Διήγημα | "Το δωμάτιο των πιθανοτήτων"

Διήγημα | "Το δωμάτιο των πιθανοτήτων"

O καθηγητής έσπευσε να την αγκαλιάσει, με το που άνοιξε η πόρτα. Η Άννα λύγισε μόλις τον είδε. Βούρκωσε και τα χείλη της άρχισαν τρέμουν. Το χειμωνιάτικο παλτό που φορούσε ο ηλικιωμένος έσταζε στο λερωμένο δάπεδο του προθαλάμου. Η καταρρακτώδης βροχή που έπεφτε ακατάπαυστα από το προηγούμενο βράδυ δεν έλεγε να κοπάσει· και κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να καθαρίσει το πλακόστρωτο από τη λάσπη και τα πεσμένα φύλλα. Ο διάδρομος που διέσχιζε το περιβόλι της έπαυλης, περνούσε ανάμεσα από τους λεπτούς κορμούς των δέντρων κι έφτανε ως το κατώφλι της εξώθυρας. Ογδόντα χιλιόμετρα βορειότερα του Λονδίνου, στα περίχωρα του Κέιμπριτζ, η κακοκαιρία των τελευταίων εβδομάδων συνεχιζόταν. Αρχές Δεκέμβρη και το κρύο ήταν ήδη ανυπόφορο.

«Αυτή τη φορά, τα πράγματα είναι σοβαρά, καθηγητά».

Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα, και κράτησε τα χέρια της, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς λόγια να χρησιμοποιήσει για να την παρηγορήσει. Αποτραβήχτηκε τελικά για να μαζέψει την ομπρέλα που είχε παρατήσει στο πλατύσκαλο, έβγαλε το καπέλο και το παλτό, και τα κρέμασε στον καλόγερο. Το παρουσιαστικό του, πάντα σοβαρό και μετρημένο, με τα μακριά γένια του και το στοχαστικό του ύφος, με τα μονίμως δακρυσμένα μάτια, το ζεστό του βλέμμα, αλλά και τα ιδιαίτερα ρούχα που φορούσε, μια ενδυμασία που παρέπεμπε σε ρούχα άλλης εποχής, απέπνεε σεβασμό στην Άννα. Βέβαια, σημαντικό ρόλο έπαιζε και το γεγονός πως ο Δρ. Πάουελ θεωρούταν πολύτιμο μέλος της επιστημονικής κοινότητας, ως ένας από τους πλέον διακεκριμένους σύγχρονους θεωρητικούς φυσικούς, κάτοχος της έδρας που κάποτε κατείχε ο Νεύτων και προσφάτως ο Στήβεν Χόκινγκ.

«Το ξέρω».

Έβγαλε από την τσέπη του μια επιστολή.

«Ενημερώθηκα για τη διάγνωση, μέσω αλληλογραφίας. Εμπιστεύομαι την κρίση του ψυχιάτρου, γι’ αυτό άλλωστε σου πρότεινα να τον εξετάσει πρώτος»
«Πάμε μέσα κ. καθηγητά, να δείτε το χάλι του»

Εκείνος κοντοστάθηκε.

«Πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή;»
«Που αλλού; Στο εργαστήριο. Απαγορεύεται να τον μετακινήσω».

Η φωνή της ξεχείλιζε σαρκασμό και πικρία. Φτάνοντας έξω από την πόρτα, ο καθηγητής κοντοστάθηκε.

«Μην του κρατάς κακία. Ο Ατρέας πάντα ήταν ιδιαίτερος άνθρωπος. Τελειομανής, με ριζοσπαστικές αντιλήψεις. Δεν βοηθάς κανέναν έτσι· ούτε αυτόν, ούτε τον εαυτό σου».

Εκείνη θύμωσε.

«Όμορφες λέξεις για να περιγράψετε τον ψυχαναγκασμό και την εργασιομανία καθηγητά. Σακατεύτηκε, έβλαψε ανεπανόρθωτα τον εαυτό του. Θα μείνει για πάντα κατατονικός γιατί δεν ήξερε πού να σταματήσει»
«Είχαν στηρίξει πολλά πάνω του. Ένιωθε υποχρεωμένος να ανταποκριθεί»
«Τώρα, θα έρθουν αυτοί να τον φροντίζουν; Οι χορηγοί, οι συνάδελφοι, οι κόλακες; Έναν άνθρωπο που δεν μπορεί πια να ανταποκριθεί ούτε στις πιο βασικές ανάγκες; Θα έρθουν να τον δούνε να υποφέρει;»

Η Άννα ξέσπασε σε κλάματα. Οι ώμοι της τραντάζονταν. Το πηγούνι της έτρεμε. Ο καθηγητής την αγκάλιασε στοργικά, για ακόμη μια φορά. Αναστενάζοντας, είπε ήρεμα:

«Είναι το πιο ικανό μυαλό του κόσμου. Μη φοβάσαι· θα τα καταφέρει. Έχε πίστη. Θα συνέλθει. Θα δεις».

Εκείνη, με χέρια που έτρεμαν, πήρε την επιστολή και έδειξε το πόρισμα του ψυχιάτρου.

«Αυτή η κρίση είναι διαφορετική από τις προηγούμενες. Είμαι ανήμπορη να τον βοηθήσω. Πώς μπορεί να συνέλθει ο οποιοσδήποτε μετά απ’ αυτό;»

Ο πόνος στη φωνή της του μαύρισε την ψυχή. Δεν της απάντησε. Κοίταξε τις λέξεις στο χαρτί και χαμήλωσε το βλέμμα. Η γνωμάτευση έγραφε:

Ακραία διαταραχή μετατροπής. Οξύ νευροψυχιατρικό σύνδρομο που έβλαψε την προσωπικότητα του ασθενούς. Συντριβή του συνειδητού εαυτού πάνω στο ασυνείδητο.

***

Σ’ ακούω να μιλάς· η φωνή σου, εδώ, σκεπάζει σαν σκιά τον ουρανό.

Μην κλαίς. Έρχομαι σε σένα.

Στην αρχή ξεκίνησα, αναζητώντας κάποια νομοτελειακή αξία στα μυστικά που έκρυβε το άγνωστο. Άφησα να με σαγηνεύσουν τα μυστήρια του σύμπαντος. Κι εγκλωβίστηκα εκεί που δεν εγκλωβίζεται κανείς. Τώρα όμως, το μόνο που μου έχει απομείνει είναι η ανάγκη. Η ανάγκη να σε ξαναδώ.

Ξέρω πως έχω φτάσει μακριά.

Τόσο μακριά, που αν πέσω, θα χαθώ οριστικά.

Έχω ξεπεράσει το μέρος που εδρεύει η ψυχή· η πρωταρχική, αρχέγονη πληροφορία.

Δεν υπάρχει γυρισμός. Μόνη λύση είναι η κορυφή.

Μοναδική διέξοδος, ο κόσμος των ονείρων.

Το χαμόγελό σου, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα με κράτησαν όρθιο, δεν με άφησαν να χαθώ. Εδώ, αναγνωρίζω τη δύναμή τους. Την αξία τους. Σκαρφαλώνω, ανεβαίνω το βουνό που τρυπάει τον ουρανό, διανύοντας σπιθαμή σπιθαμή την απόσταση που μας χωρίζει. Η δική σου άγκυρα είναι που με βοηθάει να μην χαθώ· που συγκρατεί τον πυρήνα της λογικής μου, τη συνεκτικότητα της ύπαρξής μου.

Δεν θα αφήσω τούτο τον αχανή, ανύπαρκτο χώρο να με κρατήσει μακριά σου.

Όταν σερνόμουν στο πιο βαθύ σκοτάδι, στάθηκα απέναντι στην κρυφή φλόγα. Γέμιζε με γαλαζωπές ανταύγειες το πιο μαύρο περιβάλλον που έχω δει ποτέ μου.

Στα βάθη της ψυχής, αντίκρισα την καταγωγή της σκέψης.

Προσπάθησα να μείνω συγκροτημένος, να συμμαζέψω τα κομμάτια, να αποποιηθώ το πλήθος πάνω στο οποίο είχα αρχίσει να στηρίζομαι. Αντιστάθηκα, έπαψα να κατακερματίζομαι, να υποκύπτω στο ένστικτο της καταπίεσης. Τι ήταν ακριβώς αυτό που έβλεπα; Μήπως ήταν το πνεύμα της συλλογικής συνείδησης; Μήπως ήταν το βασικό αρχέτυπο, το λίκνο της εσωτερικής αντίληψης, της ίδιας της προσωπικότητας; Ή μήπως ήταν μια θεϊκή παρουσία, η έδρα της αρχέγονης θέλησης που οδηγεί τον κόσμο, ως πανταχού παρούσα, αυθύπαρκτη, αναλλοίωτη, ακατάληπτη, μα πάντα αρκετά διακριτική και συνετή ώστε να δίνει αξία στο προνόμιο της ελεύθερης βούλησης και της παραγωγικής τυχαιότητας πάνω στην οποία έχουν ανοικοδομηθεί τα πάντα;

Δεν ξέρω.

Ό,τι κι αν ήταν, αποκρίθηκε μόλις την άγγιξα, αλληλεπιδρώντας με τις σκέψεις μου.

Και ρώτησε:

Τι είναι πιο σημαντικό; Η ατομικότητα ή το σύνολο; Ο εαυτός ή ο σκοπός; Το ευ ζην ή η γέννηση μιας θεωρίας που θα έχει ουσιώδη αντίκτυπο στο μέλλον των επόμενων γενεών;

Δεν απάντησα. Τούτο το δίλημμα τίθετο μπροστά μου εδώ και χρόνια. Αυτό ήταν που με οδήγησε ως εδώ, που με έκανε να βλάψω τον εαυτό μου. Έπειτα, η φλόγα θέριεψε.

Κατάλαβα· ο αληθινός εχθρός μου ήταν η αποτυχία. Αυτή έτρεμα να αντικρίσω. Αυτή φοβόμουν να ασπαστώ. Όμως, από την άλλη, ο μόχθος μου να την αποτρέψω ήταν που με είχε καταστρέψει. Με είχε δέσει με αλυσίδες και με είχε σύρει στα πιο μαύρα βάθη. Και με κρατούσε ακόμη δέσμιο, μου έκανε κακό, μ’ έβλαπτε αυτή η σύλληψη, ο ακριβής προσδιορισμός της οποίας τριβέλιζε στις άκρες του μυαλού μου. Έναν σκοπό που τόσο είχα κοπιάσει να κατακτήσω, για να με λυγίσει λίγο πριν το τέλος. Έναν υπαινιγμό της διαίσθησης που ανέκαθεν αγνοούσα και που δεν κατόρθωσα ποτέ να αποκωδικοποιήσω.

Απέστρεψα το βλέμμα.

Ατένισα το μαύρο τίποτα που με περιστοίχιζε.

Αντιλήφθηκα πως ήμουν αιχμάλωτος.

Αιχμάλωτος μιας ιδέας.

Μιας ιδέας που ήταν ικανή να με αφανίσει.

Και η φωνή ορμήνεψε, σαν από χρησμό, αντιλαμβανόμενη τα συναισθήματά μου, για το αν θα έπρεπε να τα παρατήσω, ή αν θα έπρεπε να υπομείνω κι άλλο τον ζυγό:

Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις την ιδέα, αν η ιδέα δεν εγκαταλείψει εσένα. Ειδάλλως θα χαθείτε και οι δυο.

***

Περιμένοντας την Άννα να επιστρέψει, ο Δρ. Πάουελ ξαναδιάβαζε τη διάγνωση:

Δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον. Παρουσιάζει συμπτώματα ληθαργικής εγκεφαλίτιδας. Όμως, η γενεσιουργός αιτία είναι ψυχολογική, όχι παθολογική, ως συνέπεια της υπερκόπωσης και της ακατάπαυστης, εξοντωτικής πνευματικής εργασίας. Η ακραία ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, η έλλειψη ύπνου, το στρες και οι άκαρπες προσδοκίες αποτέλεσαν τον καταλυτικό παράγοντα της κρίσης. Η απώθηση, ο εσωτερικός μηχανισμός άμυνας που καταπιέζει ενορμήσεις επικίνδυνες, όπως απογοητεύσεις, κρυφές φαντασιώσεις, ζημιογόνες συγκινήσεις, επίπλαστες ανάγκες, αναμνήσεις και ανεπιθύμητες εικόνες που προκαλούν αναστάτωση και απειλούν την ακεραιότητα του ατόμου, συμπαρέσυρε μαζί με τον τραυματικό παράγοντα και κάθε μορφή συγκροτημένης σκέψης, θάβοντας τα πάντα μέσα στο ασυνείδητο. Σ’ εκείνο το μέρος του μυαλού που πλάθει νοητικές διεργασίες, οι οποίες εκδηλώνονται χωρίς το άτομο να είναι ενήμερο για την ύπαρξή τους, όπως ασυνείδητα αισθήματα, αδρανείς σκέψεις, σκόρπιες ιδέες, συμπλέγματα, φόβους, κρυφά πάθη και επιθυμίες.

Ως αποτέλεσμα, τα όρια που θέτει η αρχή της πραγματικότητας έγιναν δυσδιάκριτα. Ολόκληρο το Εγώ βυθίστηκε μαζί με τα καταπιεσμένα αισθήματα.

Η απώθηση τράβηξε και την προσωπικότητα στον κόσμο των ονείρων.

Δεν γνωρίζει, ούτε κατανοεί τον εαυτό του. Δεν έχει αίσθηση της θέσης ή του αντίκτυπου των πράξεων του. Όμως, πιστεύω ακράδαντα, είναι στο χέρι του να γυρίσει πίσω. Να ανταπεξέλθει στην κρίση και να επιτρέψει να αναδυθεί ξανά η προσωπικότητά του, μέσα από τα βάθη απ’ όπου αναβλύζει η ονειρώδης φαντασία, η ίδια η νοημοσύνη. Αν επιστρατεύσει την έμφυτη εσωτερική αντίληψη για να βρει αυτό που ψάχνει. Αν καταφέρει να αντλήσει τη λύση του αινίγματος μέσα από την πηγή των ανθρώπινων κινήτρων… ή αν καταφέρει, έστω, να δεχτεί το βάρος της αποτυχίας και να καταπιέσει την ενόρμηση. Τότε, όμως, ενέχει ο κίνδυνος το Εγώ, κάτω από το βάρος της αντικάθεξης, να αποσύρει από τη μνήμη του συναισθήματα, να αλλοιώσει την προσωπικότητά του… να κυριευτεί από ένα παραλήρημα ψευδαισθήσεων, μανιών, νευρώσεων, ή ακόμη χειρότερα, να θρυμματιστεί σ' ένα πλήθος διαφορετικών "υπό - προσωπικοτήτων".

«Ελάτε κ. καθηγητά. Μπορεί να σας δεχτεί».

Ο Δρ. Πάουελ αναστέναξε, καθώς δίπλωνε το γράμμα. Μπήκε διστακτικά στο εργαστήρι, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τον συνεργάτη του. Εκείνος βρισκόταν καθιστός στο κρεβάτι. Ακίνητος, ακουμπούσε την πλάτη στο προσκέφαλο, χαμένος ολότελα στον κόσμο του.

«Αυτό, λοιπόν, είναι το περίφημο δωμάτιο των πιθανοτήτων».

Η Άννα δεν μίλησε.

Ο καθηγητής θυμήθηκε τι έλεγε ο Ατρέας, όταν επιστράτευε το χιούμορ για να δικαιολογήσει την εμμονή του:

Κλασσική περίπτωση απροσδιοριστίας. Όπως το πείραμα με τη γάτα του Σρέντιγκερ, που είναι ταυτόχρονα ζωντανή και νεκρή, πριν τη στιγμή της παρατήρησης. Πριν λάβει χώρα η μοναδική στιγμή που η πραγματικότητα καταρρέει, επιλέγοντας είτε τη μια πιθανότητα είτε την άλλη.

Αν φύγω από το δωμάτιο, η αλληλουχία των συλλογισμών που έχω πλάσει θα χαθούν. Μια άλλη πιθανότητα θα γεννηθεί· αυτή της εγκατάλειψης. Αν παραμείνω όμως στο δωμάτιο, υπάρχει υπέρθεση γεγονότων, όλων των πιθανών καταστάσεων. Η ενοποιημένη θεωρία, η Θεωρία των Πάντων, είναι ακόμη ζωντανή. Μένοντας μέσα στο δωμάτιο, οι καταστάσεις αθροίζονται μεταξύ τους, με μια μέθοδο που τους επιτρέπει να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Όλα είναι δυνατά να συμβούν. Πρέπει να δουλέψω. Πρέπει να λύσω το αίνιγμα. Μόνο εγώ μπορώ.

«Ο γιατρός συνέστησε ξεκούραση και ηρεμία», είπε η Άννα, διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Επέμεινε να παραμείνει εδώ. Πιστεύει πως ο εξαναγκασμός θα λειτουργήσει αντισταθμιστικά, ως κίνητρο, ώστε να τον βοηθήσει να συνέλθει».
Ο καθηγητής κοίταξε αριστερά, κι έπειτα δεξιά, τους τεράστιους πίνακες πάνω στους οποίους δούλευε ο Ατρέας. Από τη μια μεριά εξισώσεις της Κβαντομηχανικής, από την άλλη εξισώσεις της Σχετικότητας.

Στη μέση, θερμοδυναμική.

Κοίταξε στον πίνακα των πορισμάτων:

"Η Σχετικότητα περιγράφει τη βαρύτητα στον μακρόκοσμο. Η Κβαντομηχανική περιγράφει τις υπόλοιπες αλληλεπιδράσεις στον μικρόκοσμο. Πώς μπορούμε να ενοποιήσουμε τις δυο θεωρίες; Πώς μπορούμε να ενοποιήσουμε τη βαρύτητα με τις άλλες δυνάμεις;"

Παρακάτω, έγραφε:

"Τα υπέρρευστα υλικά και οι υπεραγώγιμοι μαγνήτες δεν συμπεριφέρονται φυσιολογικά· εμφανίζουν ιδιότητες κενού σε χαμηλές θερμοκρασίες! Αφήνουν την ενέργεια να κυλά ανεμπόδιστα μέσα τους, όπως το φως ταξιδεύει ανεμπόδιστα στο σύμπαν! Η ύλη, κάτω από ακραίες συνθήκες, συμπεριφέρεται σαν το κενό του διαστήματος. Μήπως το κενό και η ύλη είναι τελικά το ίδιο και το αυτό; Μήπως το κενό είναι μια διαφορετική κατάσταση της ύλης, όπως το υγρό, ο πάγος, και ο ατμός είναι διαφορετικές φυσικές καταστάσεις του νερού;"

 

 

Στη συνέχεια:

"Ονομάζω το κενό Πεμπτουσία, προς τιμήν των Αρχαίων Ελλήνων. Η κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου που κατακλύζει το σύμπαν λένε πως είναι κατάλοιπο της Μεγάλης Έκρηξης. Εγώ λέω όχι: είναι τεκμήριο της ύπαρξης της Πεμπτουσίας! Ακόμη και η αινιγματική σκοτεινή ύλη, θεωρώ πως είναι ένα είδος αδιάβλητης στον χρόνο Πεμπτουσίας. Παρουσιάζει συμπεριφορά ρευστού, μεγαλώνει ισότροπα, με ομοιογένεια, όπως ακριβώς ένα ρευστό σώμα εξαπλώνεται. Τι ωθεί αυτή την εξάπλωση; Ποιο είναι το φαινόμενο που τροφοδοτεί αυτή την κίνηση που αντιτίθεται στη βαρύτητα, τη μυστηριώδη δύναμη που δεν συμβαδίζει με τις άλλες δυνάμεις, και που μας εμποδίζει να έχουμε μια ενοποιημένη θεωρία;"

"Ψάχνω το σημείο κλειδί. Πως αυτοτροφοδοτείται το φαινόμενο εξάπλωσης του σύμπαντος; Ποια δύναμη είναι αντίθετη της έλξης της βαρύτητας; Ποια είναι η αντιβαρύτητα; Αν βρω αυτό το στοιχείο, αν βρω τον μηχανισμό με τον οποίο γεννιέται αυτή η δύναμη, θα βρω τον τρόπο να συνδυάσω τη βαρύτητα με τις άλλες δυνάμεις. Θα ενοποιήσω τις δυο θεωρίες."

Ξαφνικά, ο Δρ. Πάουελ τινάχτηκε. Μια πνιχτή ανάσα ακούστηκε. Η Άννα. Ο Ατρέας μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Με πυρετικές κινήσεις, προσπέρασε και τους δυο κι άρχισε να γράφει βιαστικά στον πίνακα.

«Τι συμβαίνει;» ψέλλισε η Άννα. «Πρώτη φορά κάνει έτσι!»

Ο καθηγητής τα είχε χάσει.

«Καθηγητά! Τι θα κάνουμε; Πρέπει να τον σταματήσουμε! Να τον βάλουμε πίσω στο κρεβάτι!»

«Όχι! Άφησέ τον! Περίμενε», αποκρίθηκε κοφτά εκείνος. «Μην τον διακόπτεις! Νομίζω πως βρήκε αυτό που έψαχνε».

***

Εδώ, σ’ αυτόν τον κόσμο που όλα είναι σχετικά, η διαίσθηση είναι η κυρίαρχη αίσθηση. Πυλώνες είναι τα συναισθήματα, παίρνω δύναμη από τις αναμνήσεις. Βρήκα το σθένος να αντιμετωπίσω αυτό που κόντεψε να με αφανίσει. Ξεδιάλυνα το αίνιγμα, έβαλα σε τάξη τις σκέψεις μου, λειτούργησα με το συναίσθημα, απομόνωσα το βασικό ερώτημα. Ανέσυρα την ιδέα από τα βάθη του ασυνείδητου.

Όμως, όσο προχωράω, όσο ανεβαίνω, όσο πλησιάζω κοντύτερα στην έξοδο, το δίλημμα γίνεται εντονότερο:

Μήπως θα έπρεπε να καταπιέσω αυτό που κουβαλάω, αυτό που με σακάτεψε;

Αν αφήσω τις σκιές που με καταδιώκουν να το θάψουν, θα απαλλαχτώ ή το βάρος της αποτυχίας θα με σύρει ξανά πίσω στην άβυσσο;

Αν πάραυτα το αφήσω να αναδυθεί, θα βγω πιο δυνατός ή θα υποκύψω οριστικά στην εμμονή, χωρίς να έχω ελπίδα γιατρειάς;

Ακούω και πάλι τη φωνή:

Δεν πρέπει να εγκαταλείψεις την ιδέα, αν η ιδέα δεν εγκαταλείψει εσένα. Ειδάλλως θα χαθείτε και οι δυο.

Προχωρώ και προχωρώ, κόβομαι στα δυο. Ρηχαίνω σε συναισθήματα όσο διστάζω. Τα πάντα έχουν αντίκτυπο πάνω μου. Ο φόβος. Η παράνοια. Η μοναξιά. Οι αρνητικές, μύχιες σκέψεις. Θέλουν να με κρατήσουν εδώ κάτω. Θέλουν να θάψουν οτιδήποτε είναι βλαβερό. Γνώριμες μυρωδιές ξεθυμαίνουν. Τα συναισθήματα ξεθωριάζουν. Μόνη άγκυρα είσαι εσύ. Θυμάμαι τα καλοκαίρια, τις ατελείωτες συζητήσεις. Την αίσθηση ασφάλειας, τη θαλπωρή στην αγκαλιά σου. Υπάρχει διαύγεια εκεί όπου με περιμένεις. Καθαρότητα· το μαύρο σκοτάδι ξεθωριάζει, γίνεται λευκό φώς, όπως όταν η νέα μέρα γλυκοχαράζει και καθετί σκοτεινό αποτραβιέται. Πάντα ήμουν εσωστρεφής. Πάντα προτιμούσα την οικειότητα. Το γνώριμο περιβάλλον. Εδώ κάτω όμως, καλοδέχτηκα την αλλαγή, το ράπισμα της περιέργειας. Απέρριψα τη στασιμότητα. Βρήκα κουράγιο στην αξιοπρέπεια, στην ταπεινοφροσύνη, στην ομορφιά της αυτοπεποίθησης. Στην ανάγκη να σε ξαναδώ. Το μόνο που θέλω είναι να σ’ αγκαλιάσω πάλι, χωρίς να έχω τη σκιά της αποτυχίας πάνω μου. Τι είναι, λοιπόν, αυτή η ανάβαση, αν όχι αλληγορία της αλλαγής; Όταν διστάζει κανείς, μένει απαράλλαχτος. Και μαζί του μένει και ο πόνος. Όλα τα άσχημα συναισθήματα που τον βασάνιζαν προηγουμένως, επιστρέφουν για να τον τυραννήσουν. Και ο φόβος είναι ο χειρότερος όλων.

Όχι· δεν φοβάμαι πια.

***

«Τι γράφει;» ρώτησε η Άννα, με κομμένη την ανάσα.

Ο καθηγητής την κοίταξε σαστισμένος, διστάζοντας. Έπειτα ψέλλισε:

"Ο Χρόνος είναι σχετικός. Δεν εκπροσωπεί το διάστημα ανάμεσα στα γεγονότα. Έχει διττό ρόλο. Μικροσκοπικά, εκπροσωπεί την εντροπία· τη φθορά της ενέργειας. Μακροσκοπικά εκδηλώνεται ως δύναμη που μεγαλώνει τον κόσμο! Η αντιβαρύτητα δεν είναι συνέπεια που παρατηρείται στο πέρασμα του χρόνου. Είναι ο ίδιος ο Χρόνος! Ο Χρόνος, στις εξισώσεις, δύναται να χρησιμοποιηθεί ως μέγεθος δύναμης!"

Ο Ατρέας πέταξε ανακουφισμένος την κιμωλία στο δάπεδο και έσπευσε να αγκαλιάσει την αγαπημένη του. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του. Έτρεμε σύγκορμος. Ήταν όμως ξύπνιος. Ήταν ζωντανός και υγιής. Ήταν δυνατός.

«Είσαι καλά; Μ’ ακούς;» ρώτησε εκείνη, όλο αγωνία. 

«Το βρήκα, Άννα. Βρήκα αυτό που έψαχνα. Έλυσα το αίνιγμα στον ύπνο μου. Το έβγαλα από μέσα μου».

«Τι βρήκες;»

Εκείνος χαμογέλασε διάπλατα.

«Τα πάντα».