Διήγημα | "Η κρύπτη"

Διήγημα | "Η κρύπτη"

"Από πού έρχεται το νερό;" είχε ρωτήσει, μόλις αντίκρισε τον οικοδεσπότη του να αντλεί νερό από το υπόγειο. Ως εκ του θαύματος, ο κουβάς ήταν γεμάτος ψάρια.
"Από το σφραγισμένο πηγάδι της κρύπτης που βρίσκεται στον λόφο", απάντησε εκείνος. "Όταν βρέχει δυνατά, τα νερά πλημμυρίζουν όλο το χωριό".
"Από το Batik Saray, το βυθισμένο παλάτι", είχε διαφωνήσει ο γεροντότερος, χαμογελώντας δουλικά.

Γνώριζε πως ο Βασιλικός Θόλος βρισκόταν στον λόφο, δυτικά της πλατείας. Αν και ξακουστός αρχαιοδίφης, δεν είχε ακούσει ποτέ πως εκείνο το σημείο υπήρξε είσοδος που οδηγούσε σε κάποια από τις παρόδιες στοές των ανακτόρων. Μετά τον πόλεμο, κάθε γνώση για το παρελθόν είχε χαθεί. Τελικά βρήκε την κρύπτη. Το πηγάδι ήταν η ρυθμιστική δεξαμενή ενός αγωγού που διέτρεχε τα έγκατα του λόφου. Πού οδηγούσε ο αγωγός; Τι βρισκόταν εκεί κάτω; Γιατί είχαν σφραγίσει την είσοδο; 

Έπρεπε να μάθει.

Σερνόταν, για να μη χτυπήσει. Ο αέρας ήταν αποπνικτικός. Ένιωθε την ανάσα του καυτή στο πρόσωπο. Το σκοτάδι αναζωπυρωνόταν πίσω του, όσο εκείνος προχωρούσε. Τα τοιχώματα έγδερναν το δέρμα του. Η εσάρπα του είχε τρυπήσει. Πήγαινε και πήγαινε, οι θεοί ήξεραν πού. Ο αύλακας στένεψε απελπιστικά. Απέκτησε εντονότερη κλίση. Το λάδι στο εσωτερικό του λύχνου τσιτσίρισε. Η ζέστη ήταν αφόρητη, σαν να βρισκόταν μέσα σε καμίνι. Κάποια στιγμή έφτασε σε ανοιχτό χώρο. Δροσιά τον τύλιξε. Μια αψιά οσμή κατέκλυσε τα ρουθούνια του. Αρμύρα και εκτεταμένη σήψη. Δεκάδες οκτάμετροι κίονες κείτονταν ολόγυρα, διατεταγμένοι στην εντέλεια μεταξύ τους. Στενοί διάδρομοι σχηματίζονταν ανάμεσα και χάνονταν στο σκοτάδι. Η έκταση του θόλου που στήριζαν οι κιονοστοιχίες ήταν αδιανόητα μεγάλη. 

Δεν είναι παλάτι, συνειδητοποίησε. Είναι μια βασιλική κινστέρνα. 

Μια αρχαία υπόγεια δεξαμενή, ασύλληπτου μεγέθους, που τροφοδοτούσε με νερό τα ανάκτορα και τα γύρω οικοδομήματα. Γιατί όμως; Γιατί όλοι έμοιαζαν να έχουν ξεχάσει την ύπαρξή της; 

Κάτι βρίσκεται εδώ μέσα, σκέφτηκε. Κάτι ψόφιο. 

Σύρθηκε ως τη βάση ενός κίονα. Εκείνος εδραζόταν πάνω σ' έναν ανάγλυφο ογκόλιθο. Διαπίστωσε πως τα γλυφικά αναπαριστούσαν απαίσιες μορφές πλασμάτων του βυθού: γοργόνες με θεόρατα γλαυκώδη μάτια, λεπτά χείλη και αποστεωμένα μέλη. Νύμφες της θάλασσας, δαίμονες. Διέκρινε επίσης κεφαλόποδα με πλοκάμια όμοια με μαύρα χέλια. Ψάρια – άμορφες μάζες και σαρκώδεις μέδουσες, βγαλμένες από την πιο νοσηρή φαντασία. Στις αναπαραστάσεις άνθρωποι τα τάιζαν, γεμάτοι δουλοπρέπεια, μέσα σε μαύρους κήπους. Σηκώθηκε όρθιος, νιώθοντας ξαφνικά τις τρίχες του να ορθώνονται. Ο σβέρκος του μούδιασε. Το κύμα του φόβου που τον χτύπησε ξαφνικά, τον αιφνιδίασε. Στο κέντρο της κινστέρνας δέσποζε ένα σιντριβάνι. Στη μετώπη διέκρινε χαράγματα: 

Eski tanrıların kutsal alanı

Το Ιερό των Παλιών Θεών.
Κι αυτό τι ήταν;
Βωμός; 

Ένα λυπητερό τραγούδι ξαφνικά κατέκλυσε τον χώρο. Βυθίστηκε σ' αυτό, ένιωσε να του σπαράζει την καρδιά. Μια θλίψη γλυκιά και θελκτική σαν νοσταλγία νάρκωσε τη σκέψη του. Διαπίστωσε πως είχε οδηγηθεί στο σιντριβάνι, τρέμοντας, παρά τη θέλησή του. Το νερό ήταν θολό. Μύριζε θάλασσα· αλάτι. Τα τοιχώματα ήταν γλιστερά. Κάτι αναδεύτηκε στον πάτο. Μια σκιά. Μια σκιά με χλωμό δέρμα. Όχι, όχι δέρμα· λέπια. 

Ένα στόμα χασκογέλασε – ήταν πελώριο – και διάφανα δόντια, όμοια με κόκαλα ψαριού, έλαμψαν φευγαλέα. Μελανά χείλη ξεχείλωσαν. Κυανοί βολβοί τυφλών ματιών μετακινήθηκαν σε σαπρές κόγχες. Ζαρωμένα στήθη με μαύρες θηλές αναδυθήκαν, αναβρύζοντας μέσα από τον αφρό· αφύσικα μακριά χέρια τον άρπαξαν και τυλίχτηκαν γύρω του, όλο λαχτάρα. Αποστεωμένα πλευρά κόλλησαν πάνω του, παγώνοντάς του το μεδούλι. Ένιωσε τους πνεύμονές να πλημμυρίζουν. Τα κοκάλινα αγκάθια βυθίστηκαν βαθύτερα στον λαιμό του, γεμάτα λαιμαργία. Ταρακουνήθηκε βίαια. Άκουσε κάτι να σπάει. Ένα ερυθρό νέφος απλώθηκε γύρω του, μετατρέποντας τα πάντα σε σκοτάδι. Δεν τον ένοιαζε.

Το άσμα που άκουγε ήταν το πιο γοητευτικό τραγούδι που είχε ακούσει ποτέ του.