Διήγημα | "Η πόρτα"

Διήγημα | "Η πόρτα"

Πολλές οι αναμνήσεις από εκείνο τον παλιό χωμάτινο δρόμο, που βρισκόταν λίγο παρακάτω από την γειτονιά μας. Ένα δρομάκι που πρόθυμα φιλοξενούσε, κάθε απόγευμα, το καθημερινό μας παιχνίδι, χωρίς να διαμαρτύρεται όταν το μέρος πλημμύριζε από τα γέλια, τις φωνές και τους τσακωμούς των παιδιών της παρέας μας. Ένας δρόμος που δεν έδινε την θέση του σε κάποιον άλλον, που τα αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούσαν από 'κεί και που μπορούσαμε να περνάμε τις ώρες μας ξέγνοιαστα, παίζοντας, χωρίς να μας ενοχλεί κανείς. Παρά μόνο αυτή! Η τρομακτική της θέα στο τέρμα του δρόμου εκείνου. Η ενοχλητική της παρουσία, που μας έκανε να προσπαθούμε να αποτρέπουμε το βλέμμα μας από πάνω της. Η καταραμένη εκείνη πόρτα του αυλόγυρου του σπιτιού στο τέρμα του χωμάτινου δρόμου.

Η “πόρτα”, όπως συνηθίζαμε απλά να αποκαλούμε εκείνο το μέρος, ήταν το σημείο στο οποίο κατέληγε εκείνο το χωμάτινο δρομάκι, με τις καταπράσινες λεύκες δεξιά και αριστερά και το χορταριασμένο του χαντάκι, στο οποίο μας άρεσε να μαζεύουμε γυρίνους μέσα σε βαζάκια, στα σημεία που κρατούσε νερό. Ήταν μια σκαλιστή ξύλινη πόρτα αυλόγυρου, η οποία οδηγούσε στην παλιά εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία. Ένας χώρος στον οποίο ποτέ δεν πλησιάζαμε, που η παρουσία του και μόνο μας έκανε να αναρριγούμε από τις φρικιαστικές ιστορίες που ακούγαμε από τα μεγαλύτερα παιδιά της ηλικίας μας και τους γονείς μας, όταν ήθελαν καμιά φορά να μας τρομάξουν. Δεν μπορούσαμε να ξέρουμε τότε αν ήταν αλήθεια ή το έκαναν για να μας φοβίσουν, το σίγουρο όμως είναι ότι ο στόχος τους είχε επιτευχθεί. Η αλήθεια και η φαντασία είχαν γίνει ένα κουβάρι που δύσκολα θα ξεμπλέκονταν μέσα μας.

Κανένας από την παρέα δεν είχε το θάρρος να πλησιάσει περισσότερο σε εκείνο το σπίτι, ούτε καν απ’ έξω. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, όταν σε ένα δυνατό σουτ του ξάδερφού μου του Μιχάλη, η μπάλα είχε φύγει τόσο μακριά που αναπηδώντας είχε περάσει μέσα από τον αυλόγυρο. Ήταν η καινούργια μπάλα ποδοσφαίρου του φίλου μας του Νίκου. Εννοείται πως δεν την πήραμε ποτέ από εκεί, ποιος θα τολμούσε άραγε, αφήνοντας την να φθείρεται μέρα με την μέρα από τον ήλιο και την βροχή, χορταριάζοντας παρατημένη σε εκείνο το σημείο του κήπου.

Οι αφηγήσεις που ακούγαμε τότε για τα φρικιαστικά φονικά που είχαν γίνει σε εκείνο το σπίτι, στοίχειωναν τις σκέψεις μας, κατακλύζοντας τες με εικόνες. Μια ολόκληρη οικογένεια είχε ξεκληριστεί από τον στυγερό δολοφόνο, κάποιο συγγενή τους λέγανε οι ιστορίες, με τρόπο που ανθρώπινος νους δεν τολμούσε να φανταστεί. Ο πατέρας, η μητέρα και οι δυο μικρές κόρες τους ήταν ο απολογισμός του φόρου αίματος μέσα σε εκείνο το σπίτι. Μεγαλώνοντας, προσπάθησα να αναζητήσω πληροφορίες για το τι πραγματικά είχε συμβεί. Ήταν ίσως ένας τρόπος να συμφιλιωθώ με την ιδέα της φρίκης και του θανάτου που είχε απλώσει το αποτρόπαιο, μαύρο πέπλο του πάνω από εκείνο το μέρος. Ενός γεγονότος που είχε στοιχειώσει τόσο τα δικά μου παιδικά χρόνια, όσο και όλης της παρέας μου. Τα γεγονότα ήταν θολά, η αλήθεια μάλλον... μισή και μπερδεμένη και το ενδιαφέρον μου για την ιστορία αυτή άρχισε να χάνεται στην πορεία...

Είχα πολλά χρόνια να έρθω. Σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει, πάρα μόνο τα πυκνά φυλλώματα και τα ξερά κλαδιά που κάλυπταν πλέον την πόρτα, σαν τρομακτικά, γερασμένα χέρια γριάς μάγισσας. Έστεκε ακόμη εκεί, ανέπαφη από τον χρόνο, σαν φύλακας που προσπαθούσε, μετά από τόσα χρόνια, να μου υπενθυμίζει να μην πλησιάσω. Να μην προσεγγίσω το κακό που κρυβόταν πίσω της. Να μην διαταράξω την ησυχία και την γαλήνη των νεκρών!

“Τι καθόμασταν και ακούγαμε μικροί” σκέφτηκα και άναψα ένα τσιγάρο, χαζεύοντας τον απεριποίητο κήπο με τα ψηλά χορτάρια και τα κλαδιά των δέντρων που είχαν κρεμάσει ως κάτω. Ακούμπησα με τους αγκώνες μου πάνω στον φράχτη και προσπαθούσα να παρατηρήσω τον χώρο. Πολλά χρόνια είχαν περάσει και αυτό το μέρος έμοιαζε σαν κάτι σταθερό μέσα στον χρόνο. Εκείνη την στιγμή μου έρχεται η ιδέα! Να υπάρχει ακόμη εκεί άραγε, κάπου ανάμεσα στα χορτάρια του κήπου, η μπάλα ποδοσφαίρου του Νίκου; Κάνω μια κίνηση να ανοίξω την πόρτα της αυλής αλλά ήταν κλειδωμένη. Συν τοις άλλοις, με τα τόσα κλαριά που την είχαν ζώσει όλα αυτά τα χρόνια, η είσοδος στον αυλόγυρο ήταν ακόμα πιο δύσκολη. Ήταν παραπάνω από προφανές ότι δεν πρέπει να έχει έρθει ποτέ κανείς σε αυτό το μέρος. Η αλήθεια είναι πως, μετά από τόσα χρόνια που είχα να περάσω από εδώ, ήμουν σίγουρος ότι θα το είχαν κατεδαφίσει για να γίνει πολυκατοικία ή πιθανότατα θα υπήρχε ήδη μία εκεί! Παραδόξως όχι, σαν κάτι να μην ήθελε να αλλάξει το μέρος. Σαν το ίδιο το μέρος να απέτρεπε τους ανθρώπους να ενδιαφερθούν για αυτό.

“Παράξενο, πραγματικά” σκέφτομαι και σβήνω το τσιγάρο μου πατώντας το πάνω στο χώμα του δρόμου, κάνοντας να γυρίσω να φύγω για το πατρικό μου. Όμως με την άκρη του ματιού μου νιώθω ότι “πιάνω” κάτι. Εκείνη την στιγμή διακρίνω στο βάθος της αυλής, μπροστά στην εξώπορτα της μονοκατοικίας, δυο μικρές φιγούρες, σαν σκιές. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και κοιτάω καλύτερα, αλλά δεν μπορώ, πλέον, να παρατηρήσω κάτι. Δεν είμαι σίγουρος τι είδα...

Από την άλλη...
Ίσως...
Δεν ξέρω....

Έριξα μια τελευταία ματιά στον κήπο, στο σπίτι, στην πόρτα.

“Παιδιάστικες ανοησίες” μονολόγησα και έκανα μεταβολή για το πατρικό μου με γοργό βήμα...