Διήγημα | "Είμαι ζόμπι"

Διήγημα | "Είμαι ζόμπι"

Άνοιξα την πόρτα του θλιβερού υπογείου στο οποίο βρισκόμουν τα τελευταία δέκα χρόνια. Κοίταξα πίσω μου και είδα τον πατέρα να κρατά αγκαλιά την μικρή μου αδερφή. Της διάβαζε το αγαπημένο της παραμύθι και αυτή έκρυβε το μισοφαγωμένο πρόσωπο της κάτω από την τερατώδη παλάμη του.

Ξεμύτισα προσεχτικά, χωρίς να με πάρουν είδηση και τώρα βρισκόμουν ήδη στο σαλόνι. Το φως της ημέρας σκοτείνιασε τα μάτια μου. Μου ήταν δύσκολο να το συνηθίσω αφού πάντοτε κυνηγούσαμε τη νύχτα. Το σπίτι ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν, γεμάτο χρώματα και πινελιές αγάπης. Ομορφιές μιας περασμένης και σχεδόν ξεχασμένης ζωής. Προχώρησα προς την κουζίνα όπου περάσαμε τις τελευταίες οικογενειακές μας στιγμές σαν μια συνηθισμένη οικογένεια. Το ψυγείο ήταν διαλυμένο και η πόρτα του ξεχαρβαλωμένη. Στο πάτωμα ήταν πεταμένη η κιτρινισμένη ζωγραφιά της αδερφής μου και η ξεθωριασμένη οικογενειακή μας φωτογραφία από τις διακοπές μας.

Πέρασα τα μακριά λιπόσαρκα δάχτυλα μου πάνω από την φωτογραφία και χάιδεψα νοερά τα ξανθά μαλλιά της μητέρας. Μου έλειπε! Ο πατέρας έλεγε ότι μας εγκατέλειψε μετά την επιδημία. Ότι αυτή βρίσκεται κάπου στην Πόλη, έξω από το τείχος και ότι έχει συνεχίσει την ζωή της. Όμως δεν ήταν δυνατόν. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι με εγκατέλειψε.

Ανέβηκα αθόρυβα στο πάνω πάτωμα του ξύλινου σπιτιού. Άνοιξα διάπλατα την πόρτα του εφηβικού υπνοδωματίου και ακούστηκε ένας μακρόσυρτος συριγμός. Απέναντι μου ένας σκονισμένος καθρέφτης με μεταλλική κορνίζα με καλούσε κοντά του. Ο πατέρας μας απαγόρευε τους καθρέφτες, έτσι και αλλιώς όπου βρισκόμασταν ήταν σκοτεινά. Ήθελα να ξαναδώ το ροδοκόκκινο μου πρόσωπο, τα γαλανά μου μάτια και το σμιλεμένο μου κορμί από τον πρωταθλητισμό. Προχώρησα με σταθερούς βηματισμούς προς τον καθρέφτη και ξεσκόνισα ένα μέρος του με το χέρι μου. Αυτό που αντίκρισα ήταν τόσο αποκρουστικό που γύρισα το κεφάλι μου αλλού. Το στόμα μου ήταν λιωμένο αφήνοντας ακάλυπτη την ελλιπή οδοντοστοιχία μου. Το δέρμα μου είχε ξεφτίσει από το σώμα μου και η σάρκα μου έμοιαζε με σάπιο κρέας κολλημένο στα κόκαλα μου. Τα άλλοτε μαγευτικά μάτια μου ήταν τρομακτικά με τους κατάλευκους νεκρούς βολβούς να μισοκρύβονται στις κόγχες.

Απομακρύνθηκα αρκετά από τον καθρέφτη. Η αποτρόπαια εικόνα στοίχειωσε το μυαλό μου. Η επιδημία, η αρρώστια, η κατάρα μου. Ακούμπησα στο λευκό, μονό κρεβάτι και έγειρα το σκελετωμένο μου κορμί σαν να ήθελα να το ξεκουράσω. Η μόνη μου ευχή ήταν να κλείσω τα μάτια και να κοιμηθώ ξέγνοιαστα όπως έκανα πριν δέκα χρόνια, όμως γνώριζα ότι αυτό ήταν αδύνατον. Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος και έκανα ότι βρισκόμουν μέσα στο φέρετρο μου. Φαντάστηκα το σώμα μου να ακουμπάει σε άσπρη φόδρα. Ήθελα να χαμογελάσω αλλά ίσως ούτε αυτό να μην μπορούσα να κάνω πλέον. Δεν ήμουν άρρωστη όπως μας έλεγε ο πατέρας. Ήμουν απλά νεκρή. Αναρωτήθηκα εάν όσα μας έλεγε ο πατέρας ήταν αλήθεια. Έκλεισα τα μάτια και υποκρινόμουν ότι κοιμόμουν. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες από ταινίες. Άνοιξα τα μάτια και αν μπορούσα να νιώσω πανικό αυτό θα ένιωθα. "Είμαι ζόμπι", φώναξα δραματικά βγάζοντας από το στήθος μου την βραχνή κραυγή μου.

Αμέσως άκουσα ρυθμικά χτυπήματα ποδιών στα ξύλινα σκαλιά. Ο πατέρας! Όχι άλλα ψέματα. Δεν θα τον άφηνα να με πιάσει. Πετάχτηκα πάνω σαν ελατήριο, άνοιξα με γρήγορες κινήσεις το παράθυρο του δωματίου και με ένα σάλτο μορτάλε κατέληξα στον κήπο του σπιτιού που τον είχαν καταβροχθίσει τα αγριόχορτα και τα ερπετά. Χωρίς να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου, άρχισα να τρέχω προς το τείχος χάνοντας παράλληλα κομμάτια σάρκας από την άτσαλη πτώση μου.

Όταν απομακρύνθηκα αρκετά από τη φυλακή μου, βεβαιώθηκα ότι κανείς δεν με ακολουθούσε και σταμάτησα να τρέχω. Συνέχισα να περπατώ σκυφτή σχεδόν θλιμμένη από την διαπίστωση μου. Είμαι ζόμπι, ο πατέρας και η αδερφή μου είναι ζόμπι. Στάθηκα ακίνητη και άφησα τα γόνατα μου να πέσουν στο σκληρό χώμα. Αγκάλιασα το παραμορφωμένο μου πρόσωπο και ικέτευσα μέσα από λίμνες αίματος που έτρεχαν από τα φρικτά μου μάτια, το Θεό, να πάρει την αμαρτωλή ψυχή μου.

Το τείχος βρισκόταν δυτικά και συνέχισα την πορεία μου με σκοπό να βρω τη μητέρα. Ήμουν αποφασισμένη. Αυτή θα είχε τη λύση όπως πάντα για όλα. Σίγουρα θα ήξερε τι έπρεπε να κάνει για να με σώσει.

Ο ήλιος εξαφανίστηκε αργά αφήνοντας μωβ ίχνη στον ορίζοντα. Ήταν πανέμορφα. Ένιωσα τη δίψα να καίει τα σωθικά μου και οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν. Ήρθε η ώρα για κυνήγι. Άρχισα να σέρνομαι στις πέτρες σαν ερπετό και να μυρίζομαι χώμα μπροστά μου. Ένα θρόισμα φύλλων, λίγα μέτρα πιο κάτω από εμένα, με έκανε να σταματήσω. Παρατήρησα το θήραμα μου, ήταν μωρό, ίσως μερικών μηνών. Το φρέσκο του κρέας με έκανε να περάσω την διχαλωτή μου γλώσσα πάνω από τα σουβλερά δόντια μου.

Τέντωσα την ραχοκοκαλιά μου σαν γάτα και στήριξα το νεκρό μου σώμα στα τέσσερα άκρα μου. Τα μάτια μου κλείδωσαν στα δικά του και είδα τον τρόμο που με έτρεφε στο βλέμμα του. Όρμησα πάνω του, το δάγκωσα στο λαιμό και του τσάκισα το κεφάλι με μια κίνηση που με δίδαξε ο πατέρας. Με τα νύχια μου άνοιξα την κοιλιά του ζώου και έβγαλα τα εντόσθια. Άρχισα να κόβω με τα δόντια μου την τρυφερή σάρκα. Πέταξα τα κόκαλα και τότε παρατήρησα τον γκρίζο λύκο που με κοιτούσε με τα κίτρινα του μάτια. Του γρύλισα για να καταλάβει ότι δεν τον φοβάμαι και αυτός προχώρησε με χαμηλωμένο το κεφάλι προς τα απομεινάρια του δείπνου μου. Τα μύρισε με τη μαύρη μουσούδα του, ξάπλωσε πάνω τους και άρχισε να κλαίει ψηλώνοντας το κεφάλι του προς τον σκοτεινό ουρανό.

Έβαλα τα χέρια μου στα αφτιά μου για να εμποδίσω το κλάμα του ζώου να με διαπεράσει. Άρχισα να τρέχω ώσπου απομακρύνθηκα. Πέρασα αρκετές νύχτες χωρίς φαγητό. Ο τόπος ήταν νεκρός, έρημος από ζωή. Στον ορίζοντα, φάνηκε το τείχος. Η μαρμαρωμένη μου καρδιά δεν χτύπησε, το στομάχι μου δεν φτερούγισε όμως ήξερα ότι έτσι θα ένιωθα εάν ζούσα.

Ήταν βράδυ όταν έφτασα. Το τείχος είχε το διπλάσιο ύψος από εμένα και ήταν πολύ μακρύ, τόσο που οι άκρες του χάνονταν στον ορίζοντα. Σκαρφάλωσα γαντζώνοντας τον τοίχο αφήνοντας κολλημένα πάνω του τα νύχια και τα δόντια μου. Ανέβηκα την κορυφή του σαν να ήμουν αμαζόνα. Από εκεί έβλεπα την πόλη με τα μεταλλικά κτήρια της να δεσπόζουν συχνά πυκνά. Άκουγα τα μουγκρητά των αυτοκινήτων και στο βάθος πάνω στον λόφο είδα τσακισμένο τον άλλοτε φωτισμένο Ναό της Θεάς.

Ένας βρόχος τυλίχτηκε στο λαιμό μου και μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε να με σταματήσουν. Έχασα την ισορροπία μου και βρέθηκα ανάσκελα στο έδαφος να παλεύω με την θηλιά που έκλεισε δυνατά γύρω μου.

Ένας χοντρός άντρας με πλησίασε με ένα ειρωνικό χαμόγελο στο πρόσωπο και όταν βρέθηκε αρκετά κοντά μου, άφησα το σχοινί, του άρπαξα το πρόσωπο και του δάγκωσα το αφτί ξεριζώνοντας το από το τριχωτό του κεφάλι.

Στάθηκα όρθια στα πόδια μου με επιθετική στάση και κοίταξα τριγύρω μου. Η σκοτεινή γυναικεία φιγούρα με πλησίασε και τώρα βρισκόταν αρκετά κοντά μου κάνοντας νόημα στους άνδρες γύρω από αυτή να μείνουν μακριά. Την αναγνώρισα αμέσως.

"Μητέρα", της φώναξα και άρχισα να την πλησιάζω, ενώ γευόμουν τα άλικα δάκρυα μου.

Ήμουν τόσο τυχερή. Την βρήκα τόσο σύντομα. Ήθελα να την αγκαλιάσω, να την μυρίσω να της πω πόσο πολύ μου έλειψε.

Την είδα να ανοίγει τα χέρια της καλώντας με στην αγκαλιά της. Έτρεξα κουτσαίνοντας κοντά της και αυτή με έκλεισε μέσα στα χέρια της.

Τα τελευταία λόγια που άκουσα ήταν από τα χείλη της.

"Αυτό το πράγμα δεν είναι η κόρη μου".

Ένιωσα το κρύο ατσάλι από το μαχαίρι να με διαπερνά ξεχωρίζοντας το κεφάλι μου από το σώμα μου και την μητέρα να το κρατάει από τα μαλλιά ψηλά σαν τρόπαιο, ενώ οι άντρες γύρω της ούρλιαζαν σαν κοπάδι λύκων.

***

Περπατούσα σχεδόν σκυφτή έχοντας περασμένο στην πλάτη μου το δερμάτινο μπόγο που περιείχε το κεφάλι του πράγματος. Η εικόνα της νεκραναστημένης μου έφερνε αηδία, το στομάχι μου ήταν συνεχώς ένας κόμπος. Σταμάτησα απότομα, μου ήρθε η χολή στο στόμα. Έσκυψα μπροστά και την έφτυσα όλη αφήνοντας στο στόμα μου την πικρή γεύση των σωθικών μου.

Η λέξη μητέρα να βγαίνει από τα νεκρά της χείλη με βασάνιζε, δεν ήταν η κόρη μου αυτό το αιμοβόρικο πλάσμα, δεν θα μπορούσε να είναι. Έβαλα το χέρι στην τσέπη του παντελονιού μου και τράβηξα από μέσα την μικρή τσαλακωμένη φωτογραφία. Ήταν οι κόρες μου. Οι αγάπες μου. Η ζωή μου. Τις έχασα. Όμως δεν θα αφήσω να χαθεί κανένα άλλο παιδί. Δεν θα επιτρέψω να διαλυθεί άλλη οικογένεια.

Ο τραυματισμένος χοντρός άνδρας με το τυλιγμένο κεφάλι με πλησίασε, παρά την συνεχή πίεση που ασκούσε το λερωμένο ρούχο, το πορφυρό αίμα ανάβλυζε διαπερνώντας το σαν δέρμα. Πριν μιλήσει, ήξερα τι ήθελε. Να ικετεύσει. Να παρακαλέσει να του χαριστεί η ζωή του. Το πράγμα τον μόλυνε όταν έμπηξε τα δόντια του στην σάρκα του, ξερίζωσε κυριολεκτικά το αφτί.

"Μπέκυ, βοήθησε με", μου είπε με διακεκομμένη φωνή από τους κρυφούς λυγμούς του.

"Γκρεγκορυ", φώναξα στον δεύτερο κυνηγό που ήταν μαζί μας και αυτός έτρεξε κοντά μου ζωσμένος το τόξο του.

"Μπέκυ;". Με ρώτησε με σοβαρό ύφος για να του απαντήσω όμως παρέλειψα να το κάνω. Απλά τον ήθελα δίπλα μου.

"Μπομπ...", γύρισα προς το μέρος του τραυματία.. τοποθέτησα το χέρι μου στον ώμο του και τον είδα να λυγίζει και να πέφτει βαρύς με τα γόνατα του μπροστά μου.

"Γνωρίζεις καλύτερα από τον κάθε ένα από εμάς ποιες είναι οι επιλογές σου", του είπα και του έδειξα τα φώτα από τα πρώτα κτήρια απολύμανσης που βρίσκονταν λίγα λεπτά μακριά μας.

Ο Μπομπ σκέπασε το πρόσωπο του με τα χέρια του και ξέσπασε σε λυγμούς που τον τράνταζαν δυνατά. Κατέβασε τα χέρια του αργά και γύρισε τα μάτια του πάνω κοιτώντας τον βελούδινο ουρανό.

"Σήμερα είναι γεμάτος από άστρα", μου είπε ο Μπομπ και του έγνευσα καταφατικά χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω του.

"Σε παρακαλώ, μην αφήσεις τον Τζωρτζ να γίνει κυνηγός. Δίδαξε τον...αλλά μην του επιτρέψεις να έρθει στη θέση μου... δεν πρέπει να έχει την μοίρα κανενός μας, υποσχέσου  μου Μπέκυ", μου είπε έχοντας τα μάτια καρφωμένα ψηλά.

"Χρειαζόμαστε περισσότερους κυνηγούς Μπομπ, έχουμε ανάγκη από εθελοντές. Αν αυτό είναι που επιθυμεί δεν μπορώ να του αρνηθώ. Πρέπει να σκεφτώ το ευρύτερο καλό", του απάντησα.

Ο Μπομπ κατέβασε το βλέμμα και η ματιά του με βύθισε μαζί του σε μια απύθμενη θάλασσα απόγνωσης.

"Δεν θέλω να γίνω πειραματόζωο. Τελείωσε το εσύ", μου είπε αποφασιστικά.

Ο Μπομπ είχε πάρει την απόφαση που θα έπαιρνε ο κάθε ένας μας από την ομάδα των κυνηγών.

Το να παλεύεις καθημερινά με τον θάνατο και να σκοτώνεις νεκραναστημένους θα πίστευε κανείς ότι θα το έκανε όλο αυτό λιγότερο επώδυνο. Όμως δεν ήταν έτσι.

Ο βραδινός ουρανός άρχισε να γεμίζει με ακόμα πιο σκούρα σύννεφα λες και μια απόκοσμη κρυφή δύναμη γνώριζε ότι έφτασε η ώρα του Μπομπ να πεθάνει και πενθούσε μαζί με όλη την οικογένεια των κυνηγών που στέκονταν σιωπηλοί σκορπισμένοι γύρω μας.

Ο Γκρεγκ πλησίασε τον Μπομπ και μουρμούρισε τη συνηθισμένη μας προσευχή.

"Όταν το κακό τελειώσει και ο πόνος φύγει, η αγάπη θα μας διδάξει πώς να ζήσουμε και πάλι..."

Στάθηκα στο πλάι του Μπομπ και το σπαθί μου μπήκε χωρίς δεύτερη σκέψη στην παλάμη μου, το ανέσυρα και σημάδεψα με την κοφτερή του λάμα τον κοντό λαιμό του.

"Και το κακό τελείωσε, και ο πόνος έφυγε, καλή αντάμωση σύντροφε", του ψιθύρισα κατεβάζοντας με δύναμη το ατσάλι.

Ο Γκρεγκ και οι υπόλοιποι κυνηγοί άρχισαν να ουρλιάζουν πένθιμα από την θέση τους.

Κατέβασα το δερμάτινο μπόγο από πάνω μου και κάρφωσα το σπαθί δίπλα μου στο χώμα.

Ακόμα ένας κυνηγός... ακόμα ένας φίλος που το αίμα του πότιζε τα τρυφερά ζιζάνια που φύτρωναν.

Έκατσα με δύναμη στο έδαφος μέχρι οι κυνηγοί να τελειώσουν το άγριο μοιρολόι τους.

Η εικόνα ήταν θλιβερή. Κοίταζα τριγύρω μου προσπαθώντας να εντοπίσω κάτι καλό σε αυτό. Όμως ένιωθα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο αυτόν τον αγώνα.

Έσυρα το βλέμμα μου στον Γκρεγκ που μόλις ήταν μάρτυρας στην δολοφονία του αδερφού του. Μόλις ένιωσε την ματιά μου, σταμάτησε το απεγνωσμένο ουρλιαχτό του που στα αυτιά μου το αναγνώριζα ως ωδή στην μοναξιά του.

Τα φώτα στην πόλη έσβηναν διαδοχικά. Η ανατολή δεν αργούσε και η Ουζούμε θα χρειαζόταν αναφορά.

Ευχαριστούμε την Βαρβάρα Σεργίου για την παραχώρηση του διήγηματός της