Άρθρο | Φανταστικά ζώα κρυμμένα στις σελίδες της Ιστορίας

Άρθρο | Φανταστικά ζώα κρυμμένα στις σελίδες της Ιστορίας


Κάθε λάτρης του φανταστικού που σέβεται τον εαυτό του είναι σίγουρα πολύ πιο εξοικειωμένος με πλάσματα όπως ο δράκος, ο μονόκερος, ο μαντιχώρας (manticore) ή ο κένταυρος παρά με τα συμπαθέστατα Άι-Άι, τις χελώνες Ματαμάτα, τα ψάρια νυχτερίδες, το Μάρα της Παταγονίας ή άλλα υπαρκτά ζωάκια που περιφέρονται ανέμελα στις απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη μας και καρφί δεν τους καίγεται για τα γελοία ονόματα που τους δίνουμε εμείς.

Μεταξύ μας, βέβαια, ένας μονόκερος ή ένας δράκος (με την κλασσική έννοια – θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό) είναι πολύ πιο «πιστευτά» ζώα απ’ ότι μια καμηλοπάρδαλη, ένας μυρμηγκοφάγος ή, ακόμη χειρότερα, ένας πλατύποδας. Σκέψου να προσπαθείς να περιγράψεις ένα από τα παραπάνω ζώα σε κάποιον που δεν τα έχει ξαναδεί και δεν έχει ακούσει ποτέ γι’ αυτά. Δεν θα σε πιστέψει, στο εγγυώμαι. Ενδεικτικά θα αναφέρω πως όταν ο πλατύποδας (ορνιθόρυγχος) πρωτοανακλύφθηκε από τους Άγγλους αποίκους της Αυστραλίας το 1798, και έστειλαν περιγραφές και σκίτσα του ζώου αυτού πίσω στην γηραιά Αλβιώνα, οι μορφωμενότατοι και πανσεπτότατοι ζωολόγοι και φυσιογνώστες του Λονδίνου κούνησαν τα περουκοφορεμένα κεφάλια τους όλο δυσπιστία και θεώρησαν ότι επρόκειτο για κάποια φάρσα που έπαιζε εις βάρος τους η πλέμπα του Ντάουν Άντερ (Down Under).

Εντούτοις, αυτά τα πλάσματα τα οποία αποκαλούμε σήμερα «φανταστικά ζώα» και γεμίζουν τις σελίδες των Monsters’ Compendium στα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων, για πάρα πολλούς αιώνες (από τα βάθη της αρχαιότητας μέχρι και τον 16ο, 17ο αιώνα), θεωρούνταν απολύτως υπαρκτά και φιγουράριζαν στις σελίδες των ζωολογικών πραγματειών και εγχειριδίων (bestiaries) δίπλα-δίπλα με τους ελέφαντες, τους λύκους, τα λιοντάρια και όλη την υπόλοιπη μπανάλ πανίδα.

Στο άρθρο αυτό θα σταχυολογήσουμε μερικές περιγραφές τέτοιων φανταστικών ζώων από μια ελληνική πραγματεία η οποία χρονολογείται στις αρχές του 17ου αιώνα (χειρόγραφο Νο 1008, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος) και συμπεριλαμβάνεται στην έκδοση Anectoda Atheniensia (Tome I, Textes Grecs Inédits relatifs à l’ histoire des religions, Armand Delatte, Liége – Paris, 1927). Το εν λόγω ζωολογικό εγχειρίδιο φέρει τον χιλιοπαιγμένο τίτλο «Φυσιολόγος», ώστε να μπορείς να το μπερδέψεις με όλα τα άλλα απειρομύρια «Φυσιολόγους» που έχουν κυκλοφορήσει ανά τους αιώνες. Η γλώσσα είναι η απλή δημοτική της εποχής (πλήρως κατανοητή και σήμερα φρονώ), δίχως να καμώνεται την λόγια και να εξηγεί κρυμμένους θρησκευτικούς συμβολισμούς ή να κάνει συνδέσεις με την εραλδική τέχνη, όπως παλαιότερες πραγματείες της βυζαντινής εποχής. Το κείμενο δεν έχει σκοπό να διδάξει, απλώς να ενημερώσει. Ήρεμα τα λέει.

Ας αρχίσουμε λοιπόν με τον Μαντιχώρα. Ζει στην Ινδία, την κατ’ εξοχήν χώρα προέλευσης κάθε τι του θαυμαστού και του αλλόκοτου για τον Δυτικό κόσμο. Έχει σώμα μακρύτριχου κόκκινου λιονταριού και πρόσωπο ανθρώπου, με πυκνά, Καραμαλεϊκα, φρύδια και λαμπερά μάτια. Τα αυτιά του είναι τριχωτά στις άκρες και το στόμα του είναι οπλισμένο με δόντια λιονταριού. Έχει την περίεργη και αξιοθαύμαστη ικανότητα να εκσφενδονίζει τις τρίχες από την φούντα της ουράς τους σαν βέλη, ειδικά όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να τον πιάσουν. Κι αν σε πάρει το «βελάκι» αυτό, πας κατευθείαν στα θυμαράκια. Ή ό,τι χρησιμοποιούν αντί για μυρωδικό στην Ινδία αντί για θυμάρι. Στο κάρυ, ξέρω και ‘γω; Όταν του τελειώσουν τα «βέλη» αυτά και μαδήσει η ουρά του, μέσα σε μια μέρα μπορεί να τα ξαναμεγαλώσει. Αυτά τα βέλη από την ουρά αποτελούν και το βασικό επιθετικό όπλο του Μαντιχώρα. Απ’ όλα τα θηρία της Ινδίας, βέβαια, μονάχα ο Μαντιχώρας ορέγεται κρέας ανθρώπινο και μας βλέπει σαν pigs in blankets. Όταν οι Ινδοί, λέει, πιάσουν κανένα κουταβάκι Μαντιχώρα, του λιανίζουν την άκρη της ουράς με κοτρόνια κι έτσι, όταν μεγαλώσει, χάνει τις ανθρωποφαγικές τάσεις της φύσης του και μπορεί μάλιστα και να εξημερωθεί, να γίνει κανισάκι πρώτης διαλογής.

Να σημειώσουμε εδώ ότι το όνομα μαντιχώρας κυριολεκτικά σημαίνει «ανθρωποφάγος» ή «ανδροφάγος» (από το μεσσαιωνικό Περσικό mardya / άνθρωπος και το ρήμα khowr / τρώω. Γι’ αυτό και στην ελληνική γραμματεία αναφέρεται και ως ἀνδροφάφος.

O Απολλώνιος ο Τυανέας, σύμφωνα με τον μυθιστορηματικό βιογράφο του Φλάβιο Φιλόστρατο, όταν είχε πάει στην Ινδία συναντήθηκε με έναν σοφό Ινδό γυμνοσοφιστή / Βραχμάνο, ονόματι Ιάρχα (Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον, ΙΙΙ, XLV). Ρώτησε, λοιπόν, μεταξύ άλλων τον Ιάρχα αν υπάρχει στην Ινδία κάποιο πλάσμα σαν τον Μαντιχώρα, τον ανδροφάγο, καθότι ο Καππαδόκης σοφός πολύ αμφισβητούσε την ύπαρξη ενός τέτοιου ζώου. Και ο Ινδός του αποκρίθηκε πως ουδέποτε έχει δει κάποιο τέτοιο θηρίο, προσπερνώντας βιαστικά την ερώτηση ως παιδαριώδη και ανάξια λόγου.

Η προσωπική μου εκτίμηση και εικασία είναι πως ο μύθος του μαντιχώρα ενδεχομένως να οφείλεται στην ύπαρξη αγρίων φυλών ιθαγενών στα βάθη της Ινδικής ζούγκλας ή σε κάποιο απομονωμένο νησί, οι οποίοι, αποκομμένοι και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο πολιτισμό της εποχής τους, πιθανότατα ντυμένοι με μακρύτριχα τομάρια ζώων και στολισμένοι με δόντια λιονταριών, γέμιζαν βέλη τους εισβολείς και τους τρομοκρατούσαν, όταν εκείνοι παρεισέφρηαν στις περιοχές του. Άλλωστε, κάτι τέτοιο είχε συμβεί και το 2018, όταν ο Αμερικανός ιεραπόστολος Τζον Άλλεν Τσάου προσπάθησε να προσεγγίσει μια νησιωτική φυλή σε κάποιο απομακρυσμένο Ινδικό νησί για να τους φέρει σε επαφή με το ευαγγέλιο της Σωτηρίας. Οι ιθαγενείς εντούτοις, οι οποίοι μια χαρά σωσμένοι ένιωθαν ήδη και πιθανότατα δεν ήταν και ιδιαίτερα βιβλιόφιλοι, έσπευσαν να τον φέρουν σε επαφή με τις «σαγίταις των» πρώτοι, χωρίς πολλές ερωτήσεις.

Αφήνοντας τον μαντιχώρα κατά μέρους, σειρά έχει ο πολυαγαπημένος όλων – ο Μονόκερος (ή μονοκέρωτος όπως τον αναφέρει το εγχειρίδιό μας).

Ο μονόκερος είναι ζώο της Ινδίας επίσης, σε μέγεθος γαϊδάρου, άγριος πολύ και με εξαιρετική δύναμη. Ούτε πριγκίπισσες, ούτε ουράνια τόξα. Μόνο κλωτσιές και δαγκωνιές που είναι ικανές να σκοτώσουν άνθρωπο. Είναι ζώο ξανθότριχο και το κέρατό του, το οποίο φυτρώνει πάνω από τα φρύδια του, είναι ευθύ και κατάμαυρο, σκληρό σαν σίδερο. Αξίζει να σημειώσουμε πως η ουρά του είναι κοντή, σαν αγριόχοιρου, και το στόμα του μεγάλο, σαν λιονταριού.

Άρα μιλάμε για ένα ζώο που περισσότερο μοιάζει με κάτι μεταξύ ελαφιού και βοοειδούς, παρά τόσο με ιπποειδές. Είναι ζώο μοναχικό, αγέρωχο, που δεν ξεκινάει καβγάδες με τα άλλα θηρία της ζούγκλας. Εκτός κι αν πέσει σε άλλον αρσενικό μονόκερο. Τότε εξαγριώνεται. Αν, όμως, πέσει επάνω σε θηλυκό μονόκερο, τότε είναι όλο γλύκες. Όπως τα σκυλιά ένα πράγμα. Μόλις βέβαια ζευγαρώσει με τον θηλυκό μονόκερο, γίνεται λούης. «Θα σου τηλεφωνήσω, ναι, μωρό μου» και «χρειάζομαι λίγο χρόνο για να βρω τον εαυτό μου». Το κέρατό του πέφτει κάθε χρόνο και αναγεννάται, όπως ακριβώς και τα κέρατα των αρσενικών ελαφιών. Όποιος βρει τέτοιο κέρατο (κάτι που είναι φοβερά σπάνιο, καθότι ο μόνοκερος ζει στου διαόλου τη μάνα, στις πλέον αφιλόξενες ερημιές και στα βάθη του δάσους) έχει κάνει την τύχη του: μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως αντίδοτο για κάθε δηλητήριο. Μάλιστα, λέγεται πως τόση εξαγνιστική δύναμη έχει το κέρας του μονόκερου που όταν το ζώο το ακουμπήσει σε γλυφά ή πικρά νερά, αυτά γίνονται αμέσως γλυκά και πόσιμα.

Στο De Bello Gallico (6.26), ο Ιούλιος Καίσαρας, ο ορκισμένος αυτός εχθρός του Αστερίξ, αναφέρεται σε ένα περίεργο ζώο το οποίο είδε στον Μέλανα Δρυμό της Γερμανίας, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του εκεί. Δεν το κατονομάζει ως μονόκερο μεν, αλλά οτι χλιμιντρίζει και χρεμετίζει μέσα στο δάσος (κατά το «τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια»); Το ονομάζει βόδι (bos) αν και η λέξη αυτή, στα Λατινικά, μπορεί να σημαίνει το οποιοδήποτε τετράποδο ζώο:

Est bos cerui figura, cuius a media fronte inter aures unum cornu exsistit excelsius magisque directum his, quae nobis nota sunt, cornibus: ab eius summo sicut palmae ramique late diffunduntur. Eadem est feminae marisque natura, eadem forma magnitudoque cornuum.
Υπάρχει ένα βόδι (τετράποδο;) με μορφή ελαφιού, ανάμεσα από τα αυτιά του οποίου, από το κέντρο του μετώπου του, φυτρώνει ένα κέρατο, μεγαλύτερο και πιο ευθύ από αυτά τα κέρατα που εμείς γνωρίζουμε. Από την κορυφή του κεράτου αυτού απλώνονται διακλαδώσεις, σαν φοινικόφυλλα. Η μορφή του θηλυκού και του αρσενικού αυτού ζώου είναι ίδια. Τα κέρατά τους, σε εμφάνιση και μέγεθος, είναι τα ίδια.

Φυσικά, υπάρχει και ο Όναγρος. Ο όναγρος, αν και όχι τόσο διάσημος όσο ο ξάδερφός του, ο μονόκερος, ανήκει στην ίδια οικογένεια φανταστικών ζώων. Είναι μονόκερος light, θα λέγαμε. Λευκότριχος στο σώμα του και κοκκινοτρίχης στο κεφάλι του. Το κέρας του φυτρώνει από το βλέφαρό του και είναι μικρότερο από αυτό του μονόκερου, αλλά πιο χοντρό, σαν μήλο, στη βάση του. Έχει, εντούτοις, κι αυτό τις θαυματουργές του ιδιότητες. Αν το βουτήξεις στο κρασί σου, δεν μεθάς όσο κι αν πίνεις. Λέγεται ότι οι παλιοί βασιλείς έφτιαχναν τις κούπες τους από την φαρδιά βάση του κεράτου του ονάγρου, ώστε να το τσούζουν ανελέητα, καθότι η διοίκηση κράτους ανέκαθεν ήταν στρεσογόνος υπόθεση. Επίσης χρησιμεύει ως φάρμακο πρώτης διαλογής για λέπρα, τρέλα και αντίδοτο για δηλητήρια. Τα κάνει όλα και συμφέρει. Βέβαια και ο όναγρος είναι θηρίο ανήμερο και παλιοχαρακτήρας ολκής, ακόμα πιο δυνατός κι απ’ τον μονόκερο, ικανός να σκοτώσει εκείνους που θα τολμήσουν να τον κυνηγήσουν.

Πάμε τώρα και στον Ονοκένταυρο. Σίγουρα, όλοι μας γνωρίζουμε τους κενταύρους του Πηλίου και της Φολόης, τα πλάσματα εκείνα που στο άνω μισό τους ήταν άνθρωποι και στο κάτω άλογα. Οι αρχαίοι συγγραφείς πολλάκις τους ονόμαζαν απλώς «θηρία», άγρια ζώα δηλαδή. Μολαταύτα, στην ελληνική μυθολογία, οι κένταυροι δεν είναι αποκλειστικά δυνάμεις ωμής βίας και ζωώδους καταστροφικής ορμής. Είναι συνάμα και σοφοί, διδάσκαλοι και φίλοι επιφανών ηρώων. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί ο κένταυρος Χείρων, που δίδαξε τον Ιάσωνα την τέχνη του θεραπεύειν. Ο ίδιος πάλι ήταν που δίδαξε στον Αχιλλέα να κυνηγά και να σκοτώνει· προτού καν ο νεαρός ημίθεος γευτεί το μητρικό γάλα, ο κένταυρος τον έθρεψε με σπλάχνα λιονταριών και αγριόχοιρων, με μυαλά αρκούδας, και τον ονόμασε Αχιλλέα (πριν λεγόταν Λιγύρων), μιας και τα χείλη του δεν είχαν ακουμπήσει ποτέ το στήθος της μητέρας του. Ο Χείρων ήταν πάλι εκείνος που δίδαξε τον Ασκληπιό την ιατρική τέχνη και επανέφερε την όραση του τυφλωμένου Φοίνικα ενώ δίδαξε την τέχνη του πολέμου στον Οδυσσέα, στον Αντίλοχο, τον Μενεσθέα, τον Παλαμήδη, τον Πρωτεσίλαο και τον πιο σκληρό καριόλη που πέρασε ποτέ από πεδίο μάχης: τον Διομήδη.

Αυτά, έτσι, για την ιστορία του είδους γενικότερα. Οι ονοκένταυροι, βέβαια, ούτε στα όνειρά τους τέτοιο πεντιγκρί πεντάστερο. Στο εγχειρίδιό μας δεν καθίσταται σαφές αν ο ονοκένταυρος είναι πλάσμα με ανθρώπινη νοημοσύνη αν και υπονοείται έντονα πως πρόκειται για άλογο ζώο, όμοιο με όλα τα άλλα στο σύγγραμμα. Όπως και να ‘χει όμως, από τη μέση και πάνω, μοιάζει με άνθρωπο: έχει πρόσωπο ανδρικό, μαλλιά (όχι όμως γένια), κορμό με κρεμασμένα γυναικεία στήθη, χέρια και δάκτυλα. Από τη μέση και κάτω, είναι τέλειος γάιδαρος. Όπως και όλα τα άλλα φανταστικά ζώα, ζει στην Ινδία – γιατί ποιός κουβαλιέται ως εκεί, να τσεκάρει, και να με βγάλει ψεύτη; Η ιδιαιτερότητά του είναι πως δεν περπατά, αλλά αείποτε τρέχει, μέχρις ότου λαχανιάσει και σταματήσει για λίγο. Είναι πλάσμα που τόσο αγαπά την ελευθερία του που θα προτιμήσει να σκοτωθεί παρά να πιαστεί αιχμάλωτο από τους ανθρώπους.

Ο άγιος Ιερώνυμος αναφέρει ένα περιστατικό που φέρεται να έλαβε χώρα κατά τον 4ο αιώνα, στον ξακουστό ησυχαστή Αντώνιο τον Μεγάλο, στην έρημο της Θηβαΐδος, στην Αίγυπτο (Βίος του Παύλου, του πρώτου Ερημίτη, 7). Εκεί, ο Ιερώνυμος αναφέρεται σε ένα παρεμφερές πλάσμα το οποίο σχοινοβατεί μεταξύ αλόγου και νοήμονος συνειδητότητας.

Ο Μέγας Αντώνιος, σε ηλικία ενενήντα χρόνων, διέσχιζε την έρημο για να βρει το ερημητήριο του ασκητή Παύλου. Το προηγούμενο βράδυ είχε πληροφορηθεί από ένα όραμα πως κάπου στην έρημο κατοικούσε αυτός ο Παύλος, ένας ασκητής μεγαλύτερος σε αρετή κι από τον ίδιο, ηλικίας εκατόν δεκατριών ετών, και ήθελε πάση θυσία να τον συναντήσει. Προφανώς και ο Αντώνιος είχε χαθεί απελπιστικά, γιατί ούτε τα οράματα κάνουν χρέη GPS, ούτε έχει πινακίδες στην έρημο. Έφτασε μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε, αλλά ο Αντώνιος δεν το έβαζε κάτω. «Πιστεύω στον Θεό μου», μονολόγησε. «Θα μου δείξει σύντομα τον δρόμο για τον άλλον αυτόν δούλο του Κυρίου που μου υποσχέθηκε». Προτού καλά-καλά τελειώσει τον μονόλογό του, μπροστά του εμφανίζεται ένα πλάσμα με σύμμεικτη μορφή, άνθρωπος και άλογο μαζί, το οποίο ο Ιερώνυμος περιγράφει ως «ἱπποκένταυρον», ακολουθώντας την ορολογία των «ποιητών», όπως λέει. Ο Αντώνιος σταυροκοπιέται και του λέει: «Πες μου που κατοικεί ο δούλος του Θεού, Παύλος». Ο δε ιπποκένταυρος, «οὐχί ὡς θηρίον ἀνήμερον, ἀλλ΄ ὡς ἄνθρωπος ἒδειξον αὐτῷ τὴν ὁδόν με τὴν δεξιάν, ἐρμηνεύοντάς τοῦ τὸν δρόμον με φωνήν πεπλανημένην καὶ ἂναρθρον». Με άλλα λόγια, στην εν λόγω αφήγηση, ο ιπποκένταυρος παρουσιάζεται ως πλάσμα ικανό να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους, αν και μιλά μια γλώσσα στριγκιά, ζωώδη και ακατανόητη. Ο ίδιος ο Ιερώνυμος, αφού έχει αφηγηθεί το περιστατικό, αναρωτιέται και ο ίδιος αν ο κένταυρος αυτός ήταν ο διάβολος μεταμορφωμένος, με σκοπό να φοβίσει τον Αντώνιο, ή αν απλά ήταν κάποιο άγνωστο πλάσμα της ερήμου που ο Θεός οικονόμησε να στείλει για να καθοδηγήσει τον άγιο.

Το καλύτερο όμως σας το κράτησα για το τέλος. Δράκοι.

Και ποιος λάτρης του φανταστικού δεν αγαπά τους δράκους; Τα άσχημα νέα, βέβαια, είναι ότι οι «αληθινοί» δράκοι, αυτοί που περιγράφουν τα ιστορικά κείμενα δηλαδή, ούτε μιλάνε με τη φωνή του μακαρίτη του Σον Κόνερι, ούτε έχουν οιδιπόδεια συμπλέγματα με την γκιόσα τη μάνα τους ώστε να αντιδρούν σαν φτερωτά ναπάλμ όταν ακούνε την προσταγή «Ντρακάρις». Βασικά, εδώ που τα λέμε, οι «αληθινοί» δράκοι δεν έχουν φτερά. Είναι, κατ’ ουσία, φίδια. Μεγάλα φίδια. Τα φτερά στους δράκους είναι καθαρά συμβολικά και εμφανίζονται στα πλαίσια της εραλδικής τέχνης αλλά και της αλχημιστικής εικονογραφίας. Έτερη, μεγάλη ιστορία αυτό.

Σε όλη την αρχαιότητα, από τους Αρχαϊκούς Χρόνους μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα, η λέξη «δράκος» πρακτικά σήμαινε «φίδι τεραστίων διαστάσεων» το οποίο ξεχωρίζει συνήθως στις παραστάσεις από ένα κοντό γένι που έχει στο κάτω του σαγόνι και ενίοτε ένα μεμβράνινο «λοφίο» στην κορυφή του κεφαλιού του. Οι εικαστικές αυτές προσθήκες στη μορφολογία του φιδιού πιθανώς να έχουν συμβολικό χαρακτήρα, καθότι γιγαντιαία τέτοια φίδια συχνά λατρεύονταν στην αρχαιότητα. Για παράδειγμα, κατά την τελετή εγκαινίων του Ολυμπίου, στην Αθήνα (σημερινοί Στύλοι του Ολυμπίου Διός), ο αυτοκράτορας Αδριανός αφιέρωσε στο ναό έναν ζωντανό δράκο που έφερε από την Ινδία, ειδικά για τον σκοπό αυτό (Cassius Dio, Roman History, LXIX, 16).

Στην πραγματεία μας, η αρχαία αυτή έννοια του δράκου φαίνεται να έχει εντυπωθεί γερά στην ελληνική εννοιολογική αντίληψη της λέξης. Μάλιστα, το όλο κείμενο περιέχει τέσσερεις καταχωρήσεις «περὶ τοῦ ὂφεως», μονάχα μία από τις οποίες αποκαλεί τα φίδια δράκους – και αυτό λόγω του μεγάλου τους μεγέθους. Οι άλλες τρεις αναφέρονται σε πολύ μικρότερα φίδια.

Ο «ὂφις», λοιπόν, ο οποίος αποκαλείται δράκος είναι το φίδι εκείνο που ζει σε θερμά κλίματα και μετά από πολλά χρόνια «θηριώνεται». Στην Αιθιοπία (γενικότερος όρος για την αφρικανική ήπειρο) λέει, υπάρχουν δράκοντες οι οποίοι, όταν πεινούν, υψώνουν το κεφάλι τους στον αέρα και εκπνέουν μια τοξική ανάσα που αναδίδεται από την καρδιά τους, με αποτέλεσμα να πέφτουν τα πουλιά νεκρά στο έδαφος, έτοιμα, στο πιάτο. Αυτά, βέβαια, δεν είναι παρά το ορεκτικό. Το βράδυ ξεκινούν το αληθινό τσιμπούσι. Παίρνουν στο κυνήγι κατσίκες και βόδια και πρόβατα. Προφανώς εδώ ο άγνωστος συγγραφέας προσπαθεί να περιγράψει ευφάνταστα βόες, ανακόντες και πύθωνες – τα μόνα είδη φιδιού τα οποία είναι αρκετά γιγαντόσωμα ώστε να κατασπαράξουν τόσο μεγάλα θηράματα.

Στο βίο του Απολλώνιου του Τυανέα (Τὰ ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον, ΙΙΙ, VI-X), ο Φιλόστρατος (170-247 μ.Χ.) δίνει μια πολύ πιο λεπτομερή περιγραφή των δράκων της Ινδίας. Υπάρχουν, λέει, τρία διαφορετικά είδη: οι δράκοι των βουνών, των πεδιάδων και των βάλτων.

Οι δράκοι των βάλτων είναι πολύ μαύροι σε χρώμα και έχουν λιγότερα λέπια απ’ ότι οι άλλοι. Επίσης, δεν έχουν μεμβρανοειδές λοφίο στο κεφάλι τους, κάτι που τους κάνει να μοιάζουν με τους θηλυκούς δράκους των άλλων κατηγοριών.

Οι δράκοι των πεδιάδων, λοφιοφόροι και ευκίνητοι σαν «ορμητικοί ποταμοί», όταν ενηλικιώνονται αποκτούν κόκκινο-ασημί χρώμα στα λέπια τους. Αυτό το είδος δράκου έχει επίσης και την γενειάδα που αναφέραμε πριν. Τα μάτια είναι πυρόχρωμα πετράδια, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για πολλούς «μυστικούς σκοπούς». Όταν οι πεδινοί αυτοί δράκοι κάνουν το λάθος να επιτεθούν σε κάποιον ελέφαντα, τότε είναι η ιδανική στιγμή για να πιαστούν από τους Ινδούς κυνηγούς δράκων -γιατί στη μάχη μεταξύ ελέφαντα και δράκου και τα δύο θηρία πεθαίνουν. Στη συνέχεια, οι κυνηγοί έρχονται, κύριοι, και μαζεύουν τα μάτια, το δέρμα και τα δόντια τους, τα οποία είναι μεγάλα σαν κάπρου και οδοντωτά σαν καρχαρία.

Οι δράκοι των βουνών είναι μακράν οι πιο ζόρικοι της παρέας. Έχουν χρυσά λέπια και ξεπερνούν σε μέγεθος ακόμα και αυτούς των πεδιάδων. Έχουν μεγάλες, χρυσαφένιες γενειάδες και έντονα φρύδια – γεγονός που παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ομοιότητα με τους δράκους της κινεζικής εικονογραφίας. Αναδίδουν έναν στριγκό, μεταλλικό ήχο όταν λαγουμιάζουν μέσα στη γη και από τα πυροκόκκινα λοφία τους βγαίνει σαν αστραπή μια φωτιά «πιο έντονη από κάθε πυρσό». Οι δράκοι αυτοί μπορούν άνετα να τα βάλουν και με ελέφαντες, αλλά οι κυνηγοί δράκων παρόλα αυτά μπορούν να τους πιάσουν κεντώντας χρυσά σύμβολα σε έναν πορφυρό μανδύα. Βάζουν έπειτα τον μανδύα μπροστά στο λαγούμι του τέρατος. Εκείνο, μαγεμένο, βγάζει τον λαιμό του έξω και αποκοιμιέται επάνω του. Τότε οι Ινδοί πέφτουν επάνω του με τσεκούρια και του κόβουν το κεφάλι. Μέσα στο κρανίο των βουνίσιων δράκων λένε ότι βρίσκονται πετράδια που στραφταλίζουν με όλα τα χρώματα της ίριδας και έχουν τις μυστικιστικές δυνάμεις που «λέγεται πως είχε το δαχτυλίδι του Γύγη» (δηλαδή να κάνουν αυτόν που τις φέρει αόρατο).

Ο Φιλόστρατος μάλιστα αναφέρει πως υπάρχει μια μεγάλη πολή στην Ινδία, ονόματι Παράκα, στους πρόποδες των βουνών. Στο κέντρο της, λέει, είναι στημένα σε βωμούς πολλά κεφάλια δράκων, καθότι οι κάτοικοι της πόλης αυτής εκπαιδεύονται από την παιδική τους ηλικία στο να κυνηγούν δράκους.

Ο σύγχρονος κόσμος μας, περιζωμένος από δορυφόρους που φωτογραφίζουν κάθε γωνιά του πλανήτη, δεν έχει πια χώρο για τέτοια φανταστικά και τρομερά πλάσματα. Μονάχα οι σελίδες της ιστορίας και κάποιων καταχωνιασμένων χειρόγραφων τους έμειναν ως τελευταίο καταφύγιο. Τα βαθιά δάση, οι έρημοι, τα βουνά και τα φαράγγια λες έχουν χάσει κάτι από το αρχαίο δέος που τα έντυνε. Ο μέγας Παν πέθανε. Ή μήπως όχι;

Μην ξεχνάμε πως το 95% του παγκοσμίου πληθυσμού ζει στο 10% της συνολικής επιφάνειας του πλανήτη. Αχανείς εκτάσεις παραμένουν ως επί το πλείστο ανεξερεύνητες, ανέγγιχτες από τον παρεμβατικό δάκτυλο του ανθρώπου. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, όσο εσύ κοιτάς την οθόνη σου, προστατευμένος από την παρήγορη λάμψη του ηλεκτρικού και με συντροφιά τους αόρατους κόσμους που σου ανοίγει το wifi, νομίζεις πως τα έχεις δει όλα. Όχι. Έχεις δει μονάχα ένα χιλιοστό από το ένα χιλιοστό που έχουν καταγράψει οι κάμερες των ανθρώπων.

Κάπου εκεί έξω, μακριά, η φύση είναι ακόμη γεμάτη θαύματα και τρόμους, τέτοιους που ποτέ σου δεν φαντάστηκες...