Διήγημα | "Από τότε που ο κόσμος ήταν ακόμη νέος"

Διήγημα | "Από τότε που ο κόσμος ήταν ακόμη νέος"

Bάδιζε και βάδιζε, σ’ έναν κόσμο που φαινόταν τόσο ξένος. Τόσο πρώιμος.Γεμάτος από πράγματα παράξενα, σχήματα αλλιώτικα.
Έδινε την αίσθηση ενός πρωτόλειου δημιουργήματος, της αρχικής δημιουργίας ενός κόσμου που έσφυζε από αντιθέσεις, από εκκεντρικότητες και ασυμβίβαστα, ετερόκλητα μεγέθη· έναν κόσμο που παρόλο το νεαρό της ηλικίας του, υποσυνείδητα, υποδόρια, χάρη σ’ ένα βασικό ενστικτώδες επίπεδο, γνώριζε πως αναπόφευκτα δεν θα μπορούσε να μείνει για πάντα έτσι· πως έμελλε κάποια στιγμή να καμφθεί και να γεράσει, να φθαρεί και να αλλάξει κατά το διηνεκές του χρόνου, να σμιλευτεί τελικά, μέσα από τη διαρκή φθορά και την ανανέωση, σ’ αυτό που ήταν σήμερα, σ’ αυτό που όλοι γνώριζαν και ήταν εξοικειωμένοι.
Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, για να αντικρίσει τον ουρανό...

Ο κόσμος ήταν φωτιά και ο ήλιος παγωμένος. Πρώτη φορά έβλεπε τόσο ζωντανά χρώματα. Τα άστρα ήταν ορατά, κι ας ήταν μέρα· στραφτάλιζαν σαν απόμακρες, οχυρωμένες πολιτείες. Τα βουνά ήταν λεία, συμμετρικά τοποθετημένα, σε σημείο που φάνταζαν ψεύτικα. Ολόγυρα τα σκέπαζε ένα ακανόνιστο στεφάνι από πάγο. Ένα ατελές, φαιόχρωμο ουράνιο τόξο έβαφε τις στατικές ομίχλες και το χιόνι που κάλυπτε τους λόφους. Κοίταξε τριγύρω. Τα πάντα κινούνταν αρμονικά, με βραδύτητα και τάξη: οι μέλισσες, τα φύλλα που παρέσυρε ο αέρας, τα πουλιά, οι κορυφές των δέντρων. Ακόμη και οι ήχοι διαρκούσαν περισσότερο. Συνέθεταν ένα σύνολο αρμονικών, μακρόσυρτων ακουστικών ερεθισμάτων που έμοιαζε με μουσική στα αυτιά του. Σήκωσε μια ολοστρόγγυλη πέτρα και την πέταξε ψηλά. Αυτή προσγειώθηκε απαλά δίπλα του. Πήγε να την πιάσει ξανά, μα κοντοστάθηκε. Τα αγριόχορτα ήταν νωπά, τα ένιωσε εξαιρετικά τραχιά στο άγγιγμα τους. Η υφή τους θύμιζε χαρτί.
Συνέχισε να βαδίζει. Φτάνοντας σιμά στο ακρωτήρι, σάστισε. Το θαλασσινό νερό είχε αποκτήσει αργυρόλευκο χρώμα: θύμιζε υδράργυρο. Τα κύματα κινούνταν αλλόκοτα. Πήγαιναν μπρος-πίσω, έχοντας αποκτήσει παχύρρευστη μορφή. Και η βροχή στο βάθος… η βροχή ήταν πολύχρωμη. Αιωρούταν, πέφτοντας από τα σύννεφα, σχηματίζοντας έναν αδιάλειπτο τρεμάμενο θόλο, φτενό και δυσδιάκριτο, όμοια βαμμένο με βιτρό. Η ατμόσφαιρα ήταν πεντακάθαρη. Διαυγής. Διακρίνονταν με σαφήνεια το περίγραμμα μακρινών, λευκών ακτών. Μύριζε γλυκά, γιασεμί, ροδόξυλο, ευκάλυπτος· υπήρχε όμως και μια υποψία αρμύρας μέσα της, η παρουσία αλισάχνης και μια νύξη από αμάρανθο.
Τα πάντα κυλούσαν πιο αργά· ο χρόνος, κυλούσε πιο αργά.

Ονειρευόταν την αρχή των πάντων; Έτσι αισθανόταν. Έτσι πίστευε. Ο κόσμος που έβλεπε ήταν ένας κόσμος νέος, υπερβολικά όμορφος και ειρηνικός. Φτιαγμένος ώστε να διαρκεί, όσο μάταιο κι αν ήταν κάτι τέτοιο. Φτιαγμένος ώστε να μη φθείρεται εύκολα στο πέρασμα του χρόνου.
Όμως, ξαφνικά, τα πάντα άλλαξαν.
Άλλαξαν με τον ίδιο τρόπο που ένα πλάσμα αιφνιδιαστικά πεθαίνει.
Κοίταξε γύρω του θορυβημένος. Αισθάνθηκε την απότομη αλλαγή στο περιβάλλον ακριβώς όπως μια αράχνη αισθάνεται μια ταλάντωση πάνω στον ιστό της.
Η φυσική τάξη των πραγμάτων έπαψε να είναι αυτό που ήταν. Οι συσχετισμοί ανατράπηκαν, κάθε δεσμός της φύσης απομονώθηκε, μεταστοιχειώθηκε, μορφοποιήθηκε, μεταλλάχτηκε παρουσιάζοντας αιφνιδιαστική ροπή προς την διαφορετικότητα και την έλλειψη αρμονίας.
Ο αέρας αφήνιασε. Καυτές ριπές τον έριξαν στα γόνατα. Κουλουριάστηκε, προσπαθώντας να προστατευτεί. Η γη άρχισε να σείεται. Να καταρρέει. Οι όμορφες λευκές φλόγες έσβησαν. Τα κύματα θέριεψαν. Στάχτες έγιναν τα άνθη. Οι ευωδίες μετουσιωθήκαν σε μυρωδιές αποφοράς και σήψης. Οτιδήποτε έπιανε στα χέρια του, τριβόταν. Μια μαυρίλα σκέπασε τα πάντα, μια απόκοσμη ομίχλη πιο σκοτεινή και αρχαία και από την πιο μαύρη νύχτα του χειμώνα. Βροντεροί κρότοι ράγιζαν τα ουράνια. Σμήνη κεραυνών τράνταζαν συθέμελα το έδαφος. Άρχισε να ουρλιάζει από φόβο, έναν φόβο αρχέγονο, παραλυτικό. Ο ουρανός άρχισε να ραγίζει, να συρρικνώνεται, να συμπυκνώνεται, να συμπιέζεται πάνω του, να τον σκεπάζει με ασαφείς εικόνες και ψεύτικα μεγέθη.
Ένα γεγονός συνέβη. Κάτι είχε… σπάσει, έτσι το ερμήνευσε. Εκείνη η ασυνήθιστη βραδύτητα που όριζε τον κόσμο είχε αναστραφεί. Τα πάντα είχαν εκτροχιαστεί, φθείρονταν, αφανίζονταν, αναφλέγονταν με καταιγιστικούς ρυθμούς. Κάμπτονταν από το σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που ορθώθηκε από πάνω του για να τον καταποντίσει. Ενστικτωδώς, έκλεισε τα βλέφαρά του, κι αυτομάτως όλα σίγησαν. Όταν τόλμησε να ανοίξει ξανά τα μάτια, διαπίστωσε πως είχε βρεθεί μέσα σ’ ένα δάσος. Ένα δάσος πυκνό, που άλλαζε γύρω του, που δεν σταμάτησε στιγμή να μαραζώνει. Ένας μακρύς διάδρομος από σκελετωμένα δέντρα απλώθηκε μπροστά του. Άρχισε να βρέχει· και το ξεραμένο, γεμάτο ρωγμές χώμα, γέμισε με λάσπες. Άκουγε παντού γύρω του το νερό να στάζει.

Μια μορφή ίσα που διακρινόταν μέσα στο μισοσκόταδο. Κατάλαβε αμέσως ποια ήταν, κι ας μην μπορούσε να δει καθαρά το πρόσωπό της. Η καρδιά του σφίχτηκε. Το νερό δεν την άγγιζε. Οι σκιές τρεμόπαιζαν από πίσω της, αναδεύονταν, σχηματίζοντας έναν όγκο σκοτεινό. Το δάσος γύρω της καιγόταν από μαύρες φλόγες. Είχε το δεξί της χέρι υψωμένο. Του απαγόρευε να πλησιάσει. Είχε μια στάση δουλική: το κεφάλι της ήταν σκυμμένο, η πλάτη της ραχιτική και σκεβρωμένη.
Πάντα έτσι την θυμόταν, ξερακιανή και κάτισχνη, γερασμένη.
Τον κατέκλυσε ο τρόμος. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί: μια ακατανίκητη παρόρμηση τον ώθησε να γίνει ένα με το χώμα. Δεν τολμούσε να κοιτάξει πάνω. Δεν τολμούσε να βγάλει άχνα. Η θέρμη που εξέπεμπαν οι φλόγες ήταν βάσανο, κι ένιωσε, βαθιά μέσα του, ξεγυμνωμένος· από κάθε σκέψη, από κάθε αίσθηση, από κάθε αμαρτία. Έπειτα, εκείνη πλησίασε, σέρνοντας τα βήματά της. Έμοιαζε εξουθενωμένη. Άγγιξε τρυφερά το κεφάλι του κι άθελά του ρίγησε. Ήταν θλιμμένη· παράξενο, πολύ παράξενο, ποτέ δεν την είχε δει να εκδηλώνει οποιοδήποτε συναίσθημα πέρα από απέχθεια. Πάντα σκληρόκαρδη ήταν. Πάντα απότομη και απόμακρη. Τώρα όμως, χαμογελούσε ζεστά. Με πόνο. Το ένιωσε, όπως νιώθει κανείς τον ήλιο να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα κι ας έχει τα βλέφαρα σφαλιστά. Απόρησε. Ήταν τελικά αυτή ή ήταν κάποια άλλη; Τα δέντρα άρχισαν να λυσσομανούνε. Υποκλίνονταν μπροστά της. Έπειτα, εκείνη, αφού πρώτα στράφηκε πίσω για να κρυφοκοιτάξει, με ένα βλέμμα που υποδήλωνε βιασύνη και αγωνία, είπε συνωμοτικά:

Από κείθε πάνε άλλοι. Όχι εσύ.

Ένα όρνεο σας περιτριγυρίζει.

Μην πιεις από το χέρι του δράκοντα. Μην κοιμηθείς τη νύχτα.

Κάψε τη σαρκοφάγο. Κάψε εμένα.

Κάψε. Κάψε. Κάψε.


Αν και βρισκόταν στα τελικά στάδια του ύπνου, ο Εμίν ένιωθε το κορμί του να έχει παραλύσει. Αισθανόταν μια έντονη δυσφορία, μια σύγχυση, ένα πλάκωμα στο στήθος. Ξυπνώντας, διαπίστωσε πως είχε αίσθηση του περιβάλλοντος, είχε συνείδηση για το τι συνέβαινε γύρω του, όμως δεν μπορούσε να κινηθεί, να μιλήσει ή να ανταποκριθεί στις πιο βασικές ανάγκες. Ένιωθε να πνίγεται. Το βάρος του συνέθλιβε το στέρνο. Θυμήθηκε αμέσως το όνειρο, και τα ασαφή οράματα που τον κατέκλυσαν μετά την τελευταία εικόνα.
«Τι στο διάολο;» μονολόγησε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια του έτρεμαν. Οι μηροί του είχαν παγώσει. «Τι παθαίνω;»
Πρώτη φορά είχε δει τέτοιο όνειρο. Πρώτη φορά είχε φοβηθεί τόσο πολύ στη ζωή του. Κάθιδρος, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, πετώντας μακριά το μαξιλάρι. Έτρεμε ακόμη. Σήκωσε το κεφάλι του αδύναμα, αναζητώντας κάτι παρήγορο, κάτι που θα τον ηρεμούσε. Η λεπτή δέσμη φωτός που τρύπωνε μέσα από την ανοιχτή πόρτα του σαλονιού έλουζε τον σκοτεινό διάδρομο. Ο παππούς του είχε ξεχάσει τα φώτα ανοικτά. Πάλι τον είχε πάρει ο ύπνος διαβάζοντας στον καναπέ. Και φυσικά, μόλις ξέκλεψε λίγα λεπτά ανάπαυσης, κυλώντας σ’ εκείνη τη γλυκιά κατάσταση της νύστας που δύσκολα του ερχόταν τελευταία, έσπευσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του δίχως να τακτοποιήσει το παραμικρό.
Χρειάστηκε ώρα για να συνέρθει. Το βάρος στο στήθος είχε φύγει, μα βίωνε τώρα ένα άγχος βαθύ, μια κατάπτωση στην ψυχολογία που εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ικανός να διαχειριστεί. Με αδέξια βήματα, διένυσε την απόσταση ως το δωμάτιο του παππού του, ψηλαφίζοντας τους τοίχους. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα και στράφηκε προς την κουζίνα, αμφιταλαντευόμενος για το αν θα έπρεπε να πει νερό. Διψούσε αφόρητα. Το φεγγάρι ίσα που φαινόταν πίσω από το αχνισμένο τζάμι, πάνω από τον νεροχύτη, στη μαυρίλα της προχωρημένης νύχτας. Βλέποντας το πυκνό σκοτάδι που έζωνε τον χώρο, δείλιασε και αποφάσισε να στραφεί ξανά προς το δωμάτιο του παππού του. Ο Σεργκέι, παραδόξως, άκουσε τα βήματά του και τινάχτηκε απότομα, ταραγμένος από την ξαφνική παρουσία του δεκαοχτάχρονου εγγονού του στο δωμάτιο του.
«Τι συμβαίνει αγόρι μου;» ρώτησε, ανασηκώνοντας το κεφάλι. Τον κοίταξε παρατεταμένα, προσπαθώντας να συνέλθει. Ήταν ακόμη θολωμένος.
Ο Εμίν δεν μίλησε.
Εκείνος τον καλοκοίταξε και μια βαθιά ανησυχία φάνηκε στο βλέμμα του.
«Τι έγινε;»
«Είδα ένα άσχημο όνειρο».
Ο Σεργκέι ανακάθισε βαρυγκωμώντας, τρίβοντας το μέτωπό του. Οι αρθρώσεις του κορμιού του έτριξαν με θόρυβο. Δεν ήταν νέος πια. Ο οργανισμός του δεν δεχόταν εύκολα τα απότομα ξυπνήματα.
«Νόμιζα πως είχαμε ξεπεράσει αυτή τη φάση προ πολλού».
Ο Εμίν δεν μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι, γεμάτος ντροπή.
Ο Σεργκέι άναψε το μικρό διακριτικό φως του λαμπατέρ που χρησιμοποιούσε για την ανάγνωση τα βράδια, και καλοκοίταξε τον νεαρό. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο χλωμό. Προς στιγμήν, ανησύχησε.
«Τι συμβαίνει αγόρι μου; Έλα, πλησίασε».
Εκείνος, ολοφάνερα ζαλισμένος, παραπάτησε ως το μέρος του και ξάπλωσε, χρησιμοποιώντας το κορμί του παππού του ως προσκεφάλι.
Ο Σεργκέι τον αγκάλιασε. Αυτή η κίνηση έφερε στον νου του θύμησες από τότε που ο μικρός είχε χάσει τους γονείς του. Έτσι έκανε και τότε, όταν είχε κλειστεί στον εαυτό του. Ήταν ο δικός τους σιωπηρός τρόπος επικοινωνίας, η συνήθεια που τους είχε κρατήσει ενωμένους. Καθόντουσαν για ώρα στον καναπέ, χαζεύοντας τους άδειους τοίχους, χαμένοι στις σκέψεις τους.
«Δεν έχω ξαναδεί πιο ζωντανό όνειρο παππού», απολογήθηκε τελικά ο Εμίν. «Ήταν λες και ήμουν εκεί. Στη συντέλεια του κόσμου. Όταν ξύπνησα, δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ένιωθα ένα βάρος στο στήθος. Κάτι πλάκωνε την καρδιά μου. Φοβήθηκα πως θα σταματήσει να χτυπάει».
Ο Σεργκέι τον κοίταξε σκεπτικά, με περιέργεια.
«Στη συντέλεια του κόσμου;»
«Του πρώτου κόσμου».
Ο ηλικιωμένος άντρας αναστέναξε σιγανά. Η φωνή του ήταν ήρεμη, ίσα που ακουγόταν.
«Σε όλους έχει συμβεί, κάποια στιγμή στη ζωή μας, να νιώθουμε πως κάτι παθαίνουμε στον ύπνο μας. Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς. Κοιμόσουν πολύ βαθιά, ναρκώθηκες, και δεν μπορούσες να ξυπνήσεις. Το μυαλό σου μπερδεύτηκε».
Ο Εμίν δεν μίλησε. Το ύφος του εξακολουθούσε να είναι πολύ σοβαρό. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο, λες και μόλις είχε περάσει μεγάλη δοκιμασία.
Ο Σεργκέι κατάλαβε πως θα έσκαγε αν δεν έβγαζε τα πάντα από μέσα του.
«Τι είδες;» ρώτησε.
«Έβλεπα χρώματα παράξενα. Ήταν τόσο ζωηρά, τόσο όμορφα. Τα πάντα κυλούσαν αργά, δίχως βιασύνη, γύρω μου. Πως βλέπεις σε κάτι ντοκιμαντέρ τα κύματα να σκάνε στις ακτές σε αργή κίνηση; Κάπως έτσι. Ώσπου, στο τέλος, τα πάντα άλλαξαν. Ο ουρανός καταστράφηκε. Η γη βούλιαξε, κι εμένα με κατάπιε το σκοτάδι».
Για αρκετή ώρα δεν μίλησε κανείς.
Το μόνο πράγμα που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος των αυτοκινήτων που περνούσαν έξω από τα παράθυρα. Ο Εμίν, ήρεμος πια, ακούμπησε στο στήθος του Σεργκέι και κοίταξε το ταβάνι. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του οινοπνεύματος που χρησιμοποιούσε ο παππούς του όταν ήθελε να ξυριστεί, μιας και απεχθανόταν τις λοσιόν ξυρίσματος, έφτασε ως τα ρουθούνια του. Η οικειότητα που ένιωσε, τον έκανε αμέσως να αισθανθεί καλύτερα.
«Και τι έγινε μετά;»
Ο νεαρός δίστασε.
«Βρέθηκα σε ένα δάσος που καιγόταν. Και τότε… τότε είδα εκείνη».
Ο Σεργκέι τον κοίταξε με ερωτηματικό ύφος.
«Ποια;»
Ο Εμίν έριξε μια ματιά στις φωτογραφίες του κομοδίνου και απέστρεψε το βλέμμα.
«Την γιαγιά».
«Ποια γιαγιά; Την αδερφή μου, την Ιβάνα;»
Ο Εμίν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Στο όνειρο ήταν διαφορετική. Έδειχνε πολύ κουρασμένη».
Προς στιγμήν κόμπιασε, καθώς θυμήθηκε το χάδι της. Ήταν κάτι που ποτέ δεν είχε κάνει στην πραγματική ζωή.
«Μου φέρθηκε καλά. Μου χάιδεψε τα μαλλιά, έδειχνε να νοιάζεται για μένα. Όμως», δίστασε, «στο τέλος μου είπε να την… κάψω. Να κάψω αυτή και τη σαρκοφάγο».
Ο παππούς του συνοφρυώθηκε παραξενεμένος. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
«Ποια σαρκοφάγο;»
«Αυτή που βρήκατε στην Οδησσό».
Ο Σεργκέι πάγωσε.
Ένιωσε τις τρίχες στον σβέρκο να ανασηκώνονται.
«Ποια σαρκοφάγο;» επανέλαβε μηχανικά, ολοφάνερα σαστισμένος.

 

«Τη σαρκοφάγο που βρήκατε μαζί σ’ εκείνον τον αρχαίο, εγκαταλειμμένο φάρο της Μαύρης Θάλασσας, όταν ήσασταν δώδεκα χρονών».
Ο παππούς του τον κοιτούσε δύσπιστα.
«Τότε που η γιαγιά έπεσε στον σφραγισμένο χώρο κάτω από το δώμα και την περιστροφική σκάλα», επέμεινε ο Εμιν. «Στο σημείο που το δάπεδο βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τη θάλασσα».
«Δεν σου έχω πει ποτέ αυτή την ιστορία!»
«Την είδα στο όνειρο. Αποτυπώθηκε μέσα μου σαν κάτι που έζησα εγώ ο ίδιος».
Ο Σεργκέι δεν μίλησε. Δεν ήταν δυνατόν. Θα του την είχε πει σε ανύποπτη φάση η Ιβάνα. Έψαχναν έναν φίλο που είχε χαθεί. Έναν φίλο που δεν επέστρεψε ποτέ. Το ποδήλατο του είχε βρεθεί κοντά στον όρμο. Όλοι έψαξαν, μα κανείς δεν βρήκε τίποτα.
Όμως εκείνοι ήξεραν.
Ήξεραν πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τον φάρο.
Έτσι, ένα πρωινό που έβρεχε, μόλις οι αρχές παράτησαν την υπόθεση, πήγαν να ψάξουν καλύτερα.
Η θάλασσα ήταν αγριεμένη και φυσούσε δυνατά. Αυτό όμως δεν τους πτόησε.
Ανέβηκαν στην κορυφή του εγκαταλειμμένου κτίσματος, έψαξαν ολόγυρα, κοίταξαν στα βράχια. Δεν βρήκαν τίποτα. Όταν ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν, το χειρότερο συνέβη: Το δάπεδο υποχώρησε και η Ιβάνα γκρεμίστηκε σ’ έναν κρυφό χώρο που ένας θεός ήξερε πόσο καιρό είχε να ανοιχτεί. Ως και τα ανοίγματα του ήταν σφραγισμένα, θυμίζοντας αρχαίο τύμβο.
Της φώναζαν για ώρα, μα τίποτα δεν ακουγόταν. Είχε λιποθυμήσει. Ήταν πολύ ψηλά για να δοκιμάσουν να κατέβουν να τη βοηθήσουν. Δύο παιδιά έσπευσαν να ζητήσουν βοήθεια, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν και προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν φωνάζοντας το όνομά της. Τότε εκείνη ξύπνησε, και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κολλήσει στον τοίχο και να ουρλιάζει τρομοκρατημένη.
Λίγο πριν λιποθυμήσει ξανά, από τον φόβο αυτή τη φορά, την άκουσαν να φωνάζει πανικόβλητη:
Η σαρκοφάγος! Άνοιξε! Τρέξτε! Τρέξτε να σωθείτε!

Όταν έφτασαν τα διασωστικά συνεργεία, το μόνο που βρήκαν ήταν την Ιβάνα να κείτεται αναίσθητη μέσα σε σωρούς στάχτης. Δεν βρήκαν τίποτα που να θύμιζε σαρκοφάγο, μόνο βαρέλια και μουχλιασμένα ξύλινα κιβώτια. Στο νοσοκομείο δεν θυμόταν τίποτα, παρά έναν απροσδιόριστο τρόμο που τριβέλιζε στις άκρες του μυαλού της.

Από τότε, άλλαξε ολοκληρωτικά. Έγινε σκληρόκαρδη, μοναχική. Δεν χαμογελούσε ποτέ, ήταν απότομη, κατηφής κι εριστική. Άρχισε να εκμεταλλεύεται τους πάντες και ξέχασε τι πάει να πει συμπόνια. Αποξενώθηκε απ’ όλους. Παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία έναν ηλικιωμένο τραπεζίτη που πνίγηκε στη θάλασσα δυο χρόνια μετά τον γάμο. Το μόνο που την ένοιαζε πια, μετά από λίγο καιρό, ήταν, είτε να συγκεντρώνει πλούτη, είτε να χαίρει της εύνοιας εκείνων που βρίσκονταν σε θέση εξουσίας, ως η μοναδική κληρονόμος των Βάλντας που είχε πραγματικά προκόψει.
Μετά τον ξαφνικό θάνατο των αδερφών τους, έλαβε ολόκληρη την οικογενειακή περιουσία. Ο ίδιος ήταν πολύ απασχολημένος με το να προσπαθεί να απεξαρτηθεί από την κοκαΐνη. Έφυγε τελικά από την Οδησσό, αποτραβήχτηκε στα ανατολικά Καρπάθια Όρη, στο χωριό Παλιανίυτσια. Αγόρασε ένα αρχοντικό, κι ένα παλιό αποστακτήριο βότκας από έναν χρεωκοπημένο παραγωγό, κι έκτοτε διέμενε εκεί, απομονωμένη, μακριά από τη βαβούρα του Κιέβου ή τη λιακάδα της Οδησσού όπου όλοι είχαν μεγαλώσει.
«Παππού, δεν θέλω να μείνουμε με τη γιαγιά», δήλωσε ξαφνικά ο Εμίν, διακόπτοντας ξαφνικά τις σκέψεις του. «Δεν θέλω να φύγουμε από την Οδησσό».
Ο Σεργκέι αναστέναξε. Τεντώθηκε για να πιάσει την κουβέρτα και σκέπασε το κορμί του εγγονού του. Τα καλοριφέρ δεν είχαν ανάψει καθόλου φέτος. Και ο χειμώνας πλησίαζε.
«Το ξέρω αγόρι μου. Δεν γίνεται όμως. Έχουμε σοβαρά οικονομικά προβλήματα».
Το παιδί έσκυψε το κεφάλι.
Πάντα τα ίδια άκουγε.
Δεν έχουμε – δεν έχουμε – δεν έχουμε.
Αμάν πια. Είχε βαρεθεί.
«Είμαστε τυχεροί που προσφέρθηκε να μας βοηθήσει. Είναι κάτι που δεν συνηθίζει να κάνει, το ξέρεις και ο ίδιος».
«Τι να κάνουμε εκεί; Είναι το πιο μουντό και καταθλιπτικό μέρος σ’ ολόκληρη την Ουκρανία. Ούτε γέροι δεν μένουν εκεί».
«Είναι πάμπλουτη. Την χρειαζόμαστε. Θα κάνεις υπομονή έναν χρόνο. Θα στρωθείς στο διάβασμα και θα πάρεις την υποτροφία. Έπειτα μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου όπως επιθυμείς».
Ο Εμίν δεν μίλησε. Θύμωσε, μα ο θυμός αμέσως καταλάγιασε. Δεν ήταν δίκαιο να κατηγορεί τον μόνο άνθρωπο που του είχε σταθεί στη ζωή του.
Και το στήθος του τώρα πλάκωνε ένα νέο βάρος. Αυτό της ανησυχίας.
«Γι’ αυτό είδες αυτό το όνειρο. Είχες στο μυαλό σου τη χτεσινή συζήτησή μας».
Ο Σεργκέι καλοκοίταξε τον εγγονό του. Χτες το απόγευμα η Ιβάνα είχε τηλεφωνήσει, για να του προσφέρει τη θέση του επιστάτη στο αρχοντικό της. Ο παλιός, του είπε, είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ήταν χρυσή ευκαιρία, δεδομένου την κατάστασή τους. Η αμοιβή ήταν πλουσιοπάροχη και τα έξοδα διαμονής αμελητέα.
Ο Εμίν άρχισε να δαγκώνει αφηρημένα τα χείλη του και το βλέμμα του χάθηκε ξανά στο κενό.

Ένα όρνεο σας περιτριγυρίζει.

Τελικά, δεν άντεξε: ξεφούρνισε αυτό που είχε στο μυαλό του.
«Παππού;»
«Ναι;»
«Την φοβάμαι τη γιαγιά».
Ο Σεργκέι δίστασε.
«Τι φοβάσαι δηλαδή;»
«Φοβάμαι τον τρόπο που με κοιτάει».
Ο Σεργκέι στράφηκε να τον κοιτάξει. Σοβαρολογούσε.
«Πως σε κοιτάει;» ρώτησε.
«Με λαχτάρα. Σαν να ανυπομονεί να μείνει μόνη μαζί μου».

 

***


Στον δρόμο για το πέρασμα Ιβάνο-Φρανκίφσκ, ο Εμίν έπαιζε με τον παλιό Zippo του μπαμπά του. Δεν κάπνιζε, όμως επειδή ήξερε πόσο πολύ εκείνος αγαπούσε τον αναπτήρα του, όντας μανιώδης καπνιστής από μικρή ηλικία, δεν τον αποχωριζόταν ποτέ. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο που του είχε μείνει από εκείνον.
Όλα τα υπόλοιπα τα είχαν πάρει οι τράπεζες.
«Παππού, θα φτάσει η βενζίνη;»
Ο Σεργκέι σκυθρώπιασε, προσπαθώντας να αγνοήσει το καντράν.
«Το ελπίζω. Μόνο κάτι ψιλά μας έχουν απομείνει».
Το βλέμμα του Εμίν σκοτείνιασε, και ασυναίσθητα κοίταξε τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Εκεί αντίκρισε τον παππού του να τον επεξεργάζεται με θλιμμένο ύφος.
«Έλα παλικάρι μου. Μην κατσουφιάζεις. Θα στρώσουν τα πράγματα. Θα δεις. Η τύχη μας χαμογέλασε αυτή τη φορά».
Ήξερε πως ο παππούς του στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να τους συντηρήσει, κι ας έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να αντιστρέψει την κατάσταση.
Όμως, ο νεαρός, αν κι ένιωθε ενοχές για τον τρόπο που φερόταν, δεν κατόρθωσε να μην του πεισμώσει μόλις εκείνος έκανε πράξη την σκέψη να μετακομίσουν στο σπίτι της γιαγιάς Ιβάνα.
«Ναι, καλά. Αυτό δεν το πιστεύεις ούτε κι εσύ ο ίδιος. Πάμε να μείνουμε σ’ ένα από τα πιο ερημωμένα μέρη της Ουκρανίας. Θα κοιμόμαστε στο ίδιο σπίτι με τον πιο αχώνευτο άνθρωπο στον κόσμο».
Χαϊδεύοντας στεναχωρημένος τα γένια του, ο νεαρός κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι βουνοκορφές των Καρπαθίων ήταν εκθαμβωτικές: τα πρώτα χιόνια είχαν ντύσει τις κορυφές στα λευκά. Διάφανα νέφη ομίχλης αιωρούνταν χαμηλά, κρύβοντας το πέρασμα στις σκιές και τη βαθυπράσινη θολούρα μιας καταποντισμένης χώρας. Βρισκόντουσαν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Ουκρανίας, σ’ ένα από τα πιο παρθένα μέρη της Ευρώπης. Είχαν ταξιδέψει μέσα από πυκνά δάση, από δρόμους σκιερούς, κάτω από απότομες πλαγιές που στεφάνωναν τα μονοπάτια με συστάδες από αρχαία έλατα και ρηχές λιμνούλες, θορυβώδη ποτάμια και καταρράκτες. Ως και μια αρκούδα συνάντησαν νωρίς το μεσημέρι, να τους κοιτάει ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων, καθώς επεξεργαζόταν το κουφάρι ενός λύγκα που πρόσφατα είχε ψοφήσει.
Από τη στιγμή που πέρασαν το Ιβάνο-Φρανκίφσκ, ο καιρός χάλασε. Ο ήλιος κρύφτηκε, τα χρώματα πήραν να μουνταίνουν. Ένα ψιλόβροχο έφερε ο νοτιάς, θάβοντας τα βουνά μέσα στην καταχνιά του απομεσήμερου.
Φτάνοντας στο Παλιανίυτσια, δεν συνάντησαν ψυχή. Το χωριό έμοιαζε ερημωμένο. Η καρδιά του Εμίν βούλιαξε από απογοήτευση. Ήταν ακόμη χειρότερα απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Από μακριά διέκριναν το παλιό αρχοντικό, να ορθώνεται άκαμπτο στην κορφή του λόφου. Στο λιβάδι της ανατολικής πλαγιάς, αντίκρισαν το εγκαταλειμμένο αποστακτήριο: ένα ογκώδες κτίριο κτισμένο από πλίνθους και ξύλινα πατώματα. Τα σιδερένια παράθυρα είχαν μαυρίσει από τις αναθυμιάσεις. Τα ανοίγματα του υπογείου ίσα που διακρίνονταν ανάμεσα στο ψηλό χορτάρι και τα παρατημένα καδρόνια.
Παρκάροντας το αυτοκίνητο στην αυλή, ο Εμίν ένιωσε να ζαλίζεται. Το κρύο ήταν ανυπόφορο. Ένα ογκώδες νέφος ομίχλης κατέβαινε από το βουνό.
Η Ιβάνα τους περίμενε στην είσοδο του σπιτιού, με τα χέρια σταυρωμένα.
Μόλις την είδε, η καρδιά του σφίχτηκε.

 


Το πρόσωπο της ήταν χλωμό, άκαμπτο, κι όπως πάντα, άκρως αντιπαθητικό.
Στρέφοντας το βλέμμα του προς την ψηλή, λεπτή καστανιά που φύτρωνε δίπλα από το σπίτι, σάστισε. Τα γυμνά κλαδιά του δέντρου είχαν κατακλυστεί από αποδημητικά πουλιά. Μόλις εκείνη μετακινήθηκε, το σμήνος απογειώθηκε με θόρυβο. Ένας διαπεραστικός βόμβος ακούστηκε. Ολόκληρο το δέντρο σείστηκε, καθώς ο σχηματισμός του σμήνους άνοιξε πάνω από τα κεφάλια τους, θυμίζοντας μαύρη βεντάλια. Τα πουλιά πέταξαν μακριά· πριν περάσουν λίγες στιγμές, έμοιαζαν με σύννεφο που είχε παρασύρει ο βοριάς.
Ο Εμίν απέμεινε να κοιτά το δέντρο να κουνιέται, βρίσκοντας ενοχλητικό το γεγονός πως δεν ακούστηκε ούτε ένα κρώξιμο.
«Γεια σου αδελφή. Καιρό έχουμε να ανταμώσουμε», είπε ο Σεργκέι, ανεβαίνοντας κουρασμένα τα σκαλοπάτια.
«Σιμώστε, μπείτε μέσα», απάντησε εκείνη. «Ο καιρός άλλαξε. Σε λίγο θα νυχτώσει».
Εκείνοι δεν μίλησαν. Μπήκαν μέσα στο παλιό αρχοντικό και μια παγωνιά τους τύλιξε. Το σκοτάδι έσπευσε να τους υποδεχτεί· μπαλώματα αιωρούμενης σκόνης παρασύρθηκαν από το ρεύμα του αέρα που είχε τρυπώσει μέσα από την ανοικτή πόρτα.

Η Ιβάνα έκλεισε την εξώθυρα με πάταγο. Χωρίς να βγάλει άχνα, σύρθηκε ως το παράθυρο. Κοιτούσε αμίλητη, με σκεπτικό ύφος, την καταχνιά που τύλιγε το Παλιανίυτσια, λες και είχε ξεχάσει τους επισκέπτες που μόλις είχαν μπει στο σπίτι της. Στον Εμίν έκανε εντύπωση πόσο τρομακτικά γερασμένη έδειχνε, κι ας ήταν μόλις δυο χρόνια μεγαλύτερη από τον Σεργκέι. Πάντα κάτισχνη ήταν. Από τότε που τη θυμόταν, έδειχνε άρρωστη και φιλάσθενη. Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια που είχε να την δει, η όψη της είχε γίνει ακόμη χειρότερη. Οι ρυτίδες πάνω στο λιπόσαρκο, γεμάτο ελιές και σημάδια πρόσωπό της, δεν διέφεραν σε τίποτα με τις ουλές που έχει κάποιος που τον έχουν χαράξει με μαχαίρι.
Στο αρχοντικό, βασίλευε το βαθύ σκοτάδι. Ούτε ένα φως δεν ήταν ανοικτό στο σπίτι.
«Αντάρα έρχεται πάντα με την άπνοια», ανακοίνωσε τελικά βραχνά, δυνατά, σε δυσοίωνο τόνο. «Σαν να φέρνει κακό αυτή η ομίχλη».
Ο Σεργκέι έριξε μια ματιά στον εγγονό του.
Η Ιβάνα χαμογέλασε ψεύτικα, βλέποντας το ανήσυχο βλέμμα του αδερφού της.
Τα δόντια της ήταν χαλασμένα.
«Ελάτε, μη χολοσκάτε», είπε τάχα αμέριμνα, βαδίζοντας στο βάθος του διαδρόμου. «Ετοίμασα δείπνο. Έφτιαξα και τσάι, ειδικά για την περίσταση. Ένα ρόφημα δικής μου έμπνευσης. Τίποτα καλύτερο έπειτα από μακρύ ταξίδι. Μόλις πιείτε, θα νιώσετε ξαλαφρωμένοι. Σαν να είσαστε στο σπίτι σας».
Έσερνε τα βήματά της. Οι παντόφλες της ακούγονταν σαν γυαλόχαρτο πάνω στο κακοσυντηρημένο ξύλινο δάπεδο. Προχωρούσε απελπιστικά αργά, κοπιάζοντας. Αναγκάζονταν και οι δυο να καθυστερούν πίσω της. Βήχοντας, τους οδήγησε στα ενδότερα του αρχοντικού.
Το ισόγειο ήταν ζοφερό, γεμάτο μούχλα και υγρασία. Είχε να ζεσταθεί για χρόνια. Ο Σεργκέι και ο Εμίν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας ξανά ανήσυχα βλέμματα. Ήταν κανονικό αχούρι. Δεκάδες κλουβιά κείτονταν σκεπασμένα στο σαλόνι, ανάμεσα από σκουπίδια, ακαθαρσίες και παρατημένα σκουριασμένα αντικείμενα. Η Ιβάνα πλησίασε και ξεσκέπασε ένα από δαύτα. Ο κούκος που βρισκόταν μέσα στο κλουβί άρχισε να κρώζει δυνατά. Μέσα σε ελάχιστες στιγμές ξεσηκώθηκαν και τα υπόλοιπα πουλιά. Έκρωζαν τόσο δυνατά, που ο Εμίν ξέχασε πως βρισκόντουσαν σε σπίτι και όχι σε πτηνοτροφείο. Το δάπεδο ήταν λερωμένο από τα περιττώματα τους. Το σαλόνι βρωμοκοπούσε.
Η Ιβάνα σκέπασε ξανά το κλουβί και απομακρύνθηκε, βαδίζοντας προς την κουζίνα.
«Τι στο διάολο…» μουρμούρισε ο Σεργκέι. «Πως ζεις έτσι; Γιατί έβαλες τους κούκους μέσα στο σπίτι;»
Η Ιβάνα τον κοίταξε παρατεταμένα, με ψυχραμένο ύφος.
«Σου είπα τις προάλλες. Σε χρειάζομαι, για να βάλεις μια τάξη εδώ μέσα. Δεν μπορώ να τα κάνω όλα μόνη μου. Είμαι άρρωστη. Ο επιστάτης έφυγε απροειδοποίητα, δεν μερίμνησε να συμμαζέψει. Ως και ο αδερφός του ήρθε για να τον αναζητήσει, τόσο ξαφνικά εξαφανίστηκε. Νομίζω πως κάτι κακό του συνέβη και αγνοείται».
Ο Σεργκέι δεν μίλησε. Η προσποιητή αδιαφορία με την οποία είπε αυτή την τελευταία πρόταση, προκάλεσε για κάποιο λόγο δυσφορία στον Εμίν. Σαν να προσπαθούσε να συγκρατηθεί για κάτι.
Η Ιβάνα κοίταξε τα κλουβιά που βρίσκονταν στο βάθος:
«Τα πουλιά τα έχω για συντροφιά. Νιώθω οικειότητα μαζί τους. Με συγκινεί το κάλεσμα τους».
Ο Εμίν ένιωσε τα μηνίγγια του να σφυροκοπάνε. Η παρουσία της γιαγιάς είχε κάτι το αλλόκοτο. Όλα τα ένστικτά του τον προειδοποιούσαν: κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της. Ο Σεργκέι που στεκόταν δίπλα του, έδειχνε επίσης, βαθιά προβληματισμένος. Είχε ήδη αρχίσει να μετανιώσει για την απόφαση του να δεχτούν τη βοήθειά της. Η αδερφή του δεν ήταν απλώς μια σκληρόκαρδη εκκεντρική γερόντισσα. Η απομόνωση τόσων χρόνων είχε πειράξει τα μυαλά της.
«Ποιος ξέρει γιατί;» αναρωτήθηκε εκείνη φωναχτά. Συνέχισε να σέρνεται στον σκοτεινό διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα. «Ίσως γιατί είναι καταδικασμένα από γεννησιμιού τους να επιβιώνουν μοναχά τους στην εξορία. Πλάσματα εγκαταλειμμένα. Παρατημένα από τους γονείς ώστε να μεγαλώνουν σε φωλιές ξένες. Κάνουν τα πάντα για να επιζήσουν. Για να επικρατήσουν ενάντια στα βολεμένα, καλοαναθρεμμένα αδέρφια τους. Τίποτα δεν τα σταματάει… σπρώχνουν τους ανταγωνιστές έξω από τη φωλιά, αρπάζουν πρώτοι το φαγητό που φέρνουν οι γονείς, δυναμώνουν πιο πολύ».
Χασκογέλασε, καθώς καθόταν με κόπο στο τραπέζι. Η ακαταστασία στην κουζίνα ήταν, αν ήταν ποτέ δυνατόν, χειρότερη απ’ ό,τι ήταν στο σαλόνι. Στοίβες από πιάτα γέμιζαν τον ραγισμένο νεροχύτη, λερωμένα πιρούνια κείτονταν στο πάτωμα, παρατημένες ληγμένες τροφές είχαν κολλήσει πάνω στον πάγκο, ενώ στοιβάδες από ανοιγμένες σακούλες σκουπιδιών ακουμπούσαν στον αντικρινό γεμάτο μούχλα και υγρασία τοίχο. Πατημένα έντομα και ακαθαρσίες έκαναν το δάπεδο κολλώδες.
Μόνο το τραπέζι ήταν καθαρό.
Ο Εμίν με τον Σεργκέι κοιτούσαν γύρω τους εμβρόντητοι. Στο πρόσωπο του παιδιού ήταν σχηματισμένη μια έκφραση απόλυτης σιχαμάρας. Θα τους έπαιρνε βδομάδες να συμμαζέψουν εκείνο το ατελείωτο σκουπιδαριό.
Η Ιβάνα συνέχισε να χασκογελάει χαιρέκακα.
«Το τραγικό της υπόθεσης είναι πως τα ξένα πουλιά δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος των σφετεριστών, ούτε το πόσο αταίριαστα είναι σε σχέση με τα πραγματικά παιδιά τους. Δεν αντιλαμβάνονται τι τέρατα, τι δολοφόνους, μεγαλώνουν εις βάρος των αληθινών απογόνων της γενιάς τους».
Τους έκανε νόημα να πλησιάσουν, καθώς παραμέριζε τα σκουπίδια από το πάτωμα. Ξεσκέπασε το πιάτο της, φόρεσε τη μασέλα της, και είπε απότομα:
«Ελάτε να φάτε, σας είπα. Τι κάθεστε; Γρήγορα, γρήγορα: το δείπνο είναι έτοιμο».
Άρχισε να τρώει, χωρίς να τους περιμένει. Έτρωγε λαίμαργα, κάνοντας πολύ θόρυβο. Μόλις τελείωσε με το πρώτο κομμάτι κρέας πέταξε το κόκαλο στο τραπέζι, έξω από το πιάτο. Γέμισε τόσο πολύ το στόμα της, σε σημείο που δυσκολευόταν να μασήσει. Αναπόφευκτα πνίγηκε, κι ένας παροξυσμός βήχα την έπιασε στα ξαφνικά. Εκείνοι δεν πλησίαζαν· στέκονταν ακόμη όρθιοι στο κατώφλι της κουζίνας, όσο εκείνη έβηχε ασταμάτητα. Η μύτη της μάτωσε, δάκρυσε, μα συνέχισε να βήχει, και να βήχει, σκουπίζοντας τα σάλια και το αίμα με την ανάστροφη του χεριού της. Σηκώθηκε με κόπο, βλαστημώντας, κι έφτυσε μέσα στον νεροχύτη και τα άπλυτα πιάτα. Έπειτα κάθισε, κάνοντάς τους ξανά νόημα να κάνουν το ίδιο, με αγριεμένο ύφος, και συνέχισε να τρώει. Το ίδιο γρήγορα. Το ίδιο λαίμαργα. Έδειχνε να απολαμβάνει το φαγητό, να μην μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό της. Μην έχοντας τι άλλο να κάνουν, έκατσαν απέναντί της, κι άρχισαν να τσιμπολογάνε, με επιφυλακτικότητα. Ο Εμίν κοίταζε τον παππού του με αξιολύπητο ύφος. Το χοιρινό ήταν άθλιο· νερόβραστο και άγευστο. Δυο – τρεις μπουκιές ήταν αρκετές για να το βάλουν στην άκρη και να προσποιηθούν πως δεν πεινούσαν άλλο. Εκείνη συνέχισε να τρώει, δίχως να την απασχολεί το γεγονός πως δεν άγγιζαν το πιάτο τους. Μάλιστα, δεν δίσταζε να τρώει κάθε λίγο και λιγάκι και από τα δικά τους πιάτα.
«Κάνεις πολύ θόρυβο», τόλμησε να διαμαρτυρηθεί ο Σεργκέι.
Εκείνη χαμογέλασε σαρκαστικά.
«Έχω μεγάλο κενό μέσα μου, Σεργκέι».
Οι θόρυβοι συνεχίστηκαν, καθώς έτρωγε.
Ο Εμίν απελπίστηκε. Θα έμεναν έναν ολόκληρο χρόνο με αυτή την τρελή; Μέσα σ’ εκείνο το αχούρι;
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το τσάι μοσχοβολούσε. Ήταν η μόνη παρηγοριά που είχε εκείνη τη στιγμή.
«Τώρα που οδεύουμε όλο και πιο κοντά στον θάνατο, δεν νιώθεις κι εσύ να γίνεσαι πιο λαίμαργος αδερφέ μου; Πιο… άπληστος, για τα πάντα γύρω σου;»
«Ιβάνα, είμαστε κουρασμένοι, ταξιδεύαμε όλη τη μέρα», διέκοψε ο Σεργκέι, κάνοντας ήδη σκέψεις για το ποια δικαιολογία θα έβρισκε για να έφευγαν την επομένη. Με το πρώτο φως της ημέρας θα φούλαραν το ντεπόζιτο της βενζίνης και θα γίνονταν καπνός. «Πού να αφήσουμε τα πράγματά μας;»
«Στον πάνω όροφο. Θα είναι όλος δικός σας», είπε εκείνη, χασκογελώντας. Έδειξε τις κούπες με το τσάι. «Άιντε, πιείτε. Θα κρυώσει».
Ο Εμίν έβαλε το φλιτζάνι στο στόμα, όσο ο Σεργκέι έπινε δύο γουλιές για να μην θίξει την αδελφή του. Μια μεθυστική μυρωδιά τον τύλιξε, όμως διάλεξε να μην βρέξει καν τα χείλη.

Μην πιεις από το χέρι του δράκοντα.
Μην κοιμηθείς τη νύχτα.

Έτσι του είχε πει μια άλλη Ιβάνα, στον ύπνο του.
Μια άλλη… ή αυτή που θα έπρεπε να ήταν, όχι αυτή που είχε μπροστά του τώρα.
«Ώρα για ύπνο», πρόσταξε τραχιά η γερόντισσα, σε επιτακτικό τόνο, μόλις το φαγητό τελείωσε. «Εδώ κοιμόμαστε νωρίς. Κοιμόμαστε βαθιά. Καλό θα ήταν να κάνετε κι εσείς το ίδιο».

 

***


Ο Εμίν πετάχτηκε από τον ύπνο του αλαφιασμένος, κλείνοντας το ξυπνητήρι. Είχε βάλει το τηλέφωνο στη δόνηση. Στο αρχοντικό βασίλευε πηχτό σκοτάδι. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Μια παράξενη μυρωδιά πλανιόταν στην ατμόσφαιρα. Καμένο μέταλλο· λες και ρινίσματα τροχισμένου σιδήρου είχαν μολύνει τον αέρα.
Σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τα φώτα του αποστακτηρίου ξεχώριζαν σαν φάρος στη συννεφιασμένη νύχτα, γύρω από μια θάλασσα από χόρτα που λικνίζονταν αδιάκοπα κάτω από το χάδι του αγέρα.
Κάτι δεν πήγαινε καλά, σκέφτηκε. Ήταν αργά τη νύχτα, κόντευε χαράματα. Τι δουλειά είχε ο οποιοσδήποτε εκείνη την ώρα στο εγκαταλειμμένο κτίριο; Για αρκετή ώρα αντιπάλεψε μέσα του την παρόρμηση να κρυφτεί κάτω από τα σκεπάσματα και να κοιμηθεί ξανά. Ένιωθε φοβερή υπνηλία, σε σημείο που δυσκολευόταν να κρατήσει ανοιχτά τα βλέφαρά του. Άνοιξε το παράθυρο, για να τον χτυπήσει ο αέρας, κι ένιωσε αμέσως καλύτερα. Το τσουχτερό κρύο του φθινοπώρου πάγωσε το πρόσωπό του.
Τελικά, αποφάσισε να δει τι συνέβαινε. Ξεκλείδωσε αθόρυβα την πόρτα και πήγε ως το δωμάτιο του Σεργκέι, πατώντας στις μύτες των ποδιών. Προς δυσάρεστή του έκπληξη, ήταν άδειο. Αμφιταλαντεύτηκε για λίγες στιγμές, για το τι θα έπρεπε να κάνει. Έπειτα, γεμάτος ανησυχία, αποφάσισε να ελέγξει το δωμάτιο της Ιβάνα. Αν έλειπε κι εκείνη, τότε αυτό θα σήμαινε πως και οι δυο είχαν πάει νυχτιάτικα στο αποστακτήριο. Στον όροφο δεν ακουγόταν το παραμικρό. Μονάχα το τρίξιμο του δαπέδου και η απότομη συστολή των σωλήνων που χτυπούσαν μέσα στους τοίχους. Μπαλώματα αιωρούμενης σκόνης περιφέρονταν στον παγωμένο διάδρομο. Το φέγγος από το παλιό κτίριο σχημάτιζε σκιές πάνω στον τοίχο.
Φτάνοντας εκεί, διαπίστωσε πως το υπνοδωμάτιο της Ιβάνα ήταν επίσης άδειο. Τον χώρο κατέκλυζε μια ανυπόφορη μυρωδιά κλεισούρας, ιδρώτα και άσχημης αναπνοής. Πεταμένα σκεπάσματα και κουρελιασμένα ρούχα βρισκόταν στο δάπεδο, φοβερή ακαταστασία. Γεμάτος αηδία, συνειδητοποίησε πως τα ρούχα ήταν που βρωμούσαν τόσο. Η ανησυχία του γιγαντώθηκε. Ένα άσχημο προαίσθημα ρίζωσε στο στέρνο του. Κάτι άσχημο συνέβαινε στο αποστακτήριο. Φεύγοντας, κοντοστάθηκε. Κάτι τράβηξε την προσοχή του. Κάτι που έμοιαζε εντελώς αταίριαστο με το περιβάλλον γύρω του. Ένα κινητό τηλέφωνο. Η υποδοχή στο κάτω μέρος ήταν συνδεδεμένη με την πρίζα στον τοίχο. Η διακριτική λυχνία στην κορυφή αναβόσβηνε. Η συσκευή είχε δεχτεί κάποιο μήνυμα.
Ο Εμίν στένεψε καχύποπτα τα μάτια του.
‘Αποκλείεται αυτό να είναι της γιαγιάς. Κάποιος το ξέχασε’.
Τον έτρωγε η περιέργεια. Αποφάσισε πως καλό θα ήταν να του έριχνε μια γρήγορη ματιά πριν κατέβαινε στο ισόγειο. Χαμήλωσε την πόρτα, και δρασκέλισε γοργά ως το κομοδίνο, ρίχνοντας μια ματιά πίσω από την πλάτη του. Περιηγήθηκε με οικειότητα στο μενού της κεντρικής οθόνης και βρήκε το πεδίο που έψαχνε. Πράγματι, υπήρχαν τρία μηνύματα. Όλα από τον τηλεφωνητή.
Κοίταξε ξανά πίσω. Αφουγκράστηκε, κρατώντας την αναπνοή του. Δεν ακουγόταν το παραμικρό. Χαμήλωσε τον ήχο και έβαλε στο αυτί το ακουστικό.
Παράσιτα ήταν το πρώτο πράγμα που άκουσε, καθώς κάλεσε τον τηλεφωνητή. Παράσιτα κι έπειτα μια ανήσυχη, σοβαρή φωνή. Η ποιότητα του ήχου ήταν κακή. Ακουγόταν λες και ο ομιλητής βρισκόταν πίσω από τοίχο ή μέσα σε κάποια ντουλάπα.

Έλα. Γιατί έχεις το τηλέφωνο κλειστό; Άκου, Αντρέι. Έχω σοβαρό πρόβλημα. Κινδυνεύω. Η Ιβάνα Βάλντας δεν είναι καλά στα μυαλά της· είναι ψυχικά διαταραγμένη. Δεν ήθελε επιστάτη για να φροντίζει το υποστατικό της. Ήθελε σκλάβο! Με έχει φυλακισμένο στο σαλόνι, μαζί με τα πουλιά της, η τρελή! Με ταΐζει τροφή για πτηνά. Στο κελάρι έχει κάτι που θυμίζει φέρετρο. Με κοιτάει παράξενα, από το πρωί ως το βράδυ, μέσα από το τζάμι της πόρτας. Μου φέρεται λες και είμαι εχθρός της. Κάτι άσχημο ετοιμάζει, το βλέπω. Δεν ξέρω αν θα βρω άλλη ευκαιρία να σου τηλεφωνήσω. Έλα! Έλα γρήγορα!
Κλικ.

Ο Εμίν ανατρίχιασε σύγκορμος. Ο επιστάτης. Το τηλέφωνο ήταν του αδερφού του.
Τρέμοντας, επέλεξε το δεύτερο μήνυμα.

Που στο διάολο είσαι; Κινδυνεύω σου λέω. Χτες το βράδυ την είδα να τριγυρνάει έξω από το σαλόνι με το σφυρί στο χέρι.
~Κενό, παύση~
Κάτι μου κάνει.
Στην αρχή δεν βλέπω, δεν ακούω, και ξαφνικά με πιάσει αφόρητη νύστα. Κάτι σαν ναρκοληψία. Νιώθω ένα πλάκωμα στο στήθος και παραλύω. Χάνω τις αισθήσεις μου. Το μόνο που νιώθω είναι αυτή να κάθεται από πάνω μου, να με κρατάει, κι εγώ να μην μπορώ να κουνηθώ ή να ξυπνήσω. Κι αυτή γελάει, Αντρέι. Γελάει! Γελάει και μετά τρέχει πάνω κάτω σαν τρελή.
Και τα πουλιά κρώζουν! Κρώζουν όλα μαζί!
Κλικ.

Τρίτο μήνυμα.
Κοίταξε πίσω του· κανείς δεν ερχόταν από τον διάδρομο.

Χριστέ μου, πέφτουν τα μαλλιά μου. Σάπισαν τα δόντια μου. Δεν βλέπω καθαρά. Τα γόνατα με πονούν αφόρητα. Γεράζω Αντρέι. Γεράζω υπερβολικά γρήγορα. Είμαι σαράντα πέντε και μοιάζω με ογδόντα. Κι αυτή γεράζει πολύ γρήγορα. Όχι όμως τόσο γρήγορα όσο εγώ, όχι. Όχι από τη στιγμή που άρχισε να κάθεται πάνω μου. Πεθαίνω, σου λέω! Σήκωσε το γαμημένο! Που στο διάολο είσαι τόσες μέρες;

Παρατεταμένη σιωπή. Δεν το είχε κλείσει. Ακουγόταν μονάχα η αναπνοή του. Σαν να προσπαθούσε να πάρει κουράγιο.
Ο άγνωστος γέλασε πικρόχολα, με απελπισία. Έκλαιγε.

Χτες βρισκόταν σε παράκρουση. Μονολογούσε ακατάπαυστα· έλεγε πως ο χρόνος είχε πάψει εδώ και πολύ καιρό να είναι αυτό που ήταν. Πως είναι δηλητήριο, πως την ρημάζει, πως την σαπίζει από μέσα.
Βρήκε όμως τρόπο για να κρατηθεί στη ζωή, μακριά από τη σαρκοφάγο. Ασελγώντας πάνω μου. Παρασιτώντας… κλέβοντας χρόνια από τη ζωή μου.
Κλικ.

«Τι στο διάολο;» ψέλλισε ο Εμίν. Όλοι τρελοί ήταν σ’ αυτό το σπίτι;
Βήχας ακούστηκε ξαφνικά από το ισόγειο. Πάγωσε. Ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα.
Μην βγάζοντας άχνα, άρχισε να πατάει στις μύτες των ποδιών. Ψηλαφώντας τον τοίχο μέσα στο σκοτάδι, έφτασε ως τη μισάνοιχτη πόρτα. Με απορία διαπίστωσε πως η άσχημη μυρωδιά τώρα είχε κατακλύσει όλο το σπίτι. Ένα κύμα αποφοράς ερχόταν από τον διάδρομο και την εσωτερική σκάλα. Επιφυλακτικά, κατέβηκε στο ισόγειο. Τα κλουβιά ήταν σκεπασμένα, η εξώθυρα ανοικτή. Ίχνη λάσπης εντόπισε στο κατώφλι.
Και τότε, άθελά του, κουτούλησε πάνω στον τοίχο.
Βλαστημώντας, κράτησε το μέτωπό του, συγκρατώντας τις βρισιές που του ήρθαν στο στόμα.
Ένα σύρσιμο ακούστηκε από την κουζίνα.
Έντρομος, κρύφτηκε πίσω από τον καναπέ. Το ύφασμα μύριζε άσχημα· τσιγάρο, βρωμιά και μούχλα.
Και τότε, όλα τρελάθηκαν. Δεν μπορούσε να εστιάσει καθαρά. Τα αντικείμενα βρισκόταν σε διαφορετική θέση, σε διαφορετικό βάθος από αυτό που έβλεπε αρχικά. Τα αυτιά του βούιζαν. Κάποια στιγμή, έπαψε να ακούει. Πανικοβλήθηκε, όμως αυτό δεν ήταν τίποτα απ’ όταν ένιωσε την όρασή του να μαυρίζει. Η ακοή επέστρεψε σύντομα, για να διαπιστώσει έντρομος πως στη συνέχεια είχε μουδιάσει ολόκληρος, σε σημείο που αδυνατούσε να κινηθεί. Το στόμα του ήταν στεγνό, η μύτη του μπουκωμένη. Κατάλαβε πως είχε επηρεαστεί η όσφρηση και η γεύση του.
Ένα σιγανό γέλιο ακούστηκε. Ήταν η γιαγιά Ιβάνα. Βρισκόταν στον ίδιο χώρο μαζί μ’ εκείνον.

Και τότε τον χτύπησε. Ένα κύμα ναυτίας, που τον έκανε να νιώσει ακατανίκητη νύστα. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Το κεφάλι του κρέμασε. Τα βλέφαρά του άρχισαν να πεταρίζουν. Ναρκώθηκε, όμως δεν τα παράτησε. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος και τα κατάφερε.
Ούτε που κατάλαβε πως κατέληξε να τρέχει έντρομος μέσα στη νύχτα· ποιο ένστικτο ήταν εκείνο που τον έσωσε, την τελευταία στιγμή.
Ζαλισμένος, κοίταξε πίσω από την πλάτη του. Η Ιβάνα έτρεχε ξοπίσω του. Τρέκλιζε, με έναν αλλόκοτο τρόπο, λες και κάτι την έσπρωχνε να τρέξει.
Στο χέρι της κρατούσε έναν μπαλτά.
Ο Εμίν τρομοκρατήθηκε.
‘Θα με σφάξει,’ σκέφτηκε, γεμάτος πανικό.
Παραπάτησε, σηκώθηκε, έπεσε ξανά. Οι αισθήσεις του χάνονταν, η μια μετά την άλλη. Θόλωνε. Ομίχλη σκέπαζε τα μάτια του, κι έπειτα ξανά σκοτάδι. Δεν άκουγε, δεν ένιωθε, δεν αισθανόταν την αφή στα χέρια του. Οι βιαστικές, λαίμαργες αναπνοές που έπαιρνε έκαναν το στήθος του να τραντάζεται.
Σαν από θαύμα, κατέβηκε τρέχοντας το μονοπάτι, μπήκε στο κτίσμα, κι αφού πέρασε τα στοιβαγμένα, γεμάτα βότκα βαρέλια, βρήκε την πόρτα που οδηγούσε στο κελάρι. Εκεί βρήκε κι άλλα ίχνη. Με την καρδιά του να βροντοχτυπάει, κατέβηκε τη σκάλα κι έφτασε στο μουχλιασμένο υπόγειο. Οι ήχοι από πάνω σίγασαν, πνίγηκαν στη σιωπή. Μόνο τα σκαλοπάτια που έτριζαν ακούγονταν. Η κατάβαση τον έκανε να νιώσει πως βυθιζόταν σ’ έναν κόσμο που βρισκόταν κάτω από τον δικό τους.
Σκοτάδι και μια παλιά χωμάτινη μυρωδιά κατέκλυζε τον χώρο. Το φανάρι της εισόδου φώτιζε ανεπαρκώς τους διαδρόμους ανάμεσα από τα βαρέλια.
Στην αποθήκη διέκρινε μια ακίνητη μορφή ξαπλωμένη πάνω από ένα μακρύ κιβώτιο. Ήταν ξύλινο, και σκαλισμένο, θυμίζοντας αρχαία σαρκοφάγο.
Τα πλευρικά τοιχώματα ήταν γεμάτα με ιερογλυφικά.
Ένας απαίσιος ήχος αντηχούσε από πάνω. Μέταλλο; Πιο πολύ σαν νύχια που χάρασσαν τα ξύλινα υποστυλώματα της αποθήκης ακουγόταν.
Το υπόγειο κατακλυζόταν από μια ανυπόφορη ξινή σαπίλα, ανάκατη με εκείνη την παράξενη μεταλλική οσμή που είχε μολύνει ολόκληρο το σπίτι.
Η μορφή πάνω στη σαρκοφάγο ήταν του παππού του.
«Παππού!» φώναξε, τρέμοντας. «Τι έπαθες; Παππού! Σήκω!»
Το κορμί του Σεργκέι, σε πλήρη αποσύνθεση, κείτονταν άκαμπτο, έχοντας υιοθετήσει εμβρυική στάση σαν να κοιμόταν.
Ο Εμίν έβαλε τα κλάματα. Συντετριμμένος, αισθάνθηκε τον κόσμο που είχε χτίσει γύρω του να καταρρέει.

‘Όχι, όχι παππού μου. Όχι.’

Γύρω του κείτονταν κι άλλα πτώματα. Κάτι τα είχε στραγγίξει. Δίπλα τους υπήρχαν λείψανα κατακρεουργημένα. Ο Εμίν ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Τον κατέκλυσε η φρίκη. Κατάλαβε.
Έτσι είχαν εξαφανιστεί ο επιστάτης και ο αδερφός του.
Ξαφνικά, τινάχτηκε. Βήματα. Κάποιος κατέβαινε τη σκάλα. Το γνώριμο σύρσιμο των ποδιών της Ιβάνα.
«Τι είσαι;» ψέλλισε ξεψυχισμένα, κοιτώντας γύρω του, γεμάτος απόγνωση. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, κρύφτηκε πίσω από μια στοιβάδα από βαρέλια.
Η Ιβάνα κατέβηκε βαρυγκωμώντας στο κελάρι. Έδειχνε εξουθενωμένη. Προσπαθούσε να ανακτήσει τις δυνάμεις της, μετά την τρεχάλα στο μονοπάτι. Η όψη στο πρόσωπό της ήταν δαιμονική. Τα χέρια και τα γόνατά της ήταν καταματωμένα. Στεκόταν ακίνητη, σαν άγαλμα. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με το σκοτάδι που την τύλιγε. Η σκιά της ορθώθηκε πανύψηλη. Ο Εμίν αναγκάστηκε να γείρει το κεφάλι προς τα πίσω για να την αντικρίσει. Ίσα που χωρούσε στο υπόγειο. Κρατούσε την Ιβάνα από τον λαιμό.
«Μην κρύβεσαι».
Ο σβέρκος της λύγισε, η ραχοκοκαλιά της σκέβρωσε. Εκείνη, αξιοθρήνητα, προσπάθησε να αντισταθεί. Μάταια. Κάτι την έσπρωξε να γονατίσει και μετά τη σήκωσε απότομα και βίαια, με φοβερή αγριότητα, σαν να ήταν κούκλα. Άρχισε να τραντάζεται ολόκληρη. Ο Εμίν με τρόμο συνειδητοποίησε πως κάτι βρισκόταν αγκιστρωμένο πάνω της, όλη την ώρα. Η γιαγιά του, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτή, σφάδαζε από τον πόνο, δίχως να βγάζει άχνα. Κάτι την βασάνιζε δίχως να δείχνει ίχνος οίκτου.
«Βγες», ψέλλισε τελικά, συνετά, με δουλοπρεπή φωνή. «Ξέρει πως βρίσκεσαι εδώ κάτω».
Το βλέμμα του Εμίν στράφηκε ξανά προς τον τοίχο. Μάτια χυδαία, γυάλινα, εχθρικά, λαμπύρισαν φευγαλέα. Τα τοιχώματα του υπογείου μαύρισαν. Κάτι αόρατο περιτριγύριζε τα βαρέλια γύρω από την κάτισχνη μορφή της ηλικιωμένης γυναίκας. Το φως της λάμπας άρχισε να τρεμοσβήνει. Η θεόρατη σκιώδη μορφή στράφηκε προς το μέρος του. Η μαυρίλα που την τύλιγε, κρεμόταν σαν σάρκα σαπισμένη. Ο αέρας τρεμούλιασε. Η μυρωδιά της σήψης έγινε πιο έντονη. Η σκιά ενός κεντριού ξεπρόβαλε πάνω στον τοίχο.
Ο Εμίν άρχισε να μην νιώθει καλά. Ένα είδος ατονίας τον κυρίευε ξανά. Συνειδητοποίησε πως κάτι έπρεπε να κάνει. Οι αισθήσεις άρχισαν να τρελαίνονται για ακόμη μια φορά.
Η Ιβάνα στεκόταν ακόμη παγωμένη. Βαρυγκωμούσε, δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Τα πτώματα έζεχναν. Η μυρωδιά γινόταν συνεχώς εντονότερη.
Απόκοσμοι μεταλλικοί θόρυβοι κατέκλυζαν το κελάρι.
Ξαφνικά, η ηλικιωμένη μαζεύτηκε κι άρχισε να κινείται ύπουλα προς το μέρος του.
Ο Εμίν ένιωσε να παγώνει η ψυχή του.
Δεν μπορούσε να δει τι την ακολουθούσε. Ό,τι κι αν ήταν, ήταν αόρατο. Το άκουγε, το μύριζε, έβλεπε τη σκιά πάνω στον τοίχο. Έβλεπε το κεντρί. Ένιωθε ξανά εκείνη την ακατανίκητη επιθυμία να κοιμηθεί. Ήξερε, είχε ήδη απομυζήσει τον παππού του και τώρα ερχόταν για τον ίδιο.
Άκουγε τα βήματά της. Προχωρούσε σκυμμένη. Ένιωσε μια ανείπωτη απέχθεια, βλέποντάς τη, με τον μπαλτά στο χέρι, γερασμένη και σταφιδιασμένη, να κινείται ύπουλα, σαν τρωκτικό.
Ένιωσε να τον συνταράσσει το μίσος και η έχθρα.
Η Ιβάνα σύριζε, με γλοιώδη, δουλική φωνή.
«Πώς μπορείς να αντισταθείς σε κάτι που ζει από την αρχή των πάντων; Από τότε που ο κόσμος ήταν ακόμη νέος;»
Ένα ξέσπασμα ξαφνικής βίας ακολούθησε, αφήνοντας τον Εμίν άναυδο. Αναγκάστηκε να πισωπατήσει έντρομος. Εκείνη πελεκούσε με τον μπαλτά τα βαρέλια, αφρίζοντας και φτύνοντας. Ξεσπούσε σε ό,τι έβρισκε, έβριζε, έγδερνε με τα νύχια της τους τοίχους και τα χαμηλότερα δοκάρια. Αθέατα γαμψά μεταλλικά νύχια καρφώθηκαν ξαφνικά στην ράχη της. Νύχια που η παραμικρή επαφή με τον αέρα τα έκαναν να τρίβονται.
Ούρλιαξε γεμάτη αγωνία. Άρχιζε να σφαδάζει, ξετρελαμένη από τον πόνο, και να ικετεύει, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Τα νύχια καρφώθηκαν βαθύτερα. Έστριψαν αργά, με συγκρατημένο τρόπο. Η κραυγή που ξεχύθηκε από το λαρύγγι της, συντάραξε τον Εμίν ως τα βάθη της ψυχή του.

 

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε αγκιστρωθεί από πάνω της, την κατακρεουργούσε. Η Ιβάνα συμπεριφερόταν λες και κάποιος μόλις την είχε ακρωτηριάσει. Κάτι δηλητηρίαζε το μυαλό της, χρησιμοποιούσε το κορμί της σαν να ήταν ένα αντικείμενο ευτελούς αξίας. Ο Εμίν σωριάστηκε ανήμπορος στο δάπεδο. Άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Θα τον σκότωνε. Θα πέθαινε. Κάθε αχτίδα ψυχραιμίας χάθηκε. Τα αναφιλητά που συντάρασσαν το στήθος του τον πρόδωσαν. Μόλις τον είδε, τα μάτια της γυάλισαν υστερικά.
Ο Εμίν άρχισε να σέρνεται αξιοθρήνητα προς τα πίσω. Τα νύχια του μάτωσαν. Η μιαρή ανάσα που ξεχύθηκε καταπάνω του, ήταν σκέτο δηλητήριο.
Ήθελε να ουρλιάξει, ένιωθε να χάνει το μυαλό του.
«Ζούσε για χρόνια από κάτω», είπε με στόμφο εκείνη, παίρνοντας λαίμαργα ανάσες, φτύνοντας σε κάθε πρόταση. «Ζούσε από τις ακαθαρσίες, από τα περιττώματα μας. Από τα πτώματα μας. Μας έβλεπε να αλληλοσπαραζόμαστε, έκανε υπομονή στην εξορία».
Ο Εμίν δεν συγκρατήθηκε· κοίταξε ξανά τον τοίχο.

Σκιές από μεταλλικά νύχια καμωμένα σαν μαύρα αγκίστρια ξεπρόβαλαν από πάνω του, καλύπτοντας το ξύλινο ταβάνι. Έκλεισε τα μάτια , περιμένοντας ένα χτύπημα που ποτέ δεν ήρθε.
Η αίσθηση της όσφρησης χάθηκε. Ελάχιστα δευτερόλεπτα του είχαν απομείνει.
«Μη φοβάσαι. Δεν θα τραφεί από εσένα. Σε θέλει για παιδί της. Όπως ήθελε κάποτε εμένα, πριν το κορμί μου αχρηστευτεί. Πριν πάψει να της δίνει όσα χρειαζόταν».
Ένα απελπισμένο γέλιο απλώθηκε στο υπόγειο. Άρχισε να κλαίει όμως.
«Ήρθε η ώρα να αφήσει το λείψανο πάνω στο οποίο είχε αγκιστρωθεί. Ήρθε η ώρα να βρει έναν ξενιστή που να είναι κατάλληλος να τη συντηρεί για χρόνια».
Ο Εμίν ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. Πανικόβλητος, άρχισε να ψαχουλεύει στις τσέπες. Εκεί βρισκόταν μονάχα ο παλιός Zippo του μπαμπά του.
Οι σκιές στα πέρατα του χώρου θέριεψαν.
Το ψύχος που είχε κατακλύσει το κελάρι, έγινε αφόρητο.
Ο Εμίν άρχισε να κοιτάει τριγύρω του, σαν εγκλωβισμένο θηρίο. Μόνο βαρέλια έβλεπε· βαρέλια και ξύλινα κιβώτια. Η όραση του άρχισε να θολώνει τώρα. Το στόμα του στέγνωσε. Η σκοτοδίνη που τον τύλιγε σιγά-σιγά, έκανε όλα τα χρώματα γύρω του να ξεθωριάζουν. Θα λιποθυμούσε.
«Όταν ο κόσμος άλλαξε, οι δευτερόπλαστοι έγιναν εξαμβλώματα», συνέχισε η Ιβάνα, με σπαρακτική φωνή. «Κι από τη στιγμή που ενώθηκαν με την άβυσσο, έγιναν σκοτάδι. Εκτρώματα της νύχτας. Θηρευτές του πόνου».
Το κορμί της Ιβάνα άρχισε να τραντάζεται, και μετά να σπαρταράει. Κλαψούριζε, σφάδαζε γεμάτη οδύνη. Ο Εμίν κοίταξε αλαφιασμένος, για μια στιγμή, ξανά τον τοίχο. Η σκιά κάρφωνε τα πλευρά της με τα γαμψώνυχα της. Τα έμπηγε, ξανά και ξανά, με τόση σκληρότητα, σαν να ήταν ξυράφια. Εκείνη σφίχτηκε, γεμάτη οδύνη. Το μαρτύριό της, τον σακάτεψε. Ξέπνοος, έστρεψε την προσοχή του προς το ανθρώπινο ερείπιο που ήταν η γιαγιά του.
Τρέκλιζε· η σκιά την έσπρωχνε προς το μέρος του.
Ο Εμίν ένιωθε την καρδιά του να είναι έτοιμη να σπάσει. Έπρεπε να κάνει κάτι αμέσως. Ήταν όλα ή τίποτα. Η περιφερειακή του όραση είχε ήδη μαυρίσει.
Τα πέλματά του μούδιαζαν.
Ανασηκώθηκε και στύλωσε τα πόδια του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Τα χέρια του έτρεμαν. Εκείνη ερχόταν προς το μέρος του, παραπατώντας. Είχε ένα παράξενο βλέμμα σχηματισμένο στο πρόσωπό της, σαν να τον παρακαλούσε να φύγει. Άθελα του, εστίασε ξανά το βλέμμα του στο περίγραμμα της σκοτεινής μορφής που διαγραφόταν πάνω στον τοίχο. Κομμάτια λιπαρής, λιωμένης μαύρης σάρκας κρέμονταν από τα άκρα της.
Γέμισε με απέχθεια.
Η Ιβάνα αναγκάστηκε να χασκογελάσει, κι ας υπέφερε.
Το κορμί της άρχισε ξανά να σπαρταράει. Για μια τελευταία φορά, ανέλπιστα, αντιστεκόταν. Ο Εμίν δεν έχασε την ευκαιρία.
Την έσπρωξε πάνω στα βαρέλια. Εκείνα αναποδογύρισαν. Τα ρούχα της μούσκεψαν από το οινόπνευμα.
Ένα μαύρο γλοιώδες κεντρί ορθώθηκε από πάνω του. Ο Εμίν ένιωσε το σαγόνι του, και τα πάνω άκρα του, να παραλύουν.
Τρέμοντας, κλώτσησε τα μισάνοιχτα βαρέλια που βρίσκονταν γύρω του, χύνοντας μεγάλη ποσότητα βότκας στο δάπεδο. Η Ιβάνα λούστηκε ολόκληρη. Ένας βαθύς κρότος ακούστηκε. Τα δοκάρια έτριξαν. Οι πτυχές του σκότους ζάρωσαν ακόμη περισσότερο. Ο αέρας συσπάστηκε. Ένιωσε μια εμετική υγρασία να μουσκεύει το μέτωπό του. Οι σκιές τον σκέπασαν. Τυφλώθηκε, για μια στιγμή, μα η όρασή του καθάρισε γρήγορα.
Η φωνή της Ιβάνα άλλαξε απότομα. Έβγαινε μέσα από τα σπλάχνα της τώρα, σαν βρυχηθμός, όμως ήταν βραχνή και υποχθόνια, θυμίζοντας σφύριγμα γιγάντιου ερπετού.
«Μην τολμήσεις! Θα σε γδάρω».
Σαγόνια άνοιξαν διάπλατα. Ένας συριγμός ακούστηκε.
«Μη με αναγκάσεις να σε μαγαρίσω».
Ο Εμίν άναψε τον αναπτήρα του μπαμπά του.
Ένα ξαφνικό φύσημα αέρα τον τύλιξε και οι φλόγες θέριεψαν απότομα. Ούτε ο ίδιος δεν περίμενε το δάπεδο του υπογείου να αρπάξει τόσο γρήγορα φωτιά. Η Ιβάνα λαμπάδιασε ολόκληρη. Η μορφή που ήταν γαντζωμένη πάνω της αναρίγησε και άρχισε να σφαδάζει από τον πόνο. Σαν καπνός υποχώρησε για να κρυφτεί μέσα στη σαρκοφάγο. Η φωτιά απλώθηκε από τα κανάλια προς τις ανοικτές δεξαμενές του συλλέκτη, προμηνύοντας για τι θα γινόταν τις επόμενες στιγμές. Βαρέλια, δοκάρια και υποστυλώματα αναφλέγηκαν, τσιτσιρίζοντας με θόρυβο από την εμποτισμένη υγρασία που είχαν φυλακισμένη μέσα στο σώμα τους. Η άκαμπτη μορφή της Ιβάνα καιγόταν ζωντανή, όρθια, δίχως να βγάζει άχνα. Ίσα που διακρινόταν πίσω από τις φουντωμένες φλόγες.
Είχε τα μάτια της ανοιχτά, όμως έδειχνε ξεψυχισμένη. Συντετριμμένη.
«Παππού!» φώναξε ο Εμίν σπαρακτικά, βλέποντας το κορμί του Σεργκέι να αναφλέγεται.
Το μάγουλά του γέμισαν με δάκρυα.
Προσπάθησε να πλησιάσει μα δεν τα κατάφερε. Η φωτιά μαινόταν γύρω του. Οι αναθυμιάσεις λίγο έλλειψε να τον κάνουν να λιποθυμήσει. Με μάτια δακρυσμένα, βήχοντας, ανασηκώθηκε κοιτώντας ανήμπορος τις φλόγες να κατατρώγουν τα πάντα.
Δεν υπήρχε τρόπος να πλησιάσει στον παππού του. Η μαυροντυμένη μορφή της Ιβάνα στεκόταν ακόμη όρθια, έχοντας σηκωμένο το δεξί της χέρι.

Από κείθε πάνε άλλοι, όχι εσύ.

Ο Εμίν άρχισε να κλαίει. Όμως, ο πυκνός καπνός που φλόμωνε το πρόσωπο του, και η πυρκαγιά που θέριευε γύρω του, τον επανέφεραν στα συγκαλά του. Τα σαπισμένα δοκάρια της οροφής λύγισαν, άρχισαν να υποχωρούν τρίζοντας. Το ξύλινο δάπεδο του ισογείου λαμπάδιασε· οι φλόγες απλώθηκαν πάνω από το κεφάλι του σαν κύμα.
Μαζεύοντας το κουράγιο του, άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες για να σώσει τη ζωή του.
Λίγο πριν φύγει για πάντα από εκείνο το καταραμένο μέρος, στράφηκε να κοιτάξει ξανά τη σαρκοφάγο. Μια ελαιώδης σφαίρα είχε γίνει πια η σκιά, μια μαύρη σφαίρα που συρρικνωνόταν, έτοιμη να χαθεί στην ανυπαρξία.
‘Από τη στιγμή που ενώνεσαι με την άβυσσο, γίνεσαι σκοτάδι,’ σκέφτηκε αναρριγώντας.
Ποτέ δεν κατάλαβε με ποιόν τρόπο τα πόδια του τον οδήγησαν τελικά έξω στο λιβάδι.
Στεκόταν ανήμπορος, ακουμπώντας σε γόνατα που έτρεμαν· κοιτούσε την πυρκαγιά να μεταδίδεται στο κτίσμα χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει. Πυκνός καπνός φλόμωνε το ισόγειο. Ο καυτός αέρας που εκτονωνόταν μέσα από την πόρτα έκαιγε το πρόσωπό του. Ένας ξαφνικός βρυχηθμός ακούστηκε. Τα τζάμια έσπασαν με θόρυβο. Θραύσματα γυαλιού καρφώθηκαν πάνω του. Η ξαφνική έκρηξη έριξε τον Εμίν φαρδύ πλατύ στο βρεγμένο χώμα.
«Παππού μου», ψιθύρισε άψυχα, βαθιά κλονισμένος. Πριν λιποθυμήσει από τη φρίκη και τη στεναχώρια, είδε μια παράξενη εικόνα. Αντίκρισε την σκοτεινή μορφή της Ιβάνα να χάνεται μέσα στο δάσος. Οι σκιές χόρευαν γύρω της, αλληλεπιδρούσαν μαζί της, με τον ίδιο τρόπο που τα στάχυα κουνιούνται όταν διασχίζει κάποιος το χωράφι. Κοντοστάθηκε και στράφηκε να τον κοιτάξει. Ήταν πολύ μακριά. Δεν έβλεπε καθαρά το πρόσωπό της.
Ήταν σίγουρος πως χαμογελούσε. Το ένιωσε, όπως νιώθει κανείς τον ήλιο να βγαίνει μέσα από τα σύννεφα, κι ας έχει τα βλέφαρα σφαλιστά. Έφυγε τελικά, αφήνοντάς τον μόνο. Έπειτα τα πάντα σβήστηκαν από το μυαλό του, σαν κάτι που είχε ζήσει κάποιος άλλος κι όχι ο ίδιος.