Διαβάσαμε | Ήμισυς
«Τρία. Ο πόνος διαπερνάει τη σπονδυλική μου στήλη. Δύο. Αισθάνομαι λες και θα ξεκολλήσουν όλα μου τα σωθικά, θα πολτοποιηθούν και θα βρουν διέξοδο από το στόμα και τα ρουθούνια μου. Ένα. Η καρδιά μου εκρήγνυται στον ύστατο παλμό, το κορμί μου σπαρταράει και βουλιάζει κενό στο στρώμα. Είμαι πλέον μια μαύρη άυλη μάζα που τρυπάει την επιδερμίδα της σάρκας μου και ξαμολιέται στον περιβάλλοντα χώρο από το μέρος της καρδιάς. Αυτή είναι η γνώριμη διαδικασία του θανάτου μου». Ο Σεραφίν Λόμπο, ιδιωτικός ερευνητής στη Μαδρίτη, έχει ένα θανάσιμο μυστικό: βιώνει καθημερινά τη νεκρανάσταση. Κι αυτό γιατί είναι ήμισυς: μισός θνητός και μισός δαίμονας. Έχοντας χτίσει το προφίλ του μικροβιοφοβικού, καταφέρνει να επιβιώσει στη γη και νιώθει ευτυχισμένος. Ώσπου γνωρίζει την Μπελέν. Τότε ο κόσμος του καταρρέει. Η ευτυχία μετατρέπεται στην απόλυτη δυστυχία και η κατάρα που τον ακολουθεί εκ γενετής θεριεύει. Πόσο εφικτή είναι η διαβίωση σε έναν κόσμο όπου η αφή έχει πρωτεύοντα ρόλο; Ευχή ή κατάρα ο έρωτας; Αξίζει τελικά κάποιος να ζει σαν ήμισυς;
Ο «Ήμισυς» της Γεωργίας Καλαμαρά είναι μια νουβέλα αισθηματικής φαντασίας. Η ιστορία μας αφηγείται κάποιες μέρες του ιδιωτικού ερευνητή Σεραφίν Λόμπο. Ο Σεραφίν ζει στη Μαδρίτη, έχει μια πολύ επιτυχημένη καριέρα και συνεργάζεται με την αστυνομία. Στην ουσία, όμως, αυτός που γνωρίζουμε δεν είναι ο ίδιος ο Σεραφίν, αλλά το πλάσμα-δαίμονας που έχει καταλάβει το σώμα του. Κάθε βράδυ είναι καταδικασμένος να βιώνει τον θάνατο και κάθε αυγή επανέρχεται στη ζωή. Προσπαθώντας να επιβιώσει μέσα στον κόσμο των θνητών, αποφεύγει κάθε σωματική επαφή και έχει δομήσει τη ζωή του, έτσι ώστε να μπορεί να κινείται ελεύθερα.
Όλα αυτά αλλάζουν τη μέρα που συναντάει την Μπελέν. Είναι ένας έρωτας από την πρώτη ματιά και είναι αμοιβαίος, όμως ο Σεραφίν ξέρει πολύ καλά πως ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι μαζί της. Αυτό του προκαλεί μια αλυσιδωτή συναισθηματική έκρηξη. Βιώνει αισθήματα ανθρώπινα, τα οποία δεν πίστευε καν ότι υπήρχαν.
Είναι πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος, με τον οποίο περιγράφονται αυτά που νιώθει ο Σεραφίν. Μέσα σε λίγα λεπτά, μεταπίπτει από την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη δυστυχία. Υπάρχει πολύ μεγάλη εμβάθυνση στην ψυχοσύνθεση του ήρωα και θεωρώ ότι αυτό είναι και το πολύ δυνατό κομμάτι του βιβλίου. Δεν θέλω να αποκαλύψω περισσότερα για την πλοκή και για τα επιμέρους στοιχεία, γιατί αποτελούν ένα μέρος της γοητείας της ανάγνωσης. Ξεκινάς το βιβλίο και οι πληροφορίες που έχεις είναι λίγες. Προσπαθείς να σκεφτείς τι μπορεί να έχει συμβεί. Καθώς προχωράς, συλλέγεις τα στοιχεία που χρειάζονται και έτσι, στο τέλος έχεις μία ολοκληρωμένη εικόνα σχετικά με τον Σεραφίν.
Αξιόλογη είναι η χρήση του φανταστικού στοιχείου, το οποίο προσαρμόζεται ομάλα στην πραγματικότητα. Μου άρεσε πάρα πολύ η σύνδεση υλικού και άϋλου κόσμου, καθώς και η σκέψη να χρησιμοποιηθεί ένας δαίμονας με τόσο "ανθρώπινα" στοιχεία. Όμως, τελικά θα καταφέρει να νικήσει εντελώς τη φύση του; Θα μπορέσει ο έρωτας να τον αλλάξει και προς ποια κατεύθυνση;
Πολύ ωραία είναι και κάποια ποιήματα ισπανικής λογοτεχνίας, τα οποία ταιριάζουν πάρα πολύ στο κάθε σημείο που έχουν τοποθετηθεί. Επίσης, έχουν γραφτεί και δύο ποιήματα από την Καλλιόπη Βελόνια, ειδικά για το βιβλίο. Βρήκα εξαιρετική αυτή την προσθήκη και θεωρώ ότι δίνει πολλά περισσότερα στο συναισθηματικό στοιχείο της ιστορίας.
Κάτι άλλο που δεν περνάει απαρατήρητο, είναι η πολύ ωραία γραφή, η οποία είναι λυρική, περιγραφική και δεν κουράζει πουθενά. Το βιβλίο κυλάει σαν το νερό. Το μέγεθός του είναι τέτοιο που σου επιτρέπει να το διαβάσεις κυριολεκτικά απνευστί.
Όσον αφορά τη δομή, χρονικά ξεκινάει από το τώρα και μας πηγαίνει πίσω κάποιες μέρες, για να ξανά έρθουμε στο τώρα. Δεν ένιωσα να μπερδεύομαι πουθενά. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ξεκάθαρη η πορεία του ήρωα. Στην ουσία, δηλαδή, βλέπουμε εικόσι και κάτι μέρες από τη ζωή του Σεραφίν, οι οποίες είναι αρκετές για να δικαιολογήσουν την αλλαγή που γίνεται.
Το τέλος με εξεπλήξε. Έχουμε συνηθίσει να θέλουμε το τέλος να είναι καλό ή δίκαιο. Να θέλουμε στο τέλος να υπάρχει μια λύτρωση, να εκπληρωθούν οι επιθυμίες. Η λύτρωση εδώ έρχεται. Αλλά είναι πολύ διαφορετική από αυτό που θα μπορούσαμε να φανταστούμε και το κατατάσω και αυτό στα "συν" της ιστορίας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σχολιάσω και μερικά πράγματα που τα επισημαίνει, βέβαια, η συγγραφέας στο σημείωμα της στο τέλος, αλλά θα ήθελα να τα πω κι από τη δική μου σκοπιά. Μιλάμε για ένα βιβλίο φαντασίας, το οποίο γράφτηκε πριν την πανδημία, που όμως είναι τόσο πολύ επίκαιρο και σε κάνει να σκέφτεσαι το πόσο πολύ σου έχουνε λείψει οι αγκαλιές, πόσο πολύ σου έχει λείψει το να μπορείς να αγγίξεις ανθρώπους. Ακόμη το πόσο μόνος μπορεί να νιώθει κάποιος που ζει χωρίς παρέα και ο οποίος αναγκάζεται εκ των καταστάσεων να μην μπορεί να βγει αφού νυχτώσει. Ένιωσα πάρα πολλές φορές το χέρι μου να με φαγουρίζει, να θέλω να σκουπιστώ και εγώ με απολυμαντικά μαντηλάκια, να πνίγομαι, να νιώθω ότι εγώ είμαι στη θέση του Σεραφίν και να θέλω τόσο πολύ απεγνωσμένα να βγω στο δρόμο και να αγκαλιάσω τους ανθρώπους.