Διήγημα | "Η πραγματική υπερδύναμη του Superman"

Διήγημα | "Η πραγματική υπερδύναμη του Superman"

Ο ουρανός στη Μητρόπολη είχε βάλει τα καλά του εκείνη την ημέρα. Ένας υπερήφανος, κάτω από τη γήινη ατμοσφαιρική πυκνότητα, κίτρινος Ήλιος, χάριζε απλόχερα τη ζεστασιά του. Ο Άνθρωπος από Ατσάλι έκοβε στα δύο το ατελείωτο γαλάζιο. Η ματιά του αρμένιζε τους δρόμους της μεγαλοπρεπούς μεγαλούπολης και ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλια του καθώς συνειδητοποιούσε ότι σήμερα, οι κατεργάρηδες της πόλης είχαν αποφασίσει να λάβουν το μήνυμά του. Το χαμόγελό του όμως, γρήγορα έδωσε τη θέση του σε έναν μορφασμό προβληματισμού. Η τηλεσκοπική του όραση είχε τσακώσει έναν νεαρό να κάθεται οκλαδόν στο πρεβάζι του πεζοδρομίου, κάπου σε μια γωνιά της παράπλευρης λεωφόρου που οδηγούσε προς τον Ημερήσιο Πλανήτη. Ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ χρονών, μπορεί να ήταν και δεκαεννιά. Φορούσε γυαλιά που θύμιζαν τα δικά του, που φορούσε, όταν άλλαζε σε Κλαρκ Κεντ. Υπήρχε μια θλίψη στα μάτια του.
Έμεινε ακίνητος στον αέρα...

"Παράξενο!" σκέφτηκε καθώς εστίαζε στο παλικάρι.
Ο δείκτης και ο παράμεσος χάιδεψαν απαλά το πηγούνι του καθώς ο προβληματισμός άρχιζε να υπερνικά. Είχε ένα ραντεβού με τη Λόις και αν δεν ξεκινούσε αμέσως τότε σίγουρα θα αργούσε. Και μα το Ράο, ποιος έχει όρεξη να ακούει τη γκρίνια της; Όμως… Αυτό το νεαρό αγόρι έμοιαζε σαν να ήθελε βοήθεια. Μια ιδιαίτερη βοήθεια.
Τελικά η ζυγαριά, μέσα στο μυαλό του, έκανε την επιλογή της… "Λυπούμεθα, Λόις αλλά…"

Ο Τζόσουα Μεριάν ή Τζος, όπως ήταν γνωστός στους πιο στενούς του κύκλους, ήταν ένα νεαρό αγόρι που έμοιαζε να ήταν καταδικασμένο να βαδίζει μέσα στις σκιές. Αθέατος από όλους, παρατηρήσιμος μόνο από αυτούς που ήθελαν να περάσουν εις βάρος του την ώρα τους. Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο στη κοιλότητα που σχημάτιζαν τα δύο του χέρια, ενώ τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην άσφαλτο. Στο λογισμό του αντηχούσαν τα λόγια των συμμαθητών του. Λέξεις σκληρές που δεν συνάδουν με την ηλικία τους.
"Άχρηστε!"
"Ασήμαντε!" ήταν οι πιο συχνές που άκουγε. Ειδικά το πρώτο διακοσμητικό, το άκουγε συχνά-πυκνά και από το στόμα του πατέρα του.
"Δεν νομίζεις ότι είσαι πολύ νέος για να στεναχωριέσαι τόσο πολύ;" του είπε εύθυμα μια φωνή, προερχόμενη από ένα σημείο ψηλά από το κεφάλι του.

Ο Τζος σήκωσε το κεφάλι του και τον είδε να αιωρείται εκεί ψηλά, πάνω από το κεφάλι του.
"Εσύ;" κατάφερε και ψέλλισε μεθυσμένος από την έκπληξή του. "Σούπερμαν;"
Ο Σούπερμαν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, όπως πάντα στολισμένος με το γνωστό του χαμόγελο. Άρχισε να χαμηλώνει και να πλησιάζει τον καθιστό νεαρό.
"Με σάρκα και οστά! Στις υπηρεσίες σας…"
"Τζόσουα, Τζόσουα Μεριάν!" του είπε ενθουσιασμένος. "Εσύ όμως μπορείς να με λες Τζος!"
"Λοιπόν, Τζος. Δεν απάντησες την ερώτησή μου. Γιατί τέτοια μούτρα;" τον ρώτησε με ένα τόνο φωνής, τόσο ζεστό και εγκάρδιο. Πόσο ήθελε να ακούσει τον πατέρα του να του απευθύνεται με έναν τέτοιο τρόπο.
"Μου θυμίζεις έντονα τον Μπάτμαν!" ξαφνικά πήρε μια περίεργη όψη, σαν τα παιδιά που μόλις είχαν καταλάβει ότι είχαν ξεστομίσει μια κοτσάνα. "Δεν έπρεπε να το πω αυτό!" μονολόγησε χαμογελαστός.

Το αγόρι άρχισε να κοκκινίζει.
"Δεν νομίζω ότι πρέπει να χαλάς την ώρα σου μαζί μου"
"Αυτό, άσε να το κρίνω εγώ. Πες μου. Γιατί ένα νεαρό αγόρι, γεμάτο από υγεία, από νεότητα, με όλο το καιρό μπροστά του για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, έχει τις κλειστές του;"
"Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να ακούσεις;"
"Όπως σε βλέπω και με βλέπεις!"
"Σίγουρος-σίγουρος;"
"Τζόοοοος!"
"Ε… Να! Απλά νιώθω τόσο ασήμαντος. Όλοι μου λένε ότι είμαι ένα ασήμαντο αλητάκι, ένας άχρηστος που δε ξέρει τι του γίνεται!"
"Είμαι σε αυτή τη Γη εδώ και αρκετά χρόνια, τόσα που ούτε καν νοιάζομαι να τα απαριθμήσω. Και έμαθα αυτό… Κανένας άνθρωπος σε αυτόν τον όμορφο πλανήτη δεν είναι άχρηστος, Τζος. Αυτό θα έπρεπε να το ξέρεις. Είσαι μοναδικός. Είσαι μοναδικός για τους ανθρώπους που σε αγαπάνε. Είσαι πολύτιμος για τη μητέρα σου, για τον πατέρα σου…"
"Ο πατέρας μου με λέει και αυτός άχρηστο!"
"Ο πατέρας σου κάνει λάθος, Τζος"

Μια σοβαρότητα άρχισε να διαγράφεται στο πρόσωπο του Σούπερμαν. Πόσο τον έθλιβε όταν άκουγε για γονείς που δεν δίνουν τη πρέπουσα εκτίμηση στα παιδιά τους. Το θεωρούσε μεγάλο λάθος.

"Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτου ηλικίας, φυλής και προέλευσης είναι μοναδικοί. Όλοι τους είναι υπέροχοι" συνέχισε το ίδιο σοβαρός. "Ξέρεις γιατί; Γιατί υπάρχουν. Ξέρεις πόσο όμορφο είναι να υπάρχεις;"
"Με όλο το σεβασμό, Σούπερμαν, αλλά είναι πολύ εύκολο να το λες εσύ αυτό. Εσύ που έχεις τόσες πολλές δυνάμεις. Εσύ που, χάρη σε αυτές τις δυνάμεις, είσαι ένας ήρωας!"
"Αχ, βρε Τζος. Νομίζεις ότι οι δυνάμεις μου με χαρακτηρίζουν;" χασκογέλασε κάπως πικραμένα. "Νομίζεις ότι είμαι ήρωας επειδή μπορώ να πετάξω ή επειδή μπορώ να σηκώσω κάποιους τόνους με ευκολία;"
"Και Βέβαια. Το ξέρεις ότι σε ζηλεύω; Με τη καλή έννοια, βέβαια. Θέλω τόσο πολύ να έχω έστω και μια από τις σούπερ δυνάμεις σου!"
"Και τι θα έκανες αν είχες έστω και μια από τις δυνάμεις μου;"
"Θέλει και ρώτημα; Θα γινόμουν σαν και εσένα!"

Ο Σούπερμαν πλησίασε τον καθιστό Τζος.

"Να καθίσω δίπλα σου, Τζος;" τον ρώτησε.

Ο Τζος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά γεμάτος από ενθουσιασμό. Ποιος να του το έλεγε… Ο μεγάλος και τρανός ήρωας της Μητρόπολης του ζητούσε την άδεια για να καθίσει δίπλα του. Πόσοι συμμαθητές του θα γελάγαν μαζί του αν τους το έλεγε;

"Και αν σου πω ότι έχεις ήδη μια υπερδύναμη μου; Μια υπέροχη δύναμη την οποία μάλιστα κληρονόμησα από εσάς τους ανθρώπους;" του είπε. "Μπορείς να γίνεις σαν και έμενα, όπως λες. Όχι, μπορείς να γίνεις ακόμη καλύτερος! Τι θα έλεγες;"
"Μα… Σούπερμαν… Δεν… Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς." Τα μάτια του Τζος κοίταζαν τον Ατσαλένιο Άνθρωπο και έσταζαν κυριολεκτικά από απορία. "Πως μπορώ να γίνω σαν και εσένα; Δεν μπορώ να πετάξω, Δεν μπορώ να εξαπολύσω θερμικές ακτίνες από τα μάτια μου, δεν μπορώ να τρέξω τόσο γρήγορα όπως εσύ!"

Ο Σούπερμαν σήκωσε το κεφάλι του και έκλεισε απότομα τα μάτια του. Έμεινε σιωπηλός για κάποια λεπτά. Τα άνοιξε όμως το ίδιο απρόοπτα όπως τα είχε κλείσει.

"Πήγαινε στην οδό Μαιφλεήφ" του είπε. "Δεν είναι και πολύ μακριά από εδώ… Πάνω-κάτω πέντε λεπτά ποδαρόδρομος"
"Ναι, ξέρω που είναι" συμπλήρωσε ο Τζος, κοιτάζοντάς τον σκεπτικός. Αναρωτιόταν τι είχε στο μυαλό του. "Τι θα βρω εκεί;"
"Θα δεις. Να είσαι σίγουρος όμως ότι θα λυθεί η απορία σου για εκείνη την υπερδύναμη που σου έλεγα!" τον διαβεβαίωσε. "Θα μου επιτρέψεις εμένα όμως να αποχωρήσω. Η σούπερ ακοή μου μόλις έπιασε μια συνομιλία στις συχνότητες της αστυνομίας. Κάπου υπάρχει φασαρία και με χρειάζονται"
"Μα… Εγώ τι πρέπει να κάνω;" ρώτησε αγχωμένος ο Τζος.
"Όταν φτάσεις εκεί, θα καταλάβεις. Φεύγω τώρα. Θα τα πούμε σε λίγα λεπτά".

Και έτσι, χωρίς να καταλάβει τι ακριβώς παιζόταν μπροστά στα μάτια του για εκείνον, αλλά ερήμην του, ο Τζος κοίταζε αποχαυνωμένος τον Σούπερμαν καθώς εκείνος αιωρούνταν μακριά του. Δεν πέρασαν πολλά λεπτά, όταν η εικόνα του χάθηκε από τα μάτια του αγοριού με τέτοια ταχύτητα, σαν να μην υπήρχε εκεί εξαρχής. Πιο γρήγορος και από τη διερχόμενη σφαίρα, δεν έλεγαν; Φαίνεται ότι δεν υπερέβαλε αυτός που πρωτοείπε εκείνη τη φράση.

Ο Τζος, βυθισμένος μέσα στους συνειρμούς του και καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να κατευνάσει τον ενθουσιασμό του σχετικά με ότι προηγήθηκε νωρίτερα, άρχισε να περπατάει προς την οδό Μαιφλεήφ. Δεν ήταν πολύ μακριά από το σημείο που βρισκόταν πριν αλλά ήταν χωμένη μέσα σε διάφορα στενά. Έπρεπε να στρίψει δεξιά από εκεί, έπρεπε να στρίψει αριστερά από την άλλη κτλ. Η καλή γνώση της τοπικής γεωγραφίας τον βοήθησε όμως για να φτάσει στο προορισμό του μέσα σε πέντε λεπτά. Όπως ακριβώς είχε προβλέψει. Εκεί όμως ξεκίνησαν τα παράξενα. Ένα κοριτσάκι, γύρω στα δέκα τριγύρναγε πάνω-κάτω τον δρόμο της οδού κλαίγοντας. Φορούσε ένα κόκκινο ολόσωμο φορεματάκι, ενώ τα σπαστά μαλλάκια της απλώνονταν στους ώμους της, δίνοντας μια φευγαλέα εντύπωση ότι φορούσε μια μπέρτα. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα, ενώ ο φόβος έμοιαζε σαν να ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στα αμυγδαλωτά και στολισμένα με καφέ ίριδες μάτια της.
Ο Τζος, μουδιασμένος, άρχισε να περπατάει δειλά και διστακτικά προς τη μεριά του κοριτσιού. Εκείνο, γρήγορα αντιλήφθηκε τη προσέγγιση του νεαρού και άρχισε να απομακρύνεται. Ο Τζος σήκωσε απαλά τα χέρια του.

"Μην ανησυχείς! Δεν θέλω να σου κάνω κακό!" της είπε, την ίδια ώρα που και ο δικός του φόβος άρχισε να κάνει αισθητή τη παρουσία του πάνω στο πρόσωπό του.
Τι θα γινόταν αν έβγαινε κάποιος από τα γειτονικά σπίτια και τον αντίκριζε να προσπαθεί να πλησιάσει ένα κοριτσάκι που έκλαιγε; Πραγματικά όμως, άρχισε να αναρωτιέται γιατί δεν έβγαινε κανείς έξω για να εξακριβώσει από πού μπορεί να έρχονται αυτά τα σκουξίματα.
Η μικρή όμως συνέχιζε να κάνει βήματα προς τα πίσω και πήρε στάση σαν επρόκειτο να ξεκινήσει για να τρέξει. Κάτι μέσα του έλεγε να μην αφήσει τη μικρή από τα μάτια του.

"Μη φεύγεις! Σε παρακαλώ!" της είπε
"Δεν είναι σωστό να μιλάω με ξένους!" κλαψούρισε η μικρή
"Να συστηθούμε τότε. Με λένε Τζος. Εσένα;"

Το κοριτσάκι φαινόταν να ηρεμεί μια ιδέα. Άρχισε να τον κοιτάζει στο πρόσωπο.

"Με λένε Ελεονόρα" του απάντησε με τη φωνή της λίγο πιο ήρεμη
Ελεονόρα, μπορείς να μου πεις, τι σου συνέβη; Γιατί… Γιατί τριγυρνάς στους δρόμους μόνη σου;"

Η δυσπιστία άρχιζε να χάνει τη μάχη μέσα στο μυαλό της μικρής, μιας και άρχιζε να πλησιάζει τον Τζος, αν και διστακτικά. Πολύ σύντομα όμως οι δύο τους βρίσκονταν πολύ κοντά ο ένας από την άλλη.

"Πήγαμε με τη μαμά μου στο εμπορικό" είπε σκουπίζοντας τα μάτια της. "Τριγυρνάγαμε στο εμπορικό ενώ η μαμά κοίταζε τις βιτρίνες!"
"Ωχ! Είναι μαρτύριο να πηγαίνεις με τη μητέρα σου στο εμπορικό, ειδικά όταν έχει βάλει κατά νου να ψωνίσει ρούχα" πετάχτηκε ο Τζος
"Κάποια στιγμή, είδε ένα φόρεμα στη βιτρίνα ενός μαγαζιού και μπήκαμε μέσα. Μου είπε να περιμένω στα καθίσματα, ενώ εκείνη το δοκίμαζε στο δοκιμαστήριο"
"Και…;"
"Και άρχισα να βαριέμαι! Μου είχε πει ότι θα κάνει μόνο λίγα λεπτά. Πέντε λεπτά, έτσι μου είπε". Ρούφηξε για λίγο τη μύτη της. "Σηκώθηκα και βγήκα έξω από το μαγαζί. Μόλις βγήκα είδα μια γατούλα να περνάει και ήθελα να τη χαϊδέψω"
"Κατάλαβα… Την πήρες στο κατόπι και απομακρύνθηκες από το εμπορικό και τώρα δε θυμάσαι πώς να πας εκεί. Σωστά τα λέω;"
Η Ελεονόρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της την ίδια ώρα που σκούπιζε τα μάτια της. Ο Τζος όμως χαμογέλασε.
"Ευτυχώς για σένα, όμως, ξέρω το δρόμο για να πάμε στο εμπορικό" της είπε, συνεχίζοντας να φοράει το χαμόγελό του. Ένα χαμόγελο που μάλλον είχε μεταδοτική δύναμη αφού και η μικρή άρχισε να ξορκίζει τα δάκρυα της με ένα δικό της, δειλό χαμόγελο. Της άπλωσε το χέρι. "Θέλεις να σε πάω στο εμπορικό για να βρούμε τη μαμά σου;"
Η Ελεονόρα άπλωσε δειλά-δειλά το χέρι της και άγγιξε την παλάμη του Τζος. Με το χαμόγελο της να κερδίζει τη μάχη απέναντι στη θλίψη, το κοριτσάκι κατένευσε.

Χέρι με χέρι, ο Τζος συνόδευσε τη μικρή Ελεονόρα πίσω στο εμπορικό. Το εν λόγω εμπορικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο και είχε μόνο τρία καταστήματα γυναικείου ρουχισμού. Το αγόρι και το μικρό κοριτσάκι έφτασαν στο δεύτερο, κατά σειρά, κατάστημα που ήταν και το ίδιο από το οποίο η μικρή είχε ξεμυτίσει. Φυσικά η μητέρα της μικρής δεν ήταν εκεί γιατί, όταν ανακάλυψε ότι η Ελεονόρα είχε εξαφανιστεί, παράτησε το φόρεμα και είχε βγει έξω για να τη ψάξει. Όχι όμως πριν αφήσει το νούμερο του κινητού της στη κοπέλα που την εξυπηρετούσε. Ευτυχώς, η προνοητικότητα της έπιασε τόπο. Η κοπέλα μόλις αντίκρισε το ανορθόδοξο αυτό ζευγάρι να μπαίνει μέσα, αναγνώρισε αμέσως το κοριτσάκι και τηλεφώνησε στη μητέρα για να γυρίσει πίσω.
Μια ώρα μετά, η πανιασμένη μητέρα της Ελεονόρας εμφανίστηκε. Όταν αντίκρισε το μικρό της κοριτσάκι να τη περιμένει στο κάθισμα του καταστήματος, εκεί που έπρεπε να είχε παραμείνει εξαρχής, ένιωσε να επανέρχονται τα δέκα χρόνια ζωής που είχε χάσει μονομιάς όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι η Ελεονόρα είχε χαθεί. Ήθελε να τη μαλώσει, αλλά όταν αντίκρισε το χαμογελαστό της προσωπάκι, η επιθυμία είχε εξανεμιστεί στο λεπτό.
Ο Τζος εξήγησε τι είχε συμβεί. Ότι ήταν περαστικός από εκείνη τη γειτονιά και είχε ανακαλύψει τη μικρή να βολτάρει στους δρόμους χαμένη. Η μητέρα, αφού τον "στόλισε" με άπειρες φιλοφρονήσεις, θέλησε να ευχαριστήσει το Τζος βγάζοντας από το πορτοφόλι της ένα χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων. Προς έκπληξή της όμως ο Τζος δεν το δέχτηκε κουνώντας αρνητικά το κεφάλι, αλλά με ευγενικό τρόπο. Της εξήγησε ότι θα βοηθούσε τη μικρή να γυρίσει κοντά της έτσι και αλλιώς… Γιατί αυτό ήταν το σωστό!
Λίγο πριν χωρίσουν η μητέρα μαζί με την Ελεονόρα από τον Τζος, η μικρή Ελεονόρα αντάμειψε τον σωτήρα της με τον δικό της μοναδικό τρόπο… Χαμογελαστή του φώναξε… "Είσαι ο καλύτερος αδελφούλης του κόσμου!" Ο Τζος ένιωσε μια γλυκιά θέρμη στα σωθικά του. Ένιωθε ότι για πρώτη φορά στη ζωή του άξιζε κάτι. Δεν ήταν ο άχρηστος… Ήταν ο Τζος που βοήθησε μια μητέρα για να επανενωθεί με τη μικρή της κόρη.

Ο Τζος άρχισε να βολτάρει στο εμπορικό χαζεύοντας τις διάφορες βιτρίνες. Γρήγορα όμως βαρέθηκε και γύρισε στους δρόμους. Ήταν μεσημέρι. Άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι σύντομα θα έπρεπε να γυρίσει σπίτι και έπρεπε να περπατήσει αρκετά γρήγορα αν ήθελε να προλάβει, έστω και ένα κομμάτι από το λαχταριστό σουφλέ τεσσάρων τυριών, της σπεσιαλιτέ της μητέρας του.
Καθώς περπατούσε εύθυμα στο δρόμο, ένα ήπιο σφύριγμα προερχόμενο από πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε τη προσοχή του.
Σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε τον Σούπερμαν να αιωρείται, λίγα εκατοστά από πάνω του. Ο Τζος χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι του για να τον χαιρετήσει.

"Κατάλαβες ποια είναι η υπερδύναμη για την οποία σου μιλούσα;" τον ρώτησε εύθυμος.

Το αγόρι σήκωσε το χέρι του και έτριψε τη κορυφή του κεφαλιού του. Τελικά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Σούπερμαν κοίταξε προς τα πάνω προσποιούμενος το απηυδισμένο. Γρήγορα όμως επανέκτησε το εύθυμο βλέμμα του και τον πλησίασε.

"Πρόσεξες το πρόσωπο του κοριτσιού την ώρα που σε αποχαιρετούσε;"
"Ναι!"
"Τι είδες;"
"Είδα ένα… ένα χαμόγελο!"

Τώρα ήταν η σειρά του Σούπερμαν να χαμογελάσει καθώς άρχιζε να προσθέτει απόσταση ανάμεσά τους.

"Για αυτή τη δύναμη σου μιλούσα! Τώρα με συγχωρείς, φίλε μου! Έχω ένα ραντεβού και έχω ήδη αργήσει και ποιος την ακούει… Σε χαιρετώ, φίλε μου!". Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Σούπερμαν προτού χαθεί αστραπιαία από τα μάτια του Τζος για δεύτερη φορά.
Το αγόρι προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς εννοούσε με αυτό που του είπε. Όταν ξαφνικά, άρχισε να φέρνει στο μυαλό τις εικόνες των προσώπων, όλων όσων είχε σώσει ο Σούπερμαν κατά καιρούς. Μετά θυμήθηκε και το χαμόγελο της Ελεονόρας και τότε… Και τότε το κατάλαβε.
Η πραγματική δύναμη του Σούπερμαν, αυτή τη δύναμη που είχε και ο ίδιος, δεν ήταν η αναμφίβολα εντυπωσιακή ικανότητα πτήσης, ούτε και οι τρομακτικές του θερμικές ακτίνες που εξαπέλυε από τα μάτια του και φυσικά ούτε και η τρομερή μυϊκή του δύναμη.
Η πραγματική δύναμη του ατσαλένιου ανθρώπου, αυτή η ίδια δύναμη που κέρδισε τη καρδιά της στυφνής Λόις, τη φιλία του στριμμένου και καχύποπτου Μπάτμαν, αλλά και την αγάπη όλου του κόσμου ήταν άλλη… Ήταν η ικανότητα να χαρίζει χαμόγελα!

Ευχαριστούμε τον Μηνά Τσαμπάνη για την παραχώρηση του διηγήματος