Διήγημα | "Νυχτερινή επαφή"

Διήγημα | "Νυχτερινή επαφή"

Αυτό που έχω παρατηρήσει με τα χρόνια είναι ότι οι άνθρωποι φοβούνται το σκοτάδι. Ξέρω γιατί φοβούνται τόσο πολύ. Γιατί έχουν μάθει να βασίζονται στα μάτια τους. Η όραση είναι μια πανίσχυρη αίσθηση στον άνθρωπο, στην οποία επενδύουν πολύ περισσότερο απ' τις υπόλοιπες. Αυτό μου θυμίζει τα παραμύθια που έγραφε η μητέρα μου. Πάντα είχαν τη συγκεκριμένη έκφραση: «Όταν πρωτοείδε το φως του ήλιου…»

Κάθε φορά τη ρωτούσα γιατί τη χρησιμοποιούσε. Το θεωρούσα σπατάλη λέξεων. Δε θα ήταν πιο απλό να γράψει: «Γεννήθηκε»;

Εκείνη γελούσε και μου χάιδευε τα μαλλιά. «Είναι ο πιο ωραίος τρόπος που μπορώ να το περιγράψω. Τι πιο ωραίο απ’ το φως του ήλιου; Ποια ευτυχία είναι μεγαλύτερη απ’ το αντίκρισμά του, την ώρα που υψώνεται και μας χαρίζει όλα τα χρώματα και τα σχήματα των πραγμάτων;»

Ναι, έτσι είναι. Δεν ήταν καθόλου φειδωλή στις λέξεις η μητέρα μου. Δε διαφωνώ μαζί της, κάθε άλλο. Έχω υιοθετήσει κι εγώ αυτήν τη στάση ζωής. Μιλούσαμε πολύ όσο ζούσε. Θα ήθελα να μπορώ να μιλάω και τώρα μαζί της και ν’ ακούω το γέλιο της, αντί να επισκέπτομαι τον τάφο της τα βράδια. Θα ήθελα να μπορώ να το κάνω και το ξημέρωμα, με το που βγαίνει ο ήλιος, όπως στα παραμύθια της. Να της πω μια καλημέρα και να της θυμίσω τα ίδια της τα λόγια, όσα έλεγε κι όσα έγραφε για το φως του ήλιου.

Αυτό όμως δε γίνεται πια. Δε θέλω να ταράξω τους υπόλοιπους επισκέπτες με την παρουσία μου. Για μένα το φως του ήλιου δεν είναι φίλος. Είναι ένας εφιάλτης. Ο μόνος φίλος μου είναι το σκοτάδι.

–♦–

«Κύριε ιατροδικαστά, συγνώμη που άργησα. Μπορείτε να ξεκινήσετε».

«Ωραία, ξεκινάω. Τα πόδια του θύματος φέρουν χτυπήματα από σκληρά αντικείμενα. Αρκετά και διαφορετικά αντικείμενα, τα περισσότερα όχι κοφτερά».

–♦–

Σκοτάδι, ναι. Το ευεργετικό πέπλο ανάμεσα σ’ εμένα και στα μάτια τους. Σ’ αυτά τα απαίσια, φρικτά τους βλέμματα, που καρφώνονται στην ψυχή μου. Μακάρι να μην έβλεπα, να μην έβλεπαν. Να μην έβλεπε κανείς. Μακάρι να ήμασταν όλοι χαμένοι στην ομορφιά του σκοταδιού.

Ας αφήσω τις σκέψεις αυτές. Δεν ωφελούν. Να τος ο δρόμος. Έψαχνα τόσα βράδια μέχρι να τον βρω. Η σύμπτωση αυτή, οι λάμπες σε δύο φανοστάτες να έχουν καεί, είναι για μένα σαν το χαμόγελο της τύχης. Το να έχει βυθιστεί τόσο μεγάλο κομμάτι του δρόμου σ’ αυτό το γλυκό, ευεργετικό σκοτάδι είναι η μεγαλύτερη ευλογία. Ωραία, εδώ δε με βλέπει κανένας. Δεν έχω παρά να περιμένω. Έτοιμος για δράση…

Ακούω. Το ξέρατε ότι στο σκοτάδι προσέχουμε πολύ περισσότερο τι ακούμε; Όσο δεν επικεντρωνόμαστε στην κυριαρχία της όρασης, τόσο οι άλλες αισθήσεις δυναμώνουν και γίνονται πιο αξιόπιστες. Τον ακούω. Ένας άντρας, μάλλον νεαρός. Όχι μεγαλόσωμος, μάλλον το σώμα του είναι ελαφρύ. Καλύτερα. Απ’ τα βήματά του καταλαβαίνω ότι δεν έχει και πολλή αυτοπεποίθηση. Μάλλον βιαστικός είναι. Άραγε γυρνάει σπίτι του; Μήπως φοβάται το σκοτάδι;

Μια βαθιά ανάσα. Δύο. Πρέπει να βρω το θάρρος να το κάνω. Δεν έχω να χάσω τίποτα, αλλά η καρδιά μου χτυπά σαν να πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου. Ίσως να είναι κι έτσι.

«Καλησπέρα, φίλε! Πώς είσαι;»

–♦–

«Συγνώμη, κύριε ιατροδικαστά. Έπρεπε να βγω, να κάνω ένα τηλεφώνημα. Ξέρετε, να δω πώς πάει με τις ανακρίσεις».

«Βρήκατε μάρτυρες;»

«Χτενίσαμε την περιοχή. Ρωτήσαμε πολύ κόσμο. Τελικά βρήκαμε κάποια πρόσωπα που θέλουν να μιλήσουν».

«Πολύ ωραία. Τέτοιες πράξεις κρύβουν πολλά. Οι απαντήσεις περιμένουν».

«Έτσι όπως τα λέτε. Σας ακούω λοιπόν».

«Εντάξει. Τα χέρια του θύματος έχουν κάποια σπασμένα δάχτυλα και μώλωπες κατά μήκος του βραχίονα. Δε φαίνεται να έχουν χτυπηθεί από αντικείμενο. Στους καρπούς μόνο σημάδια, που προήλθαν από δυνατές λαβές. Προφανώς υπήρξε αντίσταση και ισχυρό σφίξιμο. Το θύμα ήταν σωματικά πιο αδύναμο. Επίσης, κάποια απ’ τα χτυπήματα στα δάχτυλα επήλθαν από ισχυρά πατήματα ποδιών».

–♦–

Έχω ενθουσιαστεί, δεν μπορώ να το κρύψω. Η χτεσινή μου επιτυχία με μέθυσε. Είχα πολύ καιρό να νιώσω τόσο γεμάτος. Σιγοτραγουδούσα καθώς πήγαινα στο σπίτι. Τι κι αν μένω μόνος; Η συντροφιά της φωνής του με νανούρισε το ξημέρωμα. Καθώς έβγαινε ο ήλιος, εγώ βυθίστηκα στη μακάρια λήθη.

Πρέπει να σταματήσω να ενθουσιάζομαι. Ας πάρω λίγες βαθιές ανάσες. Ακόμα και το καρδιοχτύπι μου θ’ ακούγεται, τόσο χαρούμενος που είμαι. Ηρεμία, σοβαρότητα. Έχω δουλειά. Πρέπει να είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου, ακόμα κι αν θέλω τόσο πολύ να το κάνω. Το μέρος με βολεύει, καθώς και η ολιγωρία των ανθρώπων του δήμου. Για πόσο καιρό θα είναι καμένες οι λάμπες; Για πόσο καιρό θα μου δίνουν αυτή την καλοδεχούμενη ελευθερία;

Βαθιά ανάσα. Ακούω. Μάλιστα, τακούνια. Γυναίκα αυτή τη φορά. Βήματα σταθερά, αργά, γεμάτα αυτοπεποίθηση. Πώς να την προσεγγίσω; Άραγε τι θα την κάνει να μ’ εμπιστευτεί;

Πρώτα θα εμπιστευτώ εγώ την ακοή μου. Τα χέρια της… Φοράει αρκετά βραχιόλια. Χτυπάνε μεταξύ τους καθώς περπατάει. Χτυπάει και τα δάχτυλά της, σαν να είναι παραδομένη σ’ έναν δικό της ρυθμό. Σ’ ένα τραγούδι που θυμάται. Μήπως είχε βγει για να διασκεδάσει; Ήρθε η ώρα να διασκεδάσω κι εγώ…

–♦–

«Στο σώμα του θύματος παρατηρούνται μώλωπες. Καλοζυγισμένες, δυνατές γροθιές. Το θύμα δέχτηκε αρκετά χτυπήματα στην περιοχή του στήθους. Κάποιο από αυτά μάλλον αποδείχτηκε θανατηφόρο».

–♦–

Μάλλον πρέπει ν’ αλλάξω δρόμο. Θ’ αρχίσουν να συζητάνε για μένα, έτσι που βγαίνω σαν τον παράξενο κάθε βράδυ. Αλλά θα μου πεις, ποιος δεν είναι παράξενος; Ο καθένας έχει τις παραξενιές του, μαζί κι εγώ. Δύο όμορφες βραδιές, γεμάτος πάθος. Άραγε απόψε θα βρω αυτό που θέλω;

Δε μου έκαναν τη χάρη οι ηλεκτρολόγοι του δήμου. Η δυσάρεστη έκπληξη κόντεψε να μου χαλάσει το κέφι. Πρέπει να στήσω αλλού το λημέρι μου, ακόμα κι αν χρειαστεί να περπατάω για ώρες. Ο ήλιος δύει, μπορώ πλέον να περπατάω πιο άνετα. Περπάτημα, ψάξιμο. Όλο και κάπου θα βρω κάποιο καλό μέρος… Ωραία, μια σκοτεινή γωνία. Απέναντι έχει φως. Ποιος θα περάσει από μπροστά μου; Ποια θα είναι η νέα μου γνωριμία;

Για ώρα δεν περνάει κανείς. Απόψε η τύχη δεν είναι με το μέρος μου, φαίνεται. Τι να κάνουμε; Ίσως να μη συναντήσω κανέναν απόψε. Ας είναι. Θα κάτσω να αφουγκραστώ τη σιωπή στα σκοτεινά. Δεν είναι κι άσχημα. Έχω μέχρι το ξημέρωμα.

Περνάει μια παρέα ατόμων. Μεγάλη παρέα. Άραγε τι είναι; Πάλι φοιτητές; Τι περιμένω βέβαια; Αφού στην περιοχή μένουν πολλοί φοιτητές, έχει πανεπιστήμιο κοντά. Καλύτερα για μένα. Είναι πιο ξέγνοιαστοι, πιο ανύποπτοι, πιο ελεύθεροι…

Η παρέα μένει εκεί, απέναντί μου, στο φως. Γελάνε μεταξύ τους, κάνουν αστεία. Τώρα πώς θα δράσω με τόσες φωνές; Και δύο-τρεις μάλιστα είναι γεροδεμένοι, με κορμί ψηλό και δυνατό. Μπα, δεν έχω λόγο να φοβάμαι.

Περνάει η ώρα και δε φεύγουν. Αφού μου χαλάνε το ωραίο σχέδιο, μήπως να τους πλησιάσω; Μια χαρά το πέτυχα στις άλλες περιπτώσεις. Τι κι αν είναι ένας, τι κι αν είναι πολλοί; Δε θα κολλήσω εδώ.

–♦–

«Τι είναι αυτά τα σημάδια στο πρόσωπο;»

«Αυτά, κύριε αρχιφύλακα, έχουν προκληθεί από χτυπήματα. Λακτίσματα κυρίως».

«Όχι, δεν αναφέρομαι σ’ αυτά. Στο κέντρο του προσώπου, στα χείλη, στα μάγουλα… Όλο το πρόσωπο είναι παραμορφωμένο!»

«Αυτό… είναι άλλη ιστορία».

«Προς τι ο αναστεναγμός; Δεν του το έκανε ο δολοφόνος;»

«Όχι, δεν είναι από χτύπημα. Τα σημάδια αυτά δεν είναι πρόσφατα. Προέρχονται από κάποιο κάψιμο, που έγινε χρόνια πριν. Κάποιο ατύχημα ίσως. Ενώ τα χτυπήματα έγιναν, πέρα από το πρόσωπο, στο πλάγιο και στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Μάλλον ήταν πεσμένος κάτω όσο τον χτυπούσαν και δεν μπορούσε να καλυφτεί».

«Πιστεύετε ότι ήταν η αιτία θανάτου;»

«Ίσως είναι νωρίς για να το πω από τώρα, αλλά είναι το πιθανότερο».

«Υπάρχει κάτι άλλο που αξίζει ν’ αναφερθεί;»

«Για την ώρα όχι. Ο θάνατος προήλθε είτε από τα χτυπήματα στο κεφάλι είτε από αυτά στο στήθος, στο οποίο κάποια οστά είναι ραγισμένα. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποιο από τα χτυπήματα αυτά απέβη μοιραίο».

«Καλώς. Θα σας αφήσω, γιατί πρέπει να φύγω αμέσως για το ανακριτικό. Με περιμένουν οι μάρτυρες, ίσως καταφέρω να βγάλω μια άκρη».

–♦–

«Καθίστε, παρακαλώ. Είπατε ότι τέσσερα βράδια πριν είχατε μια περίεργη συνάντηση;»

«Ακριβώς».

«Τι είδους συνάντηση;»

«Με έναν άγνωστο, που με πλησίασε βραδιάτικα. Όταν η αστυνομία άρχισε να ζητάει πληροφορίες στη γειτονιά κατάλαβα ότι έπρεπε να έρθω και να σας τα πω όλα».

«Μάλιστα. Δηλαδή ισχυρίζεστε ότι σας πλησίασε κάποια ώρα μέσα στη νύχτα και σας μίλησε;»

«Περίπου. Είχε βραδιάσει, εγώ γυρνούσα από το πανεπιστήμιο. Ήταν κρυμμένος στο σκοτάδι και δε με πλησίασε από κοντά, αν και μιλούσαμε για ώρα».

«Πώς έμοιαζε;»

«Σας είπα, δεν τον είδα καθόλου. Οι λάμπες στους φανοστάτες ήταν καμένες και το σημείο που στεκόμουν, που στεκόμασταν βασικά, ήταν σκοτεινό».

«Αυτό πιστεύετε ότι ήταν σύμπτωση;»

«Δεν ξέρω! Με παραξένεψε, κύριε αστυνόμε, ότι μου μίλησε ακριβώς όταν βρέθηκα στο σκοτάδι. Αλλά μου κίνησε και την περιέργεια».

«Μα καλά, κι εσείς τι κάνατε; Σταθήκατε να πιάσετε συζήτηση μ’ έναν άγνωστο, μέσα στα σκοτάδια;»

«Επέστρεφα, όπως σας είπα, από μια διάλεξη στο πανεπιστήμιο. Το θέμα εκείνης της μέρας ήταν η δημιουργία ψυχολογικού προφίλ σε κάποιον άγνωστο. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, ήταν η τέλεια ευκαιρία για μένα!»

«Ωραία, εντάξει. Τι συμπεράσματα βγάλατε;»

«Ήταν πολύ διακριτικός. Η φωνή του πολύ γλυκιά και μάλλον φοβισμένη. Στάθηκε και μου μίλησε. Με ρώτησε τι κάνω, αν έχω κάποιο πρόβλημα, κάτι που με βασανίζει. Ήθελε να μου πιάσει κουβέντα. Δεν ανέφερε τίποτα για τον εαυτό του, μονάχα ρωτούσε».

«Κι εσείς δεν του κάνατε ερωτήσεις; Πώς θα φτιάχνατε το ψυχολογικό προφίλ του;»

«Κατάλαβα πολλά απ’ την ομιλία του. Ήταν αγχωμένος. Έψαχνε τρόπους να κρατήσει το ενδιαφέρον μου, να μη φύγω. Μάλλον έψαχνε παρέα».

«Κι εσείς τι κάνατε;»

«Πήγα με τα νερά του, φυσικά. Τον άφησα να χειριστεί την κουβέντα όπως ήθελε, για όσο ήθελε. Πέρασε ώρα έτσι. Στο τέλος τον άκουσα που γελούσε μόνος του καθώς μιλούσε».

«Τι είδους γέλιο ήταν αυτό;»

«Χμμ… Θα έλεγα γέλιο ανακούφισης. Ένα γέλιο απελευθερωτικό, αυτό που βγάζει κάποιος όταν πολλά άγχη και βάρη φεύγουν από πάνω του».

«Και πώς τελείωσε η συζήτηση;»

«Εκείνος έδωσε το τέλος. Πολύ ευχάριστος τύπος».

«Και μετά φύγατε;»

«Ναι. Είπαμε καληνύχτα, με ευχαρίστησε, τον ευχαρίστησα κι εγώ και φύγαμε».

«Και δεν τον είδατε καθόλου ούτε πριν, ούτε κατά τη διάρκεια, ούτε μετά το πέρας της συζήτησης;»

«Καθόλου. Ήταν προσεκτικά καθισμένος σε κάποιο σημείο που δε φαινόταν».

«Ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να πηγαίνετε».

–♦–

«Καθίστε, παρακαλώ. Είπατε ότι πριν τρία βράδια είχατε μια νυχτερινή συνάντηση, αν δεν κάνω λάθος;»

«Ακριβώς αυτό είπα. Ήταν πολύ παράξενη εμπειρία, δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο!»

«Τι εννοείτε;»

«Επέστρεφα από μια νυχτερινή έξοδο. Άκουγα μουσική εκείνη την ώρα, όταν άκουσα μια δυνατή φωνή στο σκοτάδι».

«Και τι κάνατε τότε;»

«Στην αρχή κοκάλωσα. Έκλεισα τη μουσική και έμεινα ακίνητη, προσπαθώντας να καταλάβω αν είχα ακούσει τη φωνή ή τη φαντάστηκα. Ξαναμίλησε. Αμέσως σκέφτηκα να φύγω! Τόσα ακούγονται κάθε μέρα. Αλλά ήταν η φωνή του που με έκανε να μείνω».

«Πώς έμοιαζε;»

«Η φωνή του; Θα έλεγα με βεβαιότητα ότι είναι η ομορφότερη φωνή που έχω ακούσει. Δεν ένιωσα κανέναν κίνδυνο. Ήταν μια φωνή σταθερή, γεμάτη σιγουριά!»

«Πώς τα βγάλατε αυτά τα συμπεράσματα;»

«Σπουδάζω λογοθεραπεία. Έχω μάθει να ξεχωρίζω τις διαφορετικές χροιές στις φωνές».

«Μάλιστα. Τι εννοείτε όταν λέτε ότι η φωνή ήταν “γεμάτη σιγουριά”;»

«Ένιωθε πολύ άνετα με τη συζήτηση. Αυτή η άνεση πέρασε και σε μένα. Μετά από ένα σημείο ήταν σαν να μιλούσα με έναν παλιό φίλο».

«Δε νιώσατε να κινδυνεύετε σε κανένα σημείο της συζήτησης;»

«Όχι, καθόλου. Δε με πλησίασε ούτε έκανε οποιαδήποτε απειλητική κίνηση!»

«Τι ήθελε από εσάς;»

«Να συζητήσει μόνο».

«Σας ρωτούσε πράγματα για τον εαυτό σας;»

«Όχι, όχι. Αν το έκανε αυτό σίγουρα θα είχα φύγει! Τέτοιου είδους συμπεριφορές με αγχώνουν και με ενοχλούν. Αντίθετα, με προσέγγισε με μεγάλη ευγένεια και μου μίλησε για τον εαυτό του».

«Τι σας ανέφερε δηλαδή;»

«Μου είπε διάφορα. Σε αρκετά σημεία μάλιστα τόνισε ότι αν μου φαίνονταν βαρετά τα λεγόμενά του, μπορούσα χωρίς δισταγμό να του το πω και να φύγω!»

«Και τι κάνατε;»

«Δεν έφυγα. Μου φαίνονταν πολύ ενδιαφέροντα όσα μου είπε».

«Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον;»

«Για ένα ατύχημα που είχε πριν τρία χρόνια. Μου εξομολογήθηκε ότι είχε χάσει τη μητέρα του και προσπαθούσε να επιβιώσει. Ξέρετε, να μάθει να μαγειρεύει, να σκουπίζει, να κρατάει ένα σπίτι…»

«Σας είπε για όλα αυτά;»

«Ναι, μου είπε. Μου εξήγησε τις καθημερινές δυσκολίες που είχε και ότι του συνέβη κάτι πολύ άσχημο, ένα έγκαυμα στο μαγείρεμα».

«Σας ανοίχτηκε αρκετά δηλαδή».

«Ναι, έτσι ακριβώς. Μάλλον γι’ αυτό περίμενε το σκοτάδι. Ίσως ντρεπόταν για την εμφάνισή του».

«Μέχρι το τέλος σάς έδειξε καθόλου το πρόσωπό του;»

«Όχι, καθόλου. Αλλά αν ακούσω τη φωνή του θα τον καταλάβω. Είχε φωνή αγγέλου!»

«Αυτό είναι αδύνατον. Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία».

«Να είστε καλά. Όταν τον δείτε, να του δώσετε τα χαιρετίσματά μου!»

«Μείνετε ήσυχη».

–♦–

«Καθίστε, παρακαλώ. Δείχνετε πολύ ανήσυχος».

«Ήταν μια πολύ… περίεργη συνάντηση. Δεν περίμενα να γίνουν όσα έγιναν».

«Τι έγινε; Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Με ποιους ήσασταν;»

«Ήμουν με την παρέα μου. Γυρίζαμε από ένα μαγαζί».

«Πόσα άτομα;»

«Οκτώ. Έξι αγόρια, δύο κορίτσια».

«Είχατε πιει;»

«Ναι… Δηλαδή οι άλλοι. Εγώ δεν πίνω. Κάποιοι είχαν πιει αρκετά μάλιστα και φώναζαν».

«Το συνηθίζουν;»

«Δυστυχώς ναι».

«Τι συνέβη;»

«Σταθήκαμε για ώρα σ’ ένα μέρος. Είχε δύο μεγάλα παγκάκια και αράξαμε για ώρα στο σημείο εκείνο».

«Και τότε συναντηθήκατε με κάποιον;»

«Ναι. Ένας πολύ μυστήριος τύπος. Μας μίλησε από μακριά, από μια σκοτεινή γωνιά».

«Κι εσείς τι κάνατε;»

«Τα κορίτσια φοβήθηκαν. Έλεγαν να φύγουμε. Αλλά οι άλλοι… δε σκέφτονταν καθαρά. Ήμασταν σε πολύ χαλαρή φάση εξάλλου. Δε νιώσαμε κανέναν κίνδυνο».

«Και μιλήσατε μαζί του; Από απόσταση;»

«Ναι, δε μας πλησίασε. Δεν ήθελε. Έμεινε στο σκοτάδι, χωρίς να φεύγει ούτε να πλησιάζει».

«Κι εσείς τι κάνατε;»

«Κάποιοι τον προσκάλεσαν στην παρέα. Προσφέρθηκαν να τον κεράσουν κάτι, ενώ οι πιο μεθυσμένοι επέμεναν περισσότερο».

«Κι εκείνος; Τι έκανε;»

«Αρνήθηκε. Ακούστηκε φοβισμένος».  

«Και μετά;»

«…»

«Μη διστάζετε, μη φοβάστε. Πιείτε λίγο νερό. Δεν έχετε τίποτα να φοβηθείτε».

«Εντάξει είμαι, ευχαριστώ».

«Πείτε μου τότε τι έγινε στη συνέχεια».

«Δυο απ’ την παρέα έτρεξαν και τον έπιασαν. Εκείνος αντιστεκόταν, δεν ήθελε να έρθει. Φώναζε να τον αφήσουν. Άτομα απ’ την παρέα γελούσαν. Εκείνοι που είχαν πιει περισσότερο, που δεν καταλάβαιναν και πολύ τι γινόταν. Του είπαν να μη φοβάται, ότι απλά ήθελαν να τον φέρουν κοντά, να γνωρίσει την παρέα μας».

«Και μετά;»

«Όταν φάνηκε το πρόσωπό του, όλοι τρομάξαμε. Τα κορίτσια έβαλαν τις φωνές».

«Τι είχε το πρόσωπό του;»

«Ήταν καμένο σε πολλά σημεία. Έλειπε το δέρμα απ’ τη μύτη του, φαινόταν το οστό…»

«Πάρτε μια ανάσα».

«Εντάξει είμαι… Απλά τώρα που το θυμάμαι…»

«Οι δύο που τον κρατούσαν; Τι έκαναν;»

«Φοβήθηκαν πολύ και πάνω στον πανικό τους τον έσφιξαν παραπάνω».

«Δε θα ήταν πιο λογικό να τον αφήσουν και να τρέξουν να φύγουν;»

«Μάλλον, αλλά φοβήθηκαν για εμάς τους υπόλοιπους. Όσο τον κρατούσαν γερά ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια, φαντάζομαι. Εκείνος πάλευε να ξεφύγει ασταμάτητα, αλλά πάνω στον πανικό του χτύπησε έναν δυνατά στο σαγόνι κι εκείνος του έριξε μια μπουνιά. Ο τύπος έπεσε κάτω με την πρώτη».

«Έκανε κάτι απειλητικό;»

«Όχι, τίποτα. Μιλούσε ασυνάρτητα κι έκλαιγε με λυγμούς. Έλεγε κάτι για τη μητέρα του και για καλά άτομα που γνώρισε τις προηγούμενες νύχτες. Έλεγε να τον αφήσουμε».

«Δεν τον αφήσατε;»

«Εγώ έβλεπα μόνο. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω του και του μιλούσαν. Εκείνος μάλλον ήθελε χώρο και εξαγριώθηκε όταν μείναμε όλοι να τον κοιτάμε. Προσπαθούσε να κρύψει το πρόσωπό του».

«Και τι έγινε μετά;»

«Κάποιος άφησε ένα ανοιχτό μπουκάλι με μπίρα δίπλα του και του είπε να πιει για να ηρεμήσει, αλλά ο τύπος δεν ήθελε. Πήγε να σηκωθεί και αρπάχτηκε απ’ το παντελόνι μιας κοπέλας. Ήταν αρκετά αδύναμος κι έτρεμε».

«Η κοπέλα πώς το πήρε;»

«Άρχισε να ουρλιάζει και προσπαθούσε να πάρει το χέρι του από πάνω της. Εκείνος δεν το ήθελε αλλά έψαχνε από κάπου να πιαστεί για να σηκωθεί. Δεν την άφηνε με τίποτα. Τότε του επιτέθηκαν».

«Εσείς τι κάνατε;»

«Τους φώναζα να σταματήσουν αλλά οι άλλοι δεν άκουγαν. Ποτέ δε με ακούνε. Η μια κλοτσιά έφερε την άλλη. Τον χτυπούσαν, τον πατούσαν. Εκείνος ούρλιαζε. Έτρεξα μακριά. Δεν ήθελα να βλέπω. Έφτασα στο σπίτι μου και έτρεξα αμέσως στο κρεβάτι μου. Κουκουλώθηκα και δε μίλησα με κανέναν».

«Μάλιστα. Μάθατε τι έγινε μετά; Μιλήσατε με κανέναν από τους άλλους;»

«Προσπάθησα. Κανένας δε σήκωνε το τηλέφωνό του. Μου πήρε ώρες να καταφέρω να βρω έστω κι έναν τους στο τηλέφωνο».

«Και τι σας είπε;»

«Να μην πω τίποτα σε κανέναν. Πως ό,τι έγινε έγινε και… να μείνει μεταξύ μας».

«Μα καλά, δε βγήκε κόσμος στα μπαλκόνια απ’ τις φωνές όλη αυτή την ώρα;»

«Δεν ξέρω. Σ’ εκείνο το στενό δεν έχει και πολλά σπίτια. Είναι πίσω από ένα πάρκο κι έχει αποθήκες».

«Το ξέρω το μέρος, αλλά δεν είναι κι εντελώς ακατοίκητο! Ούτε ένας δε βγήκε να ρωτήσει τι έγινε;»

«Όσο ήμουν εγώ εκεί δεν είδα κανέναν. Δεν ξέρω τι έγινε αφότου έφυγα».

«Να ξέρεις ότι το άτομο αυτό βρέθηκε νεκρό το επόμενο πρωί. Ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο. Θα θέλαμε να μάθουμε ποιοι το έκαναν».

–♦–

Ψίθυροι από μια άλλη διάσταση. Αυτό ακούω. Μιλάνε για πρόσωπα, για μυστικά, για νυχτερινά σκηνικά βίας. Η μία φωνή διστάζει, κάνει πίσω. Αρνείται να μιλήσει. Ακόμα και στην απουσία της μυρίζει ενοχή. Πού βρίσκομαι;

Το σκοτάδι με κυριεύει. Δεν είναι αυτό το σκοτάδι που ήξερα, αυτό που θα διάλεγα για να περάσω μια ήρεμη νύχτα. Είναι ένα άλλο είδος σκοταδιού, τρομακτικό. Δεν μπορώ να δω, δεν μπορώ να νιώσω. Είμαι φυλακισμένος. Πρέπει να προσπαθήσω να βγω.

Πίεση. Αφόρητη πίεση, ένα φράγμα που δε με αφήνει να βγω. Ακούγεται ένας ήχος σαν ρόγχος. Ελεύθερος πια. Τώρα βλέπω από ψηλά. Ένα σώμα κατακρεουργημένο, τοποθετημένο σ’ ένα τραπέζι. Όλες του οι πληγές είναι δικές μου πληγές. Τις θυμάμαι. Δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγώ από αυτές τις αναμνήσεις. Τι πρέπει να κάνω;

Η φωνή από κάπου μακριά δε λέει να μιλήσει. Τα ένοχα μυστικά μία παλεύουν να βγούνε απ’ τη φυλακή των χειλιών του, την άλλη σέρνονται πάλι εντός. Η μάχη με την άλλη φωνή, που ζητάει να μάθει, που περιμένει να δράσει, είναι λυσσαλέα. Εγώ ξέρω πως δεν έχει καμία σημασία αν τελικά μιλήσει ή όχι. Εγώ θ’ ακολουθήσω τη μυρωδιά της ενοχής και θα τους βρω όλους. Θα ψάξω στο τελευταίο βλέμμα που έριξαν στον καθρέφτη πριν πάνε στο κρεβάτι, κάτω απ’ τα στρώματα των κρεβατιών τους, στα δάκρυα που στέγνωσαν στο προσκέφαλό τους. Θα ψάξω στους μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, στον κρύο ιδρώτα που λούζει το κορμί τους, στο τρέμουλο των γονάτων τους.

Θα τους βρω. Θα μάθω ποιοι με κατέστρεψαν. Τα χτυπήματα που δέχτηκα θα τα πληρώσουν δέκα, εκατό, χίλιες φορές. Δε θα βιαστώ. Θα βρίσκομαι πάντα στη σκοτεινή γωνιά που φοβούνται να κοιτάξουν, στο κενό των αναμνήσεων, σε όσα προσπαθούν να ξεχάσουν. Θα είμαι στο σκοτάδι. Θα είμαι το σκοτάδι.

–♦–

Μπορείτε να ακούσετε το διήγημα και σε μορφή audio. 
Αφηγητές: Αλέξανδρος Ίτσιος & Μαρία Ίτσιου