Διήγημα | "Ειδική παραλαβή για τον κύριο Wayne"
Στην Έπαυλη Γουέϊν επικρατούσε αναστάτωση. Μια αναστάτωση σιωπηλή, περιορισμένη στο λογισμό του Μπρους. Κοίταζε τις φλόγες στο τζάκι που έκαιγαν τα ξύλα. Εξέπεμπε μια αναζωογονητική θέρμη. Παρ όλη αυτή τη ζεστασιά που τον αγκάλιαζε, η επιδερμίδα του εξακολουθούσε να είναι παγωμένη και η τριχοφυΐα στα άνω άκρα του πυργωμένη, μοιάζοντας να μην την κυρτώνει τίποτα. Με αυτή την ημέρα που μόλις παρέδιδε τα ηνία στη σκοτεινή της ακόλουθο, ο γόνος της πιο πλούσιας οικογένειας της Γκόθαμ μετρούσε τριάντα χρόνια στην ενεργό δράση. Τη γνωστή ενεργό δράση. Είχε ορκιστεί στο πορτραίτο των γονιών του ότι θα έσπερνε τους σπόρους του απόλυτου τρόμου στις καρδιές των εγκληματιών και όλων εκείνων που νόμιζαν ότι βρίσκονται πάνω από το νόμο, περιγελώντας τη Δικαιοσύνη για τη τυφλότητα της...
...και για τριάντα συναπτά έτη, το είχε καταφέρει. Είχε μετατρέψει τη νυχτερινή ζωή της πόλης στο προσωπικό του πεδίο ψυχαγωγίας. Απολάμβανε τις μικροσκοπικές κόρες στα μάτια των κακοποιών, μύριζε τον ιδρώτα τους και ένιωθε σαν μια θεότητα. Είχε καταφέρει να σπείρει αυτούς τους σπόρους και στις πιο τρομακτικές προσωπικότητες που νόμιζαν ότι κρατούσαν τα ηνία της νύχτας.
Ο Έντουαρντ Νίγμα είχε τρομάξει που κάποιος, πιο ευφυής από εκείνον, είχε βρεθεί και έλυνε τους γρίφους του με περίσσεια ευκολία. Ο Όσβαλντ Κόμπλεποτ είχε τρομάξει όταν διαπίστωσε ότι, ακόμη και η δική του επιρροή στον υπόκοσμο της Γκόθαμ, είχε βρει το απόλυτο σύνορό του. Η Σελίνα Κάιλ είχε τρομάξει επίσης. Όχι όμως με τον Μπρους, αλλά με τον ίδιο της τον εαυτό. Πάντα νόμιζε ότι η ανεξαρτησία της ήταν το μεγαλύτερο της όπλο. Τώρα τρόμαζε καθώς διαπίστωνε ότι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά κάθε φορά που τον αντίκριζε ντυμένο στα μαύρα. Ήταν μια διαφορετική ταχυκαρδία… Η ταχυκαρδία του πάθους! Ένιωθε ντροπή, αλλά απολάμβανε και τον τρόμο στα μάτια του Άλφρεντ. Κάθε φορά που έφευγε για τις νυχτερινές του περιπολίες, τα μάτια του έμπιστου βοηθού της οικογένειας Γουέιν γέμιζαν με ανησυχία. Η ψυχή του γέμιζε με τρόμο στην ιδέα ότι κάποιος ή κάτι θα βρισκόταν στο δρόμο του που θα αρνιόταν να "αγοράσει" αυτό που το αλτερ εγκο του γόνου της οικογένειας Γουέϊν "πουλούσε". Και δυστυχώς αυτός ο κάποιος, αυτό το κάτι, βρέθηκε στο δρόμο του. Κατάφερε να παγιδεύσει και να τον νικήσει με μια δόση υπνωτικού αερίου και καθώς ο Σκοτεινός Ιππότης βρέθηκε στα πόδια του ανίσχυρος, κατάφερε να ξεσκεπάσει το μεγαλύτερο του μυστικό. Τώρα ο Μπρους γευόταν το τρόμο. Τον ίδιο τρόμο που πουλούσε στα "σκατά" της Γκόθαμ. Και αυτός ο τρόμος πήγαζε από μια άλλη προοπτική. Κάποια στιγμή, η Μπάρμπαρα του διηγήθηκε ένα περιστατικό.
Την ημέρα που η μοιραία εκείνη σφαίρα της έκοψε στα δύο το νωτιαίο μυελό, η κόρη του επιθεωρητή Τζέιμς Γκόρντον έφτασε στο κατώφλι του θανάτου. Ήταν όμως ένα πολύ σκληρό καρύδι και δεν παρέδωσε εύκολα τις αισθήσεις της. Ήταν ακόμη ξύπνια καθώς της έβγαζε τα ρούχα και φωτογράφιζε το ραγισμένο της κορμί. Τον άκουγε να παραμιλάει τις λιγοστές εκείνες στιγμές που δε χαχάνιζε σαν ύαινα. Τον άκουγε να λέει για την αγάπη του. Για τη μία και μοναδική του αγάπη…
Και τότε δεν είχε γνωριστεί με τη ξεμυαλισμένη ψυχολόγο!
Τον άκουγε να λέει: "Ο αγαπημένος μου ιππότης θα έρθει τώρα να με πάρει με το άλογό του και θα με πάει ταξίδι στα φλογισμένα ποτάμια της Κόλασης!...ΧΑ.ΧΑ.ΧΑ!!!"Ο Μπρους αισθανόταν τη κοιλιά του σκληρή σα ξύλο στη σκέψη ότι αυτός ο δαίμονας ήταν… ήταν…
Η σκέψη του έμεινε λειψή όταν το βλέμμα του τραβήχτηκε από την εικόνα του πανιασμένου Άλφρεντ.
"Άλφρεντ;" τον ρώτησε ξαφνιασμένος.
Ποτέ δεν είχε ξαναδει τον "πατέρα" του τόσο χλωμό. Έμοιαζε περισσότερο με ζωντανός νεκρός.
Κοίταξε τα χέρια του που ήταν παραδομένα στο τρόμο… Κρατούσε ένα κουτί.
"Αφέντη… Μπρούς…" τραύλισε.
"Άλφρεντ; Είσαι καλά; Γιατί είσαι τόσο χλωμός; Έλα να καθίσεις!"
Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο βοηθός του Μπρους επέτρεψε στον εαυτό του να καθίσει εν ώρα καθήκοντος. Τώρα ο Μπρους ήταν σίγουρος ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι πολύ άσχημο. Τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από αυτό το κουτι που κρατούσε στα χέρια του.
"Τι-τι είναι αυτό το κουτί;"
"Στη πόρτα… στη πόρτα…!"
"Κάποιος ήταν στη πόρτα. Ναι! Το άκουσα το κουδούνι."
"Πήγα να ανοίξω…"
"Ναι, καλέ μου φίλε! Όπως κάνεις πάντα!
Το κουτί έπεσε από τα χέρια του. Ένας ζουμερός ήχος ακούστηκε ως αποτέλεσμα της πτώσης. Οι ίριδες των ματιών του Άλφρεντ είχαν παγώσει στο ίδιο σημείο. Οι κόρες τους έφτασαν σε τέτοιο σημείο που ήταν σχεδόν άφαντες.
"Ήταν εκείνη… Αφέντη Μπρους!"
"Ποια εκείνη;"
"Το πορνίδιό που τραβολογιέται μαζί του!
"Η… Χάρλευ;
Το καταφατικό νεύμα του επιβεβαίωσε τη φρικτή του υποψία. Το κτήνος άρχιζε σιγά-σιγά τις επιθέσεις του. Ήταν θέμα χρόνου να στείλει το αλλοπαρμένο να τον επισκεφθεί και να του στείλει κάποιου είδους μήνυμα.
"Ήταν διαφορετική…"
"Δηλαδή;"
"Να, ήταν… ήταν χαραγμένη."
"Χαραγμένη; Τι…"
"Της χάραξε τα μάγουλα. Της τα ξέσκισε με κάποιο μαχαίρι και μετά τις τα ξανάραψε." Ο Άλφρεντ άρχιζε να χάνει την ψυχραιμία του. "Ήταν κλαμένη… Ήταν χτυπημένη… Το ένα της μάτι ήταν τόσο πρησμένο!"
Ο Μπρους τα είχε χάσει. Ήξερε ότι η Χάρλευ διέθετε μια σαδιστική τάση να υποβάλει τον εαυτό της στα ανελέητα χτυπήματά του. Όμως αυτή τη φορά, σύμφωνα με τα λεγόμενα που ξεστόμιζε ο Άλφρεντ, έδειχνε λυπημένη. Γιατί να ήταν λυπημένη;
"Σου είπε τίποτα;"
"Όχι! Μου... μου… έδωσε το κουτί!"
Ο Μπρους κοίταξε το κουτί. Πρόσεξε ότι ήταν ανοιγμένο. Προφανώς το περιεχόμενό του κουτιού ήταν αυτό που αναστάτωσε τον Άλφρεντ. Επάνω στο κουτί έγραφε: Αποστολέας: Σελίνα Κάιλ. Άπλωσε το χέρι του και το σήκωσε. Δεν ήταν πολύ βαρύ, αλλά ήταν προφανές ότι υπήρχε κάτι μέσα, ανάμεσα στο στερεό και στο υγρό, μιας και άκουγε παφλασμούς. Επιστράτευσε όσο κουράγιο είχε, όση ψυχική δύναμη του είχε απομείνει. Άνοιξε το κουτί. Ήταν ζήτημα ενός λεπτού μέχρι το κουτί να του γλιστρήσει από τα χέρια και να πέσει πάλι στο πάτωμα. Αυτή τη φορά, ένα μικρό σκίσιμο εμφανίστηκε στο κάτω μέρος του κουτιού, αποκαλύπτοντας ένα μικρό κόκκινο χείμαρρο. Μια μικρή προεξοχή φάνηκε από τη ρωγμή. Μια προεξοχή κόκκινη και στολισμένη με κόκκινα και μπλε αγγεία. Η λαμπερή επιφάνεια αντανακλούσε το φως από τις φλόγες του τζακιού και η μυρωδιά της ωμής σάρκας πλημμύρισε την ατμόσφαιρά. Ο Μπρους σωριάστηκε στο πάτωμα. Κρατούσε σφιχτά το στόμα του σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να συγκρατήσει το γαστρικό περιεχόμενο μέσα και να το σπρώξει πίσω στο ταλαιπωρημένο του στομάχι. Αλίμονο όμως… Ήταν άνθρωπος και απόψε έφτασε στο απώτατο όριό του. Ένα ποτάμι κιτρινισμένων δύσοσμών υγρών ξεβράστηκε από το στόμα του συνοδευόμενο από επιφωνήματα αηδίας και απελπισίας.
Έλεγε συνέχεια "Ω Θεέ μου!"
Κανένας από τους δύο τους δεν ήξερε να μετρήσει πόσες φορές επανέλαβε αυτή τη φράση, πριν παραδοθεί στο τελικό ξέσπασμα… Άρχισε να κλαίει… σα μικρό παιδί… Σαν ένα μικρό τρομαγμένο παιδί που μόλις αντίκρισε το χειρότερό του εφιάλτη να παίρνει σάρκα και οστά.
Ποιος ήταν αυτός ο εφιάλτης;
Ποιος ήταν ο εφιάλτης του Σκοτεινού Ιππότη;
Δεν ήταν το μακάβριο περιεχόμενο του κουτιού, ως ένα σημείο…
Ήταν το σημείωμα που βρισκόταν κολλημένο στο εσωτερικό μέρος του πάνω μέρους του κουτιού… Και οι λέξεις που το στόλιζαν. Αυτές οι αιχμηρές κατακόκκινες λέξεις…
ΣΟΥ ΕΔΩΣΑ ΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ… ΘΑ ΜΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ; ΧΑ.ΧΑ.ΧΑ!!!