Διήγημα | "Αιχμάλωτη των Άλλων"

Διήγημα | "Αιχμάλωτη των Άλλων"

Ήμουν ξύπνια όταν ήρθαν. Πώς τους περίμενα στο κελί μου! Στεκόμουν όρθια κοιτώντας επίμονα την θύρα. "Τι χαρά!", μονολόγησα σαν προσευχή όταν άκουσα τους μηχανισμούς της κλειδαριάς. Οι πόρτες του κελιού άνοιξαν και ένιωσα την ανάγκη να πέσω στα γόνατά μου. Μια φωνή στο βάθος του μυαλού μου φώναζε πως έπρεπε να επιδείξω κατωτερότητά. Δεν με ενόχλησε. Τους πλησίασα μπουσουλώντας, καθώς με περίμεναν με προταγμένα τα άκρα τους. Άρχισα να γλύφω το δέρμα τους. Λάτρευα τη γεύση τους, αλλά παραδόξως δεν μου ερχόταν η επιθυμία να δαγκώσω. Τι ανακούφιση ένιωσα, τι ευχαρίστηση! Αγαλλίασα όταν τελείωσα με το γλείψιμο. Προσπάθησα να σταθώ, αλλά ένιωσα μια δυσβάσταχτη κούραση στο σβέρκο μου. Τα αισθήματα χαράς που γέμιζαν την ψυχή μου αντικαταστάθηκαν από θλίψης. Κατάθλιψη ήταν αυτό που ένιωθα;

Το σώμα μου κουρασμένο, δεν υπήρχε διάθεση για τίποτα, η ζωή μου ένιωθα πως δεν είχε αξία. Αυτοί με έκαναν να νιώθω έτσι, το ξέρω. Τους άρεσε να με ταπεινώνουν. Σαν να άκουγα το γέλιο τους, παρόλο που δεν έβλεπα τα στόματά τους. Το κοροϊδευτικό γέλιο ήταν στο μυαλό μου. Μήπως το έκαναν σε όλους αυτό; Είχα υποψίες πως δεν ήμουν μόνη σε αυτή τη φυλακή. Ήταν ρουτίνα για αυτούς άραγε; Πάντως ήταν ευφυές. Ο κρατούμενος εθισμένος στους δεσμοφύλακές του είναι υπάκουος και δεν αποδρά. Υπήρχαν άραγε και άλλοι εδώ πέρα; Τόσες μέρες δεν άκουσα τίποτα. Πόσο καιρό, αναρωτιόμουν, ήμουν εδώ; Με άγγιξαν και μετά από λίγο ένιωσα την επιθυμία να τους ακολουθήσω όπου και αν πάνε. Ενέργεια επέστρεψε στο κορμί μου, αλλά όταν προσπάθησα να ορθώσω ξανά το ανάστημά μου, η κατάθλιψη επέστρεψε.
Ένα φορείο ήρθε. Στάθηκε δίπλα μου και μου έκανε νεύμα να ανεβώ. Ονειρευόμουν; Το καβάλησα παρόλα αυτά. Περάσαμε από διάφορους διαδρόμους, που αν και αρχικά ήταν λιτοί, καθώς οδεύαμε προς τον προορισμό μας, γινόντουσαν ολοένα και πιο όμορφα διακοσμημένοι. Ξαφνικά ανοίγω τα μάτια μου. Με είχε πάρει ο ύπνος κάποια στιγμή. Πότε; Τι έβλεπα πριν με πάρει; Η μνήμη μου ήταν θολή. Φτάσαμε σε ένα μεγάλο χώρο με ένα θρόνο μπροστά μου. Σαν φωτοστέφανο, μια συστοιχία από όμορφα διακοσμημένους σωλήνες, ξεκινούσαν από το θρόνο για να χαθούν στις σκοτεινές γωνιές του χώρου. Ήταν πολύ σκοτεινά κι αυτό έκανε την λάμψη των σωλήνων να με σαγηνεύει. Ένα τόσο μαλακό και ελκυστικό φως κλείδωνε το βλέμμα μου εκεί. Δεν μπορούσα ή δεν επιθυμούσα να δω τίποτα άλλο στον περίγυρό μου, αλλά με κούραζε πολύ να το κοιτώ. 

"Τι συμβαίνει; Πού βρίσκομαι;", σκέφτηκα.

"Χαίρεται, ελπίζω να νιώθεις.. γαλήνη", ακούστηκε μια φωνή να μιλά μέσα μου. Μαζί με τις σκέψεις μου.

Σήκωσα το βλέμμα μου και αντίκρισα αυτόν που μου μιλούσε. Κάποιος καθόταν στο θρόνο, αλλά μόλις άρχισα να τον διακρίνω, ένιωσα μια πίεση στη καρδιά μου. Κάτι πλάκωνε την πλάτη μου όπως πριν κι ένας πονοκέφαλος άρχισε. "Ποιος είσαι;", σκέφτηκα και απέστρεψα το βλέμμα μου ενστικτωδώς σαν επρόκειτο να με βοηθήσει. Επανέλαβα τη σκέψη μου φωναχτά, κοιτώντας τον ξανά. Ένιωσα πάλι αυτή την πίεση και ο πόνος στο κεφάλι μου μεγάλωσε. Είναι μέσα στο μυαλό μου, στις σκέψεις μου. Τα μάτια του, είδα τα μάτια του! Ούρλιαξα να σταματήσει, να βγει από το μυαλό μου, να σταματήσει το πόνο που μου προξενούσε. Μετά από μια δυσβάσταχτη στιγμή, μπάρες έπεσαν ανάμεσα σε εμένα και στην φιγουρα του θρόνου, με τον πόνο να υποχωρεί αμέσως. Συνειδητοποίησα πως είχα σπασμούς, τα μάτια μου δάκρυζαν και έτρεμα από τον φόβο. Νομίζω πως κατουρήθηκα, αλλά δεν είμαι σίγουρη γιατί νιώθω μουδιασμένη και αδύναμη. Πλέον το πρόσωπό μου αγγίζει το δροσερό πάτωμα. Το δάπεδο είχε την αίσθηση μαρμάρου, αλλά το ένιωθα ζεστό με τους ήχους μηχανών να το διαπερνούν. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου να δω τον θρόνο ξανά, με έπιασε υπνηλία. Μια υπνηλία που αμέσως έδιωξε μια φωνή.

"Είσαι καλά;", ρώτησε στοργικά με μια απαλή φωνή. "Συγχώρεσε με, σε παρακαλώ, είναι η πρώτη φορά που το κάνω αυτό. Σκέψου πως είναι σαν να θέλεις να πιάσεις ένα μυρμήγκι από το πόδι και να προσπαθήσεις να το χαϊδέψεις, να το αγκαλιάσεις, χωρίς να το τραυματίσεις. Δύσκολο δεν είναι; Προσπάθησε να δείξεις κατανόηση σε παρακαλώ και να με συγχωρήσεις".

"Βγες από το μυαλό μου τώρα!", σκέφτηκα και ξεστόμισα μια στριγκλιά απελπισίας. Για μια στιγμή δεν μπορούσα να μιλήσω. Το στόμα μου δεν άρθρωνε τις σκέψεις μου. 

"Είσαι αναστατωμένη, καταλαβαίνω. Δυστυχώς όμως, μόνο έτσι μπορούμε να επικοινωνούμε εμείς. Είναι η πρώτη φορά που μιλώ με έναν του είδους σου, οπότε ίσως το παράκανα με την ένταση".

"Ποιοι είστε; Τι θέλετε;"

"Εσύ ξέρεις ποια είσαι;"

Η ερώτηση μου έφερε φρίκη. Μόλις συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να θυμηθώ. Πως κατέληξα σε αυτό το μέρος; 

"Δεν ξέρω, δεν είμαι σίγουρη... Ρίτα... Ρίτα νομίζω με λένε"

"Χαίρομαι για τη γνωριμία Ρίτα! Σε ρώτησα για να σε κάνω να νιώσεις λίγο πιο άνετα. Νιώθεις καθόλου πιο άνετα;"

"Όχι φυσικά! Που βρίσκομαι, ποιοι είστε και τι θέλετε από μένα;", απάντησε θυμωμένη κοιτώντας τις αντανακλάσεις του φωτοστέφανο στα σκαλοπάτια του θρόνου.

"Σε βρήκαμε να κινείσαι στο κενό. Από ό,τι φαίνεται, είχες σταλθεί σε αποστολή στα όρια του ηλιακού σας συστήματος, όταν το διαστημόπλοιο σου δέχτηκε ζημιά και κατέληξες στο κενό. Σώθηκε αρκετός ιστός, ώστε να μπορέσουμε να σε αναστήσουμε. Δυστυχώς ο εξωτερικός φλοιός του εγκεφάλου σου, όντας ως επί το πλείστον νέος,  είναι κενός από μνήμες. Θραύσματα ίσως να έχουν απομείνει, κάποιες οικείες εικόνες. Το όνομα που σκέφτηκες αναγραφόταν στη στολή σου κι έτσι το εμφυτεύσαμε μαζί με αρκετό λεξιλόγιο και συντακτικό, ώστε να μπορείς να σκέφτεσαι και να μιλάς. Φυσικά, το σώμα σου είναι άμαθο σε τέτοιες λειτουργίες και... κάποιες άλλες, αλλά να είσαι σίγουρη οτι θα σε επαναφέρουμε σε πλήρη λειτουργικότητα. Απλά δώσε του λίγο χρόνο".

Στη συνειδητοποίηση πως ήμουν μια μαριονέτα, ένα κέλυφος χωρίς ψυχή, μου ήρθε εμετός. "Όνειρο είναι αυτό; Ή εφιάλτης; Ξύπνα Ρίτα, ξύπνα!", σκεφτόμουν, ενώ προσπαθούσα να κάνω τον εαυτό μου να θυμηθεί κάτι. Οτιδήποτε που θα μου έδινε ελπίδα πως αυτό δεν είναι μια άρρωστη φάρσα. "Ανέφερε πως ταξίδευα στο διάστημα. Ίσως αυτό που βιώνω είναι πρόβλημα του μηχανισμού νάρκωσης του πληρώματος", προσπαθησα να αιτιολογήσω.

"Καλή η θεωρία σου. Θα μπορούσε, μιας και  έχετε εξάλλου πρωτόγονη ακόμα τεχνολογία ύπνου, αλλά ότι βιώνεις είναι αλήθεια. Η σωρεία πληροφοριών σε κουράζει , η σύγχυση και η δυσπιστία είναι αναμενόμενη. Δυστυχώς, δεν έχω την πολυτέλεια του χρόνου και ειλικρινά ούτε την επιθυμία να σε κάνω να με πιστέψεις, ούτε να νιώσεις καλύτερα. Θα συντομεύω λοιπόν. Σου έχω μια δουλειά. Με ρώτησες πριν ποιοι είμαστε και τι θέλουμε από σένα. Θες να μάθεις; Πιστεύω θα σου δώσει αρκετή απόλαυση να ξέρεις για τους ευεργέτες σου".

Αδημονία και ανάγκη να μάθω με κατέκλυσε μόλις το είπε. "…Ναι", απάντησα με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ήθελε να μάθω. Να μου εξηγήσει τον εφιάλτη.

"Ωραιότατα, λοιπόν. Στην γλώσσα σου θα μπορούσε κάποιος να μας ονόμαζε "Οι Κηπουροί". Ταξιδεύουμε σε διάφορους κόσμους, τους μελετάμε, τους καλλιεργούμε και τους καλλωπίζουμε. Τιμάμε τη Δημιουργία και τιμωρούμε αυτούς που την φθείρουν. Γνωρίσαμε τους πολιτισμούς των ανθρώπων λίγους ανθρώπινους αιώνες πριν. Συλλέξαμε διάφορα δείγματα, μελετήσαμε τη βιόσφαιρά σας και αποκτήσαμε βαθιά κατανόηση της φυσιολογίας σας και μυριάδων άλλων ειδών. Γνωρίζουμε περισσότερα για εσάς από ότι εσείς οι ίδιοι. Έτσι λοιπόν, ήρθαμε για να καλλωπίσουμε και τον τόπο σας. Αυτά είναι όσα χρειάζεται να ξέρεις για εμάς. Αυτό που θέλουμε από εσένα είναι να γίνεις η κήρυκας του ερχομού μας. Να πρεσβεύσεις το θέλημά μας και να προετοιμάσεις την ανθρωπότητα για τον ερχομό μας", είπε το ον του θρόνο μέσα στο μυαλό μου, με ήπιο τόνο, γεμίζοντας με ξαφνικά με θαλπωρή, για μια εποχή αγνότητας και ομορφιάς. Μια εποχή ελπίδας για μια αναζωογονημένη γη.

Κάθε σκέψη που περνούσε από το μυαλό μου φώναζε "μαριονέτα". Είχα την επιθυμία να βροντοφωνάξω "ΠΟΤΕ!", αλλά υπέκυψα μετά από μερικά λεπτά πνευματικής κατάρρευσης. Παραμιλούσα από ότι φαίνεται στην κρούση γιατί άκουγα κοροϊδευτικές απαντήσεις στις σκέψεις μου. "Προφήτης για εσάς; Περίμενα πολιτισμοί που ταξιδεύουν στο διάστημα να αποτελούνται από εξυπνότερα άτομα...". Μια μπηχτή σαν αυτή,  ήταν η μεγαλύτερη αντίσταση που μπορούσα να προβάλλω έτσι όπως ήμουν.

"…σαρκασμός πριν και τώρα. Προσβολή στους Σωτήρες σου; Σου δώσαμε ζωή, αλλά δεν περιμένω μια κατώτερη μορφή σαν εσένα να το εκτιμήσει", απάντησε το ον και ένας αμυδρός πονοκέφαλος επέστρεψε.

"Σου πρόσφερα την επιλογή, αλλά πλέον οφείλω να σε ενημερώσω πως οι επιθυμίες σου είναι υποταγμένες σε εμάς. Θα σε στείλουμε με μία άκατο, κατάλληλα ντυμένη για μια ασφαλή επιστροφή στο μέρος που, ταιριαστά, αποκαλείτε "Γη". Όταν συνέλθεις από το ταξίδι θα θελήσεις να εξαφανιστείς. Μετά θα θελήσεις να αποδείξεις στον εαυτό σου πως υπήρξες, θα αναζητήσεις φίλους και συγγενείς και θα τους βρεις. Θα προσπαθήσεις να προσαρμοστείς σε μια νέα ζωή, ξέχωρη από το σκοπό που σου ορίσαμε. 'Ομως κάθε μέρα που θα περνά και δεν θα τον διατελείς θα γεμίζεις με ενοχές. Η απραξία θα σε βασανίζει και μέρα με τη μέρα θα θέλεις όλο και περισσότερο να φωνάξεις στον κόσμο για εμάς, να κραυγάσεις τον ερχομό μας. Ίσως λάβεις την απόφαση να αυτοκτονήσεις, όμως θα συνειδητοποιήσεις εν τέλει πως μόνο αυτό θα σου παρέχει Λύτρωση. Έτσι γίνεται συνήθως με εσάς"...