και τι σας είπε κυρία ο μικρός Σαολίν;» ξαναρώτησαν σχεδόν όλα μαζί με μια φωνή τα νεραϊδόπαιδα.

«Μου είπε ότι ήθελε να είμαστε και πάλι μαζί, ότι είχε τον τρόπο να με κάνει χαρούμενη, να ξανακάνει τα φτερά μου μεγάλα και χρωματιστά. Αλλά εγώ δεν τον πίστεψα, έφυγα κρατώντας στα χέρια μου τα σπασμένα μου φτερά. Γι’ αυτό το σύννεφο μου είναι γκρι και το όνομα μου είναι Μελαγχολία. Γιατί δεν μπόρεσα να του δώσω και πάλι την ευκαιρία να είναι μαζί μου. Γιατί απλά φοβόμουν, δεν ήθελα να ρίχνω τον εαυτό μου, ήθελα να θαυμάζω και μένα, ήθελα να συνεχίζω να ζω και πια δεν μπορούσα. Δεν ήθελα. Αλλά το μόνο σίγουρο, μικρά μου νεραϊδόπαιδα, είναι ότι τον αγαπάω ακόμη…»

Είμαστε συνηθισμένοι τα παραμύθια να έχουν ένα όμορφο τέλος. Αυτό εδώ όμως, έχει μια διαφορετική ομορφιά, όπως ήταν διαφορετική και η σχέση της μικρής νεράϊδας και του μικρού Σαολίν. Οπότε, θα πω ότι εμείς ζούμε καλά, αυτοί όμως;

Ευχαριστούμε τον Ιωάννη Τζιόλια για την παραχώρηση του παραμυθιού