Διήγημα | "Ο θαμώνας"

Διήγημα | "Ο θαμώνας"

Ήταν ένα πολυσύχναστο μπαρ. Ομιλίες, δυνατά γέλια, άφθονο αλκοόλ και σύννεφα καπνού πλημμύριζαν κάθε βράδυ τον χώρο. Πολλοί και διαφορετικοί άνθρωποι, απολάμβαναν το ποτό και την θαλπωρή του μαγαζιού που οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούσαν στέκι τους. Δεν ήταν ένα μέρος το οποίο μάζευε ανθρώπους χαμηλής κοινωνικής τάξης. Δεν ήταν χαμαιτυπείο στο οποίο έβλεπες υπόκοσμο, ανθρώπους παράξενους και ταλαιπωρημένους απ’ την ζωή, πίνοντας βαρελίσια μπύρα και καπνίζοντας φθηνά τσιγάρα. Ήταν ένα μέρος στο οποίο μαζεύονταν άνθρωποι που κατείχαν χρήμα, εξουσία και κοινωνική θέση. Ένα μέρος που τα ακριβά κοστούμια, τα φινετσάτα φορέματα και η ευωδιά των αρωμάτων και των ακριβών πούρων έκαναν αισθητή την παρουσία τους.

Ανάμεσα στους θαμώνες που διασκέδαζαν με ακριβά ποτά και όμορφες γυναίκες, υπήρχε ένας παράξενος πελάτης. Ένας θαμώνας, τον οποίο όλοι ήξεραν, αλλά κανείς δεν γνώριζε προσωπικά. Ήταν ο κουστουμαρισμένος κύριος του μπαρ, που έπινε Μαρτίνι και κάπνιζε ακριβά πούρα. Ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε την μοναξιά, μέσα στο πολύβουο πλήθος, προσπαθώντας να μην δίνει δικαιώματα στους υπόλοιπους θαμώνες και να μην πιάνει ποτέ κουβέντα ή να υποκύπτει στις σέξι παρουσίες οι οποίες προσπαθούσαν να τον προσεγγίσουν κατά καιρούς.

Ο μπάρμαν γνώριζε μόνο όσα χρειάζονταν. Όσα ο παράξενος θαμώνας τού επέτρεπε να γνωρίζει. Ότι του άρεσε το Μαρτίνι, τα ακριβά πούρα και ότι τον έλεγαν Λου. Δεν χρειάζονταν τίποτα περισσότερο, μιας και αυτό λειτουργούσε μεταξύ των δύο ανδρών. Δεν υπήρχε καμία ανάγκή, κανένας παραπάνω λόγος για περισσότερες κουβέντες, για περισσότερες ερωτήσεις. Το πουρμπουάρ ήταν πάντα γενναιόδωρο και αυτό ήταν αρκετό!

Οι βραδιές στο μπαρ κυλούσαν η καθεμιά ακριβώς όπως και η προηγούμενη, κάνοντας κάποιον να αισθάνεται σχεδόν προφήτης για το πώς θα εξελίσσονταν η επόμενη. Ο Λου έμπαινε στο πολυτελές μπαρ, απλώνοντας την αύρα του μυστηρίου γύρω του. Δεν μιλούσε ποτέ σε κανέναν, δεν κοίταζε ποτέ κανέναν στα μάτια, ούτε φλέρταρε με τις πανέμορφες γυναίκες που περιφέρονταν τα βράδια εκεί. Καθόταν στο μπαρ μόνος του, κάνοντας την χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του, στην οποία ο μπάρμαν γνώριζε τι έπρεπε να κάνει. Το μαρτίνι και το ακριβό πούρο του. Αυτά ήταν όλα και όλα που χρειάζονταν. Πηγαδάκια σχηματίζονταν πίσω από την πλάτη του, αλλά ποτέ δεν είχε δώσει σημασία σε κανέναν. Ήταν πάντα αινιγματικός και μελαγχολικός. Στοιχεία που πυροδοτούσαν την περιέργεια των θαμώνων.

Σήμερα όμως ήταν μια σημαντική μέρα για αυτόν. Κάθε τέτοια μέρα, μια φορά τον χρόνο, είχε μια παραπάνω απαίτηση από τον μπάρμαν. Μια απαίτηση που θα εκπληρώνονταν χωρίς δεύτερη σκέψη, φυσικά όπως πάντα με το αζημίωτο...

Το τραγούδι άρχισε να ακούγεται στα ηχεία πλημμυρίζοντας την αίθουσα, κάνοντας τους παρευρισκομένους να κοιτάζονται μεταξύ τους με απορία για την παράξενη και απότομη αυτή μουσική αλλαγή. Ήταν ένα παλιό μπλουζ τραγούδι και το δισκάκι από το οποίο παιζόταν ήταν τόσο ταλαιπωρημένο που οι χαρακιές πάνω του αντηχούσαν αυτούς τους χαρακτηριστικούς θορύβους καθώς η βελόνα ολοκλήρωνε το περιστροφικό της ταξίδι μέσα από τις αυλακιές του βινυλίου. Ήταν ένα τραγούδι που μιλούσε για μια εμπειρία του ίδιου του καλλιτέχνη. Μια αληθινή, όπως λέγεται, ιστορία. Ότι μια νύχτα, σε ένα σταυροδρόμι κατάφερε να κοροϊδέψει τον ίδιο τον Διάβολο και να ξαναπάρει πάλι πίσω την ψυχή του.

Ο Λου, ακούγοντας το κομμάτι που είχε παραγγείλει στον μπάρμαν να βάλει να παίξει, ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, ρούφηξε μια τζούρα από το πούρο του και σκυθρωπός, με χαμηλωμένο βλέμμα, μονολόγησε Ποτέ ξανά μπάσταρδε”