Διήγημα | "Μέχρι το τέλος του κόσμου"

Διήγημα | "Μέχρι το τέλος του κόσμου"
Henric Ankarcrona (Sweden, 1831-1917).

Η καυτή άμμος της ερήμου είχε τυλίξει το σώμα του περιπλανώμενου ταξιδευτή που μετά από τόσες μέρες προσπάθειας γινόταν όλο και πιο δύσκολο, καθώς σέρνονταν με δυσκολία πλέον πάνω της. Ένιωθε κάθε ενέργεια να χάνεται από το σώμα του, καθώς προσπαθούσε εδώ και μέρες να μπορέσει να βρει ένα σημάδι ανθρώπινης παρουσίας μέσα στην αχανή έρημο. Δεν θυμόταν ήταν η αλήθεια, βασικά δεν το ένοιαζε πια, πόσες μέρες περιπλανιόταν μέσα σε αυτή την πύρινη θάλασσα. Το μόνο που είχε πια σημασία για αυτόν, ήταν να δει κάτι, να συναντήσει κάποιον που θα μπορούσε να του σώσει την ζωή. Η απόγνωση είχε αρχίσει να τον κυριεύει και τα λογικά του, μετά από τόσες μέρες άσκοπης περιπλάνησης στην έρημο, κρέμονταν από μια πολύ λεπτή κλωστή που ανά πάσα στιγμή ένιωθε πως θα έσπαγε.

Είναι θαύμα το πώς σώθηκε εκείνη την ημέρα, από την άγρια επιδρομή στο καραβάνι του. Οι ληστές δεν άφησαν τίποτα όρθιο στο πέρασμα τους. Η επίθεση ήταν ξαφνική και τους είχαν πιάσει κυριολεκτικά στον ύπνο, μέσα στα πρόχειρα καταλύματα που είχαν στήσει για το βράδυ. Η αναπάντεχη κτηνωδία που ακολούθησε δεν είχε προηγούμενο. Σκότωσαν όλο το καραβάνι και έκαψαν τις σκηνές τους, αρπάζοντας εμπορεύματα, χρήματα, καμήλες και προμήθειες που είχαν για το ταξίδι τους. Εκμεταλλευόμενος την αναμπουμπούλα της επίθεσης και το σκοτάδι που επικρατούσε, εντόπισε ένα μικρό λοφίσκο λίγα μέτρα παραπέρα από το σημείο των καταλυμάτων. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κάτι του έδωσε το θάρρος που απαιτούσε η στιγμή και ξεγλιστρώντας από το οπτικό πεδίο των ληστών, όρμησε προς το σημείο εκείνο και κρύφτηκε από πίσω παρακαλώντας μέσα του να μην γίνει αντιληπτός.

«Τυχερός μέσα στην ατυχία μου», σκέφτηκε και άφησε μια έκφραση απογοήτευσης και συνάμα ειρωνείας να κυριεύσει την έκφρασή του, νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν με κάθε κίνηση του μέσα στην έρημο. Το στόμα του είχε στεγνώσει από την έλλειψη νερού και ο λαιμός του είχε γίνει ξερός και τραχύς. Το φλασκί με το νερό που είχε πάνω του ζωσμένο, είχε τελειώσει από μέρες. Ένιωθε την αναπνοή του να κόβεται και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Δεν υπήρχε πιθανότητα πλέον να τον βρει κάποιος στο διάβα του. Εδώ και τόσες μέρες δεν είχε δει την παραμικρή κινητικότητα, έστω και από μακριά, ώστε να του δώσει κουράγιο να συνεχίσει. Είχε χαθεί σίγουρα, μιας και κάπου πρέπει να λοξοδρόμησε, βγάζοντας τον εκτός της πορείας του. Η καυτή άμμος, άρχισε να σκεπάζει το σώμα του στο πέρασμα της, μιας και πλέον είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στο αναμενόμενο τέλος του. Το μόνο που θυμάται –και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούσε να καταλάβει αν συνέβη στην πραγματικότητα ή ήταν παραίσθηση- είναι να βλέπει μια εκθαμβωτική λάμψη να τρεμοπαίζει μπροστά του. Μια λάμψη σαν αστρόσκονη, που χόρευε μέσα στην έρημο και ήταν σαν να τον καλούσε να πάει προς το μέρος της. Δεν μπορούσε να καταλάβει εκείνη την ώρα τι ακριβώς ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά το εξέλαβε ως ένα σημάδι. Όλα γύρω του μαύρισαν, μέχρι που απόλυτο σκοτάδι σκέπασε τα μάτια και το μυαλό του. Ηρεμία που έγινε γαλήνη, που έγινε λύτρωση…

Μια μυρωδιά από αγριολούλουδα και αρωματικά λιβάνια, που ευωδίαζαν στον χώρο, έκαναν τις αισθήσεις του να ενεργοποιηθούν και το σώμα του να αρχίσει να ξυπνάει. Δίσταζε να ανοίξει τα μάτια του, μιας και η σκέψη του ήταν πίσω στην έρημο, στην οποία άφηνε το κορμί του να ξεψυχήσει από την πολυήμερη ταλαιπωρία. Αποφασίζοντας κάποια στιγμή να τα ανοίξει, αντίκρισε κάτι αναπάντεχο το οποίο τον μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Δεν βρίσκονταν στην μέση της ερήμου ετοιμοθάνατος, παρά σε ένα μέρος που κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ως και παραδεισένιο! Ήταν ξαπλωμένος αναπαυτικά μέσα σε μαλακά στρώματα, καλυμμένα με πανάκριβα και πολύχρωμα υφάσματα. Τα ήξερε καλά αυτά, μιας και με το καραβάνι εμπορεύονταν για πολλά χρόνια υφάσματα στις περιοχές που επισκέπτονταν. Έτριψε τα μάτια του να συνέλθει από τον ύπνο και σηκώθηκε, αρχίζοντας να παρατηρεί με περίσσεια έκπληξη και απορία γύρω του. Καταρχάς, διαπίστωσε ότι ο ίδιος ήταν σε άριστη κατάσταση. Ένιωθε εξαιρετικά υγιής, χωρίς πληγές, χωρίς να νιώθει δίψα ή πείνα, ντυμένος με καλοραμμένα και αρχοντικά ρούχα που άρμοζαν σε πρίγκιπα!
 


 

Τι στα αλήθεια συνέβαινε; Είχε σαστίσει, παρατηρώντας με ανοιχτό στόμα, το μοναδικής ομορφιάς μέρος στο οποίο βρίσκονταν. Να ήταν κάποιο καραβανσεράι; Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε δει ποτέ στην ζωή του, όσες φορές χρειάστηκε να διανυκτερεύσει στα ταξίδια του, κάποιο που να ήταν τόσο αρχοντικό και πολυτελές. Να βρίσκονταν άραγε σε κάποιο παλάτι; Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς γινόταν. Το μυαλό του είχε θολώσει με τις απορίες που δημιουργούνταν συνεχώς μέσα του σχετικά με το μέρος, μα πάνω απ’ όλα σχετικά με το πώς βρέθηκε εκεί!

«Κάποιος πρέπει να με βρήκε και να με έσωσε», ήταν αυτό που του ήρθε σαν πρώτη και λογική εξήγηση στο μυαλό. Έβαλε μια φωνή μήπως και τον ακούσει κάποιος και έρθει στον χώρο που βρισκόταν. Ξαναφώναξε, αλλά και πάλι δεν υπήρξε κάποια απάντηση. Μη βλέποντας λοιπόν κάποιον για να μιλήσει, άρχισε να περιφέρεται, προσπαθώντας να εξερευνήσει το μέρος μήπως και έβγαζε κάποια άκρη με όλα αυτά που συνέβαιναν.

Μαρμάρινα δάπεδα, στρωμένα με πανάκριβα χαλιά και επιβλητικές σκαλιστές κολώνες στήριζαν τον πάνω όροφο του αρχοντικού αυτού οικοδομήματος. Η οροφή ήταν από ζωγραφισμένο γυαλί, διακοσμημένη με περίτεχνα μοτίβα και κάθε είδους σχέδια, από την οποία διαχέονταν το φως στον χώρο. Η τεράστια αυτή αίθουσα ήταν διακοσμημένη με πανέμορφα αρχοντικά έπιπλα, τα οποία πρέπει να προέρχονταν από διάφορες περιοχές του κόσμου μιας και η τεχνοτροπία κάποιων από αυτά του ήταν άγνωστη. Φυτά και λουλούδια που πλημμύριζαν με ευωδία και ομορφιά τον χώρο, περιτριγύριζαν τα τεράστια λουτρά με τα τρεχούμενα γάργαρα νερά τους και τα υπέροχα, πολύχρωμα ψηφιδωτά με τα οποία ήταν στολισμένα. Πιο πέρα τραπεζαρίες γεμάτες φαγητά, φρέσκα φρούτα και κανάτες με άφθονο κρασί. Παρατηρούσε έκπληκτος, φέρνοντας στροφές γύρω από τον εαυτό του, μέχρι την στιγμή που κάπου από το βάθος του κτιρίου άρχισε να ακούει μουσική, η οποία τον έκανε να σταματήσει την παρατήρηση του. Μια μουσική τόσο σαγηνευτική που θα ορκιζόταν ότι άνθρωπος δεν ευθύνονταν για αυτήν την μελιστάλαχτη μελωδία που έφτανε στα αυτιά του.

Θέλοντας να πλησιάσει προς το μέρος από το οποίο προερχόταν ο ήχος, προσπάθησε να προχωρήσει όσο πιο πολύ μπορούσε μέχρι το σημείο εκείνο. Μάταια αποδεικνύονταν όμως η αναζήτηση του, στην προσπάθεια του να βρει κάποια είσοδο, κάποιον διάδρομο που να οδηγεί κάπου αλλού, πέρα από τον χώρο στον οποίο είχε ξυπνήσει. Τεράστιες, βαριές κουρτίνες και υφαντά οριοθετούσαν το οικοδόμημα στο οποίο βρισκόταν, χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο πίσω τους, που θα του επέτρεπε να συνεχίσει, παρά τοίχος που ήταν καλυμένος κατά μήκος του χώρου.  Αυτό τον έκανε ακόμα πιο απορημένο για το μέρος στο οποίο βρισκόταν. Ακόμα δεν είχε ξεκαθαρίσει τι στην ευχή γινόταν. Ακόμα δεν είχε κάποια απάντηση σε όλα αυτά και ήδη ένιωθε μια ανησυχία, ένα άγχος να του δένουν κόμπο το στομάχι. Ποιος κρύβονταν πίσω από όλα αυτά και τι ακριβώς ήθελε από τον ίδιο; Κατευθύνθηκε προς την τεράστια τραπεζαρία και γέμισε το ποτήρι του με κρασί από μια μεγάλη ασημένια κανάτα. Ήταν τόσο δροσερό και γλυκό, που για λίγο τον έκανε να ξεχαστεί. Αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο παρά να περιμένει. Έτσι και έκανε. Ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί και έκατσε στα αναπαυτικά στρώματα που βρίσκονταν πιο πέρα. Μετά από μερικά ποτηράκια, τα μάτια του άρχισαν να βαραίνουν και γλυκά τον πήρε ο ύπνος…
 


 

«Έι Άσιφ, ξύπνα επιτέλους. Για πόση ώρα θα κοιμάσαι ακόμα;», άκουσε μια βαριά, μπάσα αλλά πεντακάθαρη φωνή να τον ξυπνάει. Πετάχτηκε από τα βαθιά στρώματα και αμέσως άνοιξε διάπλατα τα μάτια του για να αντικρύσει επιτέλους κάποιον που θα του έδινε εξηγήσεις για όλα όσα συνέβαιναν. Η προσπάθεια του όμως να διακρίνει κάποιον αποδείχτηκε αρνητική. Έτριψε τα μάτια με τις παλάμες του ώστε να διώξει την θολούρα από τον ύπνο και άρχισε να ψάχνει μέσα στον τεράστιο χώρο για ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας. Πουθενά τίποτα και κανένας. Αν και ένιωθε πλέον ότι επρόκειτο για όνειρο, πήρε την πρωτοβουλία να βάλει μια δυνατή φωνή, μήπως και κάποιος τον ακούσει.

«Είναι κανείς εδώ; Εμφανίσου σε παρακαλώ όποιος και αν είσαι», είπε με σχεδόν παρακλητικό τόνο. Για μερικά δευτερόλεπτα, δεν ακούστηκε τίποτα περισσότερο παρά μια μικρή ηχώ της φωνής του που αντανακλούσε μέσα στο μυστηριώδες πολυτελές οίκημα. Μέχρι που ξάφνου, η βαριά μπάσα φωνή ακούστηκε ξανά από το πουθενά, κάνοντας τον να πεταχτεί από την έκπληξη που του προκάλεσε. Κοιτώντας με μάτια γουρλωμένα, το σώμα του αδυνατούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση, μένοντας με το στόμα ορθάνοιχτο από την έκπληξη της εικόνας που αντίκριζε μπροστά του.

«Ασίφ, κλείσε το στόμα σου και μην με κοιτάς σαν χάνος», τον πρόσταξε με ένα έντονο τόνο στην φωνή του.

«Ξε..ξε…ξέρεις το ό..όνομα μου;», αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή προς το πλάσμα, που τον κοιτούσε βαθιά με τα πύρινα μάτια του. Μια μικρή έκρηξη καπνού σχηματίστηκε μπροστά στα μάτια του έκπληκτου Ασίφ και το παράξενο πλάσμα βρέθηκε ξάφνου δίπλα του, κραδαίνοντας μια ασημένια κούπα κρασί που του την πρόσφερε με το τεταμένο του προς αυτόν χέρι.

«Έλα μην φοβάσαι, πιες το κρασί και έλα να κάτσεις», του αποκρίθηκε. Ο Ασίφ, χωρίς να πει λέξη, ήπιε μια γουλιά και κάθισε σε μία από τις αναπαυτικές πολυθρόνες που βρίσκονταν δίπλα από την μεγάλη τραπεζαρία. Κοιτώντας για αρκετή ώρα το παράξενο πλάσμα, όπλισε με θάρρος τον εαυτό του και αποφάσισε να αρχίσει τις ερωτήσεις.

«Τι είσαι ακριβώς; Μήπως είσαι κάποιο τζίνι βγαλμένο από τους θρύλους;», ρώτησε διστακτικά ο Ασίφ. Το πλάσμα γέλασε δυνατά και πίνοντας μια γουλιά κρασί, του απάντησε.

«Είμαι κάτι σαν αυτό που εννοείς. Ας πούμε ότι είμαι ένα τζίνι. Καημένε μου Ασίφ, καταλαβαίνω πως νιώθεις. Οντότητες σαν και εμάς δύσκολα θα τις συναντήσει άνθρωπος στην ζωή του και όταν έχετε την τύχη να μας συναντήσετε, τότε δυσκολεύεστε να κατανοήσετε την ύπαρξη μας», του απάντησε χαμογελώντας.

«Απίστευτο», είπε ο Ασίφ και άπλωσε το χέρι του να τον ακουμπήσει. Μια παγωμένη αύρα τύλιξε το χέρι του, κάνοντας τον να το τραβήξει απότομα πίσω, καταλαγιάζοντας για την ώρα την περιέργεια του για την υλική υπόσταση του δαίμονα, όπως συνήθιζε να τους αποκαλεί ο παππούς του, στις ιστορίες που του έλεγε όταν ήταν μικρός.

«Ποιο είναι το όνομα σου; Πως βρέθηκα εδώ; Που είμαστε;», άρχισε ξαφνικά να κάνει ερωτήσεις την μία μετά την άλλη, προσπαθώντας επιτέλους να πάρει απαντήσεις για όσα του συνέβαιναν.

«Θα σου τα εξηγήσω όλα Ασίφ», του απάντησε το πλάσμα με σταθερή φωνή.

«Καταρχάς το όνομα μου δεν μπορεί να το προφέρει ανθρώπινη γλώσσα, δεν μπορεί καν να το διανοηθεί ή να το απομνημονεύσει ανθρώπινος νους. Είναι κάτι το οποίο ξεπερνά τις δυνατότητες των ανθρώπων», αποκρίθηκε προς τον Ασίφ, ο οποίος προσπαθούσε να κατανοήσει αυτά που άκουγε.

«Όσο για το που είμαστε και πως βρέθηκες εδώ; Ας πούμε ότι εδώ είναι το... σπίτι μου σε αυτό τον κόσμο. Στον κόσμο που γνωρίζεις, τον κόσμο που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Ένα καθ’ όλα υλικό οίκημα, όπως βλέπεις, σύμφωνα με τις αρχές που διέπει το σύμπαν σας. Σε έφερα εδώ από την έρημο στην οποία σε βρήκα. Ήσουν σχεδόν νεκρός Ασίφ, όταν σε εντόπισα και αποφάσισα να σε σώσω, φέρνοντας σε εδώ και θεραπεύοντας σε με τους απόκρυφους τρόπους που κατέχει το είδος μου από τότε που ο χρόνος ήταν ακόμα νέος. Ερχόμαστε από ένα άλλο σύμπαν και έχουμε την ικανότητα να κινούμαστε μέσα και έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Όπως σου είπα, εδώ είναι το σπίτι μου και είσαι ευπρόσδεκτος να μείνεις για όλη σου την ζωή. Μια ζωή γεμάτη άνεση. Αλλά με μία και μοναδική υποχρέωση φίλε μου Ασίφ», σοβαρεύοντας απότομα προς το τέλος της απάντησης του.

«Και ποια θα είναι αυτή η υποχρέωση μου;», τον ρώτησε γεμάτος απορία και αγωνία για την απάντηση.

«Θα σου παρέχω όλες τις ανέσεις. Όλες τις απολαύσεις και τις ηδονές που δεν έζησες ή δεν τόλμησες ποτέ να φανταστείς. Θα σου χαρίσω την αθανασία. Αλλά δεν θα φύγεις ποτέ από εδώ. Θα είσαι ο προστατευόμενος μου, ένας άνθρωπος για να μιλάω και να μου κάνει παρέα όταν θα επισκέπτομαι το σύμπαν σας. Δυστυχώς, βλέπεις, φίλε μου Ασίφ, δεν είναι όλα τα σύμπαντα σαν το δικό σας. Υπάρχουν φορές που κάνω πάρα πολύ καιρό να συναντήσω κάποιο νοήμων ον και να ανταλλάξω μερικές κουβέντες ανάμεσα στα αστρικά μου ταξίδια», απάντησε σχεδόν θλιμμένα το πλάσμα, ελπίζοντας να κάνει τον Ασίφ να δεχθεί την πρόταση του με όλα αυτά που θα του πρόσφερε. Ο Ασίφ, γεμάτος σκέψεις, σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και άρχισε να περιφέρεται αμήχανα στο κέντρο του χώρου που βρίσκονταν με το τζίνι. Η πρόταση δεν ήταν καθόλου ασήμαντη στην φάση την οποία βρισκόταν και έπρεπε να την επεξεργαστεί μέσα του. Το τζίνι αμίλητο τον παρατηρούσε να μονολογεί, να ξύνει το κεφάλι του, να φέρνει σβούρες γύρω από τον εαυτό του, να προσπαθεί να υπολογίσει τα υπέρ και τα κατά της συμφωνίας. Ξαφνικά, με μια απότομη στροφή προς την μεριά του πλάσματος και κοιτώντας τον έντονα τον ρώτησε κοφτά

«Εννοείς ότι δεν θα μπορέσω να φύγω ποτέ από εδώ μέσα; Ούτε έστω, κάποιες φορές, ανά τακτά διαστήματα και να επιστρέφω;»

«Η συμφωνία που γίνεται μεταξύ μας, δεν δέχεται την οποιαδήποτε παραχώρηση ή τροποποίηση της. Είναι τόσο απλή και τόσο ξεκάθαρη. Σου προσφέρω τα πάντα, με την μόνη υποχρέωση να παραμένεις στον συγκεκριμένο χώρο», ήταν η απάντηση του πλάσματος. Ο Ασίφ, αποκαρδιωμένος, περιμένοντας είναι η αλήθεια το πλάσμα να ρίξει λίγο νερό στο κρασί του, έσκασε με όλο το βάρος του πάνω στην πολυθρόνα, με ένα αίσθημα απογοήτευσης να τον κατακλύζει. Με διερευνητική ματιά, το πλάσμα, προσπαθώντας να καταφέρει να αποσπάσει την σύμφωνη γνώμη του Ασίφ για την αιώνια παραμονή του, αποφάσισε να κινηθεί διαφορετικά στην κουβέντα τους.

«Καταλαβαίνω ότι για εσάς τους ανθρώπους, η αίσθηση της ελευθερίας είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν το χαρακτήρα και την φύση σας. Μα σκέψου μόνο τούτο Ασίφ. Τι να την κάνεις μια ελευθερία αν δεν έχεις κάποιον εκεί έξω για να την μοιραστείς;» Ξαφνικά, τα λόγια του πλάσματος, τράβηξαν το βλέμμα του Ασίφ και με μάτια γεμάτα απορία το κοίταξε έντονα σαν να του έδινε την άδεια να συνεχίσει τα λεγόμενα του.

«Ασίφ, ποιον θα συναντήσεις άμα βγεις από εδώ μέσα και διεκδικήσεις την ελευθερία για την οποία θλίβεσαι; Ποιος σου έχει απομείνει; Οι γονείς σου έχουν πεθάνει εδώ και χρόνια και η μία και μοναδική αδερφή που έχεις, δεν θέλει να σε ξέρει, ρίχνοντας σου την ευθύνη για τον θάνατο των γονιών σας, λόγω της απουσίας σου με τα καραβάνια, όταν ανήμποροί να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, έχασαν την ζωή τους στον πόλεμο από το χέρι του εχθρού. Η αδερφή σου, έχει το σπιτικό της, τον άντρα και τα παιδιά της, πέρα μακριά, θέλοντας να ξεχάσει κάθε τι που την δένει με εσένα ή τον τραγικό χαμό των γονιών σας»

«Πάψε! Πάψε! Πάψε!», φώναξε ο Ασίφ με δάκρυα στα μάτια, καλύπτοντας το κεφάλι με τα χέρια του και βάζοντας το ανάμεσα στα πόδια του, σαν να προσπαθούσε να αποφύγει με αυτόν τον τρόπο τις ευθύνες του.

«Άκουσε με Ασίφ, και δέξου αυτή την πρόταση που σου κάνω. Ούτε οικογένεια έχεις εκεί έξω, ούτε κάποια γυναίκα να σε περιμένει για να σου χαρίσει απλόχερα την αγάπη της. Ακόμα και το καραβάνι σου, με το οποίο περιπλανιόσουν όλα αυτά τα χρόνια από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα, πάει χάθηκε και αυτό. Δεν έμεινε τίποτα και κανένας στο πέρασμα των ληστών που σας επιτέθηκαν εκείνη την νύχτα! Εγώ είμαι εδώ για να σου προσφέρω κάθε τι που λαχτάρησες στην ζωή σου»

Το μυαλό του Ασίφ κόντευε να πάρει φωτιά εκείνη την ώρα από τα λόγια του πλάσματος, από τις αναμνήσεις που έρχονταν μπρος στα μάτια του και τις σκέψεις όσον αφορούσε τη πρόταση που του είχε γίνει. Ανακάθισε στην πολυθρόνα, γέμισε μια κούπα κρασί και κοιτάζοντας το φως που έπεφτε άπλετο από τον πολύχρωμο γυάλινο θόλο, έμεινε για αρκετή ώρα με το βλέμμα του καρφωμένο χωρίς να πει λέξη...

«Γιατί επέλεξες εμένα; Θα μπορούσες να έχεις για προστατευόμενο σου όποιον άνθρωπο πραγματικά επιθυμούσες. Και επίσης τι στο διάβολο τζίνι είσαι, αν δεν μπορείς να κάνεις μια μικρή παραχώρηση στην συμφωνία μας; Δεν το καταλαβαίνεις ότι αυτό που μου προτείνεις είναι να κάνω το “πουλί μέσα στο χρυσό κλουβί”; Πως είναι δυνατόν να μου ζητάς κάτι τέτοιο;», απήυθυνε ξαφνικά τον λόγο προς το πλάσμα, το οποίο καθότανε αμίλητο λίγο παραπέρα.

«Εμείς τα ...τζίνι, όπως έχετε συνηθίσει να μας αποκαλείται, είμαστε κοσμικά όντα. Περιφερόμαστε στο σύμπαν με απόλυτη ελευθερία μέσα και έξω από τον χωροχρόνο. Σε διαστάσεις που δεν θα μπορέσεις να αντιληφθείς όσο και αν προσπαθούσα να σου εξηγήσω. Ερχόμαστε σε επαφή με μορφές ενέργειας, με όντα και περιβάλλοντα που και η πιο ζωηρή φαντασία δεν θα μπορούσε να συλλάβει. Η μοίρα ή κάτι άλλο, μπορείς να το αποκαλέσεις όπως θέλεις, έμελλε να σωθείς εσύ. Μέσα στο σύμπαν σου, εκείνη την στιγμή, επιλέχθηκες εσύ και μόνο εσύ. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι δεν είμαστε θεοί. Έχουμε περιορισμούς στην δράση μας. Ναι, θα ήταν το πιο εύκολο πράγμα να επιλέξω όποιον άνθρωπο ήθελα σε αυτό το σύμπαν και να τον φέρω εδώ. Ακόμα και να του κάνω τις παραχωρήσεις για τις οποίες αναφέρεσαι. Αλλά δεν μπορώ. Οι κανόνες είναι κανόνες σε αυτό το ζήτημα. Είναι πάνω από εμάς. Η δύναμη μας έχει ένα όριο σε κάποια ζητήματα. Με συγχωρείς Ασίφ, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Μπορεί να μεγάλωσες με τις ιστορίες των τζίνι που ζούνε μέσα σε μαγικά λυχνάρια και πραγματοποιούν ευχές, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από τα παραμύθια», απάντησε στον Ασίφ και με ένα ξαφνικό στροβιλισμό γύρω από τον εαυτό του, σηκώθηκε ένα σύννεφο καπνού και εξαφανίστηκε!

 


Nude Woman on an Ottoman, painting by Francesco Netti (1832-1894)

 

«Αυτό ήταν λοιπόν; Εξαφανίζεσαι έτσι απλά;», έκανε μια ερώτηση προς τον χώρο μιας και δεν ήξερε που πραγματικά έπρεπε να στρέψει την προσοχή του. Μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης και άβολης σιωπής μέχρι την στιγμή που μαγικά πράγματα άρχιζαν να πραγματοποιούνται εμπρός στα κατάπληκτα μάτια του. Ο χώρος μέσα στον οποίο βρισκόταν ήταν σαν να είχε ζωντανέψει. Ξαφνικά παρατήρησε το τεράστιο εκείνο δωμάτιο να εξαπλώνεται. Να γίνεται διπλάσιο, τριπλάσιο και μεγάλωνε συνεχώς, μέχρι που σε κάποιο σημείο σταμάτησε και σειρά πήρε ο εσωτερικός διάκοσμος. Έπιπλα, λουτρά, εσωτερικοί κήποι, δωμάτια και πάνω όροφοι, άρχισαν να διαμορφώνονται και να τοποθετούνται συμμετρικά και με τάξη. Επίσης παρατήρησε ότι οι τοίχοι, που οριοθετούσαν το μέρος στο οποίο βρισκόταν εγκλωβισμένος καλυμένοι από τις βαριές κουρτίνες, σε κάποια σημεία εξαφανίστηκαν και έδωσαν την θέση τους σε τεράστια φωτεινά ανοίγματα, στα οποία δημιουργήθηκαν μπαλκόνια, δίνοντας την δυνατότητα θέας προς την μαγευτική έρημο πάνω στην οποία ταξίδευαν καραβάνια, ενώ εξωτικές, καταπράσινες οάσεις ήταν διάσπαρτες, τα νερά των οποίων λαμπύριζαν κάτω από τον χρυσό ήλιο. Ξάφνου, μια πανέμορφη, σχεδόν θεϊκή, μουσική πλημμύρισε τον χώρο συνοδευόμενη από ομιλίες και δυνατά γέλια. Πανέμορφες γυναίκες εμφανίστηκαν γύρω του, κάνοντας τον να σαστίσει από την εκπληκτική ομορφιά τους. Δεν είχε δει ποτέ στην ζωή του τόσες πολλές και αιθέριες γυναικείες υπάρξεις μαζεμένες γύρω του! Οι ματιές τους μαρτυρούσαν ότι ήταν διατεθειμένες να του προσφέρουν ότι επιθυμούσε. Κατευθείαν, ο Ασίφ, έγινε το κέντρο της λάγνας αυτής ομύγηρης, η οποία αρχίζοντας να του βγάζει τα ρούχα, τον οδήγησε προς τα λουτρά, απολαμβάνοντας τα δροσερά τρεχούμενα νερά και τα ερωτικά χάδια των γυναικών που τον περιστοίχιζαν.

«Είσαι πονηρό τζίνι. Κατάλαβα τι πας να κάνεις», σκέφτηκε ο Ασίφ, αφήνοντας τον εαυτό του να χαθεί, μέσα στο ερωτικό ντελίριο που του προσφέρονταν απλόχερα.

Πολυτέλεια, ανέσεις, απολαύσεις, ηδονές. Θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να έμενε για πάντα εκεί αλλά κάτι μέσα του δεν μπορούσε να τον κρατήσει φυλακισμένο σε αυτό το…“παλάτι”. Οι ημέρες και πολύ περισσότερο οι νύχτες κυλούσαν με τα πάντα να του προσφέρονται απλόχερα, ακόμα και αν δεν το ζητούσε. Όμως η έλλειψη της ελευθερίας του, ώρα την ώρα, μέρα την μέρα, γίνονταν όλο και πιο έντονη, σε σημείο να γίνει τεράστιο βάρος για εκείνον. Τα σωθικά του καίγονταν από οργή και αγανάκτηση και κανένα από τα “δώρα” του τζίνι δεν μπορούσαν να την σβήσουν. Ένιωθε πως έπρεπε να φύγει από εκεί και σύντομα μάλιστα. Όλο αυτό το διάστημα αναρωτιούνταν συνεχώς που να βρίσκεται το τζίνι και γιατί αργούσε τόσο να επιστρέψει. Ή τουλάχιστον του φαίνονταν ότι αργούσε. Προσπάθησε πάρα πολλές φορές να έρθει σε επαφή με κάποιο από τα καραβάνια που έβλεπε να περνάνε, αλλά μάταιος κόπος. Χρησιμοποίησε διάφορα σινιάλα, έβαλε τις φωνές, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πάντα αρνητικό. Και κάθε φορά το ίδιο αποκαρδιωτικό. Άρχισε να πιστεύει τελικά ότι, αυτό το καταραμένο τζίνι, είχε χρησιμοποιήσει κάποιο από τα μαγικά κόλπα του, εγκλωβίζοντας τον εκεί μέσα, αόρατο και αποκομμένο από καθετί εκεί έξω. Με το που επέστρεφε, θα απαιτούσε την ελευθερία του. Δεν μπορούσε να συνεχιστεί περισσότερο όλος αυτός ο παραλογισμός. Καλύτερα ελεύθερος με τίποτα στα χέρια του, παρά σκλαβωμένος με τα πάντα. Είχε πάρει ήδη την απόφαση του!

Οι μέρες περνούσαν, όταν ξαφνικά μια έντονη βουή και ένας στρόβιλος καπνού έκαναν την εμφάνιση τους στο κέντρο του πολυτελέστατου χώρου. Ο Ασίφ, έντρομος, έστρεψε το βλέμμα του προς τα πίσω, μιας και πάλι ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του και χαμένος στην απόλαυση της θέας της ερήμου, από το απροσπέλαστο μπαλκόνι που είχε δημιουργηθεί στον τοίχο.

«Πρέπει να μιλήσουμε. Έχω πάρει ήδη την απόφασή μου. Δεν μπορείς να με κρατάς φυλακισμένο εδώ μέσα και ας μου έχεις χαρίσει όλες τις απολαύσεις που θα μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους! Ελευθέρωσε με τώρα…», αποκρίθηκε έντονα και με ιδιαίτερα αυστηρό τόνο προς το τζίνι.

«Ηρέμησε Ασίφ. Γνωρίζω για την απόφασή σου και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επέστρεψα. Δυστυχώς είναι αλήθεια ότι δεν μπορώ να σε κρατήσω, μιας και η καρδιά και το μυαλό σου έχουν ήδη “δραπετεύσει”. Θα φύγεις από εδώ. Σου το υπόσχομαι. Και θα φύγεις πάρα πολύ σύντομα. Θα το καταλάβεις πότε θα είναι η στιγμή. Οφείλω όμως να σε προειδοποιήσω για κάτι. Ελευθερία, όπως την έχεις κατά νου και την εννοείς δεν θα αποκτήσεις ποτέ! Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία να το ξανασκεφτείς και να μείνεις», του απάντησε με πολύ ήρεμο βλέμμα, προσδοκώντας σε μια τελευταία μεταστροφή της απόφασης του Ασίφ.

«Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να γίνει κάτι τέτοιο. Όσο δύσκολα και να είναι τα πράγματα εκεί έξω για μένα, θα βάλω τα δυνατά μου και θα τα ξαναχτίσω από την αρχή. Το έχω κάνει ήδη μία φορά στο παρελθόν και τα κατάφερα. Δεν θα με εμποδίσει τίποτα στο να το ξανακάνω. Θα έφτανα μέχρι το τέλος του κόσμου…».

«Ναι Ασίφ, μέχρι το τέλος του κόσμου! Λυπάμαι που δεν κατάφερα να κρατήσω ούτε εσένα, παρά τα όσα έχω προσφέρει. Μάλλον τελικά υποτίμησα εσάς τους ανθρώπους όσον αφορά το θέμα της ελευθερίας σας. Η μοίρα μου είναι να συνεχίσω το μοναχικό μου ταξίδι μέσα στον απέραντο κόσμο. Όταν έρθει η στιγμή να αποχωρήσεις, θα το καταλάβεις. Έχε γεια καλέ μου Ασίφ και ελπίζω να με έχεις ήδη συγχωρέσει!» και με μία απότομη κίνηση, χάθηκε μέσα σε μια βουή και έναν στρόβιλο καπνού, όπως ακριβώς εμφανίστηκε.

Ο Ασίφ έμεινε να κοιτάει με βλέμμα απλανές. Ένιωθε τόση ευτυχία που επιτέλους θα εγκατέλειπε αυτή την φυλακή. Έτσι το έβλεπε, παρά τις αμέτρητες απολαύσεις που βίωσε όλο αυτό το διάστημα. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κατάφερε να μεταπείσει το πλάσμα να τον ελευθερώσει, ότι τελικά ήταν πιο εύκολο απ’ ότι φανταζόταν. Εκείνη την στιγμή όμως άρχισε να αναρωτιέται γιατί το πλάσμα ζήτησε την συγχώρεση του. Κρυβόταν κάτι πίσω από τα λεγόμενα του; Πάνω που άρχισε να διερωτάται για το τι μπορεί να σήμαινε αυτό, όλα γύρω του εξαφανίστηκαν. Ένα απέραντο σκοτάδι τον τύλιξε και κρύος ιδρώτας άρχισε να κυλάει στο μέτωπο του, από το άγχος που του προξενούσε αυτή η απόκοσμη αλλαγή. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και οι αισθήσεις του σε εγρήγορση, όταν ξαφνικά μια πύλη παρουσιάστηκε μπροστά του. Μια φωτεινή πύλη, αποτελούμενη από υπέροχα χρώματα που εναλλάσσονταν συνεχώς, με το φως να διαχέεται έντονο από μέσα της, τυλίγοντας τον Ασίφ με κατάλευκη, λαμπρή θαλπωρή.

«Επιτέλους, ήρθε η στιγμή…», μονολόγησε και χωρίς δεύτερη σκέψη πέρασε με γοργό βήμα μέσα από αυτή. Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόλαβε ούτε να σκεφτεί, ούτε να νιώσει τίποτα. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν το σώμα του που εξαϋλωνόταν μέσα σε αστρικά πεδία και μια αίσθηση ολοκλήρωσης, καθώς η ύπαρξη του γινόταν ένα με το σύμπαν. Το υλικό του κορμί είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας μια εκθαμβωτική αστρόσκονη πίσω του. Όλα ξαφνικά έσβησαν. Ήταν επιτέλους... ελεύθερος!

Πολλά χρόνια αργότερα, σε κάποιο σημείο του ωκεανού, τα μανιασμένα κύματα προκαλούσαν τρόμο στην καρδιά και του πιο ατρόμητου θαλασσόλυκου! Το πλοίο του Τόμας είχε γίνει κομμάτια από την τρικυμία και είχε αρχίσει να βουλιάζει, παίρνοντας μαζί πολλούς από τους συντρόφους του, στον υγρό τάφο της θάλασσας. Ο ίδιος, γραπωμένος με δύναμη πάνω σε μια σανίδα, πάλευε με τα σκοτεινά, παγωμένα νερά να κρατηθεί στην ζωή. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και οι συνθήκες που επικρατούσαν δεν βοηθούσαν στις προσπάθειες του. Μέχρι την στιγμή, που πάνω στην εξάντληση του, διέκρινε, λίγα μέτρα πιο πέρα, μια εκθαμβωτική λάμψη να τρεμοπαίζει. Μια λάμψη σαν αστρόσκονη κινούνταν σαν να χόρευε πάνω στην μανιασμένη επιφάνεια του νερού, καλώντας τον να πάει προς το μέρος της…