Διήγημα | Ο Μύλος ("Η Λαίδη", ιστορία 1.2)
Ξύπνησε με τις ακτίνες του ήλιου να τον κτυπούν στα μάτια. Πόσες ώρες κοιμόταν; Δεν έχει σημασία. Στη σκέψη φαγητού γινόταν νευρικός. Προτού συνεχίσει την αποστολή του έπρεπε να φάει κάτι. Κοίταξε τον χάρτη με την ελπίδα να βρει κάποιο κοντινό χωριό, αλλά αβέβαιος για την ακριβή του τοποθεσία υπολόγιζε πως το φαγητό του απείχε αρκετές ώρες περπατήματος. Ήταν ακόμα βαθιά στο δάσος και ήλπιζε να έβρισκε κάτι να φάει σύντομα γιατί χρειαζόταν τις προμήθειες για το ταξίδι της επιστροφής. Θα μπορούσε να δοκιμάσει να κυνηγήσει κάτι με το τουφέκι του ή ίσως να φτιάξει μερικές παγίδες, αλλά δεν ήταν έμπειρος σε αυτό και οι τουφεκιές ίσως τον πρόδιδαν σε εχθρικές περιπολίες. Αποφάσισε να το ρισκάρει και να ψάξει για κάποιον οικισμό κι έτσι ξεκίνησε την πορεία του προς την κοντινότερη κατοικήσιμη περιοχή που όριζε ο χάρτης. Στη σκέψη του χωριού άρχισαν να του τρέχουν τα σάλια, αλλά προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην αποστολή του. Για να εκλέχθηκε αυτός, σημαίνει πως όλες οι άλλες δίοδοι ήταν κλειστές. "Είχε στείλει άλλους πριν από αυτόν άραγε;" αναρωτιόταν.
Η αποστολή του ήταν απλή, είχε κάνει παρόμοιες, αλλά πότε δεν χρειάστηκε να διανύσει τέτοια απόσταση μοναχός και με τα πόδια. Αλλά όλες οι μοτοσυκλέτες και τα άρματα είχαν μεταφερθεί Νότια για την πολιορκία. Συνήθως έφευγε για δυο μερόνυχτα στην εχθρική περιοχή και επέστρεφε με πληροφορίες, αλλά αυτή τη φορά δεν κατέληξε σε εχθρική περιοχή. Τα γερμανικά χαρακώματα ήταν πολλά μίλια νοτιότερα. Αυτή η εξόρμηση θα κρατούσε πάνω από εβδομάδα, όπως υπολόγιζε. Γνώριζε πως αερόπλοια και αεροπλάνα δεν πετούσαν πάνω από τη γη αυτή. Το Βέλγιο είχε αυστηρή ουδετερότητα, με κλειστά σύνορα, προς όλες τις δυνάμεις που συμμετείχαν στον Πόλεμο. Μόνο τρεις πόλεις ήταν ανοικτές στο εμπόριο και γύρω από αυτές είχε κτιστεί ένα τοίχος για καλύτερο έλεγχο της ροής προσφύγων. Όμως μετά από τόσα χρόνια πολέμου, ακούγονταν πως οι Κάτω Χώρες θα επέλεγαν πλευρά. Οι φυλλάδες μιλούσαν για τον διάδοχο και τα πολιτικά του φρονήματα που δεν ταυτίζονταν με τη διπλωματική γραμμή που διατηρούσε ο νυν Βασιλιάς. Με τις καινούριες ήττες της Γερμανικής αυτοκρατορίας και την συνεχή υποστήριξη των ΗΠΑ, μάλλον με το μπλοκ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας θα συμμαχούσε. Εννιά χρόνια πολέμου θα έληγαν επιτέλους. Αν και η γεωπολιτική ελάχιστα τον ενδιέφερε, μιας και η Ευρώπη έβλεπε ένα μεγάλο πόλεμο ανά δυο γενεές⋅ τουλάχιστον οι εικασίες απασχολούσαν το μυαλό του και δεν τον άφηναν να νιώσει τη πείνα του.
Σκοτεινές σκέψεις όμως άρχισαν πάλι να τριγυρνούν στο μυαλό του. Είχε μάθει να τις ελέγχει στη συμβίωση με τους υπόλοιπους, το απαιτούσε η περίσταση, αν και σε δύο περιπτώσεις παραστράτησε χωρίς να μαθευτεί. Νοσταλγία τον έπιασε για την έκσταση που του χάρισε η Γαλλίδα χωριατοπούλα που γνώρισε ένα ζεστό απόγευμα, στον ίσκιο μιας μηλιάς. Το απαλό δέρμα του λαιμού της, η μυρωδιά των καστανών μαλλιών της. Οι συναντήσεις με τους Γερμανούς είναι πάντα βιαστικές και δεν τις χαιρόταν. Η πείνα άρχισε να τον κυριεύει. Η όσφρηση του είχε βελτιωθεί, τα αντανακλαστικά του είχαν ενταθεί και μπορούσε να ακούει καλύτερα. Πέρασε δίπλα από εγκαταλελειμμένα καταφύγια κυνηγών και ένα όμορφο ναϊσκο, που παρά την φθορά αιώνων, διατηρούσε τη γοητεία του. Όσα καταφύγια επισκέφτηκε τα βρήκε παρατημένα στα στοιχεία της φύσης⋅ φαίνεται οι πληθυσμοί μεγάλων ζώων είχαν φύγει από αυτή τη περιοχή του δάσους. Μερικά του κέντρισαν την προσοχή, αφού βρήκε διάφορα βάζα με μυρωδικά και καρπούς, μερικά μάλιστα είχαν ακόμη ρούχα και εργαλεία αφημένα σε ντουλάπες και κρύπτες. Καθώς συνέχισε να προχωράει, έφτασε στους πρόποδες του βουνού και αποφάσισε να κινηθεί περιμετρικά. Το δάσος είχε αρχίσει να αραιώνει. Ο ήλιος ζέσταινε τη χλόη και τα ξέφωτα, που σπάνια συναντούσε πριν, πλέον άρχισαν να τον αφήνουν ακάλυπτο ολοένα και συχνότερα. Σε ένα ρυάκι που βρήκε, ξέπλυνε τη μάσκα του. Βρωμούσε ιδρώτα και θειάφι από το αέριο μουστάρδας που απέπνεε το καταραμένο χώμα. Ξέπλυνε το παλτό του και τα φίλτρα του αναπνευστήρα, ελπίζοντας πως θα αποκτήσουν κάποια χρηστική αξία για το ταξίδι της επιστροφής, περιμένοντας σε ένα καταφύγιο μέχρι να στεγνώσουν τα ρούχα.
Ήταν αργά τη νύχτα όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Προς μεγάλη του έκπληξη μιας και ενώ ήταν σίγουρος πως ήταν σε Βελγικό έδαφος, είδε άνδρες με γερμανικές ενδυμασίες. Για μια στιγμή σκέφτηκε πως είχε χαθεί ή πως η πυξίδα είχε χαλάσει, μετά όμως σκέφτηκε, οτι η παρουσία τους ήταν η αιτία της αποστολής. Κάτι ύποπτο συνέβαινε εδώ και τον έστειλαν να ερευνήσει. Όσο κι αν πεινούσε δεν μπορούσε να φανερωθεί, να χάσει την άκρη του κουβαριού που θα τον οδηγούσε στην έξοδο του λαβύρινθου. Φορούσαν τις γερμανικές στολές, αλλά είχαν ένα μανδύα στο μπράτσο τους με ένα σύμβολο που του φαινόταν καινούριο και ταυτόχρονα αρχαίο. Οικείο, αλλά πρωτόγνωρο συνάμα. Τα όπλα τους φαινόντουσαν διαφορετικά. 'Ηταν πιο κοντά από τα τουφέκια που γνώριζε, με καλώδιο να βγαίνει από τη λαβή και να καταλήγει σε ένα σακίδιο στη πλάτη τους. "Γιατί περιπολούσαν; Το μέτωπο είχε μετακινηθεί εκατοντάδες μίλια, δεν θα έπρεπε να είναι εδώ" σκεφτόταν και άρχισε να τους ακολουθεί.
Ήταν μετά από δύο ώρες περίπου όταν κατέληξαν σε ένα μεγάλο πύργο στις παρυφές του δάσους, μπροστά από το πέπλο που κάλυπτε την ουδέτερη ζώνη και τίποτα δεν ήταν ζωντανό γύρω του. Ο ουρανός ήταν καθαρός και το φεγγάρι έδινε μια απόκοσμη όψη στο τοπίο. Η νηνεμία και τα νεκρά δένδρα, η χλωμή όψη της πέτρας, τον έκαναν να νιώθει ρίγη. Τα ένστικτά του ξαφνικά, εκεί που φώναζαν για την τροφή που τόσο είχε ανάγκη, πλέον του σηματοδοτούσαν να φύγει μακριά. Ο πύργος ήταν κτισμένος στη κορυφή ενός λοφίσκου, ξεγυμνωμένου από οτιδήποτε. Δεν υπήρχε φράχτης, ούτε κάποιου είδους πυργίσκου για σκοπιά που μπορούσε να διακρίνει. Προσεκτικά ακολούθησε όσο πιο κοντά μπορούσε τους άνδρες, καθώς έμπαιναν μέσα και φτάνοντας στο πύργο συνειδητοποίησε γιατί απουσίαζαν οχυρώσεις. Ήταν ένας ανεμόμυλος που είχε ανακαινιστεί, ο μεγαλύτερος που είχε δει στη ζωή του. Με τις πτερωτές να έχουν αφαιρεθεί και μέρος του πρόσφατα κτισμένο. Πιθανότατα, μέρος του, είχε καταστραφεί από τις πρώτες μάχες του πολέμου. Καθώς το παρατηρούσε από κοντά στο έντονο φως του φεγγαριού, καταλάβαινε κανείς που τελείωναν οι παλιές πέτρες, καλυμμένες με βρύα και που άρχιζαν οι καινούριες. Λευκές ακόμα, σαν να άφησαν το λατομείο χθες. Η αίσθηση της ρίγης ήταν πιο έντονη τώρα που στεκόταν μπροστά του. Πλησίασε την είσοδο για να αντικρίσει μια βαριά πόρτα που εφάρμοζε ερμητικά με το πλαίσιο. "Γιατί να μείνει κάποιος εδώ πέρα; Ήθελαν να είναι απομονωμένοι..." σκέφτηκε. Κάτι έκαναν εδώ που δεν ήθελαν να μαθευτεί. "Λιποτάκτες" σκέφτηκε με σιγουριά. Αλλά τότε προς τι η βραδινή περιπολία, γιατί η περιβολή και τα όπλα; Αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που έπρεπε να συμβαίνει εδώ πέρα, τόσο σημαντικό που άξιζε να διακινδυνευτεί η ουδετερότητα του Βελγίου εις βάρος τους. Ή μήπως ήταν η κυβέρνηση του Βελγίου στο κόλπο; Μια στρατιωτική βάση κρυμμένη κάπου κοντά, με τον πύργο να λειτουργεί ως φυλάκιο; Κάθισε για λίγο με το αυτί στη πόρτα. Δεν ακουγόταν τίποτα, αλλά δεν τολμούσε να μπει μέσα μόνος. Απομακρύνθηκε και αφού βρήκε κάλυψη, πίσω από ένα νεκρό κορμό μερικά μέτρα μακριά από την είσοδο, περίμενε.
Για αρκετή ώρα χωρίς να διακρίνει κάτι, αποφάσισε πως σύντομα θα έπρεπε να υποχωρήσει στη σκιά του δάσους και οι σκέψεις για τροφή επέστρεψαν δριμύτερες. Νηστικός και άυπνος δεν βοηθούσε κανέναν. Έφυγε για να βρει ένα καταφύγιο που χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί για να ξεκουραστεί. Μέσα βρήκε μερικά σκουριασμένα εργαλεία, ξύλινα ράντζα μπροστά από το τζάκι για ύπνο και ένα τραπέζι για τεμαχισμό θηραμάτων. Έβαλε φωτιά στο τζάκι και αφού κάλυψε τα παράθυρα, που τους έλειπαν παντζούρια, με κλαδιά και φυλλωσιές, έπεσε για ύπνο. Ξύπνησε από το κρύο. Μια ζεστή στάχτη είχε αντικαταστήσει τις λαμπερές φλόγες που του κρατούσαν συντροφιά όλη τη νύχτα. Ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να λάμπει πάνω από τα χλωμά δένδρα και ο απόηχος τιτιβισμάτων γέμιζε τη μέρα αισιοδοξία. Του είχε λείψει αυτός ο ήχος, μιας και στα χαρακώματα ηχούσαν κυρίως βήχας και βογγητά πόνου. Μισούσε όμως τον καθαρό ουρανό. Τον ανάγκαζε να φορά τη μάσκα του και τα γυαλιά ηλίου, για να αποφεύγει τα εγκαύματα. Την είχε συνηθίσει, αλλά μύριζε έντονα πλέον.
Σιγουρεύτηκε πως το πιστόλι του ήταν σε καλή κατάσταση και επέστρεψε στο ρέμα, ελπίζοντας πως θα πετύχει κάποιο αμέριμνο θήραμα σε κάποιο από τα ρυάκια του βουνού. Προς μεγάλη του χαρά βρήκε κάτι καλύτερο, από αυτό που ήλπιζε, σε ένα σημείο που το ρυάκι ηρεμούσε και γινόταν μια πλατιά λιμνούλα. Στην όχθη καθόντουσαν τρεις Γερμανοί στρατιώτες και κουβέντιαζαν, ενώ ψάρευαν. Ο ένας έτρωγε το κολατσιό του, ενώ οι άλλοι δύο κρατούσαν πετονιές, συζητώντας ανυποψίαστοι, φανερά λουφάροντας από κάποια περιπολία που θα έπρεπε να εκπληρώνουν, μιας και ήταν με πλήρη πολεμική περιβολή. Περίμενε λίγα λεπτά κρυμμένος πίσω από θάμνους μήπως εμφανιστεί κανένας επιπλέον και μόλις σιγουρεύτηκε πως ήταν μόνο αυτοί, έριξε μερικές βολές πετυχαίνοντας τους. Αιμόφυρτοι ξάπλωσαν στις ρίζες του δένδρου, ρίχνοντας με τα όπλα τους προς την γενική κατεύθυνση που βρισκόταν. Μετά Έδεσε τα τραύματα τους και τους χορήγησε φάρμακο, μια ουσία που βοηθούσε το αίμα να πήζει, σταματώντας μικρές αιμορραγίες. Ο αλώβητος στρατιώτης έκανε να απομακρυνθεί, ώστε να βρει το πτώμα αυτού που τους έκανε την ενέδρα και βρήκε τη "Λαίδη" να τον σημαδεύει. Μια βολή στο χέρι που κρατούσε το πυροβόλο και μια δυνατή κλωτσιά τον έριξαν στο δροσερό χώμα. Αφού τον χτύπησε στον κρόταφο με την λαβή του πιστολιού, τον έσυρε και τον έσπρωξε ανάμεσα στους άλλους δύο.
Σε σπαστά Γερμανικά τους ρώτησε τι γυρεύουν σε Βελγικό έδαφος. Τους υποσχέθηκε ανάρρωση, εφόσον μαρτυρούσαν και καθόντουσαν φρόνιμα. Αφότου όμως άκουσε τις πιο γνωστές Βαυαρικές βρισιές και έμαθε μερικές καινούριες, έριξε μια μη θανάσιμη βολή στον, κρίνοντας από τις λίγες γκρίζες τρίχες της φράντζας του, πρεσβύτερο. Η όψη και η μυρωδιά του πορφυρού ζεστού αίματος, άρχισε να τον γεμίζει έκσταση. Το στόμα του άρχισε να υγραίνεται και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε κρυμμένο πίσω από τη μάσκα του. Ο νεότερος, αυτός που γλύτωσε την ενέδρα, ένας λυγερός νεαρός με έντονα ζυγωματικά και μάτια γεμάτα οργή, άρχισε να βγάζει ένα γενναίο μονόλογο, εξηγώντας γιατί δεν θα μάθει τίποτα από αυτούς. Όμως στον άνδρα που αποκαλούσαν "Λαίδη", πατρίδες, βασιλείς και η τιμή του απλού στρατιώτη που ρίχνει αίμα και ιδρώτα για ιδεώδη και σημαίες, ήταν αδιάφορα εδώ και καιρό. Ειδικά τώρα όμως, που μύριζε το ζεστό αίμα που κυλούσε μπροστά του, τα θεωρούσε αστεία. Η αλήθεια είναι πως σε αυτό το σημείο δεν είχε υπομονή για ανάκριση και βασανιστήρια, όποτε εξέφρασε αυτό που τον απασχολούσε, από τη στιγμή που τουε πρώτοείδε.
Ρώτησε αν κάποιος εκ των τριών τους ήταν παρθένος. Οι άντρες αποσβολωμένοι από την ερώτηση, κοιτάχτηκαν λίγο μεταξύ τους και παρέμειναν σιωπηλοί, κοιτώντας τον με καχυποψία. Κάθισε χαμηλά, έβγαλε το μαχαίρι του και αφότου το έμπηξε λίγο στην πληγή του ενός, ξαναρώτησε. Ο νεαρός που καθόταν αγχωμένος και έβλεπε τον συμπατριώτη του να σκούζει από τον πόνο, δεν άργησε να δώσει μια θετική απάντηση. Ψιθύρισε μια επιδοκιμασία και εκτέλεσε τους άλλους δύο, φυτεύοντας από μια σφαίρα σε κάθε κρανίο. Απομακρύνθηκε και έκανε νόημα στον τρομοκρατημένο νεαρό να προχωρήσει. Είχαν φτάσει στο καταφύγιο που είχε περάσει τη νύχτα. Το αγόρι παραπατούσε. Ύστερα από μια απόπειρα να δραπετεύσει, είχε δεχτεί ένα δυνατό κτύπημα στο πόδι. Μπήκε και κοίταξε γύρω του, περιμένοντας να δει τους συμπολεμιστές του απαγωγέα του, βρίσκοντας όμως έναν άδειο χώρο, μια ριγή τον συνεπήρε. Άρχισε να φαντάζεται τον εαυτό του σαν το γουρούνι που περνά από την καταπακτή για να αντικρίσει τον σφαγέα του. Χωρίς να κάνει δεύτερη σκέψη, καθώς η "Λαίδη" περνούσε την πόρτα, του χίμηξε για δεύτερη φορά. Μια γροθιά έφυγε και βρήκε κενό. Τα αφύσικα αντανακλαστικά του απαγωγέα, του επέτρεψαν να αποκρούσει τη δεύτερη και την τρίτη. Με δεξιοτεχνία και ταχύτητα που άνηκε μόνο σε κάποιον που είχε εκπαιδευτεί σε μάχη σώμα με σώμα, αλλά και την βαρβαρότητα ενός αιμοδιψή ψυχοπαθή, άρχισε να δίνει νέα μορφή στα νεαρά γερμανικά χαρακτηριστικά του γενναίου αγοριού.
Στα λίγα λεπτά που το θήραμά του δεν είχε τις αισθήσεις του από τον ξυλοδαρμό που υπέστη, η "Λαίδη" έβγαλε ένα σχοινί από τον σάκο, με το οποίο του έδεσε τα πόδια και τα χέρια. Καθώς τον έσερνε μέσα οι βρισιές έγιναν παρακάλια. Τον έφερε κάτω από ένα χοντρό δοκάρι, τον σήκωσε ανάποδα και τον κρέμασε σε ένα από τα τσιγκέλια, που βρίσκονταν εκεί για το κυνήγι. Καθώς ταλαντεύονταν ο νεαρός, η "Λαίδη" με ήρεμη φωνή, προσπαθούσε να τον καθησυχάσει ενώ τον έγδυνε. Έβγαλε από την τσέπη του το μεταλλικό του "νύχι", ένα τυπικό αξεσουάρ για αυτούς που-ζούνε-στο-σκοτάδι κι αφότου κοίταξε μια τελευταία φορά στα τρομαγμένα μπλε μάτια, το έμπηξε στο λαιμό του. Ένας πίδακας πετάχτηκε, λερώνοντας την μπότα του και ο νέος άρχισε να τραντάζεται. Αμέσως έφερε το στόμα του στο σημείο της πληγής, αφήνοντας το ζεστό αίμα να ρέει μέσα του. Ένα τρέμουλο ευχαρίστησης τoν διαπέρασε. Του φαινόταν νοστιμότατο. Αν και προτιμούσε γενικά τις νεαρές κοπέλες, που ήταν πιο εύγεστες, σπάνια είχε την επιλογή εδώ. Πλέον όμως, οι μαχόμενες πλευρές άρχισαν να ωθούν νέους στο μέτωπο σαν έσχατη λύση στην έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού που τις μάστιζε. Ήταν κανόνας να ψάχνεις τους παρθένους. Με τη πρώτη στύση, πολλά αγόρια, μαζεύουν χρήματα να πάνε σε μια πόρνη και ένας θεός ξέρει τι κουβαλούν μετά. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πεθαίνουν από νοσήματα που κολλούν από τα θύματά τους. Πρέπει να προσέχει κανείς.
Άρχισε να ρουφά ρυθμικά πλέον, γιατί η ροή έχασε την ορμή της, πλέον είχε ηρεμήσει ο άλλος. Το βλέμμα του ήταν αλλήθωρο και κοιτούσε αόριστα μπροστά. Δεν αντιστεκόταν άλλο. Τον πήρε αγκαλιά και κάθισε από κάτω του οκλαδόν, με το κεφάλι του νεαρού Γερμανού να στηρίζετε στον ώμο του. Ελαφρά ανασηκωμένος, άνετα πλέον έμπηξε τα δόντια του βαθιά και άρχισε να πιπιλάει την πληγή, σκίζοντας σιγά σιγά το δέρμα για να φανερώσει τους μύες του λαιμού και των ώμων. Τον περίμενε τρυφερό και νόστιμο κρέας, ένα γεύμα που αποζητούσε καιρό τώρα. Πίεσε, με την παλάμη του, το μπράτσο του. Παρά την λεπτοκαμωμένη κράση του νεαρού, οι μύες του ήταν μεγάλοι και σφικτοί. Άνοιξε το δέρμα στο μπράτσο του με το μαχαίρι και πήρε μια μεγάλη δαγκωνιά, αφήνοντας το σφιχτό κρέας να κάτσει στη γλώσσα του με τα μάτια ερμητικά κλειστά. Στη συνέχεια δοκίμασε λίγο από τους κοιλιακούς και πήρε και λίγο από τους μηρούς του, που είναι αρκετά θρεπτικοί. Άφησε το αγαπημένο του για τελευταίο. Τα χείλια με το βαθύ κόκκινο χρώμα και την ελαστική υφή τους, τον ικανοποιούσαν τα μάλα. Του δάγκωσε το κάτω χείλος απαλά και στη συνέχεια το τράβηξε με δύναμη σχίζοντας το. Με το μαχαίρι έβγαζε μικρές μπουκιές από τα μάγουλά του και τα μασούλαγε μέχρι να χορτάσει. Κοίταξε το ταβάνι με αγαλλίαση, σαν να ευχαριστεί κάποιον εκεί ψηλά για την ανέλπιστη συνάντηση. Με το μαχαίρι έκανε μια βαθιά τομή στο λαιμό του και σφήνωσε εκεί το μεταλλικό του "νύχι" ανάποδα, λειτουργώντας το σαν ακροφύσιο. Άφησε το κορμί να κρέμεται πάλι και ξάπλωσε από κάτω με το αίμα να κυλά πάνω του. Να του λερώνει τη φανέλα και να του βρέχει το χαρωπό πρόσωπο.
Γνώριζε πως έπρεπε να επιστρέψει στη γραμμή για αναφορά, αλλά χωρίς κάτι χειροπιαστό δεν γινόταν ακόμα. Επέστρεψε στους στρατιώτες το απόγευμα, όταν ο ήλιος έδυε, βρίσκοντας τους περιτριγυρισμένους με ποικιλία από έντομα. Στις τσέπες τους βρήκε ένα χάρτη, σημειώσεις με τη διαδρομή της περιπολίας, εικόνες με αγαπημένα πρόσωπα και ένα βιβλιάριο με το σύμβολο που είχαν στο μπράτσο. Υπέθεσε πως ήταν θεολογικής φύσεως, μιας και δεν μπορούσε να διαβάσει γερμανικά, κάποια αίρεση του προτεσταντισμού ίσως. Τα κράτησε μήπως ενδιαφέρει κάποιον πίσω στο στρατόπεδο. Θα ήταν δύσκολο να μπει ακόμα και μεταμφιεσμένος σκέφτηκε, οπότε αποφάσισε να παρατηρήσει ακόμα μια φορά τον πύργο από μακριά. Τον πύργο τον βρήκε επιβλητικό μπροστά στην τοξική μαγική ομίχλη που κάλυπτε την πεδιάδα. Καθόταν αρκετή ώρα, όταν είδε ένα αμάξι να τον πλησιάζει. Οι στιλπνοί προφυλακτήρες, η μακριά μούρη με το αεροδυναμικό σώμα, του έδιναν την ιδέα πως κάποιος σημαντικός έφτασε. Λίγη ώρα πέρασε, όταν είδε απόκοσμα χρώματα να εκπέμπονται από την κορυφή του πύργου και ένας καπνός που φωσφόριζε να σκαρφαλώνει ψηλά και στη συνέχεια να κατεβαίνει για να χαθεί μέσα στην ομίχλη. Η ροή του καπνού δεν του φάνηκε διαόλου φυσική και δεν τολμούσε να προσπαθήσει να διανοηθεί τι συνέβαινε μέσα στο πύργο, αλλά ήταν η αποστολή του να μάθει.
Άρχιζε να ξημερώνει, όταν φρουροί βγήκαν έξω, κρατώντας διάφορα δέματα και κουτιά και να τα φορτώνουν στο όχημα. Όταν τελείωσαν, τους είδε να κατευθύνονται προς το δάσος. "Σίγουρα θα υποψιάζονται την απουσία των άλλων και για να φεύγουν αυτοί τώρα να τους ψάξουν, σημαίνει πως είναι ολιγάριθμοι και πως τα δέματα ήταν πιο σημαντικά από την τύχη των συμπολεμιστών τους" σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να κάτσει άλλο εκεί και μόλις εκείνοι χάθηκαν μέσα στις φυλλάδες πλησίασε το αμάξι. Τα πίσω καθίσματα είχαν ξηλωθεί για να μεγαλώσει ο αποθηκευτικός χώρος, στον οποίο βρήκε δύσοσμες δεξαμενές, σωληνάρια και περίεργα μαραφέτια με πολύχρωμες λάμπες. Άρπαξε κάτι χαρτιά που βρήκε σε ένα χαρτοφύλακα χωμένο ανάμεσα στις κούτες και ένα φιαλίδιο γεμάτο με ένα άγνωστο υγρό. Σίγουρα με το φιαλίδιο και τις σημειώσεις, θα μπορούσαν οι μηχανικοί να καταλάβουν τι έκαναν σε τούτο τον πύργο. Μόλις άκουσε την θύρα του πύργου να ανοίγει, κάλυψε τις κούτες και έτρεξε να κρυφτεί πίσω από το νεκρό κορμό. Έβαλε το χαρτοφύλακα στον σάκο του και παρατηρούσε καρτερικά. Με μεγάλο τρόμο συνειδητοποίησε πως ο αξιωματικός που οδηγούσε το όχημα τον αντιλήφθηκε. Πως τον αντιλήφθηκε; Είχε κάπου σαράντα μέτρα απόσταση ανάμεσά τους και ο κορμός τον κάλυπτε σχεδόν πλήρως. Φωνάζοντας στο αγγλικά ο Γερμανός αξιωματικός του δήλωσε πως καιρό είχε να δει έναν του είδους του, ενώ έκανε να τον σημαδέψει με το υπηρεσιακό του πιστόλι. Το στεγνό αίμα στη φανέλα, παρά πως ήταν καλά κρυμμένο από την μυρωδιά θειαφιού, τον πρόδωσε, του είπε με περιπαιχτικό τόνο και πριν πιέσει πλήρως την σκανδάλη.
Οι επόμενες βολές βρήκαν το δένδρο. Η "Λαίδη" ύψωσε το τουφέκι του και του έριξε χωρίς αποτέλεσμα. Έτρεξε ελπίζοντας πως θα καλύψει την απόσταση, προτού ο άλλος τοποθετήσει τον άλλο γεμιστήρα. Μόλις είχε φτάσει στα πρώτα δένδρα, όταν σφαίρες έγδερναν τους κορμούς δίπλα του. Μπαίνοντας στο δάσος, στράφηκε νότια μέχρι να βρει το σημείο από όπου μπήκε. Έτρεμε στην ιδέα να διασχίσει πάλι την ομίχλη, αλλά δεν μπορούσε να συνεχίσει για πολύ ακόμα μόνος. Μόλις αντίκριζαν τα πτώματα ή άκουγαν τις βολές από τον πύργο, το κυνηγητό θα άρχιζε. Προσεκτικά πορευόταν προς τα νότια, ψάχνοντας σημάδια που έδειχνε ο χάρτης, αλλά η ομίχλη είχε καλύψει μερικές συστάδες και η ορατότητα ήταν χαμηλή. Ευτυχώς η πρωινή συννεφιά του επέτρεπε να περπατά χωρίς τη μάσκα του. Από τη στιγμή που θα άρχιζε να τη διασχίζει, γνώριζε πως δεν θα ξεκουραζόταν, οπότε ξάπλωσε στη ρίζα ενός μεγάλου δένδρου να αναπληρώσει λίγη ενέργεια, πριν το μεγάλο οδοιπορικό. Εκεί συνειδητοποίησε πως μια βολή τον είχε πετύχει και είχε χάσει λίγο αίμα, αλλά στην δράση του τρεξίματος δεν ένιωσε τον πόνο. Η βολή είχε σκίσει την τσέπη που είχε το φυλαχτό και μέσα βρήκε μόνο τη θρυμματισμένη αλυσίδα. Έβγαλε μια πάστα από το σακίδιο πρώτων βοηθειών που άπλωσε στη πληγή και στη συνέχεια τη κάλυψε με επιδέσμους.
Η γη ήταν υγρή και η απουσία ζωής σε αυτή τη γωνιά του δάσους έκανε την δυσωδία του να ξεχωρίζει. Ακολούθησαν τα χνάρια που είχε αφήσει μάλλον και ήταν επικίνδυνα κοντά, όμως οι θάμνοι που είχε ξεριζώσει να τον καλύψουν φαίνεται να λειτουργούν. Μπροστά του στεκόταν ο ένας στρατιώτης με τη πλάτη γυρισμένη. Σιωπηλός, αφουγκράζονταν το περιβάλλον του. Έβγαλε το μαχαίρι από τη θήκη του, σηκώθηκε αργά κοιτάζοντας μήπως υπάρχει άλλος κοντά και το έμπηξε στο λαιμό του, ανοίγοντας τον διάπλατα. Έκαμε να τρέξει προς το μόνο γνώριμο μέρος που μπορούσε να θυμηθεί οτι βρισκόταν εκεί κοντά, ένα ξέφωτο που από εκεί μπορούσε να χαθεί στην ομίχλη χωρίς φόβο πως θα καταλήξει σε εχθρικά χαρακώματα. Δεν άργησε να φτάσει στο γνώριμο ξέφωτο. Έσκυψε και άρχισε να ψάχνει στις ρίζες, για κάποιο σημάδι που είχε αφήσει, όταν είχε πρωτοφτάσει να βεβαιωθεί πως ήταν το σωστό μέρος. Μια σφαίρα λάβωσε το δένδρο στο οποίο κοιτούσε και προς μεγάλη του έκπληξη, είδε τα μάτια του αξιωματικού να τον κοιτούν χαμογελαστά, ενώ κρατούσε το φυλαχτό επιδεικτικά. Ήταν σίγουρος πως η βολή ήταν προειδοποιητική. "Μπορούσε να με πετύχει" σκέφτηκε, ήθελε όμως να συνεχιστεί το κυνήγι λίγο ακόμα. Δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση⋅ αποφάσισε και έτρεξε πίσω από το δένδρο. Το δάσος σε αυτό το σημείο είχε άρρωστο γρασίδι και οι κορμοί των δέντρων ήταν χλωμοί, χωρίς φύλλα στα κλαριά. Οι ξεροί θάμνοι και ο πυκνός αέρας με την αραιή ομίχλη θα τον έκαναν δυσδιάκριτο. Τουφεκιές ακούγονταν, καθώς έτρεχε από κάλυψη σε κάλυψη, όμως περισσότερο τον ανησυχούσε ο αξιωματικός που κατά καιρούς ακούγονταν να τον προκαλεί. Συχνά η φωνή φαινόταν κοντύτερα από ότι θα επιθυμούσε. Δεν ήξερε που ήταν οι υπόλοιποι και πόσοι ήταν, αλλά σίγουρα αυτός ήταν πιο κοντά από όλους.
Καθώς σφύριζαν οι σφαίρες στα δέντρα δίπλα του, έβλεπε τη φιγούρα να τον ακολουθεί μέσα στην πυκνή ατμόσφαιρα. Πως μπορούσε ένας κοινός άνθρωπος να έχει τέτοιες ικανότητες εντοπισμού; Εκτός αν δεν ήταν ένας κοινός άνθρωπος. Είχε αρκετές σφαίρες ακόμα, αλλά είχε μια ακατανόητη βεβαιότητα πως μόλις έστρεφε το πιστόλι του προς αυτόν, θα σήμαινε το τέλος του. Η αποστολή ήταν πιο σημαντική, τα χαρτιά έπρεπε να παραδοθούν. Η ομίχλη άρχισε να διαχέεται στα δέντρα που διάβαινε, οι τουφεκιές αραίωναν και στο βάθος ακούγονταν κάτι κατάρες. Κατέβαλε ότι δύναμη κατείχε και έτρεξε μέσα στην ομίχλη να χαθεί. Έχοντας τον ήλιο πίσω του, όσο μπορούσε να διακρίνει πίσω από τη συννεφιά, περπατούσε προς φιλικά εδάφη. Η αισιοδοξία και η χαρά γρήγορα μετατράπηκαν σε φόβο και άγχος όταν αντίκρισε ένα νεκρό δέντρο⋅ ένα δένδρο που δεν θυμόταν να είχε διακρίνει. Αυτό το νεκρό δέντρο είχε δυο κορμούς που αγκαλιάζονταν στη μέση και στη συνέχεια ξεχώριζαν πάλι, για να αφήσουν ένα σάπιο τμήμα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, αλλά καθώς περνούσε δίπλα του, η φιγούρα του φανέρωσε την υποψία που έκρυβε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Ο κορμός έφερνε στο μυαλό, σαν γλυπτό, κάποιου αμαθούς γλύπτη, έναν άνθρωπο. Που σέρνονταν προς την έξοδο της ομίχλης. "Μια σύμπτωση ήταν" σκέφτηκε, όταν λίγα μέτρα παρακάτω είδε κι άλλα ζευγάρια κορμών. Όλα τους είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Δεν είχε έρθει από εδώ, πρέπει να ήρθε μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω και να τα προσπέρασε. Βαθουλώματα και κρατήρες, γεμάτοι δεκάδες κλωνάρια και ξύλινα θραύσματα τα κάλυπταν με παχύτερα κομμάτια από έξω τους. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο, αλλά είχε ακούσει ιστορίες για διάφορα αλλόκοτα φαινόμενα να συμβαίνουν σε αυτή την ομίχλη.
Πέρασαν μερικές ώρες και κάθισε να ξαποστάσει σε κάτι γκρεμίσματα. Έβγαλε τη κονσέρβα από τη τσάντα του και άρχισε να καταβροχθίζει με βουλιμία το κρέας που είχε αποθηκεύσει, προτού ο αέρας αρχίζει να τον πνίγει, ώστε να μπορεί να καταπιεί το φαγητό. Έκλεινε τη μύτη του και για να τελειώσει το γεύμα του χωρίς να λιποθυμήσει, έκανε συχνά διαλείμματα για να αναπνεύσει από τη μάσκα του. Παρόλο που καθάρισε τα φίλτρα, στο ρυάκι που συνάντησε, γνώριζε πως αυτή τη φορά δεν θα άντεχαν μέχρι το τέλος. Μυστηριώδεις σωματικές αλλαγές προκαλεί η τοξική ομίχλη σε πολλούς που τη διαβαίνουν. Συχνά αυτοκτονούν για να γλιτώσουν τα χειρότερα. Είχε ακούσει φήμες που ευχόταν να μην τις είχε ακούσει. Η σηψαιμία από πυροβολισμούς, ο τέτανος και δεκάδες άλλες αιτίες αργού και επώδυνου θανάτου που αντιμετώπιζε κανείς στα χαρακώματα του φαινόταν καλύτερος τρόπος να πεθάνει.
Αφότου έκλεισε τα μάτια του για λίγα λεπτά, σηκώθηκε, κοίταξε στον ορίζοντα προσπαθώντας να διακρίνει κάτι γνώριμο και αφού διέκρινε τον ήλιο που άρχισε να δύει, ξεκίνησε να τον ακολουθεί αναζωογονημένος, βήχοντας ελαφρά. Περπατούσε στα σκοτεινά πλέον, όταν πίσω από κάτι γκρεμισμένα σπίτια εμφανίστηκε μια ογκώδης σκιά. Αμέσως πήδηξε πίσω από τα χαλάσματα να κρυφτεί και προς μεγάλη ανακούφιση, συνειδητοποίησε πως αυτό που τον τρόμαξε ήταν ένα άρμα. Σκέφτηκε πως εκεί θα μπορούσε να βρει λίγες ώρες ύπνου, αλλά γρήγορα άλλαξε γνώμη όταν πλησίασε και με βιαστικό βηματισμό απομακρύνθηκε. Το άρμα ήταν ανοιγμένο από πάνω, με το ατσάλι να ανοίγει σαν λουλούδι νούφαρων, αλλά ένας όλμος δεν θα το άνοιγε έτσι. Σημάδια από νύχια να σκίζουν το ατσάλι σαν χαρτί και δαγκωματιές στις κάνες, έλεγαν μια άλλη ιστορία. Αυτά όμως δεν ήταν ο λόγος για κάποιον να το απορρίψει σαν μια καλή κρυψώνα. Ο λόγος ήταν ένα βούισμα που κουδούνιζε το μυαλό του, που εντείνονταν καθώς το πλησίαζε. Κάτι το είχε κάνει σπίτι του. Οτιδήποτε βρισκόταν εκεί μέσα, δεν θα χαιρόταν να έβλεπε κάποιον να οικειοποιείται το σπίτι του. Ακόμη χειρότερη προοπτική ήταν η πείνα που ίσως το κατείχε και σίγουρα δεν θα έδειχνε ενδοιασμούς να έτρωγε τον διαρρήκτη. Έτσι με γοργά βήματα απομακρύνθηκε.
Περπατούσε πολλές ώρες μέσα στη νύχτα. Τα πόδια του είχα αρχίσει να μην νιώθουν τη κούραση πλέον, αλλά οι γάμπες του ήταν σκληρές σαν πέτρα. Τα κομμένα καλώδια, οι κρατήρες και τα ανθρώπινα μέλη που κοσμούσαν τις εγκαταλελειμμένες επάλξεις, μέλη που αρνιόντουσαν να σαπίσουν. Βρήκε μια έπαλξη σχετικά καθαρή, έσκαψε λίγο καλύτερα τον λάκκο και κούρνιασε εκεί μέσα να κοιμηθεί. Είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που ξύπνησε. Ο ήλιος θαμπός πίσω από ένα πέπλο ομίχλης, που ολοένα λέπτυνε, φώτιζε ένα αποκαλυπτικό τοπίο. Δεκάδες συρματοπλέγματα και κρατήρες όριζαν τα σύνορα με το χάος. Κομμάτια ατσαλιού και ξύλου διάσπαρτα, μαζί με ανθρώπινα λείψανα. Ένας βετεράνος μπορούσε να διακρίνει την παλαιότητα των κρατήρων κι έτσι να ορίσει την μάχη που τους δημιούργησε. Αυτό το νοσηρό θέαμα τον χαροποίησε, γιατί σήμαινε πως πλησίαζε τα χαρακώματα. Αφότου προσπέρασε μερικά στον ορίζοντα, άρχισε να αχνοφαίνεται μια ψηλή σιλουέτα. "Ένα από τα κορίτσια" σκέφτηκε και χαμογέλασε ή μήπως ήταν οφθαλμαπάτη από τη κούραση και τα δηλητήρια; Καθώς πλησίαζε διέκρινε περισσότερες λεπτομέρειες. Η πελώρια κάνη αντανακλούσε τις ηλιαχτίδες, καθώς κοιτούσε αγέρωχα προς τις εχθρικές γραμμές. Άλλαξε την πορεία του, γεμάτος προσμονή πλέον σε καθαρό αέρα κάτω από τον ήλιο. Το δέρμα του έκαιγε, αλλά
δεν τον ένοιαζε, μόλις διέκρινε τα φυλάκια των σκοπών αύξησε το ρυθμό και μόλις άκουσε τη κραυγή "Η Λαίδη! Η Λαίδη!", άφησε τα γόνατά του να αγγίξουν το υγρό χώμα, κλείνοντας τα μάτια του.
Πέρασαν λίγες μέρες μέχρι να συνέλθει από τον λήθαργό του. Πυρετός, φλέματα και περιττώματα με περίεργα χρώματα, που θα προτιμούσε να μην περιγράψει, ήταν λίγα από τα αφύσικα συμπτώματα που εμφάνισε. Εφιάλτες τον επισκέπτονταν συχνά και μπορούσε να ξεριζώσει τα μαλλιά του με απαλές κινήσεις, ανώδυνα. Ο αξιωματικός τον επισκέφθηκε για να τον ρωτήσει τι είδε, μαζί με δύο γιατρούς που τον αντιμετώπισαν περισσότερο σαν πειραματόζωο, παρά σαν ασθενή, όταν παρατήρησαν τους κυνόδοντες του. Η γραπτή αναφορά του, είχε σαν απάντηση ένα μετάλλιο το οποίο έλαβε με τους συμπατριώτες του, σαν μάρτυρες δίπλα από το κρεβάτι του. Ήταν βέβαιος πως σύντομα θα αποχαιρετούσε τον κόσμο τούτο. Όταν είχε ιδιωτικότητα, αφιέρωσε λίγο χρόνο να γράψει ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα στην αγαπημένη του. Μαζί με το γράμμα έστειλε ένα πακέτο που περιείχε τα έγγραφα και το βιβλιάριο του στρατιώτη.
Όταν απέκτησε διαύγεια, σηκώθηκε και με ζόρι ντύθηκε. Παραπατώντας, βγήκε έξω και έπιασε κουβέντα με τους λίγους πού είχαν μείνει εκεί πέρα. Σάστισαν όταν τον είδαν να στέκεται και να τους μιλά. Η μάσκα του έκρυβε το παρουσιαστικό του, αλλά ήταν σίγουρος πως το χρώμα του δεν ήταν αυτό που έπρεπε, ακόμα και για έναν άρρωστο. Είχε χάσει το σθένος του. Κείτονταν στο κρεβάτι του, κοιτώντας τις ξύλινες δοκούς που συγκρατούσαν την τρώγλη, όταν με ένα χαμόγελο μπήκε ο Αρίστος να του δώσει ένα δέμα. Ήταν από την αγαπημένη του, τη μονάκριβή του. Σηκώθηκε λίγο για να το ανοίξει και να δει το περιεχόμενο του. Το έκλεισε και ευγενικά ζήτησε από τον Αρίστο να τον αφήσει μοναχό του. Αφότου επικράτησε ησυχία γρήγορα άνοιξε το κουτί για να βγάλει ένα φλασκί, χαραγμένο με γεωμετρικά σύμβολα που ήταν ζεστά στην αφή. Παραδόξως το φλασκί ήταν παγωμένο, όμως τότε κατάλαβε τι ήταν. Άνοιξε το καπάκι και άγγιξε τα χείλη του στο στόμιο, αφήνοντας το πλούσιο σε γεύση αίμα να ρέει στο στόμα του. Μεγάλες γουλιές τον έκαναν να νιώθει σαν έφηβος. Αναλαμπές από τις πρώτες του εξορμήσεις στα διπλανά χωριά, από εκεί που μεγάλωνε, του ήρθαν στο μυαλό. Τα αγόρια και τα κορίτσια που με το γλυκό, καθαρό τους αίμα, τον έθρεφαν, τον γέμιζαν όρεξη για ζωή. Η ζωηράδα, που ένιωθε πως έχασε στις λίγες μέρες μέσα στην ομίχλη, πλέον φάνταζε σαν ένα παλιό κακό όνειρο.
Δίπλα από το φλασκί υπήρχαν λουκάνικα, μπισκότα και μερικές παστίλιες, ενώ στον πάτο βρισκόταν ένα γράμμα γεμάτο γλυκόλογα. Έκανε να ανάψει φωτιά στη μικρή εσοχή μέσα στο χώμα που αποκαλούσαν τζάκι. Κανονικά απαγορευόταν, αλλά η ομίχλη έκρυβε τα πάντα οπότε ήταν από τα λίγα χαρακώματα που μπορούσαν να χαρούν ζεστό φαγητό. Η φωτιά εντάθηκε και μέσα από το φως που διαχεόταν, προσπαθούσε να διακρίνει το υδατογράφημα, ώστε να αποκρυπτογραφήσει το ποίημα. Δεν ήξερε αν ήταν η ευφορία που του χάρισε το γεύμα ή η πνευματική και σωματική ξεκούραση, αλλά κατάλαβε το μήνυμα πιο γρήγορα από το συνηθισμένο. Έβαλε τα λουκάνικα να γίνονται σε ένα τηγάνι και κατέβασε μια από τις παστίλιες με λίγο νερό. Όταν τελείωσε με τα λουκάνικα ξάπλωσε με ένα πλατύ χαμόγελο και άφησε να τον πάρει ένας ύπνος βαθύς...