Διήγημα | Ο Μύλος ("Η Λαίδη", ιστορία 1.1)

Διήγημα | Ο Μύλος ("Η Λαίδη", ιστορία 1.1)

"...Εκατομμύρια οι νεκροί, αρρώστιες, πείνα και βαρβαρότητες ήταν οι αιτίες, με τους περισσότερους να είναι άμαχοι. Μερικοί αφελείς τον ονόμαζαν "Ο Πόλεμος που θα τελειώσει όλους τους πολέμους", "Ο Τελευταίος Πόλεμος", αλλά πιο δημοφιλές στις φυλλάδες ήταν ο τίτλος "Ο Μεγάλος Πόλεμος".Ύστερα από μια εύθραυστη ειρήνη με το πέρας του Φράγκο-Πρωσικού πολέμου στα τέλη του 19ου αιώνα η Πρωσική αυτοκρατορία κτυπούσε ξανά ανελέητα τα γαλλικά χαρακώματα, δηλητηριάζοντας γη και αέρα του Συνασπισμού Δυτικής Ευρώπης, ενώ αυτός απαντούσε με ολοένα πιο φρικαλέα μηχανήματα και ανορθόδοξα μέσα διεξαγωγής πολέμου. Οι κάτω χώρες είχαν σχηματίσει μια συμμαχία με τη Χανσεάτικη Ένωση, ώστε να αποτρέψουν όποια εισβολή και από τις δύο πλευρές. Θέλανε όμως μερίδιο, σαν αποζημίωση για τις χαμένες αποικίες τους, οπότε συχνά έπρατταν δολιοφθορές προς τις δύο πλευρές. Η Γαλλική Δημοκρατία έβαλε στην άκρη διαφορές που είχαν προκύψει από τους Ναπολεώντιους Πολέμους και έκτισε ένα συνασπισμό με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία. Μαζί συγκράτησαν τις γερμανικές επεκτατικές διαθέσεις δημιουργώντας ένα ευρύ δίκτυο χαρακωμάτων που εκτείνονταν για εκατοντάδες χιλιόμετρα από τις Βρυξέλες μέχρι τις Άλπεις. Στην ανατολική Ευρώπη η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε δεκάδες επαναστάσεις βαλκανικών λαών, που κάτω από τις αρχές του Διαφωτισμού προσπαθούσαν να ιδρύσουν δημοκρατικά έθνη-κράτη. Μια αποδυναμωμένη Ρωσία αντιμετώπιζε αψιμαχίες με τη Πολωνό-Λιθουανική Ένωση και την ανυπότακτη Φινλανδία που για καιρό ανταγωνίζονταν. Στην Ασία η Ιαπωνική Αυτοκρατορία κοιτούσε να βρει εκδίκηση από Κίνα και Ρωσία για τις ήττες που υπέστη στον τελευταίο πόλεμό τους, ενώ στην Αφρική πολλές φυλές άρχισαν να αποκτούν εθνική συνείδηση και συσπειρωμένες να επαναστατούν. Η Πρωσική αυτοκρατορία και τα υποταγμένα Πόλεις-Κράτη της κεντρικής Ευρώπης, αξιοποιώντας τον άριστα πειθαρχημένο στρατό και την βαριά βιομηχανία του Βερολίνου, άρχισαν να κατακτούν Γαλλικές και Βρετανικές αποικίες σε Αφρική και Ασία, στερώντας σταδιακά την οικονομική άνεση του Συνασπισμού. Ο Βρετανικός Στόλος και η Γαλλο-Ισπανική Αρμάδα φάνηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τα Γερμανικά υποβρύχια, τις λεγόμενες "Αγέλες Λύκων". Μετά την πρώτη εκεχειρία όμως, κοινωνική αναταραχή στο εσωτερικό της, επέτρεψαν τον Συνασπισμό να ανακάμψει πολύτιμο έδαφος. Μια καινούρια πολιτική οντότητα που ψάχνοντας να βάλει ένα σύντομο τέλος σε τούτο τον αιματηρό πόλεμο, στράφηκε σε αρχέγονες δυνάμεις. Δυνάμεις κρυμμένες για αμέτρητους αιώνες στις παρυφές της πραγματικότητας. Από την άλλη πλευρά, το Ηνωμένο Βασίλειο ενώ για πολλά έτη με την ηγεσία του Πρίγκιπα και διάδοχου του θρόνου εφορμούσε στα χαρακώματα των Γερμανών, ακολουθώντας τα χνάρια που άφηναν οι ερπύστριες των Αγγλικών Αρμάτων, πλέον κουρασμένο στράφηκε σε ντροπιαστικές πρακτικές. Τώρα η διακριτική κοινωνία των μάγων στρατολογήθηκε με αποτέλεσμα δεκάδες απόκοσμα πλάσματα να καλεστούν από το υπερπέραν και να αμοληθούν στις πεδιάδες τις βορειοδυτικής Γαλλίας. Οι φρικαλεότητες που ακολούθησαν και η κοινωνική κατακραυγή οδήγησαν τον αεροστόλο να βομβαρδίσει τεράστιες εκτάσεις για να συγκρατηθούν τα τέρατα. Ταυτόχρονα ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις έβρισκαν αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη σε πολλές χώρες και πολλές κοινωνικές ομάδες άρχισαν να αντιμετωπίζουν διωγμούς και γενοκτονίες. Στο μέτωπο, εκεί που πριν τον πόλεμο υπήρχαν ατελιέ και ναοί, πλέον το κοσμούσαν πελώρια κανόνια, ένα δαιδαλώδες δίκτυο σιδηροδρόμων και το πρώτο στο κόσμο ενσύρματο δίκτυο τηλεπικοινωνίας, που ένωνε το Γενικό Επιτελείο στο Παρίσι με τα χαρακώματα στο Στρασβούργο. Σε έναν πόλεμο που φάνταζε ατελείωτος, ευγενείς και χωρικοί, καπιταλιστές και προλετάριοι, έντιμοι και άτιμοι, γενναίοι και δειλοί μάχονταν σε μια γη μπολιασμένη με αίμα και μολύβι..."

〇〇〇

Η Λαίδη

Έβριζε ο Αρίστος την κακοκαιρία, που για πολλές εβδομάδες τώρα έκανε τη ζωή του μίζερη, τεντώνοντας το πιασμένο από τον ύπνο κορμί του. Αναφώνησε με χαμόγελο την ευπρόσδεκτη σιωπή της Μαρίας και της Κατερίνας, κοιτώντας τα πελώρια κανόνια που κτίστηκαν πίσω από τα χαρακώματα. Κανόνια ψηλότερα από τριώροφο κτίριο, ικανά να πλήξουν θέσεις μακρύτερα από κάθε γνωστό όπλο της εποχής. Στη σκιά τους δεν έμενε κανείς, μιας και η βροντή που προκαλούσαν ακούγονταν μέχρι το Λονδίνο. Κανείς εκτός από αυτούς. Οι "Λεπροί". Άτομα με ανίατες ασθένειες και παθήσεις που πλέον κάλυπταν θέσεις χαμηλής στρατηγικής σημασίας που δεν προβλεπόταν να βιώσουν μάχη. Σε μια Ευρώπη σημαντικά μειωμένη πληθυσμιακά, κάθε πλευρά στρατολογούσε πλέον τον οποιοδήποτε.

"Της έκαναν συντήρηση" απάντησε ο Τζέιμι. "Μια ελαττωματική οβίδα ράγισε τον μηχανισμό εκπυρσοκρότησης" εξήγησε, καθώς έτρωγε το ασαφές περιεχόμενο μιας κονσέρβας.

Κοίταξαν γύρω τους μήπως βρουν τη "Λαίδη" και προς απορία τους κατάλαβαν πως έλειπε. Αναρωτήθηκαν μήπως είχε πάει σε έναν από τους τακτικούς νυχτερινούς περιπάτους. Ο ήλιος τον ενοχλούσε, είχε εξηγήσει παλιά και ζούσε φορώντας μια βαμβακερή μάσκα. Μαζί με τη μάσκα φορούσε γυαλιά με μαυρισμένους φακούς για τον ήλιο και ένα χοντρό μαντήλι γύρω από το κράνος του, χαρίζοντας του το παρατσούκλι "Λαίδη". Διατηρούσε όσο του επιτρεπόταν, από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, ένα νυκτερινό βίο. O Κράμερ φώναξε, καθώς πλησίαζε, πως τον βρήκε να κοιμάται μαζί με συγχωριανούς του Τζέιμι. Είπαν να μην τον ενοχλήσουν σχολιάζοντας και γελώντας με τις νυχτερινές του αποδράσεις. Όλοι μαζί κάθισαν να κάνουν το πρωινό τσιγάρο τους, όμως την πρωινή τους αυτή ρουτίνα διέκοψε η σφυρίχτρα του λοχία. Ένας τριαντάρης που πέρασε τα νιάτα πολεμώντας αυτόχθονες στην Αφρική. Εκεί μεγαλύτερο κίνδυνο αποτελούν τα κουνούπια και η υπόλοιπη πανίδα, παρά οι κατάρες των αγριάνθρωπων. Οι Γερμανοί ήταν άλλη υπόθεση και φαινόταν στο κουρασμένο του βλέμμα.

Φορούσε δυο πελώριες ωτοασπίδες, κρεμασμένες στον λαιμό του, ενώ στον ώμο του κρεμόταν το ακουστικό που χρησιμοποιούσαν οι αξιωματικοί για να ακούν τις εντολές τους στο δίκτυο. Πέρα από αυτά, αλλά και τα γαλόνια που έφερε, η περιβολή του ήταν ίδια με των υπολοίπων. Ζούσε πίσω από τα κανόνια μαζί με τους υπόλοιπους αξιωματικούς. Δεν ήταν λεπρός σαν αυτούς, οπότε διατηρούσε αποστάσεις και απέφευγε να τους συναντά. "Για να έχει έρθει όμως κάτι σημαντικό θα είναι" σκέφτηκαν αυτοί που συγκεντρώθηκαν από κάτω. Στεκόμενος στην άκρη του χαρακώματος έβγαλε ένα γράμμα και αφού έβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του το διάβασε δυνατά. Το γράμμα έλεγε πως ο Βασιλιάς επιβράβευε κάθε στρατιώτη με ένα σημαντικό ποσό, παρμένο από το Βασιλικό Ταμείο, χάρη στην σημαντική νίκη των Αρμάτων και την προώθηση της γραμμής. Αφότου άφησε τις ζητωκραυγές και τις ευχαριστίες να ακουστούν, με ένα νεύμα του χεριού για να σωπάσουν, συνέχισε ανακοινώνοντας πως τα κανόνια θα μετακινηθούν Νότια, στη νέα γραμμή. Θα μείνουν μόνο οι "Λεπροί" και μερικά πολυβόλα. Έστρεψε την πλάτη του κι έκανε να φύγει βιαστικά μιας και η παρουσία του εκεί τον έκανε να δυσφορεί.

Ο ενθουσιασμός εκείνο το απόγευμα ήταν μεγάλος. Θα άφηναν τη δηλητηριασμένη τούτη γη για να χαρούν το Νότιο Κλίμα, έλεγαν πολλοί. Θα λιαζόντουσαν τρώγοντας ελβετικό τυρί, φαντάζονταν μερικοί, ενώ κάποιοι άλλοι άρχισαν να γράφουν γράμματα στις οικογένειές τους. Όταν ήταν ώρα για το βραδινό, η "Λαίδη" βγήκε από την τρώγλη που κοιμόταν. Μαθαίνοντας τα νέα έγραψε ένα γράμμα στην αγαπημένη του να φύγει μαζί με τους υπόλοιπους το πρωί. Δυο μέρες μετά πελώριες ατμομηχανές άρχισαν να μουγκρίζουν ενώ τραβούσαν τα πελώρια κανόνια πάνω στις ράγες. Τρία βαγόνια τους περίμεναν και χαμογελαστοί οι περισσότεροι ανέβηκαν. Έφευγαν από αυτή τη μίζερη γη και την αποχαιρετούσαν ρίχνοντας κατάρες σε αυτή και στους Γερμανούς που την έκαναν έτσι. Ο Τζέιμι, προσκάλεσε τη "Λαίδη" για μερικές παρτίδες χαρτοπαιξίας μαζί με όσους παρέμειναν, αλλά ευγενικά τον απέρριψε γιατί η σκοπιά του άρχιζε σύντομα. Το βράδυ ήταν κρύο και ψιχάλιζε, αλλά όλοι το προτιμούσαν όταν έβρεχε, διότι το θειώδες νέφος και η τοξική σκόνη που κάλυπτε την ουδέτερη ζώνη έφευγε. "Επιτέλους" σκέφτονταν! Μετά από καιρό καθόταν και ανέπνεε καθαρό αέρα. Οι βραδινές σκοπιές του χάριζαν στιγμές αγαλλίασης. Ήταν από τις λίγες ώρες που μπορούσε να βγάλει την μάσκα του και να ατενίζει την ομίχλη χωρίς τα μάτια του να καίγονται. "Ήταν άραγε ο αέρας καθαρός" σκεφτόταν; Μήπως είχε ξεχάσει πως είναι ο καθαρός αέρας; Γνώριζε πως ήταν καταδικασμένος, τόσο καιρό εκεί πέρα, με ό,τι ανέπνεε. Πολλούς τους έστελναν εκεί πέρα γιατί ήταν λεπροί, αλλά οι περισσότεροι πέθαιναν από τον αέρα κι όχι από την νόσο. Δεν τους προλάβαινε.


Αναμείγνυε στο μυαλό του φαντασία και αναμνήσεις και οραματίζονταν το χωριό κοντά στο σπίτι του, το πράσινο χορτάρι, την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και τις δροσοσταλίδες που τίναζαν τα φύλλα των φυτών πάνω στα οποία προσγειώνονταν. Η σκέψη του χάριζε ελπίδα αλλά και θλίψη. Εδώ δεν υπήρχε πράσινο, αλλά μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι έβλεπε κανείς γυμνό χώμα και σάπιο ξύλο. Ήλπιζε να ξανάβλεπε την εξοχή στην οποία μεγάλωσε. Πέρασαν αρκετές ημέρες μέχρι να έρθει απάντηση στο γράμμα του. Με ανυπομονησία απομακρύνθηκε από τους άλλους, ξάπλωσε με ένα αμμόσακο για προσκεφάλι και με υψωμένο το γράμμα κόντρα στον θαμπό ήλιο το διάβασε. Μέσα στο γράμμα, του έγραφε ένα ποίημα και λίγα τρυφερά λόγια. Για πολύ ώρα  κρατούσε ψηλά το χαρτί, ενώ ήταν ξαπλωμένος και το διάβαζε επανειλημμένα. Ένα ψυχρό βράδυ, μουλωχτά έφυγε στα κρυφά προς την ουδέτερη ζώνη. Το υδατογράφημα στο γράμμα ήταν ξεκάθαρο. Του πήρε λίγες μέρες να αποκρυπτογραφήσει το ποίημα, αλλά πλέον ήταν βέβαιος. Οι μετρητές της Οργάνωσης υποδείκνυαν μεγάλη μαγική δραστηριότητα στα βορειοανατολικά του Βελγίου. Η υφή της πραγματικότητας γινόταν αδύναμη στα Νότια του Μαλμεντί. Έπρεπε να πάει να το ελέγξει. Απάντησε στο γράμμα και η καθημερινότητα του κύλισε ομαλά. Είχαν μείνει ελάχιστοι σε μια γραμμή που εκτείνονταν εκατοντάδες μέτρα και οι αξιωματικοί απέφευγαν να τους επισκέπτονται. Πλέον μπορούσε να κάνει συχνές νυχτερινές επισκέψεις στα διπλανά χωριά, στα μουλωχτά, με άνεση. Επίσης ήταν ήσυχος γιατί κανείς δεν θα πραγματοποιούσε έφοδο, αφού διέσχιζε μια ουδέτερη ζώνη καλυμμένη με ένα δηλητηριώδες νέφος δεκάδων χιλιομέτρων σε φάρδος.

Αυτή την πληκτική ζωή διέκοψε μια εντολή από τον ταξίαρχο. Κάποιος πρέπει να διασχίσει την ουδέτερη ζώνη και να κατασκοπεύσει τις κινήσεις του εχθρού. Είχε κριθεί από την ηγεσία πως η "Λαίδη" θα έφερνε εις πέρας την αποστολή, απόφαση διόλου απρόσμενη για αυτόν, μιας και περίμενε την αφορμή να εκτελέσει την πραγματική του αποστολή. Φαίνεται, οι επαφές του Ασπάλακα στη Γαλλική Μυστική Υπηρεσία ήταν ακόμα στενές. Και γιατί να μην είναι στενές; Αφού αυτός ουσιαστικά την ίδρυσε. Ο Κράμερ τον βρήκε να ετοιμάζει το σακίδιό του. Προμήθειες, επιπλέον δοχεία με νερό, χάπια αποτοξίνωσης για τα πνευμόνια και το προσωπικό του δέμα. Λίγο μετά μπήκε και ο Αρίστος. Ήρθαν να τον αποχαιρετίσουν. Προσπάθησαν να κρύψουν τη θλίψη τους, αλλά απέτυχαν. Κανείς δεν επιστρέφει από την ουδέτερη ζώνη. Παρά την κατάρα του, δεν ενόχλησε κανέναν τους ποτέ, μάλιστα μπορούσε πίστευε, παρά τις ανασφάλειες του, να αποκαλέσει μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους φίλους του. Οι λίγες κουβέντες που έλεγε, όταν μιλούσε, ήταν ευγενικές. Πάντα βοηθούσε στις χειρωνακτικές εργασίες και το γεγονός πως πάντα έπαιρνε, όταν μπορούσε, τις νυκτερινές βάρδιες τον έκαναν συμπαθή. Ο Αρίστος άρχισε να ξετυλίγει ένα πανί για να φανερώσει ένα φυλαχτό. Η ιστορία του ήταν, πως του το έδωσε μια γύφτισα μάντισα σε ένα παζάρι πριν φύγει για το μέτωπο. Όσο το είχε περασμένο στο λαιμό του, ο θάνατος θα αργούσε να έρθει. Δεν πίστευε σε τέτοιες προκαταλήψεις ομολόγησε, παρόλα αυτά όμως τον προέτρεψε να το πάρει, με την απαίτηση να του το επιστρέψει. Αν δεν επέστρεφε, η γύφτισα του χρωστούσε χρήματα σχολίασε με χαμόγελο και έκανε να τον αγκαλιάσει. Το χαμόγελο δεν φαινόταν κάτω από τη μάσκα του, αλλά πλέον είχαν μάθει να τον διαβάζουν από τον τόνο της φωνής του. Ήταν συγκινημένος.

Ξεκίνησαν αργά το απόγευμα, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει και να χρωματίζει την τοξική ομίχλη που κάλυπτε τα μέρη εκείνα με ζοφερά χρώματα. Περπατούσαν γρήγορα μέχρι να βρουν το καμπαναριό, το οποίο ήταν οτι είχε απομείνει από μια εκκλησία, της οποίας το όνομα έχει ήδη ξεχαστεί, μιας και το χωριό που εξυπηρετούσε είχε ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά. Σε καθαρές μέρες φαινόταν από το χαράκωμα και το χρησιμοποιούσαν σαν αφετηρία για την μιασμένη γη. Τα πρώτα χρόνια του Πολέμου, οι μεγάλες δυνάμεις είδαν μάχες σε πολλά σημεία της Ευρώπης. Αλλά, απεγνωσμένες οι δυο πλευρές να χαλάσουν το ισοζύγιο προς το μέρος τους, εστίασαν τις δυνάμεις του σε αυτό το τμήμα γης, βγάζοντας ό,τι χειρότερο είχε η καθεμία στο μαγικό οπλοστάσιό της. Οι μάγοι της γερμανικής σχολής σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Πειραματικού Πολέμου του Βερολίνου μετέτρεψαν τη γη σε ένα βούρκο που μύριζε θειάφι. Ένα βούρκο που ασταμάτητα ανάβλυζε δηλητηριώδη αέρια, που τίποτα από αυτό τον κόσμο δεν μπορούσε να αντέξει. Οι άνεμοι πνέουν από τα δυτικά προς τα ανατολικά εδώ, οπότε σύντομα οπισθωχώρησαν οι Γερμανοί, αφήνοντας πίσω τους διάφορες αμυντικές κατασκευές. Από την άλλη πλευρά, οι κύκλοι μελετητών των σκοτεινών τεχνών του Ηνωμένου Βασιλείου και το Υπουργείο Μαγείας έφεραν απόκοσμα πλάσματα σε μια προσπάθεια να συντρίψουν τις γερμανικές θέσεις. Αυτά τα πλάσματα υπακούοντας στις επιταγές των δέσμιών τους, διέσχισαν και σκότωσαν ό,τι βρήκαν στο διάβα τους. Χωρικοί που πιάστηκαν ανάμεσα στις γραμμές με τα ζώα τους, πρόσφυγες και πολεμιστές, τίποτα δεν αφέθηκε να ζήσει. Όσα κτίρια δεν γκρεμίστηκαν από την αεροπορία που προσπαθούσε να περιορίσει τα πλάσματα, διαφθάρησαν και έγιναν πόλος έλξης για κατατρεγμένους μάγους που θέλανε ένα τμήμα της απόκοσμης ύλης. Στη μαύρη αγορά μπορεί κανείς να βρει οτιδήποτε, που πριν τον Πόλεμο θα φαινόταν αφάνταστο, πόσο μάλλον επιτρεπτό. Μετά από δύο μέρες πορείας, ένιωθε το φίλτρο στην αντισφυξιογόνα μάσκα του να μολύνεται. Ήξερε πως αν βιαστεί θα προλάβει να βγει από το τοξική ομίχλη που κάλυπτε την περιοχή πριν η μάσκα αχρηστευτεί. Η ορατότητα ήταν περιορισμένη σε λίγα μόλις πόδια, αλλά ήταν σίγουρος πως ταξίδευε στην σωστή πορεία.

Τη νύχτα τα άστρα φαινόντουσαν αμυδρά και η πυξίδα με τον χάρτη ήταν υπεραρκετά. Αν και η πυξίδα είχε αρχίσει να γίνεται ανυπάκουη στους νόμους της φυσικής, μπορούσε να αισθανθεί την αδυναμία των κανόνων της φύσης σε αυτό το μέρος. Παρατηρούσε κανείς πτώματα που δεν σάπιζαν, δένδρα άρρωστα που έβγαζαν αλλόκοτους καρπούς, ρυάκια που φωσφόριζαν την νύχτα και πέτρες που ένιωθε κανείς πως σε παρακολουθούν ενώ τις προσπερνάς. Κάποιες φορές μπορούσε να ορκιστεί πως έβλεπε φιγούρες να περπατούν στην ομίχλη. Βογκητά και κραυγές ακούγονταν κατά καιρούς αλλά δεν μπορούσαν να διακρίνουν από πού έρχονταν. Ξύπνησε μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο πόστο. Δεν θυμόταν πως κατέληξε εκεί. Το τσιμέντο είχε εξογκώματα σαν καρκίνος των οστών. Βρύα με περίεργα χρώματα το κάλυπταν σχηματίζοντας αφύσικους σχηματισμούς. Κάθισε και τα περιεργάστηκε μέχρι που συνειδητοποίησε πως τα σχήματα ήταν σύμβολα, ιερογλυφικά μιας γλώσσας που δεν μπορούσε να είναι ανθρώπινη. Τινάχτηκε πάνω και άρχισε να τρέχει προς τα βόρεια. Ήταν κοντά σκεφτόταν και αγνοούσε το λαχάνιασμα. Μετά από μερικές ώρες γοργού περπατήματος έφτασε σε ένα δάσος. Στις παρυφές, τα δένδρα ήταν νεκρά, αλλά όσο προχωρούσε προς την καρδιά του τα φύλλα άρχισαν να αποκτούν το φυσικό πράσινο χρώμα τους και το νέφος έπαψε να πνίγει την ατμόσφαιρα. Μόλις άκουσε το πρώτο κελάδισμα έβγαλε την μάσκα και τράβηξε μερικές βαθιές ανάσες. Ξάπλωσε ανάσκελα στη χλόη και χαμογελαστός έβαλε τα κλάματα...