Συνέντευξη | 11 διηγήματα, 11 συγγραφείς, 11 συνεντεύξεις...

Συνέντευξη | 11 διηγήματα, 11 συγγραφείς, 11 συνεντεύξεις...


Με αφορμή την παρουσίαση της συλλογής φανταστικών διηγημάτων “Ίσως”, την 5η Ιουλίου 2021, που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του κήπου του Νομισματοκοπείου Αθηνών (μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό άρθρο εδώ), αποφάσισα ότι θέλω να μάθω περισσότερα για τους συγγραφείς που συμμετείχαν σε αυτήν, αλλά και το συγγραφικό τους έργο γενικότερα. Έντεκα μικρές συνεντεύξεις λοιπόν, από έντεκα συγγραφείς. Ας δούμε τι είχαν να μας πουν!

 

-Γιάννης Παπαδόπουλος-

Πως σου ήρθε η ιδέα να συνδυάσεις τον αρχαίο κόσμο με την επιστημονική φαντασία;

Δεν σκόπευα κάτι τέτοιο. Υπήρχε μια αόριστη ιδέα για ένα κομμάτι όπου κεντρικός χαρακτήρας ήταν μια εμβληματική πόλη. Πολύ φιλόδοξο και δύσκολο για το μπόι μου. Τ’ άφησα. Η πλοκή που είχα κατά νου για τη “Νύχτα στον κήπο” σε συνδυασμό με την επιμονή μου να χρησιμοποιήσω εκείνη την πόλη, έστω σαν κομπάρσα, οδήγησαν στην…καταστροφή. Όταν συνειδητοποίησα τι πήγαινα να κάνω αναφώνησα πολλάκις “Ωχ”, όπως ακριβώς το αναφώνησε ο Μπαμπούρης στην παρουσίαση. Το ’κανα όμως. Ελπίζω ο Βασίλης να ’χει δίκιο για όσα είπε σχετικά με αυτό στην παρουσίαση.

Πότε ξεκίνησες να γράφεις;

Έκθεση με τίτλο “Πώς πέρασα τις Απόκριες”, όπου γιγάντιο ρομπότ ισοπεδώνει το καρναβάλι της Πάτρας πιάνεται; Χαχαχα. Αν ναι, τότε η απάντηση είναι γύρω στα 9 - 10. [Ακολούθησε μια επική σειρά κόμικς γύρω από μια αποικία μυρμηγκιών. Μετά, για πολλά μαθητικά χρόνια προσπαθούσα να γράψω το δικό μου Χόμπιτ, εννοείται με μηδενική επιτυχία. Μετά τα 18-20 άρχισα να γράφω λίγο πιο συνειδητά.]

Θέλεις να μας μιλήσεις για κάποια άλλα έργα σου;

Ναι, αλλά δεν ξέρω τι να πω και αν έχει νόημα. Πάντως γράφω κυρίως επιστημονική φαντασία. Ίσως μπορείς να αναφέρεις που μπορεί κανείς να βρει κείμενά μου. Τα λένε ελπίζω καλύτερα από μένα. Στις ανθολογίες: “ΕΦΦάνταστες Ιστορίες” (ΑΛΕΦ), “Αλλόκοσμοι” (Ρενιέρη), “Εφαρμοσμένη Μυθομηχανική” (sff.gr), σε τεύχη των “Φανταστικών Χρονικών” (ΑΛΕΦ). Στο “α2525 Ιστορίες από την Αθήνα του Μέλλοντος” (ΑΛΕΦ) σε συνεργασία με τον Σταμάτη Σταματόπουλο το διήγημα “Το πρόβλημα με τις μέλισσες” που αργότερα μπήκε και στην ιταλική, αγγλική, και σύντομα ιαπωνική, έκδοση “Nova Hellas”.

-Κιάρα Καλουντζή-

Χρησιμοποιείς συχνά το ρομαντισμό στα έργα σου; Την ποιητική γλώσσα, τον έρωτα κλπ;

Συνήθως πάω με τα νερά του χαρακτήρα, λέω την ιστορία με τη γλώσσα που μιλάει ο ήρωας από του οποίου την οπτική γωνία διηγούμαι. Εδώ έχω έναν αθεράπευτα ρομαντικό και εξωφρενικά ερωτευμένο νεαρό άντρα. Δεν το είχα σκεφτεί προτού να με ρωτήσεις, αλλά στα διηγήματα το συνηθίζω να επιλέγω ρομαντικούς ήρωες ή/και ποιητική γλώσσα. Στα μεγαλύτερα κείμενα το αποφεύγω· είναι δύσκολη επιλογή και κάπου ίσως σε λιγώνει κιόλας όταν τραβάει σε σελίδες επί σελίδων.

Τι σε ώθησε στο να γράψεις μια steampunk ιστορία;

Λατρεύω τα γρανάζια, τους σωλήνες, τον ατμό, τις θεόρατες μηχανές που κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνουν, τις μικροσκοπικές που κάνουν περισσότερα από τα όσα θα πίστευε ποτέ κανείς, τα κουρδιστά και τα αυτόματα. Τα λατρεύω. Επιπλέον, δεν με ενδιέφερε να εξετάσω την ιδέα αυτής της ιστορίας από την επιστημονική της πλευρά, έτσι ώστε να αναπτυχθεί σε επιστημονική φαντασία όπως είναι το σύνηθες με τις ιστορίες με χρονοταξίδια. Έχοντας πει όμως αυτά, εγώ θεωρώ πως αυτή η ιστορία δεν είναι αμιγώς steampunk, είναι μάλλον clockpunk σε έναν κόσμο σε παραλλαγή του Ιονίου πελάγους.

-Γρηγόρης Φεϊζατίδης-

Γνωρίζουμε πως το κεντρικός άξονας του διηγήματός σου είναι η λαογραφία. Σου αρέσει να τη μελετάς; Γιατί την ενέταξες στην ιστορία σου;

Η ελληνική λαογραφία είναι γεμάτη με συγκλονιστικούς μύθους και δοξασίες. Όταν άρχισα να διαβάζω (ομολογώ τυχαία…) τις ιστορίες κάθε περιοχής, εντυπωσιάστηκα από την ποικιλία, το βάθος, την κοσμοπλασία, τη φαντασία, αλλά και από την ανατριχίλα που μπορούν να χαρίσουν οι δικές μας παραδόσεις. Μάγισσες, φονικές νεράιδες, βρικόλακες και νεκροζώντανοι, κυκλοφορούσαν στις πόλεις και τα χωριά μας πολύ πριν γίνουν λογοτεχνικό είδος. Κάπως έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα ενός ελληνικού χωριού που έρχεται αντιμέτωπο με μια απειλή στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Γράφεις αποκλειστικά ιστορίες τρόμου ή έχεις ασχοληθεί και με άλλα είδη;

Γράφω ρεαλιστική λογοτεχνία, κάποιες φορές χρησιμοποιώντας και λίγα από τα όμορφα χρώματα του μαγικού ρεαλισμού, αλλά κυρίως ασχολούμαι με τη μεγάλη μου αγάπη, την Επιστημονική Φαντασία. Τουλάχιστον έτσι ήταν μέχρι πρόσφατα. Το διήγημα “Ανάμεσα του Αγιαννιού…” ήταν η πρώτη μου απόπειρα στον τρόμο. Αποδείχθηκε απολαυστική, λυτρωτική, και άνοιξε νέους δρόμους έκφρασης. Είμαι σίγουρος πως η σχέση μου με τον Τρόμο θα συνεχιστεί.

-Χριστίνα Μαλαπέτσα-

Βασικός άξονας του διηγήματός σου είναι η μουσική. Γιατί έκανες μια τέτοια επιλογή;

Συγκεκριμένα, βασικός άξονας του διηγήματός μου είναι ένα κομμάτι και η δική μου αγάπη για τον συνθέτη του. Παίζω μουσική όλη μου τη ζωή, κι αυτό το κομμάτι ήταν κέντρο στο πτυχίο μου. Δεν μπορώ να πω περισσότερα χωρίς να κάνω σπόιλερς, αλλά κάθε μικρή λεπτομέρεια, όνομα, μέρος, ημερομηνία, έχουν σημασία.

Μιας και το διήγημά σου πραγματεύεται το θέμα της τεχνητής νοημοσύνης, εσένα σε απασχολεί το συγκεκριμένο θέμα; Θεωρείς πως αυτά που γράφεις μπορεί κάποτε να τα ζήσουμε στη δική μας πραγματικότητα;

Εννοείται ότι με απασχολεί η τεχνητή νοημοσύνη. Τα δύο μη-μουσικά μου πτυχία είναι στην γλωσσολογία και την ψυχολογία, και ο τομέας στον οποίο θέλω να κάνω έρευνα είναι ψυχο/νευρο-γλωσσολογία και διανοητικές νευροεπιστήμες. Το τι μας κάνει “εμάς”, τι μας δίνει την ταυτότητά μας και κατά πόσο αυτές οι ιδιότητες μπορούν να προσομοιωθούν με προγραμματισμό είναι ένα ερώτημα τα όρια του οποίου σπρώχνονται προς πολλές κατευθύνσεις κάθε μέρα. Μόνο το deep learning να υπολογίσει κανείς, ήδη έχουν γίνει σεβαστά βήματα προς την αυτόνομη τεχνητή νοημοσύνη. Πού και πώς θα κινηθεί ο τομέας είναι το λιγότερο συναρπαστικό. Θεωρώ πως ναι, μπορεί να τα ζήσουμε. Όχι τόσο κοντά στο μέλλον όσο τα έβαλα, αλλά όχι και πολύ μακρύτερα. Πιθανώς όχι με τον τρόπο που τα περιγράφω, αν και υπάρχουν ήδη προγράμματα που δειλά δειλά κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση (και πάλι, μέχρι εκεί μπορώ να πω, γιατί σπόιλερς).

-Αντώνης Πάσχος-

Γιατί πιστεύεις πως το διήγημά σου έχει χαρακτηριστεί “δύσκολο” για έναν αναγνώστη;

Δεν ήθελα να κάνω το “Πεύκο του Κjιν” δύσκολο, όμως είναι κείμενο με πρωταγωνιστές μη ανθρώπινα όντα με δικό τους τρόπο σκέψης, αξίες και έθιμα. Ταυτόχρονα, το τοπίο είναι κι αυτό ξένο, ενώ μεγάλο μέρος της πλοκής αφορά το παρελθόν τους. Υποθέτω πως αυτοί οι παράγοντες με ανάγκασαν να συμπυκνώσω αρκετές πληροφορίες, έτσι ώστε τελικά το κείμενο να απαιτεί προσεκτική ανάγνωση. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, ωστόσο, ότι οι περισσότερες ιστορίες μου και ειδικά τα μυθιστορήματά μου είναι πιο ευκολοδιάβαστα!

Συνηθίζεις να δίνεις τον ρόλο του κακού στους ανθρώπους;

Κατά περιόδους αγαπάω ορισμένα μοτίβα και τεχνικές και τείνω να τα επαναλαμβάνω στα κείμενά μου. Όποτε το συνειδητοποιώ, προσπαθώ να το σταματήσω και να διαφοροποιούμαι. Τον συγκεκριμένο ρόλο, ομολογώ πως τον έχω ξαναδώσει στους ανθρώπους μετά από το “Πεύκο του Κjιν”. Ίσως, τώρα που το λέτε, να ήρθε η ώρα να το κόψω κι αυτό!

-Κώστας Χαρίτος-

Γιατί επέλεξες ενώ γράφεις για τον χρόνο, να μην ασχοληθείς με την περπατημένη οδό, που είναι το ταξίδι σε αυτόν;

Το ταξίδι στο χρόνο με προβλημάτιζε πάντα γιατί έχει τα γνωστά λογικά παράδοξα που το συνοδεύουν. Επιπλέον, αισθάνομαι ότι η θεματολογία του έχει εξαντληθεί, όπως συνήθως συμβαίνει με τα κλασσικά θέματα . Ίσως γι’ αυτό, η ιδέα των σωματιδίων που αλληλεπιδρούν στο παρόν αλλά επηρεάζουν το παρελθόν μου φάνηκε ελκυστική, αφού δεν δημιουργεί προφανή παράδοξα και δεν την είχα δει να αναπτύσσεται σε κάποια άλλη ιστορία.

Θεωρείς πως ο άνθρωπος έχει ευθύνη απέναντι στην εξουσία, σύμφωνα με το διήγημά σου;

Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση επειδή περιέχει τη λέξη ευθύνη. Θα απαντήσω ναι, γιατί οι πράξεις μας μπορούν να επηρεάσουν τις ζωές πολλών ανθρώπων. Γι’ αυτό το λόγο ο καθένας μας έχει ευθύνη απέναντι στον εαυτό του, αλλά και στην κοινωνία, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την εξουσία να μην περάσει τις κόκκινες γραμμές που έχει χαράξει μέσα του το παιδί που κάποτε υπήρξε.

-Βίκτωρ Ψευτάκης-

Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις την ιστορία σου στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου; Πώς συνδυάζεται αυτό με το steampunk στοιχείο;

Ο Μεσοπόλεμος, και ιδιαίτερα η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ήταν μια περίοδος ακραίων αντιθέσεων, κατά την οποία πάλευαν να ανθίσουν νέες, προοδευτικές κοινωνικές τάσεις μέσα από την απελπισία και την ανέχεια. O Magnus Hirschfeld, για παράδειγμα, και το Ινστιτούτο Σεξουαλικής Υγείας (Institut für Sexualwissenschaft) που ίδρυσε, ήταν πάρα πολλά βήματα μπροστά για την εποχή του. Το steampunk δένει πολύ καλά με την αισθητική των Roaring Twenties, αλλά και με τον αγώνα για ανατροπή του κατεστημένου που διακρίνει εκείνη την περίοδο και βρίσκεται στην καρδιά του είδους.

Πώς συνδυάζεις τη λυρική αφήγηση με τη βίαιη ερωτική γλώσσα; Δεν πετάει τον αναγνώστη έξω από το κλίμα μια τέτοια μετάβαση;

Η αντίθεση του λυρισμού με μια πιο ωμή, ερωτική γλώσσα αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτές τις αντιθέσεις που διακρίνουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης αλλά και το steampunk ως είδος (όπως και κάθε άλλο είδος λογοτεχνίας που έχει ως δεύτερο συνθετικό το –punk). Οπότε, θεωρώ πως ο συνδυασμός αυτός είναι βαθιά οργανικός και εκφράζει τους χαρακτήρες αλλά και την ίδια την καρδιά της πλοκής που παίζει με τα θέματα της μετάβασης, της επανάστασης και του έρωτα. Σε μια steampunk ιστορία τοποθετημένη στη σκληρή, αιματοβαμμένη, μα ελπιδοφόρα Δημοκρατία της Βαϊμάρης οι νεράιδες δεν θα μπορούσαν παρά να είναι φτιαγμένες από γρανάζια, ποίηση, αψέντι και βία.

-Ηφαιστίων Χριστόπουλος-

Είναι εύκολο να γράψεις για έναν διαλυμένο κόσμο; Θεωρείς ότι στην ανάγνωση κάτι τέτοιο βαραίνει τον αναγνώστη;

Η αλήθεια είναι κυκλοφορεί μια φήμη ότι τα κείμενά μου στόχο έχουν να κάνουν τον αναγνώστη να αυτοκτονήσει. Δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά έχει μια δόση αλήθειας. Οπότε, ναι, για εμένα είναι εύκολο – ίσως τόσο εύκολο που έχει γίνει λίγο μανιέρα και καταφεύγω συχνά σε αυτό το τέχνασμα. Από την άλλη, πολύ δύσκολα θα έγραφα ένα ανάλαφρο και χαρούμενο διήγημα, οπότε ορισμένες φορές είναι αναπόφευκτο. Για τον αντίκτυπο που έχει αυτό στον αναγνώστη δεν μπορώ να μιλήσω· το μόνο που μπορώ να πω είναι πώς επηρεάζουν εμένα τέτοια κείμενα ως αναγνώστη. Προσωπικά, λοιπόν, με γοητεύουν τα κείμενα που αγγίζουν τη σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου. Κατά τα άλλα, φαντάζομαι ότι εξαρτάται από τον εκάστοτε αναγνώστη και τη διάθεσή του τη δεδομένη στιγμή.

Από πού θα έλεγες ότι έχεις επηρεαστεί όσον αφορά τη συγκεκριμένη ιστορία;

Αν εννοείς από ποιους συγγραφείς επηρεάστηκα, η απάντηση είναι εύκολη. Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι δεν θα είχα γράψει ποτέ μου ούτε μία λέξη αν δεν υπήρχε ο Γουίλιαμ Φόκνερ. Η άλλη επιρροή για το συγκεκριμένο διήγημα είναι πολύ πιο ξεκάθαρη. Αποφάσισα να γράψω αυτό το “Ό,τι απομένει” γιατί ήθελα να γράψω επιτέλους μια cyberpunk ιστορία –ένα είδος που αγαπώ πολύ– που να με ικανοποιεί, μια και οι προηγούμενες προσπάθειές μου ήταν επιεικώς αποτυχημένες. Οπότε έκανα την προφανή επιλογή: στράφηκα στον παππού Γκίμπσον. Για την ακρίβεια, όλη η έμπνευση οφείλεται σε αυτόν: το διήγημα ξεκινάει με ένα narrative hook (“Είχε ζέστη τη νύχτα που κάψαμε τη Λίλα”)· πρόκειται στην ουσία για την ίδια εναρκτήρια πρόταση με το “Burning Chrome”, μόνο που εγώ αναρωτήθηκα τι θα γινόταν αν η πρόταση αυτή ήταν κυριολεκτική. Πάνω σε αυτή τη βάση έχτισα και το υπόλοιπο διήγημα. Αν εννοείς αν με επηρέασαν γεγονότα της πραγματικής ζωής, όλο αυτό το χάλι που βλέπω τόσο παγκοσμίως όσο και στην Ελλάδα (και δεν μιλάω για τον κορονοϊό, το διήγημα γράφτηκε πιο πριν), με τις αυθαιρεσίες των πολυεθνικών ή με την αναίτια αστυνομική βία, είναι κάτι το οποίο μπήκε σχεδόν από μόνο του μέσα στο διήγημα.

-Ντίνος Χατζηγιώργης-

Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις το διήγημά σου στον ελληνικό χώρο; Θεωρείς ότι πρέπει να το δοκιμάζουν περισσότεροι συγγραφείς αυτό;

Όποτε έχω μια ιδέα για φανταστική ιστορία, αυτόματα σκέφτομαι πως αυτή θα εξελισσόταν σε ελληνικό σκηνικό. Ακόμα κι αν η έμπνευση είναι από Αμερική. Μπορεί να έχω δει άπειρες ξένες ταινίες και να έχω διαβάσει άπειρα ξένα βιβλία, αλλά τι ξέρω εγώ από Νέα Υόρκη ή Γουινσκόνσιν και το βίωμα να μεγαλώνεις Αμερικάνος; Ο κάθε Έλληνας συγγραφέας μπορεί να γράψει αυτό που τον εκφράζει καλύτερα, φτάνει να μην αποφεύγει το ελληνικό στοιχείο από κόμπλεξ.

Από όσο καταλαβαίνω, τα χρονικά όρια στο έργο σου δεν είναι καθαρά, πως καταφέρνεις να γράψεις σε αυτές τις συνθήκες; Σε βοηθά ή σε δυσκολεύει;

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η περίοδος στην οποία εξελίσσεται η ιστορία είναι απόλυτα ξεκάθαρη και ήταν η έμπνευση για την γραφή της. Με τόση κινηματογραφική ή λογοτεχνική ιστορία στην Ελλάδα, αναρωτιόμουν γιατί το φανταστικό αποτέλεσε τόσο ταμπού για την δημιουργία. Και πόσο πιο ιδιαίτερα διαφορετική γραφή θα απαιτούνταν για να επιτευχτεί αυτό; Διάλεξα λοιπόν την ταινία “Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο” του 1955 και αναρωτήθηκα πως θα αντιδρούσαν οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες αν είχαν να αντιμετωπίσουν καταστάσεις τρόμου, σαν αυτές που ξέρουμε από τα ξένα. Πείτε λοιπόν ότι είναι το 1955. Όχι το δικό μας, αλλά ένα εναλλακτικό.

-Αταλάντη Ευριπίδου-

Μίλησέ μου λίγο για την όλη ιδέα της χρήσης καρτών tarot στην ιστορία σου, μου φαίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα.

Ίσως είναι πιο εύκολο να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτηση περιγράφοντάς το σχηματικά – στις σημειώσεις μου για το διήγημα έχω ολόκληρο πίνακα σχετικά. Φαντάσου, λοιπόν, εννιά κάρτες, τοποθετημένες σε τρεις σειρές των τριών. Οι στήλες αντιπροσωπεύουν, από τα αριστερά προς τα δεξιά, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ενώ οι σειρές αντιπροσωπεύουν, από πάνω προς τα κάτω, τις ελπίδες μας, την πραγματικότητά μας και το υποσυνείδητό μας. Ταυτόχρονα, όλες οι κάρτες ανήκουν στη Μεγάλη Αρκάνα· κατά κανόνα, πολλές κάρτες της Μεγάλης Αρκάνα σε ένα διάβασμα σημαίνουν ότι η αναζήτησή σου είναι εξαιρετικά σημαντική. Ακούγεται πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο είναι όταν το διαβάζεις, το υπόσχομαι.

Ποιο είδος απολαμβάνεις περισσότερο σαν αναγνώστρια και ποιο ως συγγραφέας;

Διαβάζω όλα τα είδη μυθοπλασίας και έχω κάνει τουλάχιστον μία απόπειρα να γράψω το κάθε ένα από αυτά – όχι πάντα επιτυχημένα, φυσικά. Πιστεύω πως σαν συγγραφείς καλό είναι να διαβάζουμε πολύ και με ανοιχτό μυαλό και να πειραματιζόμαστε πολύ. Η καλλιτεχνική ταυτότητα, όπως και η ατομική, είναι περισσότερο ρευστή και δυναμική απ’ όσο νομίζουμε. Διαμορφώνεται και επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, όσο συνεχίζουμε να δημιουργούμε. Οπότε, από κάθε είδος μπορούμε να επωφεληθούμε κι ένα καλό βιβλίο είναι πάντα ένα καλό βιβλίο, ασχέτως είδους.

-Δήμητρα Νικολαίδου-

Στο διήγημά σου χρησιμοποιείς, αν κατάλαβα σωστά, τρία βασικά στοιχεία: το τρόμο, την επιστημονική φαντασία και το μυστήριο. Αν έπρεπε να διαλέξεις ένα από αυτά ως το αγαπημένο σου, ποιο θα διάλεγες και γιατί;

Η απάντηση είναι το φάνταζι! Ποτέ δεν είχα τον εαυτό μου για συγγραφέα τρόμου ή επιστημονικής φαντασίας, κι ενώ χρησιμοποιώ συχνά το μυστήριο στην πλοκή μου, ούτε εκεί θα κατέτασσα τον εαυτό μου. Τελικά όμως ίσως πρέπει να παραδεχτώ πως μου αρέσει να γράφω και να διαβάζω γενικά “φανταστικό”, όποια μορφή και να παίρνει. Άλλωστε κάποιες από τις ωραιότερες ιστορίες που έχω διαβάσει και ζηλέψει, δεν μπαίνουν σε καμία ταμπέλα.

Σου αρέσει η φόρμα του διηγήματος ή νιώθεις πιο άνετα γράφοντας κάτι μεγαλύτερο, όπως μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα;

Ομολογώ πως το διήγημα έχει πολλά πλεονεκτήματα. Μπορείς να παίξεις με μια ιδέα χωρίς να την ξεχειλώσεις. Μπορείς να φτάσεις απευθείας στις σκηνές που σε καίνε να γράψεις. Παίρνεις την ικανοποίηση του να ολοκληρώσεις κάτι σχετικά σύντομα, και είναι πιο εύκολο να το δεις δημοσιευμένο. Από την άλλη, θα ήθελα να βρω τον χρόνο να περάσω περισσότερο χρόνο με κάποιους πρωταγωνιστές, που για την ώρα εμφανίζονται ξανά και ξανά στα διηγήματά μου με άλλο όνομα. Απλά για να το καταφέρω ίσως χρειαστεί να δανειστώ μια χρονομηχανή.

Αυτά είχαν λοιπόν να μας πουν οι συγγραφείς του “Ίσως” - Ανθολογία Σύγχρονου Ελληνικού Φανταστικού Διηγήματος. Τους ευχαριστώ πολύ για την καλή διάθεση αλλά και τις απαντήσεις που μου παρείχαν!