Αντώνης Κρύσιλας: Από την Ωρόρα στην... Tiamat!

Αντώνης Κρύσιλας: Από την Ωρόρα στην... Tiamat!

Ένα βράδυ πριν από αρκετά χρόνια, είχα επισκεφτεί έναν φίλο. Έμενε ακριβώς απέναντι κι αναλόγως της διάθεσης ήταν εύκολο να βρισκόμαστε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας. Το πρόγραμμα περιελάμβανε τα πάντα: Eξόδους, μπάλα, μουσική, φαγητό, μαραθώνιους ταινιών και φυσικά συζητήσεις για όσα είχε τύχει να ακούσουμε ή να διαβάσουμε. Η χρήση του διαδικτύου ήταν ακόμα περιορισμένη όπως και ο όγκος των πληροφοριών που κυκλοφορούσαν σε αυτό. Κάποιος που ενδιαφερόταν για την λογοτεχνία του φανταστικού έπρεπε να ψάξει αρκετά, έστω κι αν το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο.

Οι προσπάθειες που είχαν καταβάλλει άνθρωποι όπως ο Γιώργος Μπαλάνος, ο Μάκης Πανώριος και ο Θωμάς Μαστακούρης δεν ήταν μάταιες. Με πολλές εκδόσεις, ανθολογήσεις και μεταφράσεις, είχαν καταφέρει να συστήσουν στο αναγνωστικό κοινό τεράστιους συγγραφείς του είδους. Τα βιβλία της Ωρόρα, με την pulp αισθητική και τα ευφάνταστα συνοδευτικά κείμενα και σχόλια, μου ασκούσαν ακαταμάχητη γοητεία. Εκείνο λοιπόν το βράδυ πριν φύγω, ο κολλητός μου έβαλε στο χέρι ένα από αυτά. Ήταν οι “Ιστορίες με Φαντάσματα”. Ανάμεσα στα ονόματα μεγάλων ξένων συγγραφέων ξεχώριζε εκείνο του Αντώνη Κρύσιλα. 

Να διαβάσεις τον “Καθρέφτη” του Κρύσιλα γιατί μετράει” μου είχε πει καθώς άνοιγε την εξώπορτα. Μετέπειτα φρόντισα να αγοράσω όχι μόνο εκείνη την ανθολογία αλλά και τις άλλες δύο όπου είχε συμμετάσχει με το “Στόμα του Διαβόλου” και το “Tέρας”.

Πέρασε καιρός και συχνά αναρωτιόμουν τι να είχε γίνει αυτός ο τύπος που έγραφε τόσο καλά. Μέχρι που είδα ξαφνικά στα ράφια ενός βιβλιοπωλείου την συλλογή “Το στόμα του Διαβόλου” που περιείχε τα διηγήματα που γνώριζα και μερικά ακόμα. «Ώστε εδώ κρύβεσαι εσύ!» σκέφτηκα καθώς κοιτούσα την φωτογραφία του. Περιττό να πω ότι την αγόρασα επιτόπου και την ξεκοκάλισα ταχύτατα. Το γεγονός ότι κάποια χρόνια αργότερα οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν δεν ήταν τυχαίο, επρόκειτο για την ολοκλήρωση ενός κύκλου. Σήμερα ανοίγω έναν καινούριο προσκαλώντας τον να μιλήσουμε για το καινούριο του βιβλίο κι όχι μόνο.

1. Καλώς όρισες Αντώνη στην Λέσχη Φανταστικής Λογοτεχνίας Καρδίτσας!

Γειά σου Γιώργο! Χαίρομαι που ανταμώνουμε ξανά μετά από τόσον καιρό.

2. Πότε ξεκίνησες να γράφεις; Ποιοί συγγραφείς θεωρείς ότι σε έχουν επηρεάσει και τι σου αρέσει γενικότερα να διαβάζεις;

Ξεκίνησα να γράφω το καλοκαίρι του 1993. Ήμουν 23 χρόνων και μόλις είχα συλλάβει την ιδέα για τον “Νούμερο Ένα” (που είναι το πρώτο μεγάλο κείμενο που έγραψα ποτέ). Έκτοτε δεν έχω σταματήσει. Ξεκίνησα να διαβάζω, όπως οι περισσότεροι υποθέτω, Ιούλιο Βερν και από εκεί πέρασα στην Αγκάθα Κρίστι (από τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου). Έκτοτε ακολούθησαν πολλοί συγγραφείς: Χάουαρντ, Λάβκραφτ, Ντάγκλας Άνταμς, Ντικ, Κράιτον, Καζαντζάκης, Σουρούνης, Κίνγκ. Φυσικά με έχουν επηρεάσει όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του. Αυτό που διδάχτηκα, κυρίως από τους τρεις τελευταίους είναι η οικονομία στον λόγο. Μου αρέσουν πολλά είδη. Προτιμώ πια ό,τι είναι καλογραμμένο ή καλομεταφρασμένο, ανεξαρτήτως είδους. Θέλω να ακολουθώ απερίσπαστος την ιστορία, όχι να παλεύω με άσχημα συντακτικά και αχανείς προτάσεις για να καταλάβω τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Έχω παρατήσει πολλά, κατά γενική ομολογία, αξιόλογα βιβλία για τον λόγο αυτό.

3. Πως βρέθηκες στις ανθολογίες της Ωρόρα; Δεν ήταν εύκολο για έναν νέο συγγραφέα να δει το έργο του τυπωμένο εκείνη την περίοδο. Υπάρχει κάτι που να νοσταλγείς από εκείνη την εποχή ή που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;

Στην Ωρόρα βρέθηκα εντελώς τυχαία, ή απολύτως καρμικά. Όπως το δει κανείς. Κόντευα πια τα 25, είχα γράψει κάποιες ιστορίες και θέλοντας να πάρω μία γνώμη, πέρα από τους γνωστούς και τους φίλους που τα είχαν διαβάσει, έψαξα και βρήκα τον Θωμά Μαστακούρη (τότε υπεύθυνο των εν λόγω εκδόσεων). Μία γνωριμία που σημάδεψε με τον καλύτερο τρόπο τη ζωή μου. Εκείνος με ενθάρρυνε να του στείλω γραπτά μου, του έστειλα λοιπόν τον “Νούμερο Ένα”. Του άρεσε, ήταν όμως μεγάλος για τα κριτήρια του εκδοτικού (που, όπως θυμάσαι, έβγαζε μόνο διηγήματα). Μου ζήτησε ή να τον μικρύνω, ή να του στείλω και τίποτα άλλο, μικρότερο. Έκανα το δεύτερο. Εκεί λοιπόν που περίμενα στην καλύτερη περίπτωση μερικά θετικά σχόλια, με πληροφόρησε πως στην επόμενη συλλογή θα δημοσίευε τον “Καθρέφτη”, παραχωρώντας μου τη θέση του (μια που, όπως επίσης θα θυμάσαι, πάντα το τελευταίο διήγημα σε κάθε συλλογή ήταν δικό του). Δεν μπορείς να φανταστείς τη χαρά μου. Είχα αρχίσει να γράφω στα 23 και στα 26 δημοσίευσα το πρώτο μου διήγημα, κάτω από έναν εγκωμιαστικό πρόλογο του Θωμά. Από εκείνον έμαθα να μην είμαι ανταγωνιστικός με τους νεότερους συγγραφείς. Με δίδαξε ακόμη, πληρώνοντάς με από την τσέπη του ανά 16σέλιδο, πως τα γραπτά είναι το προϊόν που παράγουμε και πρέπει να αμειβόμαστε γι’ αυτό. Όχι να πληρώνουμε. Ο Θωμάς υπήρξε από κάθε άποψη ο μέντοράς μου και είναι μεγάλη μου τιμή και χαρά που τον έχω φίλο. Αυτό που νοσταλγώ από εκείνη την εποχή, πέρα από τα νιάτα φυσικά, είναι ο ζήλος με τον οποίο είχα καταπιαστεί, καθώς και η πλήρης άγνοια κινδύνου που με διακατείχε και που μόνο υπέρ μου λειτούργησε τελικά.

4. Παρόλο που στο δικό μου μυαλό είχες “απουσιάσει” κατά καιρούς, η αλήθεια ήταν διαφορετική. Είχες στρέψει την δημιουργικότητά σου προς άλλες κατευθύνσεις αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε στην συνέχεια. Τα διηγήματα που απαρτίζουν την συλλογή “Το στόμα του Διαβόλου” πότε είχαν γραφτεί; Τα επιπλέον που μπήκαν σαν μπόνους στην πρόσφατη επανέκδοση της; Ήταν εύστοχη κίνηση αφού το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν δυσεύρετο. Ποια ήταν η ανταπόκριση του κόσμου;

Ναι, είχα καταπιαστεί κατά καιρούς και με άλλα ήδη, περισσότερο ρεαλιστικά. Τα διηγήματα του Στόματος του Διαβόλου γράφτηκαν την περίοδο των δημοσιεύσεων στην Ωρόρα. Συνήθως πήγαινα τρία με τέσσερα διηγήματα στον Θωμά και εκείνος διάλεγε το καλύτερο για τις ανθολογίες. Όπως καταλαβαίνεις, για κάθε ένα που διαλεγόταν, υπήρχαν ακόμη δύο ή τρία που έμεναν στην άκρη. Από αυτά χτίστηκε το πρώτο Στόμα του Διαβόλου. Τα τρία νέα της επανέκδοσης, υπήρχαν σαν προσχέδια, ή μισοτελειωμένα στα συρτάρια. Καταπιάστηκα μαζί τους σαραντάρης πια, και το αποτέλεσμα είναι αυτό που είδες. Οι παλιοί “γνώριμοι” μέσα από τα βιβλία μου, ξαφνιάστηκαν γι’ αυτά τα νέα, ωριμότερα κείμενα. Εδώ που τα λέμε, κι εγώ ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα να καταπιαστώ ποτέ ξανά με τον τρόμο, να όμως που διαψεύστηκα. Βλέπεις, για να τρομάξεις τον αναγνώστη, πρέπει να πεθάνεις από τον φόβο ο ίδιος. Νόμιζα πως ό,τι με τρόμαζε το είχα καταθέσει, παρ’ όλα αυτά, βρέθηκα στα σαράντα και βάλε να κοιμάμαι με τα φώτα αναμμένα όσο καταπιανόμουν εκ νέου με το είδος. Κάπως έτσι προέκυψαν τα καινούρια.

5. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν πολλά για τα δύο παλιότερα μυθιστορήματά σου. Μίλησε μας για αυτά. Ποιες εσωτερικές ανάγκες εξυπηρετούσαν την περίοδο που γράφτηκαν;

Το Μικρό μεγάλο ταξίδι και οι Μικρές αγγελίες γράφτηκαν ανάμεσα στα 29 μου και τα 34. Το “Ταξίδι” άρχισα να το γράφω το πρώτο καλοκαίρι που δούλευα και, λόγω νέας εργασίας, δεν είχα δικαίωμα άδειας. Οι παρέες μου έλειπαν, η Αθήνα άδειαζε κι εγώ δούλευα σε ένα βιβλιοπωλείο. Έτσι άρχισα να το γράφω. Ξαναζούσα μέσα από το κείμενο παλιές διακοπές και όσα δεν μπορούσα να πράξω τη δεδομένη στιγμή. Οι “Αγγελίες” γράφτηκαν σαν από μόνες τους, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Ταξιδιού. Διηγήματα, που, λόγω του κοινού ήρωα, ονομάστηκαν τελικά σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Πέρασα υπέροχα γράφοντας αυτά τα δύο βιβλία.

6. Πως και αποφάσισες να ασχοληθείς με την παιδική λογοτεχνία; Σκεφτόσουν να το κάνεις από παλιά ή ήταν μια αυθόρμητη κίνηση; Πως είναι να συνεργάζεσαι με έναν εικονογράφο;

Η παιδική λογοτεχνία προέκυψε μαζί με τον ερχομό της κόρης μου. Καθώς μεγάλωνε της διηγούμουν ιστορίες. Κάποιες από αυτές γράφτηκαν και έτσι βρέθηκα στην παιδική λογοτεχνία. Όχι, δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως θα καταπιανόμουν ποτέ με αυτό το είδος, το διασκέδασα όμως πολύ. Για τη συνεργασία με εικονογράφο μάλλον δεν μπορώ να σου πω και πολλά, γιατί έχω συνεργαστεί μόνο δύο φορές (δύο παιδικά μου έχουν εκδοθεί) και αυτές με την ίδια εικονογράφο, την Αλεξία Λουγιάκη, που ήταν σα να έβλεπε απ’ ευθείας μέσα στο μυαλό μου. Προλάβαινε τη σκέψη μου με τέτοια ταχύτητα που στο τέλος είχα αρχίσει να τρομάζω. Νομίζω πως τα σκίτσα της έδωσαν νέα ζωή τόσο στη “Γαλάτεια και τα μυρμήγκια” όσο και στην “Ούμμα, το κορίτσι που ζωγράφιζε με τη φωτιά”.

7. Το καινούριο σου μυθιστόρημα με τίτλο “Tiamat” μόλις κυκλοφόρησε. Αποκάλυψε μας γι’ αυτό όσο πιο πολλά μπορείς.

Ας πιάσουμε αρχικά το οπισθόφυλλο: 1997. Ξημερώματα Πάσχα. Μία ομάδα μεταναστών, προσπαθώντας να περάσει στην Ελλάδα μέσω του Έβρου, γίνεται αντιληπτή από ελληνική περίπολο. Ένας 19χρονος από το Μπαγκλαντές συλλαμβάνεται από τους Έλληνες φαντάρους ενώ προσπαθεί να κρυφτεί. Δίπλα του βρίσκονται τα απομεινάρια του φίλου του. Ισχυρίζεται πως κάτι τους επιτέθηκε. 2012. Ένας δημοσιογράφος στην Αλεξανδρούπολη σκοτώνεται σε ύποπτο αυτοκινητικό, ενώ έχει μιλήσει για εξαφανίσεις κυνηγών και αγροτών στον Έβρο. Την ίδια χρονιά, ένας συγγραφέας και δύο φίλοι του ανακαλύπτουν μία ύποπτη αναφορά των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών με το κωδικό όνομα Tiamat, που αναφέρεται στα γεγονότα του Πάσχα του ’97. Οι τρείς ήρωες, καλούνται, σαν σύγχρονοι ιππότες, να ερευνήσουν την υπόθεση και να αντιμετωπίσουν έναν “δράκο” που σπέρνει τον τρόμο. Τους καθοδηγεί ένας πάμπλουτος ηλικιωμένος, με αμφίβολες προθέσεις. Με τι θα έρθουν αντιμέτωποι στον Έβρο; Υπάρχουν ακόμη τέρατα; Ή μήπως τα αληθινά τέρατα έχουν ανθρώπινο πρόσωπο; Γράφτηκε στην διάρκεια της καραντίνας. Αρχικά ήθελα να γράψω μία αλληγορία για τον καιρό της κρίσης. Η ίδια η ιστορία όμως ήθελε να πάει αλλού. Έτσι την άφησα να με τραβήξει εκεί που ήθελε. Το αποτέλεσμα το κρατάμε στα χέρια μας. Αν διαβάσεις προσεκτικά μπορεί να διακρίνεις ίχνη του αρχικού σκελετού, τίποτα περισσότερο όμως.

8. Διαβάζοντας το δελτίο τύπου διαπίστωσα πως η υπόθεση εκτυλίσσεται στον Έβρο. Γνωρίζεις αυτές τις περιοχές; Σε κάθε περίπτωση, πόσο σημαντική είναι η έρευνα για έναν συγγραφέα; Πες μας λίγα λόγια για τον τρόπο δουλειάς σου και για την πορεία που ακολουθείς  μέχρι να φτάσεις στο επιθυμητό, τελικό αποτέλεσμα.

Τον Έβρο δεν τον γνώριζα καθόλου. Όχι πως τώρα τον γνωρίζω περισσότερο... άκου πως έχει το πράγμα: Έχω έναν φίλο, τον Δημήτρη, που είναι μισός Κρητικός και μισός Θρακιώτης. Όταν του είπα τι θέλω να γράψω, με προσκάλεσε στο σπίτι του στον Έβρο, για την έρευνα που απαιτούσε η περίσταση. Πάνω που πήγα να χαρώ, ήρθε η πρώτη καραντίνα. “Που θα πάει, θα περάσει” είπα και έπιασα να γράφω τα γύρω γύρω. Μας άφησαν ελεύθερους το καλοκαίρι (όπως θυμάσαι), ο Μήτσος όμως τότε ήταν στην Κρήτη. Ανανεώσαμε τo ραντεβού για το φθινόπωρο. Δεύτερη καραντίνα! Εκεί είδα κι αποείδα, επιστράτευσα το Google maps και άρχισα να τριγυρνώ ψηφιακά στις περιοχές. Έλειπε όμως η εμπειρία. Ήξερα πως μοιάζει το δέλτα του Έβρου, δεν ήξερα όμως πως μύριζε. Εκεί ήταν που έβαλα κάτω τον κακομοίρη τον Μήτσο και τον πέρασα από ανάκριση τρίτου βαθμού. Ευτυχώς ήταν απόλυτα συνεργάσιμος και απίθανα παρατηρητικός, οπότε με κάλυψε απόλυτα. Για να πω την αλήθεια, η Tiamat (όνομα μεσοποτάμιου θηλυκού δαίμονα) ήταν το πρώτο βιβλίο μου που χρειάστηκε τόση έρευνα. Στα προηγούμενα ήμουν περισσότερο ασφαλής, γράφοντας μόνο εκείνα που γνώριζα καλά. Στο εν λόγω ξανοίχτηκα πολύ και δεν το μετάνιωσα.

Ο τρόπος που δουλεύω είναι ο εξής: Το αρχικό κείμενο της Tiamat γράφτηκε μέσα σε έξι μήνες. Το άφησα να “κρυώσει” για ένα τρίμηνο και μετά το ξαναέπιασα από την αρχή. Η “δεύτερη γραφή” ενός κειμένου συνίσταται περισσότερο στα όσα αφαιρείς παρά σε αυτά που προσθέτεις. Φεύγουν άχρηστες παρομοιώσεις, λέξεις που καθυστερούν την ταχύτητα της αφήγησης, επιρρήματα που κάνουν άχαρες τις προτάσεις, πολλά επίθετα. Γενικά ακολουθεί “σφίξιμο” του κειμένου. Μετά το δίνω σε μερικούς κοντινούς να το διαβάσουν και μετά πάλι από την αρχή μάζεμα. Το ζητούμενο είναι ένα συνεχώς “επιταχυνόμενο” κείμενο. Όταν πια το έχω αποστηθίσει, είναι έτοιμο για τον επιμελητή. Μετά το ξαναπιάνουμε μαζί από την αρχή. Άχαρο; Μάλλον, αλλά αποδίδει.

9. Έχεις μακρά πορεία στον χώρο κι έχεις δει πολλά. Ποιες είναι οι αλλαγές που έχεις εντοπίσει σε όλα τα επίπεδα; Τα πράγματα είναι καλύτερα ή χειρότερα σε σχέση με το παρελθόν; 

Οι αλλαγές στον εκδοτικό χώρο είναι ραγδαίες από την κρίση και μετά. Υπήρχαν και άλλοτε κάποιοι εκδοτικοί, συνήθως τριτοδεύτεροι, που ζητούσαν από τον συγγραφέα να πληρώσει ή να συμμετάσχει στα έξοδα έκδοσης προκειμένου να εκδοθεί το έργο του. Αυτό όμως έχει γίνει πια, δυστυχώς, κανόνας και όχι εξαίρεση. Επιχειρηματίες χωρίς το ρίσκο του επιχειρείν, που περιμένουν από τον συγγραφέα να τους χρηματοδοτήσει για να συνεχίσουν να υπάρχουν και για να του εκδώσουν ένα βιβλίο που θα στηρίζει την κυκλοφορία του αποκλειστικά στον στενό κύκλο του συγγραφέα. Αυτά ήταν ανήκουστα προ κρίσης. Υπήρχαν, σαφώς, λιγότερα βιβλία, ο πήχης όμως έστεκε πολύ ψηλά. Τώρα, όσο περνά ο καιρός, συναντώ όλο και συχνότερα βιβλία που μου είναι αδύνατο να τα συνεχίσω, είτε λόγω κακής γραφής, είτε κακής μετάφρασης. Ναι, υπάρχει πια πολυφωνία, οι πολλές φωνές όμως συχνά είναι απλά φασαρία και, εν τέλει, αφωνία.

10. Ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Μπορεί να σκοτώσει η σκληρή καθημερινότητα την θέληση για δημιουργία;   

Φυσικά και μπορεί. Τη θέληση μπορεί όχι, υπάρχει όμως πάντα και η διάθεση. Αυτή χαλάει πρώτη και συχνά συμπαρασύρει και τη θέληση.

11. Ποιά είναι τα μελλοντικά σου σχέδια; Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να συμπληρώσεις; O τελευταίος λόγος σε σένα.

Μελλοντικά σχέδια: Να γράψω ένα αστυνομικό. Είναι ένα είδος με το οποίο δεν έχω καταπιαστεί. Πάντα το θεωρούσα πολύ απαιτητικό (αν δεν θέλει κανείς απλά να κοροϊδεύει τους αναγνώστες του), μετά το βάπτισμα του πυρός όμως που έλαβα από την Tiamat, όλα φαντάζουν ξαφνικά ευκολότερα. Θα δούμε εκ του αποτελέσματος. Επίσης, θα ήθελα να καταπιαστώ ξανά με τους ήρωες της Tiamat, σε μία καινούρια περιπέτεια. Βλέπεις, πέρασα καιρό μαζί τους και υπήρξαν συμπάθειες.

Αντώνη σε ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτή την τόσο χορταστική συνέντευξη. Καλοτάξιδο το καινούριο σου βιβλίο κι εύχομαι κάθε επιτυχία σε όλα τα μελλοντικά σου σχέδια!

 

Εργογραφία Αντώνη Κρύσιλα

Μυθιστορήματα

Το μικρό μεγάλο ταξίδι (2003)
Μικρές Αγγελίες (2010)
Tiamat (2023)

Νουβέλες

Ο Νούμερο ΕΝΑ - Τhe Number One (2015)

Διηγήματα

Το Στόμα του Διαβόλου (2009)

Παιδική λογοτεχνία

Η Γαλάτεια και τα μυρμήγκια (2018)
Ούμμα (2020)

Συλλογικά έργα

Ιστορίες με φαντάσματα (1996)
Ιστορίες της μυθολογίας Κθούλου 2 (1997)
Ιστορίες με στοιχειωμένα σπίτια (1999)
Το Χαλάνδρι που γνώρισα: 19 Έλληνες συγγραφείς γράφουν για το Χαλάνδρι (2005) 
Ανθολογία διηγήματος – Γ΄ λογοτεχνικός διαγωνισμός Αντώνης Σαμαράκης (2009) 
Στους αχαρτογράφητους τόπους της φαντασίας (2016)
Αλλόκοσμοι (2017)

Θεατρικά έργα

Παπάγια- Μάντολες (2009): Βραβεύτηκε από το ΔηΠεΘε Βορείου Αιγαίου με την πρώτη θέση το 2014.
Η Γαλάτεια και τα μυρμήγκια
Αγαπημένοι μου εφιάλτες