Διαβάσαμε | "Δεισιδαιμονία" του Άρη Δεληγιαννίδη

Διαβάσαμε | "Δεισιδαιμονία" του Άρη Δεληγιαννίδη

Περιγραφή

Ένα ελληνικό χωριό, σύσσωµο κρατάει καλά κρυµµένο το σκοτεινό του µυστικό. Η µαύρη νύχτα διαδίδει ψίθυρους σχετικά µε την άφιξη του µεταφυσικού. Μια δαιµονική οντότητα λαθροβιεί στις µισοκοιµισµένες συνειδήσεις των χωρικών. Το ρολόι στο καµπαναριό γυρίζει τους δείκτες απειλητικά, καθώς η καµπάνα χτυπάει πένθιµα. Ποιος θα βρίσκεται εκεί όταν το Κτήνος θα ξυπνήσει; Ποιος θα καταφέρει να ορθώσει ανάστηµα απέναντι στις δυνάµεις της Κόλασης αλλά και στους δαίµονες που κάθονται στον θρόνο της ανθρώπινης ψυχής; Ένας άντρας επιστρέφει στο ερειπωµένο σπίτι του παππού του. Ξυπνάει φαντάσµατα, ξεθάβει σκελετούς, αρπάζει τον µίτο που θα τον οδηγήσει στην απαρχή της κατάρας. Στο καφενείο του χωριού, οι άντρες κερνάνε τον Διάβολο, ενώ εκείνος παίζει µε τα νήµατα που κινούν τη µοίρα του ξένου.

Εξορκισµός του Δαίµονα ή εξοστρακισµός του ξένου; Το νεκροταφείο του χωριού έχει χώρο µόνο για έναν.




Γράφει η Άννα Σπανογιώργου

Ο Άρης έχει μία γραφή μαγική. Μου αρέσει η χρήση των λέξεων, ο τρόπος που περιγράφει, η οπτική του γωνία ως συγγραφέας. Αγγίζει καθετί μικρό και συνθέτει μια εικόνα, η οποία αλλιώς μπορεί να φάνταζε απλή. Όμως, μέσα από την πένα του αποκτά μια μοναδικότητα που εκπλήσσει.

Η ιστορία ξεκινά όταν ο Ηλίας πηγαίνει στο χωριό του παππού του. Εκεί οι κάτοικοι τον αντιμετωπίζουν με εχθρικότητα. Εξαίρεση αποτελεί η νεαρή Αγνή, με την οποία αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση. Από τη στιγμή που φτάνει, διαφαίνεται πως υπάρχουν καλά κρυμμένα μυστικά και κανένας ξένος δεν χωρά ανάμεσά τους. Βέβαια, το πρώτο κεφάλαιο μας δίνει μια εικόνα περί τίνος πρόκειται, αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή της ιστορίας του κακού. Τι έχει συμβεί; Ο Ηλίας θα το ανακαλύψει βήμα-βήμα, αλλά ίσως αυτό να μην είναι καλό…

Αγαπώ όταν στις ιστορίες υπάρχει κλειστοφοβικό κλίμα. Επίσης, βρήκα υπέροχη επιλογή το να εξελίσσεται στην ελληνική ύπαιθρο, γιατί αυτό μου δίνει την ευκαιρία να ταυτιστώ περισσότερο, να νιώσω τους χαρακτήρες πιο κοντά μου και εν τέλη, να εκλάβω με μεγαλύτερη ένταση το συναίσθημα, ότι αυτή η ιστορία θα μπορούσε να έχει συμβεί στο δικό μου χωριό. Γενικά, η αμεσότητα και η δημιουργία οικειότητας με τον αναγνώστη είναι κάτι που με κερδίζει στα βιβλία. Ιδιαίτερα σε ένα βιβλίο, όπως αυτό, με έντονα στοιχεία τρόμου, θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να μπορέσει ο αναγνώστης με ευκολία να «δεθεί» με την ιστορία και να μην την νιώσει ξένη.

Εξαιρώντας το πρώτο κεφάλαιο, όπου ξεκάθαρα υπάρχει προοικονομία ότι κάτι κακό και παραφυσικό ελλοχεύει, η ιστορία μέχρι ενός σημείου κινείται σε σχεδόν φυσιολογικά όρια αφήνοντας μόνο υποψίες. Νιώθεις κάτι να αιωρείται, αλλά έχεις και τις αμφιβολίες σου! Αυτό το μυστήριο καταφέρνει να εντείνει τις αισθήσεις και να σου γιγαντώσει τα ερωτηματικά. Σε κάνει με θέρμη να επιθυμείς να μάθεις τι ακριβώς συμβαίνει. Φυσικά, μικρές αποκαλύψεις υπάρχουν συνέχεια και έτσι το ενδιαφέρον κρατιέται αμείωτο.
 

Δημιουργία trailer από την Άννα Σπανογιώργου
 

Ως προς τον τρόπο ανάπτυξης της ιστορίας, βλέπουμε ότι χρησιμοποιείται πετυχημένα η τεχνική της επιβράδυνσης των σκηνών σε αρκετά σημεία. Θεωρώ πως δεν υπάρχει ούτε μια περιττή σελίδα. Η ιστορία είναι αρκετά συμπυκνωμένη, δεν αναλώνεται στο να πει πράγματα που δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα και επικεντρώνεται κυρίως στον κεντρικό κορμό. Προσωπικά, μου αρέσει αυτό, δηλαδή το να μένουμε στην ουσία των πραγμάτων, αλλά πιθανώς, εάν σας αρέσουν οι μεγαλύτερες περιγραφές- αναλύσεις, να θεωρήσετε ότι υπάρχουν σημεία όπου θα θέλατε να δείτε και μερικά ακόμη πράγματα.

Οι χαρακτήρες έχουν δυναμική, είναι πολύ ανθρώπινοι, δηλώνουν τα πάθη τους. Αβίαστα αισθάνεσαι πράγματα για αυτούς. Μου άρεσε το ότι οι πράξεις τους δεν εξηγούνται μέσα από μακροσκελείς σκέψεις, αλλά ο συγγραφέας σε αφήνει να βρεις εσύ και να καταλάβεις το γιατί οι ήρωες οδηγούνται σε αυτές τις πράξεις. Θα έλεγα, ότι δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που δίνει μασημένη τροφή, αλλά αφήνει αυτόν που διαβάζει να συμμετέχει, να αναλύσει συμπεριφορές και να ψάξει βαθύτερα στην ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων.

Το τέλος του βιβλίου είναι διαφορετικό από αυτό που φαντάστηκα και ομολογώ ότι αυτό με εξέπληξε ευχάριστα, διότι μου αρέσει το τέλος να είναι δίκαιο. Οι εξελίξεις, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του βιβλίου είναι γρήγορες και αναπάντεχες, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι βεβιασμένες ή άσκοπες. Υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης και προσφέρει έντονα συναισθήματα και δυναμικές σκηνές.

Εν κατακλείδι, ο Άρης με άφησε και πάλι με τις καλύτερες εντυπώσεις. Μετά «Το λουρί της τρέλας» επέστρεψε με ένα βιβλίο διαφορετικό θεματικά, διατηρώντας, ωστόσο, το βαθύ σκοτεινό κλίμα που εμπλούτισε και πάλι μοναδικά με την ιδιαίτερη γραφή του.


Ο Άρης Δεληγιαννίδης γεννήθηκε και µεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Το 2006 αποφοίτησε από την Ιατρική και το 2012 από τη σχολή Κινηµατογράφου του ΑΠΘ. Το 2016 ορκίστηκε Διδάκτορας. Από το 2010 µέχρι και σήµερα εργάζεται ως Καρδιολόγος. Ολοκλήρωσε τις βραβευµένες µικρού µήκους ταινίες «Ευλάβεια» και «Σαρκοβόρος» (σενάριο, µοντάζ), «Τριπ», «Durckness» και «Το Κουτί» (σκηνοθεσία, σενάριο, µοντάζ).Εκδόθηκαν διηγήµατά του στις συλλογές «Αντίθετο Ηµισφαίριο 2», «Τρόµος και Φαντασία στη Θεσσαλονίκη», «Αντίθετο Ηµισφαίριο 3», «Τρόµος», «Το Έπος της Φαντασίας», «Ζόµπι στην Ελλάδα», «Ονειρικές Αφηγήσεις», «Ηµερολόγια Καραντίνας», «Κοσµικό Έρεβος», «Στο Σκοτάδι». Το 2017 εκδόθηκε το πρώτο του προσωπικό συγγραφικό έργο «Η Άλλη Πλευρά του Δικού σου Καθρέφτη», ενώ ακολούθησε το 2020 «Το Λουρί της Τρέλας».