Διήγημα | "Αποσύνθεση", μέρος 2ο

Διήγημα | "Αποσύνθεση", μέρος 2ο

Παρά τον καιρό που είχε περάσει, οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να είναι αναστατωμένοι από εκείνο το περίεργο γεγονός που είχε πλήξει τον τόπο τους, και όταν άρχισαν οι πρώτες αναφορές για νέες περίεργες δυσοσμίες, όλοι πίεσαν το δήμαρχο να αναλάβει δράση. Εκείνος με τη σειρά του, φόρεσε τα γυαλιά πάνω από το χοντρό μουστάκι του, αναζήτησε στην ατζέντα του φίλους σε υψηλές θέσεις και τους ζήτησε επειγόντως βοήθεια.

Σε μια βδομάδα περίπου έφτασε επιτέλους στο πόλη ο Ιωάννης Στομόπουλος, ειδικευμένος εμπειρογνώμονας από το τμήμα Επεξεργασίας Λυμάτων-Αποχετεύσεων, προκειμένου να κάνει μια πρώτη εκτίμηση της κατάστασης. Ο Ιωάννης, που σκόπευε να περάσει το Σαββατοκύριακο με την αντροπαρέα προτού προκύψει η επείγουσα δουλειά, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το πόσο γκαντέμης ήταν. Η γυναίκα του είχε φύγει με την μικρή για να επισκεφτούν τους γονείς της. Είχε δυο μέρες ελεύθερες. Έτσι η σκέψη και μόνο ότι οι φίλοι του έπιναν μπίρες ενώ αυτός έπρεπε να βρει την αιτία μιας έντονης δυσωδίας σε ένα μακρινή επαρχιακή πόλη, του προκαλούσε εκνευρισμό, θλίψη και απογοήτευση. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί λύπη για τους ντόπιους. Έδειχναν πραγματικά ανήσυχοι, κοίταζαν τριγύρω και μιλούσαν σιγανά, λες και τους είχε βάλει στο μάτι κάποιος ελεύθερος σκοπευτής. Σκέφτηκε πως όσο πιο γρήγορα τελείωνε τη δουλειά, τόσο καλύτερο θα ήταν για όλους.

Ήταν πρωί όταν έφτασε μπροστά από την εξωτερική μονάδα αποχέτευσης, μα ο συννεφιασμένος ουρανός είχε ένα βαρύ πράσινο χρώμα που σε δυσκόλευε να προσδιορίσεις την ώρα. Ξεκλείδωσαν τη σιδεριά και μπήκε όρθιος στο στόμιο του υπονόμου τσαλαβουτώντας σε λύματα με όλες τις αποχρώσεις του λαδί, όπου και ξεκίνησε το βάδισμα. Είχε καλυφθεί με μάσκα, γάντια και ολόσωμη στολή, ενώ είχε πάνω του ένα μικρό εργαστήριο προκειμένου να πάρει μετρήσεις. Παρά τα βαριά ρούχα που φορούσε μια έντονη αποφορά έμοιαζε να διεισδύει ανάμεσα από τις ίνες του υφάσματος και να ποτίζει το δέρμα του με το κρύο της άγγιγμα. Κοίταξε πίσω του και αντίκρισε το ανήσυχο πρόσωπο του δημάρχου και δύο τριών ακόμα καθώς τον έβλεπαν να ξεμακραίνει. Για μια στιγμή του έμοιασαν σαν θρηνούντες σε κηδεία. 

Όμως εγώ είμαι που μπαίνω κάτω από τη γη.

Το τούνελ έστριβε αριστερά και κάθε φως χάθηκε, πέρα από τη δέσμη του φακού. Ακόμα και αυτή έμοιαζε λειψή στο πυκνό σκοτάδι. Το είχε κάνει εκατοντάδες φορές αυτό, όμως τώρα τα νεύρα του ήταν τεντωμένα.
Έπρεπε να πίνω Erdinger με τα παιδιά τώρα.., σκέφτηκε, ...αλλά όχι, χώσου σε άλλο ένα κωλο-υπόνομο, να δεις τι χρώμα έχουν τα σκατά του κόσμου. 

Ένιωσε μίσος για την ατυχία που τον βρήκε, ενώ μίσησε και τους φίλους του που περνούσαν καλά, ενώ αυτός ήταν χωμένος στα σκατά. Τους ζήλεψε τόσο πολύ που για μια στιγμή σκέφτηκε να τους κάνει κακό. Η σκέψη αυτή ήρθε σαν λαθρεπιβάτης στο νου του. Τον ικανοποιούσε και τον τρόμαζε ταυτόχρονα. 

Μα τι κάθομαι και λέω; Και πόση ώρα προχωράω; 

Σταμάτησε και επιθεώρησε το χώρο. Τα τοιχώματα του τούνελ είχαν αλλάξει. Υπήρχαν μεγάλες, βαριές πέτρες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη με νερά να στάζουν ανάμεσα τους. 

Δείχνει παλιό. Μάλλον έχτισαν τους υπονόμους σαν προέκταση κάποιου παλιότερου αποχετευτικού συστήματος. 

Προχώρησε λίγο ακόμα μέχρι που έφτασε σε μια πλατιά πέτρα που βρισκόταν ψηλά στο πλάι. Ήταν γεμάτη ραγίσματα και κάτι έγραφε επάνω. Έσμιξε τα μάτια για να διαβάσει καλύτερα. 

«Εξέλθωμεν καί ίδωμεν εν τοίς τάφοις, ότι γυμνά οστέα ο άνθρωπος, σκωλήκων βρώμα και δυσωδία». 

Αυτό το πράγμα ήταν αρχαίο;

«Τι στο διάολο..» ψιθύρισε.

Ξαφνικά άκουσε ένα περίεργο ήχο. Τέντωσε τα αυτιά. Ήταν σαν γοερό κλάμα. Ένα μακρόσυρτο, αργό γουουουρρ.., αλλά ήταν τόσο στριγκό που δεν έμοιαζε ανθρώπινο. Αντιλαλούσε σε όλο το τούνελ. Ότι και να ήταν πρέπει να υπέφερε. Μάλλον.

«Ει- είναι κάποιος εκεί;» είπε ο Ιωάννης.

Το κλάμα σταμάτησε απότομα. 

Υπήρξε μια παύση τριών δευτερολέπτων. Έπειτα βαριά βήματα ακούστηκαν να τρέχουν προς το μέρος του. Ανυπόμονα βήματα. Φώτισε μπροστά. Δεν φάνηκε κάτι. Το τούνελ ανοιγόταν για πολλά μέτρα και έπειτα έστριβε. Τα βήματα έγιναν δυνατότερα τώρα. Φώτισε πίσω του. Τίποτα.

Αριστερά του! Από εκεί ερχόταν ο ήχος. Φώτισε απότομα. Υπήρχε ένα άνοιγμα στο τοίχο, μια ψηλή, σκαμμένη ρωγμή που πήγαινε βαθιά μέσα και άνοιγε σε ένα νέο τούνελ. 

Κάτι υπήρχε εκεί κάτω, πέρα στο βάθος, που γέμιζε όλο το χώρο με την παρουσία του. Κάτι που έκανε το φως να πέφτει ασθενικό επάνω του. Ήταν ένα νέο ερεβώδες σκοτάδι, μα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν, πέρα από το ότι αυτό το σκοτάδι σάλευε. Κάπου είδε μάτια να γυαλίζουν. Ξαφνικά ακούστηκε ο αντίλαλος από υγρό πλατάγισμα, όπως κάνουν τα σκυλιά όταν ξερογλείφονται και τότε είδε το σκοτάδι να ζυγώνει.

Έβγαλε μια κραυγή και άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Ο φακός του έπεσε. Το νερό τον δυσκόλευε. Το πόδι του ξαφνικά δεν βρήκε πάτημα. Η βαρύτητα τον τράβηξε. Έπεσε με τα μούτρα σε κατηφορικό έδαφος και άρχισε να γλιστράει με ταχύτητα. Ήταν σαν να βρισκόταν σε νεροτσουλήθρα, μόνο που τα νερά αυτά δεν περιείχαν χλώριο. Έφτασε στο τέλος της και έπεσε με ένα παφλασμό μέσα σε μια στέρνα. Πάσχισε να βγει στην επιφάνεια. Όταν τα κατάφερε, πήρε μια βαθιά ανάσα και μια ξινή, χαλασμένη μυρωδιά γέμισε τον εγκέφαλο του. Τόσα χρόνια στη δουλειά είχε μάθει να ανέχεται την έντονη μπόχα και αυτός ήταν ο μόνος λόγος που δεν ξέρασε επιτόπου. Υπήρχε πίσσα σκοτάδι και δεν ήξερε που βρισκόταν, όμως ο θόρυβος από τον διώκτη του είχε σταματήσει. Ίσως να ήταν και καλό τελικά που είχε πέσει εκεί μέσα. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό το πράγμα. Μάλλον ο νους του έπαιζε παιχνίδια. Είχε ξεφύγει όμως και τώρα έπρεπε να κάνει ησυχία. Και που στο διάολο βρισκόταν; Ίσως σε κάποια δεξαμενή λυμάτων, από αυτές που διασταυρώνουν τα νερά διαφορετικών περιοχών. Ήξερε πως διέθεταν σκάλα στη μια πλευρά. Έπρεπε μόνο να την αναζητήσει. Έψαξε τον εφεδρικό φακό στη ζώνη του. Στόχευσε ψηλά και τον άναψε. Αντίκρισε ένα θολωτό κτίσμα με μια τρύπα στην οροφή από όπου έπεφταν νερά. Ήταν χτισμένο με μεγάλες γκρίζες πλάκες, στοιβαγμένες σε στρώσεις. Στη μια πλευρά σχημάτιζαν ένα τρίγωνο, σαν παράθυρο. Μέσα του υπήρχαν χαραγμένα σύμβολα και γράμματα, μα δεν ξεχώρισε τι έλεγαν. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει ήταν η ακαθόριστη φιγούρα ενός γλοιώδους, κερασφόρου πλάσματος που στεκόταν σε μια πληθώρα από λεπτά, τριχοειδή πόδια.

Π-που είμαι..; αναρωτήθηκε, ενώ παρατήρησε πως δεν υπήρχε πουθενά σκάλα, ούτε διέξοδος.

Όπως επέπλεε, το χέρι του ακούμπησε κάτι μαλλιαρό. 

Του ξέφυγε μια κραυγή. Οι μυς του σφίχτηκαν από τον πανικό. 

Έλα δεν είναι τίποτα, το ξέρεις πως δεν είναι τίποτα, προφανώς κάποιο ποντίκι... 

Έριξε το φως χαμηλά. Το κατακρεουργημένο σώμα ενός σκύλου επέπλεε δίπλα του. Είχε λευκά μάτια και η μουσούδα του έλειπε. Κάτι την είχε δαγκώσει. Ο Ιωάννης έβγαλε μια κραυγή, έκανε να κολυμπήσει προς τα πίσω και έπεσε στο πρησμένο κορμί ενός μεγαλόσωμου κυνηγόσκυλου. Ηταν φουσκωμένο σα μπαλόνι και τα πόδια στέκονταν όρθια σαν κεριά στο στασίδι. Το κεφάλι έλειπε. Ο Ιωάννης ούρλιαξε. 

Έριξε το φως τριγύρω. Η δεξαμενή ήταν γεμάτη με επιπλέοντα κομμάτια σκυλιών. Κάποια ήταν κομμένα στη μέση. Τα πιο μεγάλα είχαν τεράστιες δαγκωματιές που είχαν κομματιάσει ακόμα και τα κόκαλα. Όλα είχαν πεθάνει με τα στόματα ανοιχτά. Ουρλιάζοντας, όπως ούρλιαζε τώρα και εκείνος.

Το πλατάγισμα ακούστηκε για άλλη μια φορά στους υπονόμους. Ένας υγρός, διψασμένος ήχος. Έπειτα τα βήματα. Πολλά βήματα, μαζί με σύρσιμο. Κατέβαιναν όλα μαζί από την τρύπα στην οροφή όπου είχε πέσει προηγουμένως. Κοίταξε μέσα της. Μάτια που γυάλιζαν και ένα έρπον σκότος που τον πλησίαζε. 

Τα περιεχόμενα της κύστης του προστέθηκαν στα υπόλοιπα λύματα. Έπειτα έσβησε το φακό, έσκυψε το κεφάλι και αφέθηκε.

«Έπρεπε να ήμουν για μπίρες..» κλαψούρισε, πριν τον σκότος τον κάνει μια χαψιά.