Άνθρωποι και ανθρωπάκια: Δημιουργώντας τεχνητή ζωή στην αρχαιότητα

Άνθρωποι και ανθρωπάκια: Δημιουργώντας τεχνητή ζωή στην αρχαιότητα

Βάλτε τα κομπολόγια πάλι μέσα γιατί, δυστυχώς, δεν θα μιλήσουμε για την ομώνυμη τραγουδάρα του Στράτου Διονυσίου˙ ούτε για την ομότιτλη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Τσιφόρου, αυτού του παραγνωρισμένου εθνικού μας θησαυρού, του Γκαούρ Τζον Κλιζ.

Εν προκειμένω, θα μιλήσουμε για ένα άλλου είδους “ανθρωπάκια” ή “ανθρωπάρια”, αν προτιμάτε: Ανθρώπους-μινιατούρες που μπορεί κανείς να δημιουργήσει αν γνωρίζει τα μυστικά της Ερμητικής Επιστήμης και κατέχει τα κλειδιά των Φυσικών Νόμων.

Αυτά τα πλάσματα είναι περισσότερα γνωστά στη Δυτική εσωτερική γραμματεία και τη λογοτεχνία του φανταστικού με το όνομα homunculi (εν. homunculus, από απευθείας μετάφραση του ελληνικού ανθρωπάριον) και αποτελούν την αρχαιότερη αποτύπωση της ανθρώπινης φιλοδοξίας για δημιουργία τεχνητής βιολογικής ζωής.

Στο κλασσικό θεατρικό του Γκαίτε, Φάουστ, είναι ένας τέτοιος homunculus, δημιουργημένος από την αλχημιστική τέχνη, ο οποίος οδηγεί τον Μεφιστοφελή μαζί με τον πρωταγωνιστή, ως άλλος ιεροφάντης, σε ένα όργιο φαντασίας τύπου Βαλπουργιανής νύχτας, όπου παρίσταται πάνθεο της κλασσικής αρχαιότητας.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι του συμβολισμού του Γκαίτε, ο Γιούνγκ εντόπιζε στην ιδέα του homunculus το αρχέτυπο του “μαγικού παιδιού”, ένα εμβρυακό σύμβολο της αναγέννησης και της επανασύστασης του εγώ από το ίδιο το Εγώ˙ δηλαδή μια διαδικασία εσωτερικής αλχημείας. Φυσικά, η μεταφορική του αυτή εξέταση του συμβόλου ήταν επηρεασμένη από τα αινιγματικά και σαγηνευτικά οράματα του Ζώσιμου του Πανοπολίτη, ενός από τους γνωστότερους πρωτοαλχημιστές του 3ου αιώνα. Στο παρόν άρθρο όμως δεν θα μας απασχολήσει αυτή η μεταφορική διάσταση των ανθρωπαρίων. Θα προσπεράσουμε αυτά τα φιλοσοφικά από τα δεξιά, θα τους κορνάρουμε μανιασμένα, θα τα βρίσουμε κι από πάνω, και θα συνεχίσουμε πατητοί στο ταξίδι μας προς στην κυριολεκτική ανακάλυψη αυτού του μυστηριώδους πλάσματος.
 


Σκίτσο του Franz Xaver Steifensand (1809–1876)
 

Πολλούς αιώνες πριν τo μυθιστόρημα της Μαίρη Σέλλευ Φρανκενστάιν ή ο Σύγχρονος Προμηθέας, η συνταγή των σοφών για τη δημιουργία τεχνητής ζωής δεν περιλάμβανε κοπτοραπτική πτωμάτων, χιλιάδες βολτ ηλεκτρισμού, και καμπούρηδες βοηθούς εργαστηρίου με καρικατουρίστικα σλάβικα ονόματα. Ήταν πολύ πιο απλή και καθόλα βασισμένη σε επιστημονικές, επιστημονικότατες, αρχές.

Για να δημιουργήσει λοιπόν κανείς έναν homunculus δεν είχε παρά να μιμηθεί την ίδια τη Φύση και να γνωρίζει να αναπαράγει τις διεργασίες της κατά βούληση. Ήταν μια διεργασία κάπου μεταξύ επιστήμης και μαγείας, την οποία κανένας εχέφρων άνθρωπος δεν είχε λόγο να αμφισβητεί. Αν αυτό σας ακούγεται τρελό, δεν θα έπρεπε.

Πολύ πιο τρελό είναι το ότι η παρουσία του ωαρίου της γυναίκας και η συμβολή του στην διαδικασία της σύλληψης εδραιώθηκε ευρέως στην επιστημονική κοινότητα μόλις το 1827, από τον Karl Ernst Von Baer[1].

Επί αιώνες, το consensus της επιστήμης ήταν πως το βασικό συστατικό για τη δημιουργία της ανθρώπινης ζωής ήταν το σπέρμα του άνδρα κατ’ αποκλειστικότητα. Η μήτρα της γυναίκας απλώς παρείχε τις ιδανικές περιβαλλοντικές συνθήκες ώστε το σπέρμα να “ριζώσει” και να αναπτυχθεί το έμβρυο. Βαριά η σκιά του Αριστοτέλη, άλλωστε.
 


Αριστοτέλης
 

Ο Σταγειρίτης φιλόσοφος υποστήριζε ότι η γυναίκα, μέσω του αίματος της εμμήνου ρύσης της, παρείχε την “βασική ύλη” για το έμβρυο ενώ το σπέρμα έδινε μορφή στη βασική αυτή ύλη, όπως μια σφραγίδα αφήνει το αποτύπωμά της στο βουλοκέρι.

Μετέπειτα, ο Ρωμαίος Γαληνός, ακολουθώντας τον Ιπποκράτη, θα υποστήριζε πως για τη σύλληψη χρειάζονται δύο είδη σπέρματος, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό. Η άποψη όμως αυτή επισκιάστηκε από την Αριστοτελική θεωρία περί σύλληψης, καθότι ήταν αδύνατο να ταυτοποιηθεί το “γυναικείο σπέρμα”. Προς υπεράσπιση βέβαια του παππού Αριστοτέλη, πρέπει να πούμε ότι και ο ίδιος προσέφερε μια θεωρία περί του γυναικείου σπέρματος, εντοπίζοντάς το στα υγρά που ενίοτε οι γυναίκες “εκσπερματίζουν” κατά τη σεξουαλική κορύφωση (κατά κόσμον squirting – μην κάνετε πως δεν ξέρετε τι είναι αυτό, το search history σας άλλα λέει, πονηρούληδες)...

“Παρατηρείται μια εκσπερμάτιση από τον κόλπο η οποία, εν τούτοις, αν και συμβαίνει σε μερικές γυναίκες δεν συμβαίνει σε άλλες. Γενικά μιλώντας, αυτό το φαινόμενο προκύπτει σε γυναίκες με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα που διακατέχονται από θηλυκότητα και όχι σε μελαχρινές, οι οποίες έχουν μια περισσότερο ανδροπρεπή εμφάνιση. Όταν προκύπτει, η εκσπερμάτιση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη σε ένταση από την εκσπερμάτιση του άνδρα, καθώς επίσης και πολύ μεγαλύτερη σε ποσότητα”.

[Έστι γάρ τών υστερών έκκρισις, καί ταίς μεν γίγνεται ταίς δ' ού. Γίγνεται μέν γαρ ταίς λευκοχρόοις και θηλυκαίς ως επί τό πολύ ειπείν, ού γίνεται δε ταίς μελαίναις καί αρρενωποίς. Το δε πλήθος, αίς γίγνεται, ενίοτε ού κατά σπέρματος πρόεσίν εστιν αλλά πολύ υπερβάλλει.]

(Αριστοτέλους, Περί Ζώων Γενέσεως, I, XX, 728a)

Με άλλα λόγια, λοιπόν, αν κανείς μπορούσε να προσομοιώσει επιτυχώς τις συνθήκες της μήτρας, ήταν σε θέση να “καλλιεργήσει” το σπέρμα και να δημιουργήσει τεχνητή ζωή.
 


Παράκελσος
 

Η πιο γνωστή ίσως “συνταγή” για τη δημιουργία ανθρωπάριων μας έρχεται από την Αναγέννηση και συγκεκριμένα από τον Philippus Aureolus Theophrastus Bombastus von Hohenheim, ή απλώς Παράκελσο (1493 – 1541) για τους φίλους. Ο υπέροχα ρηξικέλευθος αυτός γιατρός / μάγος / επαγγελματίας πότης / ξιφομάχος / ακαδημαϊκός ρεβιζιονιστής / χημικός / χομπίστας, μας λέει:

“Αν αφήσουμε ανδρικό σπέρμα να ζυμωθεί μέσα σε μια σφραγισμένη φιάλη κλεισμένη μέσα σε κοπριά αλόγου (venter equinus[2]) για σαράντα ημέρες, θα παρατηρήσουμε ότι τελικά θα αποκτήσει ζωή, θα αρχίσει να κινείται και να συσπάται – κάτι το οποίο εύκολα μπορεί να δει κανείς. Ύστερα από αυτή τη χρονική περίοδο θα ομοιάζει σε κάποιο βαθμό με ανθρώπινο πλάσμα, όμως διάφανο και δίχως σώμα. Εάν, τώρα, μετά από αυτό το σημείο το ταΐζουμε προσεκτικά και συνετά σε καθημερινή βάση με το μυστήριο (arcanum) του ανθρωπίνου αίματος και το διατηρήσουμε για σαράντα εβδομάδες στη σταθερή και ομοιόμορφη θερμότητα της κοπριάς του αλόγου, τότε θα μετατραπεί σε ένα αληθινό ζων έμβρυο, το οποίο θα έχει όλα τα άκρα ενός παιδιού γεννημένου από γυναίκα, αν και θα είναι πολύ μικρότερο σε μέγεθος. Αυτό το πλάσμα το ονομάζουμε homunculus (ανθρώπαριο) και πρέπει να το εκπαιδεύσουμε με μεγάλη φροντίδα και ζήλο, μέχρι να μεγαλώσει και να αρχίσει να επιδεικνύει γνωρίσματα νοημοσύνης”

(Παράκελσος, Περί της Φύσεως των Πραγμάτων (De Natura Rerum), 1894b, 1: 124)

Φυσικά, ο homunculus του Παρακέλσου είναι ένα τεχνητό πλάσμα πολύ πιο ολοκληρωμένο και τέλειο από τα ανθρωπάρια των αρχαιότερων κειμένων.
 


Ιμπίν Ουαχσία


Σε ένα συναρπαστικά ετερόκλητο και μυστήριο σύγγραμμα το οποίο μας άφησε ο πολυμαθέστατος Ιμπίν Ουαχσία (Ibn Wahshiyya), με τίτλο Η Γεωργία των Ναβαταίων (Nabatean Agriculture / Al-Filaha an-Nabatiyya), το οποίο χρονολογείται κάπου ανάμεσα στον 4ο και τον 10ο μ.Χ. αιώνα[3] , μαθαίνουμε για έναν φημισμένο μάγο του αρχαίου Ιράκ, ο οποίος είχε επίσης κατορθώσει να δημιουργήσει τεχνητή ζωή:

“Ο Μάγος Ανκαμπούθα κατόρθωσε μέχρι και να δημιουργήσει έναν άνθρωπο, και στο βιβλίο του “Περί Γενέσεως” περιγράφει πώς το έκανε αυτό ώστε να κατασκευάσει έναν ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον. Εντούτοις, παραδέχεται ότι το πλάσμα αυτό το οποίο δημιούργησε δεν ήταν ένας άρτιος άνθρωπος καθότι δεν μπορούσε να μιλήσει ή να κατανοήσει τι του λένε. Είχε εξ ολοκλήρου το παρουσιαστικό του ανθρώπου και ήταν αρτιμελές, όμως έμοιαζε με έναν ζαλισμένο και αποσβολωμένο άνθρωπο ο οποίος δεν μπορεί ούτε να μιλήσει, ούτε να κατανοήσει τι του λένε. Ο Ανκαμπούθα απέκτησε τη συνταγή για τη δημιουργία αυτού του (τεχνητού) ανθρώπου από το “Βιβλίο των Μυστικών του Ήλιου” (Asrar ash-Shams), στο οποίο ο Ασκουλουμπία, ο αγγελιοφόρος του Ήλιου, αναφέρει πως ο ίδιος είχε δημιουργήσει έναν τεχνητό άνθρωπο ο οποίος δεν είχε γεννηθεί κατά το φυσικό τρόπο. Εμείς, διαβάσαμε αυτό το βιβλίο και εντοπίσαμε το συγκεκριμένο απόσπασμα, όμως δεν σταθήκαμε ικανοί να αναπαράξουμε τη διεργασία.

Εντούτοις, ο Ανκαμπούθα το κατόρθωσε γιατί ήταν ιδιαίτερα ικανός στο να φτιάχνει τελέσματα όπως και στις μαγικές διεργασίες. Ο τρόπος της δημιουργίας του τεχνητού ανθρώπου είναι εξαιρετικά όμοιος με τη μέθοδο δημιουργίας τελεσμάτων και μαγικών αντικειμένων. Όποιος μπορεί να φτιάχνει τελέσματα, μπορεί εύκολα και να δημιουργήσει τεχνητούς ανθρώπους.

Έτσι, ο Ανκαμπούθα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έναν άνθρωπο, όπως περιγράψαμε, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να κατανοήσει τι του έλεγαν, ή να μιλήσει, ή να φάει. Παρόλα αυτά, λέγεται ότι κατάφερε να διατηρήσει το πλάσμα αυτό ζωντανό για έναν ολόκληρο χρόνο, επικολλώντας στο σώμα του ένα συγκεκριμένο αντικείμενο το οποίο το έκανε να επιβιώσει για έναν χρόνο, όπως και έγινε”

(ΝΑ, Text 41, pp 1317-1319)

Όπως παρατηρούμε, ο homunculus του Παρακέλσου και ο τεχνητός άνθρωπος του Ανκαμπούθα διαφέρουν σημαντικά ως προς τις διανοητικές τους ικανότητες: ο μεν μπορεί να αποκτήσει παιδεία και εξελίσσεται σε ένα νοήμον ον, ενώ ο δε είναι σε κατάσταση φυτού και απαιτεί τεχνητή υποστήριξη (αυτό το μυστηριώδες και απροσδιόριστο αντικείμενο το οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί στο σώμα του) για να παραμείνει στη ζωή.

Και στις δύο περιπτώσεις, η διαδικασία δημιουργίας απαιτεί μια μαγική χειραγώγηση της φύσης υπό ευοίωνες αστρολογικές συγκυρίες (η κοινή βάση τόσο της τελεστικής όσο και της αλχημείας). Το δίχως άλλο, απαραίτητο συστατικό αυτή της διεργασίας είναι η πρώτη ύλη της ζωής, δηλαδή το σπέρμα του άνδρα.

Φυσικά, εδώ εγείρεται ένα ευλογότατο ερώτημα. Γιατί στα κομμάτια να κάνω τόσο κόπο, αν στη μία περίπτωση καταλήγω να παιδοκομάω ένα μούλικο του σωλήνα – λες και δεν μπορούσα να βάλω τον ίδιο ακριβώς μπελά στο κεφάλι μου με τον παραδοσιακό τρόπο –, και στην άλλη απλώς βρίσκομαι με έναν μαντράχαλο τον οποίο δεν μπορώ να μάθω ούτε τις παντόφλες να μου φέρνει; Δεν έπαιρνα σκύλο καλύτερα;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μας δοθεί αν εξετάσουμε ίσως την καλύτερα ιστορικά τεκμηριωμένη περίπτωση δημιουργίας ανθρωπαρίων στη σύγχρονη εποχή. Η διήγηση μας έρχεται από τον δρ. Εμίλ Μπεζέτσνι, στο Τεκτονικό Εγχειρίδιό του 1873, με τίτλο Η Σφίγγα (Die Sphinx, Freimaurerisches Taschenbuch, Wien, 1873), ο οποίος μεταφέρει τη μαρτυρία ενός Τζέιμς Κάμερερ, μπάτλερ και προσωπικού βαλέ του Κόμη Γιόχαν Φέρντιναντ φον Κούφταιν.

Το κεφάλαιο 6 του συγκεκριμένου σπάνιου έργου έχει τίτλο “Τα προφητικά πνεύματα” (Die Wahrsagenden Geister) και εξιστορεί πώς, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα (1775), ο Κόμης Γιόχαν Φέρντιναντ φον Κούφσταιν, σε συνεργασία με έναν Ιταλό ιερομόναχο, τον Αββά Τζελόνι, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δέκα ανθρωπάρια, “μεγαλώνοντάς” τα μέσα σε μεγάλα βάζα φρούτων, ερμητικά κλεισμένα με μαγικές σφραγίδες και γεμάτα νερό.

Τα ανθρωπάρια αυτά δημιουργήθηκαν μέσα σε μόλις πέντε εβδομάδες. Ο Κόμης ήταν ιδιαίτερα ανυπόμονος για την ολοκλήρωση της διεργασίας, και κατά το χρονικό αυτό διάστημα τα βάζα ήταν θαμμένα κάτω από κοπριά. Οι δύο μύστες, ο φον Κούφσταιν και ο Ροδόσταυρος Αββάς, “τάιζαν” τα πλάσματα καθημερινά, ρίχνοντας επάνω τους ένα υγρό που βρομούσε απίστευτα και το οποίο έκανε τους σωρούς της κοπριάς να βγάζουν καπνούς.

Οκτώ από αυτά τα πλάσματα είχαν ανθρώπινη μορφή και ύψος περίπου 30 εκατοστά. Επιπλέον, είχαν ξεχωριστές προσωπικότητες: ένα ήταν ο βασιλιάς, ένα άλλο η βασίλισσα, ο ιππότης, ο μοναχός, η καλόγρια, ο ανθρακωρύχος, το Σεραφείμ, και ο αρχιτέκτονας. Λέγεται μάλιστα ότι τους είχαν φτιάξει και φορεσιές ανάλογες με την ιδιότητα του καθενός.

Κάθε τρείς με τέσσερεις ημέρες τα τάιζαν με ροζ χάπια, κατασκευασμένα από το μυστήριο (arcanum) του ανθρωπίνου αίματος, ενώ τους άλλαζαν το νερό στα βάζα τους μια φορά την εβδομάδα.
 


 

Μια μέρα, μάλιστα, το ανθρωπάριο-βασιλιάς κατάφερε να δραπετεύσει από το βάζο του και πάσχιζε να ελευθερώσει το ανθρωπάριο-βασίλισσα από το βάζο. Σύντομα όμως λιποθύμησε από την έκθεσή του στον ατμοσφαιρικό αέρα και ο μπάτλερ του Κόμη το επέστρεψε στη γυάλινη φυλακή του. Προτού συμβεί όμως αυτό, στην προσπάθειά του να ελευθερώσει τη βασίλισσα, έριξε κάτω το βάζο του ανθρωπάριου-καλογέρου και αυτό το πλάσμα δεν στάθηκε τόσο τυχερό. Απεβίωσε από ασφυξία και στη συνέχεια ο Κόμης και ο Αββάς το έθαψαν στον κήπο της κατοικίας του Κόμη, στο Τιρόλο, τελώντας χριστιανική εξόδιο ακολουθία και στήνοντάς του κανονικό τύμβο-μινιατούρα.

Τα άλλα δύο πλάσματα δεν είχαν διόλου ανθρώπινη μορφή και εμφανίζονταν μονάχα όταν ο Αββάς Τζελόνι χτυπούσε τα βάζα τους και ξεστόμιζε συγκεκριμένες μαγικές φράσεις. Ένα πρόσωπο υλοποιούταν μέσα σε καθένα από αυτά – στο ένα βάζο το νερό έπαιρνε γαλάζιο χρώμα, και στο άλλο κόκκινο. Το “κόκκινο πνεύμα”, όπως το αποκαλούσαν, τρεφόταν με αίμα και έπρεπε να αλλάζουν το νερό κάθε δύο με τρείς ημέρες. Το δε “γαλάζιο πνεύμα” δεν είχε ανάγκη από τροφή και το νερό στο βάζο του ουδέποτε έχρηζε αλλαγής.

Τα δέκα αυτά ανθρωπάρια είχαν την ικανότητα να απαντούν σε ερωτήσεις σχετικά με τα μελλούμενα, το καθένα σύμφωνα με την ειδικότητά του. Για παράδειγμα, ο ιππότης συμβούλευε και χρησμοδοτούσε σχετικά με θέματα πολέμου, ο βασιλιάς επάνω σε ζητήματα πολιτικής, κ.ο.κ.
 


 

Οι προφητικές αυτές συνεδρίες με τη διαμεσολάβηση των ανθρωπάριων λάμβαναν χώρα τακτικά στην Τεκτονική Στοά της Βιέννης, όπου πολλοί επιφανείς άνδρες της εποχής, όπως ο Κόμης Φρανζ Γιόσεφ φον Θουν και ο Κόμης Μαξ Λάμπεργκ, παραβρίσκονταν και μαρτυρούν όχι μόνο την ύπαρξή των ανθρωπάριων αλλά και την εγκυρότητα των προβλέψεών τους.

Όταν οι δρόμοι του Αββά Τζελόνι και του Κόμη φον Κούφσταιν τελικά χώρισαν, είναι αβέβαιο τι απέγιναν τα πλάσματα αυτά. Σύμφωνα με τον μπάτλερ του, ο Κόμης τα παραχώρησε στην Τεκτονική Στοά της Βιέννης προς το τέλος της ζωής του, πεπεισμένος ότι “τέτοιου είδους ασχολίες δεν άρμοζαν σε έναν καλό Χριστιανό”.

Μέχρι σήμερα, καμία επίσημη έρευνα δεν έχει γίνει στους περιβάλλοντες χώρους της οικίας του Κούφσταιν για να εντοπιστεί ο τάφος του ανθρωπαρίου-καλόγερου. Ποιος να ξέρει άραγε τι κρύβεται στις ήσυχες και απόμερες γωνιές μιας Ευρώπης στοιχειωμένης από αιώνες θρύλων και τολμηρών μαγικών πειραματισμών;

Όπως και να έχει, τα ανθρωπάρια παραμένουν ένα από τα συναρπαστικότερα μυστήρια της Ερμητικής Επιστήμης και μια αστείρευτη έμπνευση στη σφαίρα του φανταστικού. Πάνω απ’ όλα, όμως, για εμένα αποτελούν μια υπενθύμιση πως η φαντασία και η επιστήμη, μέχρι πολύ πρόσφατα, συμβίωναν αρμονικά και ο ορίζοντας του πιθανού ήταν πλατύς όσο ποτέ.

Όλες οι μεταφράσεις στο παρόν άρθρο είναι του συγγραφέα

[1]: Αν και ήδη από τον 17ο αιώνα ο Γάλλος πάτρωνας των επιστημών Melchisedec Thévenot (c.1620–92) φαίνεται να θεωρεί πώς όλα τα ζώα, καθώς επίσης και οι άνθρωποι, προέρχονται από γονιμοποιημένα ωάρια.

[2]: Κυριολεκτικά, “μήτρα αλόγου”˙ αλλά ο συγκεκριμένος όρος στην αλχημιστική ορολογία αναφέρεται στην κοπριά του αλόγου η οποία χρησιμοποιούταν ως μονωτικό υλικό για να διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία μέσα σε ένα δοχείο. Ο Παράκελσος προφανώς χρησιμοποιεί τον όρο με την αλχημιστική του σημασία και όχι την κυριολεκτική.

[3]: Σχετικά με τη χρονολόγηση και το υλικό της “Γεωργίας των Ναβαταίων” δείτε το The Last Pagans of Iraq, Brill, 2006, με μετάφραση, επιμέλεια και σχόλια του Jaakko Hämeen-Anttila)